Γράφει ὁ πρωτοπρεσβύτερος Σπυρίδων Βουρλάκος,
Ἀρχιερατικὸς Ἐπίτροπος Σικίνου
Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια, στὸ μικρὸ νησὶ τῆς Σίκινου, ποὺ βρίσκεται μεταξὺ τῶν νησιῶν Ἴου καὶ Φολεγάνδρου καὶ βόρεια τῆς Σαντορίνης, ὑπῆρχαν πολλὲς ἰδιόκτητες ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες εἶχαν καὶ τὸν ἐφημέριό τους. Στὸν ἐφημέριο λοιπὸν μίας ἐξ αὐτῶν τῶν ἐκκλησιῶν, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένη στὸν Τίμιο Πρόδρομο, συνέβη τὸ παρακάτω θαυμαστὸ γεγονός.
Ἕνα βράδυ εἶδε στὸν ὕπνο του μία θαυμάσια καὶ μεγαλοπρεπῆ γυναίκα, ἡ ὁποία τὸν προέτρεπε νὰ πάει στὸ βόρειο μέρος τοῦ νησιοῦ, στὴ θέση τοῦ Καρρᾶ, στὸ αὐλάκι νὰ τὴν παραλάβει. Τὸ πρωὶ ὁ Ἱερέας διηγήθηκε τὸ ὄνειρό του στὴν πρεσβυτέρα καὶ ἡ ὁποία ὅμως τὸν συμβούλευσε νὰ μὴν δίνει προσοχὴ στὰ ὄνειρα. Αὐτὸ τὸ ὄνειρο ἐπαναλήφθηκε καὶ τὴν ἑπομένη βραδιὰ καὶ ὁ Ἱερέας πάλι ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴν ἀποτροπὴ τῆς πρεσβυτέρας του, ἀδιαφόρησε. Τὴν τρίτη βραδιὰ παρουσιάστηκε καὶ πάλι ἡ ὀπτασία αὐτῆς τῆς θαυμαστῆς γυναίκας, ἡ ὁποία τὸν ἔλεγξε γιὰ τὴν ἀπιστία του καὶ τοῦ εἶπε ὅτι ἂν δὲν πάει, θὰ πάθει μεγάλο κακό.
Ἔντρομος ὁ Ἱερέας ξύπνησε, φόρεσε τὸ ράσο του καὶ χωρὶς νὰ πεῖ σὲ κανέναν τίποτα, ἔφυγε ἀμέσως γιὰ τὸ μέρος ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδείξει ἡ γυναίκα στὸν ὕπνο του. Μόλις ἔφτασε στὸ μέρος ἐκεῖνο, ποὺ ἦταν βραχῶδες καὶ παραθαλάσσιο, εἶδε φῶς (σὰν καντήλι) πάνω στὴ θάλασσα καὶ κοντὰ στὴν ἀκτή. Ὅταν πλησίασε, ἀντὶ τοῦ φωτὸς εἶδε μία εἰκόνα ποὺ στεκόταν ὄρθια πάνω στὴ θάλασσα. Ἀμέσως ἔβγαλε τὰ ὑποδήματά του, ἀνασκούμπωσε τὸ ῥάσο του καὶ μπῆκε στὴ θάλασσα γιὰ νὰ πιάσει τὴν εἰκόνα. Ὅσο ὅμως ὁ ἱερέας πλησίαζε, τόσο ἀπομακρύνονταν ἡ Ἁγία Εἰκόνα στὴ θάλασσα. Ἐνῷ συνέχισε κολυμπώντας, ὅλες οἱ προσπάθειες ἀπέβαιναν μάταιες.
Ἀπελπισμένος ὁ Ἱερέας βγῆκε ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν κωμόπολη. Ἐκεῖ ἀνακοίνωσε τὸ γεγονὸς καὶ μὲ κωδωνοκρουσίες ὅλοι οἱ ἱερεῖς ἐνδεδυμένοι μὲ τὰ ἄμφιά τους καθὼς καὶ ὁ λαὸς μὲ λαμπάδες καὶ ἑξαπτέρυγα ἀναχώρησαν γιὰ τὸ προαναφερθὲν σημεῖο καὶ εἶδαν τὴν ἁγία εἰκόνα νὰ στέκεται ὄρθια ἐπὶ τῆς θαλάσσης. Τότε ὁ ἱερέας ποὺ εἶχε δεῖ τὸ ὅραμα, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε. Ἔτσι μπόρεσε καὶ παρέλαβε ἀπὸ τὴ θάλασσα τὴν Ἁγία Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Στὴν συνέχεια ἐν πομπῇ καὶ μὲ ψαλμοὺς μετέφεραν τὴν ἁγία εἰκόνα τῆς Θεοτόκου στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Προδρόμου, ὅπου ἦταν ἐφημέριος ὁ Ἱερέας.
Τὴν ἑπομένη ὅμως τὸ πρωὶ ἡ εἰκόνα δὲν ἦταν στὸ ναὸ ποὺ τὴν εἶχαν ἐναποθέσει καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοι ἀνησύχησαν ὅτι κάποιοι ἔκλεψαν τὸ Ἱερὸ Εἰκόνισμα. Κατόπιν ἐρευνῶν εὑρέθηκε ἡ εἰκόνα στὴν ἐκκλησία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὸ κέντρο τῆς κωμόπολης στὴ θέση Κάστρο, ὄρθια πάνω σὲ στασίδι, παραπλεύρως της ἀριστερᾶς θύρας τοῦ Ταξιάρχη. Τότε ἄρχισε φιλονικία μεταξὺ τῶν ἰδιοκτητῶν τῶν δύο ἐκκλησιῶν. Ἡ δὲ εἰκόνα μετεφέρθη καὶ πάλι στὴν προηγουμένη ἐκκλησία. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὅμως ἐπαναλήφθηκε καὶ τὴν ἑπομένη νύχτα καὶ ἀποφάσισαν νὰ μείνουν τὸ βράδυ στὸ γυναικωνίτη κρυμμένοι δύο ἄντρες γιὰ νὰ δοῦν ποιὸς παίρνει τὴν εἰκόνα. Τὰ μεσάνυχτα ἄκουσαν νὰ ἀνοίγει ἡ κλειδωμένη πόρτα τῆς ἐκκλησίας καὶ ἡ εἰκόνα νὰ φεύγει μόνη της καὶ νὰ εἰσέρχεται στὴν ἄλλη ἐκκλησία. Τότε κατανόησαν τὴν θέληση τῆς Θεοτόκου νὰ παραμείνει στὴν ἄλλη ἐκκλησία καὶ ἀνακοίνωσωσαν στὸν λαὸ τὴν θαυματουργὸ μετάβασή της. Ἔτσι ἀποφάσισαν οἱ κάτοικοι νὰ παραμείνει στὴν ἐκκλησία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὅπου μέχρι σήμερα βρίσκεται ἐνθρονισμένη. Ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ναοῦ σὲ ἔνδειξη σεβασμοῦ πρὸς τὴν Θεοτόκο κατασκεύασε ξύλινο θρόνο καὶ τὴν τοποθέτησαν στὸ ἀριστερὸ μέρος τοῦ ναοῦ, τὸν ὁποῖο ἡ ἴδια ἡ Παναγία εἶχε ἐπιλέξει.
Ἡ Σύναξη τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τῆς Παναγίας Παντανάσσης τελεῖται μὲ ἰδιαίτερο τυπικὸ τὴν ἡμέρα τῆς εὑρέσεώς της, Α´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, τῆς Ὀρθοδοξίας.