Παναγία Νεαμονήτισσα καὶ Νέα Μονὴ Χίου

[Ἱστορικό] [Θαύματα] [English] [Français] [Τροπάρια]


Εὕρεση τῆς Ἁγίας Εἰκόνας καὶ ἀνέγερση τῆς Νέας Μονῆς

Οἱ τρισμακάριστοι καὶ θειότατοι πατέρες, Νικήτας, Ἰωάννης καὶ Ἰωσήφ, εἶναι γεννήματα καὶ θρέμματα τῆς νήσου Χίου. Δὲν γνωρίζουμε νὰ ποῦμε ἀκριβῶς ἐὰν ἦταν ἀπὸ τὴ Χώρα ἢ ἀπὸ κάποιο χωριό. Θὰ ἦταν βέβαια πολὺ ἐπιθυμητὸ νὰ ξέρουμε τὴν πατρίδα τους, τὰ ὀνόματα τῶν γονέων τους καὶ πῶς πῆραν τὴν εὐλογημένη ἀπόφαση νὰ μονάσουν καὶ νὰ δοθοῦν «ψυχῇ τε καὶ σώματι» στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό.

Συμπεραίνουμε ὅμως ὅτι θεῖος ἔρωτας φούντωσε στὶς τρυφερὲς καὶ ἁγνὲς καρδιές τους καὶ ἔτσι τοὺς βρίσκουμε νὰ ἀγωνίζονται τὸν ἀγῶνα τὸν καλό, χωρὶς νὰ γνωρίζουμε ποιὰ ἀκριβῶς χρονολογία ἀσκήτεψαν.

Περὶ τὸ 1036-1042 μ.Χ., ὅταν στὴν Κωνσταντινούπολη βασίλευαν ὁ Μιχαὴλ Δ´ ὁ Παφλαγὼν καὶ μετέπειτα ὁ Μιχαὴλ Ε´ ὁ Καλαφάτης, ἀνεφάνησαν καὶ ἔγιναν γνωστοὶ στὸν κόσμο οἱ ὅσιοι Πατέρες. Ὁ τόπος, ὅπου ἀσκήτεψαν, ἦταν ἕνα ψηλὸ βουνό, ποὺ ἔφερε τὸ ὄνομα Προβάτειον Ὄρος. Στὴν ἀρχὴ ἦταν μόνον οἱ δύο αὐτάδελφοι Νικήτας καὶ Ἰωάννης. Κατόπιν ἦρθε νὰ προστεθεῖ μαζί τους καὶ ὁ μακάριος Ἰωσήφ. Ἐπιθυμοῦσαν πολὺ νὰ καθαρίσουν τὴν ψυχή τους ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ἐπιθυμία καταφρονώντας ὅλα τὰ γήινα καὶ πρόσκαιρα καὶ ἀναζητώντας τὰ οὐράνια καὶ αἰώνια.

Γι᾿ αὐτὸ ἀγωνίστηκαν καὶ ἔφτασαν σὲ μεγάλα ὕψη ἀρετῶν, ἀφοῦ γιὰ πρότυπο καὶ παράδειμά τους εἶχαν τὴν ἀσκητικὴ πολιτεία τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ποὺ μὲ ζῆλο καὶ αὐταπάρνηση ἀκολούθησαν. Βασάνιζαν καὶ σκληραγωγοῦσαν τὸ σῶμα τους μὲ νηστεία, προσευχή, ἀγρυπνία καὶ ἐγκράτεια καὶ μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα γεύονταν λίγο ψωμὶ καὶ νερό. Ἀνέπαυαν μὲ λίγο ὕπνο τὸ σῶμα τους ὄχι σὲ στρῶμα, ἀλλὰ κατάχαμα στὴ γῆ καὶ τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς τους τὸν ξόδευαν σὲ ὁλονύκτιες στάσεις καὶ ὁλημερινὲς προσευχές. Μὰ καὶ ὁ τόπος ποὺ ἀσκήτευαν δὲν ἦταν εὔκολος. Ὅπως εἴπαμε, ἦταν βουνὸ πετρῶδες, δυσκολοπερπάτητο, χωρὶς νερὸ ἐκεῖ κοντά. Ἐκτὸς αὐτοῦ, ψηλὸ καθὼς ἦταν τὸ βουνό, τὸ χτυποῦσαν οἱ ἄνεμοι ἀπὸ παντοῦ. Γι᾿ αὐτὸ τὸ χειμῶνα ἔκανε ὑπερβολικὸ κρύο καὶ ἔπεφταν πολλὰ χιόνια. Γιὰ τοὺς ἀγῶνες αὐτοὺς ποὺ χωρὶς γογγυσμὸ ὑπέμεναν ὁ Θεὸς τοὺς ἀξίωσε νὰ ἁρπάζονται σὲ θεῖες θεωρίες. Μὲ τὴν καθαρότητα ποὺ εἶχαν ἀποκτήσει ἔβλεπαν πολλὲς φορὲς τὴ νύχτα φῶς νὰ λάμπει μέσα στὸ δάσος. Κατέβαιναν μὲ μεγάλη προθυμία τὴν ἡμέρα θέλοντας νὰ δοῦν τί ἦταν ἐκεῖνο τὸ φῶς στὸ δάσος, ἀλλά, ἐνῶ πλησίαζαν, χανόταν καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ βροῦν. Αὐτὸ ἔγινε ἀρκετὲς φορὲς χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ἔτσι πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ κάψουν τὸ δάσος καί, ἐὰν ἦταν ἐκ Θεοῦ τὸ φῶς ποὺ ἔβλεπαν, ὁ τόπος ἐκεῖνος δὲ θὰ καιγόταν. Οἱ φλόγες τῆς φωτιᾶς ἄρχισαν νὰ καῖνε τὸ πανέμορφο δάσος. Φτάνοντας ὅμως στὸ σημεῖο ποὺ ἔβγαινε τὸ φῶς ἡ φωτιὰ ἔσβησε χωρὶς νὰ τὸ κάψει. Ἀμέσως λοιπὸν οἱ Ὅσιοι, μόλις εἶδαν τὴν πυρκαγιὰ νὰ σβήνει, πλησίασαν καὶ μὲ ἔκπληξη εἶδαν μιὰ μυρσίνη ἀπείρακτη ἀπὸ τὶς φλόγες καὶ μιὰ Ἁγία εἰκόνα τῆς Θεομήτορος στὰ κλαδιά της. Ἡ Θεομήτωρ Μαρία εἰκονιζόταν μόνη της, χωρὶς τὸ μονογενὲς βρέφος της, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Πῶς ἡ εἰκόνα βρέθηκε στὴ μυρσίνη δὲν εἶναι γνωστό. Ἴσως ἦταν κρυμμένη ἐκεῖ ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς εἰκονομαχίας, ἴσως κανένας παλαιότερος ἀσκητὴς τὴν ἄφησε στὴ μυρσίνη ἢ ἀκόμη ἴσως ἀπὸ μόνη της ἡ ἁγία εἰκόνα, θείᾳ δυνάμει, ἔφυγε ἀπὸ κάποιο ἄλλο μέρος καὶ ἦρθε ἐκεῖ. Βρίσκοντας τὴν ἁγία εἰκόνα οἱ Ὅσιοι χάρηκαν πολὺ καὶ παίρνοντάς την μὲ πολλὴ εὐλάβεια, ὕμνους καὶ ψαλμωδίες τὴν ἔφεραν στὸ ἱερὸ σπήλαιο, ὅπου κατοικοῦσαν.

Ἡ εἰκόνα ὅμως τῆς ἀχράντου Θεοτόκου Μαρίας θείᾳ δυνάμει ἔφευγε καὶ πήγαινε στὰ κλαδιὰ τῆς μυρσίνης. Ἐπειδὴ ἔγινε αὐτὸ πολλὲς φορές, κατάλαβαν οἱ Ὅσιοι ὅτι ἡ Θεοτόκος ἤθελε νὰ μείνει στὸν τόπο, ὅπου εὑρέθηκε καὶ ἐκεῖ νὰ γίνει σπίτι της. Ἔτσι πρόχειρα καὶ ὅπως μποροῦσαν ἔκαναν ἕνα μικρὸ ναὸ καὶ ἔβαλαν μέσα τὴν ἁγία εἰκόνα ψάλλοντας καὶ εὐχαριστῶντας τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ποὺ τὴν φανέρωσε σ᾿ αὐτούς.

Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ποὺ ἔγιναν ὅλα αὐτὰ στὴ Χίο, ἦταν διωγμένος ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴ Μυτιλήνη ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Μονομάχος. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μὲ θεία ἀποκάλυψη γνώρισαν πὼς πεθαίνοντας οἱ βασιλεῖς Μιχαὴλ ὁ Παφλαγὼν καὶ Μιχαὴλ ὁ Καλαφάτης θὰ βασίλευε ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Μονομάχος, γι᾿ αὐτὸ ὁ θεῖος Νικήτας καὶ ὁ θεῖος Ἰωσὴφ πῆγαν στὴ Μυτιλήνη καὶ τὸν βρῆκαν. Προσπάθησαν μὲ κάθε τρόπο νὰ τὸν παρηγορήσουν ἀπὸ τὴ λύπη του καὶ τοῦ ἀποκάλυψαν ὅτι εἶναι θεῖο θέλημα σὲ λίγο καιρὸ νὰ γίνει ἐκεῖνος βασιλιᾶς στὴν Πόλη. Στὴν ἀρχὴ δὲν πίστευε στὰ λόγια τῶν Πατέρων, γιατὶ τοῦ φαινόταν ἀνθρωπίνως ἀδύνατον. Βλέποντας ὅμως τὴν βεβαιότητα στὰ λεγόμενά τους τοὺς εἶπε πώς, ἂν εὐτυχοῦσε καὶ βασίλευε, θὰ εἶχαν ὅ,τι ἤθελαν. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τοῦ ἀποκρίθηκαν πὼς γιὰ τὸν ἑαυτό τους δὲν θέλουν τίποτα. Τοῦ διηγήθηκαν ὅμως λεπτομερῶς τὸ μέγα θαῦμα ποὺ ἔγινε καὶ ζήτησαν νὰ κάνει ἕνα ὡραῖο Μοναστῆρι καὶ ἕναν εὐρύχωρο Ναὸ γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, βασιλικὸ δῶρο στὴ Θεομήτορα, τὴν Κυρία τοῦ παντός. Τότε λέγει ὁ Μονομάχος πρὸς τοὺς Πατέρες πώς, ἂν λάβει τὴ βασιλεία, θὰ κάνει αὐτὸ ποὺ τοῦ ζητοῦσαν. Οἱ Ὅσιοι ὅμως ἤθελαν νὰ κατοχυρωθοῦν ὄχι μόνο μὲ λόγια καὶ ὑποσχέσεις καὶ ἔτσι τοῦ ζήτησαν τὸ δακτυλίδι ποὺ φοροῦσε καὶ εἶχε τὴ βούλα του ἐπάνω. Ἥσυχοι πιὰ ἔφυγαν γιὰ τὴ Χίο. Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ ἡ βασίλισσα Ζωὴ ἡ Πορφυρογέννητη, ποὺ εἶχε ἐξοριστεῖ ἀπὸ τὸν Μιχαὴλ τὸν Καλαφάτη, πῆρε τὰ σκῆπτρα καὶ τὴ βασιλικὴ ἐξουσία τὸ 1042 μ.Χ. Ἔτσι βγῆκε ἀληθινὴ ἡ προφητεία τῶν Ὁσίων Πατέρων.

Σὰν ἔμαθαν οἱ Πατέρες ὅτι πλέον βασίλευε ὁ Κωνσταντῖνος Θ´ ὁ Μονομάχος, σύζυγος τῆς Ζωῆς, πῆγαν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τοῦ θύμισαν τὴν ὑπόσχεση ποὺ τοὺς ἔδωσε στὴ Μυτιλήνη δείχνοντάς του τὸ δακτυλίδι του (αὐτὸ τὸ δακτυλίδι μέχρι σήμερα βρίσκεται τοποθετημένο στὴν ἁγία εἰκόνα τῆς Παναγίας μας μαζὶ μὲ πάμπολλα ἀφιερώματα ποὺ τῆς χαρίζουν οἱ πιστοί). Ὁ βασιλιᾶς κράτησε τὴν ὑπόσχεσή του καὶ εὐθὺς ἀμέσως ἔστειλε πολλῶν γνώσεων ἀρχιτέκτονα, καθὼς καὶ ἐργάτες νὰ οἰκοδομήσουν καὶ νὰ τελειοποιήσουν τὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου. Ἔστειλε τοὺς καλλίτερους ἁγιογράφους νὰ στολίσουν καὶ νὰ κοσμήσουν τὸ ναὸ μὲ ἀφαντάστου ὀμορφιᾶς ψηφιδωτὰ (τὰ περισσότερα σώζονται καὶ θαυμάζονται μέχρι σήμερα). Ἔστειλε κολόνες μαρμάρινες καὶ λαμπρές, πορφυρόχροα μάρμαρα καὶ ὅ,τι ἄλλα ὑλικὰ ἀπαιτοῦνταν γιὰ τὸ κτίσιμο τῆς Μονῆς. Οἱ δὲ οἰκοδόμοι ἐργάστηκαν καὶ ἐπιμελήθηκαν μὲ καλλιτεχνία γιὰ τὴν ἀποπεράτωση τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ. Δώδεκα χρόνια κράτησε τὸ κτίσιμο τοῦ Καθολικοῦ καὶ στὸ διάστημα αὐτὸ πέθανε καὶ ἡ βασίλισσα Ζωὴ καὶ ὁ βασιλεὺς Κωνσταντῖνος (1042-55) καὶ τὸ θεάρεστο αὐτὸ ἔργο τελείωσε μεγαλοπρεπῶς ἡ ἀδελφὴ τῆς Ζωῆς, ἡ Θεοδώρα. Ἔδωσε πολλὲς δωρεές, βοήθειες, πλούσιους πόρους καὶ πολλὰ εἰσοδήματα γιὰ τὴ συντήρηση τῆς Μονῆς.

Ἡ Μονὴ περιλάμβανε συγκρότημα κτηρίων, ποὺ δείχνουν τὴ λαμπρὴ ἀκμὴ τῆς βυζαντινῆς τέχνης κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Μακεδονικῆς δυναστείας. Ἀπὸ τὰ κτήρια αὐτὰ σήμερα σώζονται τὸ Καθολικό, ἡ Τράπεζα καὶ ἡ Κινστέρνα ὁλόκληρα. Τὸ Καθολικὸ ἰδιαίτερα, ποὺ ἀνήκει στὸν τύπο τῶν ὀκτάγωνων ναῶν, ἱδρυμένο σὲ τετραγωνικὸ διάγραμμα μὲ τροῦλο, ἀποτελεῖ τὴ θαυμασιότερη ἀρχιτεκτονικὴ προσπάθεια αὐτῆς τῆς περιόδου. Τὰ μωσαϊκά, φιλοτεχνημένα ἀπὸ καλλιτέχνες σταλμένους ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Μονομάχο στὴ Χίο γι᾿ αὐτὸν τὸ σκοπό, ἀντιπροσωπεύουν τὴν ἐπίσημη βυζαντινὴ ζωγραφικὴ καὶ διακρίνονται γιὰ τὴν κομψότητα τοῦ σχεδίου, τὴν ἀναζήτηση τοῦ γραφικοῦ στοιχείου καὶ τὸν ἐκθαμβωτικὸ πλοῦτο τοῦ χρωματισμοῦ. Δυστυχῶς ὁ σεισμὸς τοῦ 1881 κατέρριψε τὸν τροῦλο καὶ ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὴν ἐξαίσια αὐτὴ εἰκονογράφηση ἔχει χαθεῖ γιὰ πάντα.

Ἡ Μονὴ προικισμένη ἤδη ἀπὸ τοὺς ἱδρυτές της μὲ πολλὲς δωρεὲς ἐξελίχθηκε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ μοναστήρια στὸν αἰγαιοπελαγίτικο χῶρο. Ἐκεῖ οἱ πονεμένοι ἔβρισκαν παρηγοριὰ καὶ ἀνακούφιση, οἱ σκλαβωμένοι καταφύγιο καὶ στήριξη στὴν πίστη τους ἀπὸ φωτισμένους μοναχούς, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους διακρίθηκαν γιὰ τὴν ἄσκησή τους, ἢ καὶ μαρτύρησαν ἀρνούμενοι νὰ ἀλλαξοπιστήσουν. Ὁ πιὸ γνωστὸς σὲ ὅλους μας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς μοναχοὺς ποὺ ἀσκήτεψαν στὸ μοναστήρι τῆς Νέας Μονῆς ἦταν ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Ἐπίσκοπος Πενταπόλεως ὁ ἐν Αἰγίνῃ, ὁ ὁποῖος διετέλεσε διδάσκαλος στὸ χωριὸ Λιθί, ἐκάρη μοναχὸς στὴν Νέα Μονή, διετέλεσε δὲ γραμματεὺς αὐτῆς.


Θαύματα

Τὸ μεγαλύτερο θαῦμα εἶναι πὼς ἔχουν διασωθεῖ μέχρι σήμερα τὸ Καθολικὸ μὲ τὰ θαυμάσια ψηφιδωτά του καὶ κυρίως ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα παρ᾿ ὅλες τὶς καταστροφὲς ποὺ ὑπέστη καὶ τὸ νησὶ καὶ ἡ Μονή. Ἔχουν φτάσει μέχρι σὲ μᾶς διάφορες διηγήσεις:

Ὅταν τὸ Μοναστήρι καταστράφηκε ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς, ἡ εἰκόνα διαφυλάχθηκε ἀπὸ κάποιο μοναχὸ στὸ Πυργὶ καὶ μετὰ τὴν ἐπιδρομὴ τὴν ἐπανέφεραν στὸ ναό.

Στὴν καταστροφὴ τῆς Χίου ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1822, ὁπότε σφαγιάστηκαν ὅλοι ὅσοι βρέθηκαν ἐκεῖ καὶ τὰ πάντα κάηκαν, ἡ εἰκόνα βρέθηκε ἀνέπαφη ἀπὸ τὴ φωτιά.

Στὴ μεγάλη πυρκαγιὰ κατὰ τὸ 19ο αἰῶνα ἡ εἰκόνα βρέθηκε μόνη της κρεμασμένη στὸ Δεσποτικὸ τοῦ ναοῦ, ποὺ περιέργως ἔμεινε ἀνέπαφο ἀπὸ τὶς φλόγες.

Μόνον ὁ μεγάλος σεισμὸς τοῦ 1881 ποὺ μετέβαλε ὅλη τὴ Χίο σὲ ἐρείπια προκάλεσε, ὅπως προαναφέρθηκε, τὴν πτώση τοῦ τρούλου, ὁ ὁποῖος ξαναχτίστηκε γρήγορα χωρὶς ὅμως τὴν παλιά του αἴγλη καὶ κομψότητα.

Ἡ Παναγία ἡ Νεαμονήτισσα ἔρχεται πάντοτε βοηθὸς σὲ ὅποιον ἐπικαλεστεῖ τὴ βοήθειά της μὲ πίστη:

Κάποτε ἕνα Χιώτικο πλοῖο βρέθηκε σὲ σφοδρὴ θαλασσοταραχὴ καὶ ὁ καπετάνιος παρακάλεσε θερμὰ τὴ Νιαμονήτισσα νὰ τοὺς σώσει. Ἔταξε μάλιστα καὶ μιὰ λαμπάδα ποὺ νὰ ἔφτανε τὸ ὕψος τοῦ καταρτιοῦ τοῦ πλοίου του. Παρουσιάσθηκε ξαφνικὰ μπροστά του ἡ Νιαμονήτισσα ποὺ κρατώντας ἕνα κομμάτι ξύλο βούτηξε στὴ θάλασσα, γιὰ νὰ φράξει, ὅπως εἶπε, κάποια τρύπα στὰ ὕφαλα. Ὁ σάλος κόπασε ἀμέσως καὶ τὸ πλοῖο ὁδηγήθηκε σὲ ἀπάγκιο. Διαπίστωσαν τότε ὅτι πράγματι στὰ ὕφαλα τοῦ καραβιοῦ ὑπῆρχε τρύπα ποὺ εἶχε φραχτεῖ ἀπὸ τὸ ξύλο ποὺ εἶδε ὁ καπετάνιος στὰ χέρια τῆς Παναγίας. Φυσικὰ ὅλο τὸ πλήρωμα ἦλθε γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὴν Προστάτιδά του καὶ νὰ ἐκπληρώσει ὁλοπρόθυμα τὸ τάμα τοῦ καπετάνιου.

Ἀνάλογη εἶναι καὶ ἡ σωτηρία ἑνὸς ἄλλου καραβιοῦ. Τὸ μέσον τῆς σωτηρίας αὐτὴ τὴ φορὰ ἦταν ἕνα σφουγγάρι, τὸ ὁποῖο μέχρι σήμερα φυλάσσεται στὸν Ἐξωνάρθηκα μαζὶ μὲ ἕνα ἀσημένιο καράβι, ἀφιέρωμα τῶν διασωθέντων.

Πασίγνωστη εἶναι καὶ ἡ ἱστορία μιᾶς πλούσιας Χανούμισσας, συζύγου τοῦ Ἀτραμᾶ πασᾶ, ποὺ κινημένη ἀπὸ περιέργεια καὶ ὑπεροψία, θέλησε νὰ παραβιάσει τὸ «ἄβατο» ποὺ ἴσχυε τότε γιὰ τὶς γυναῖκες. Θέλησε νὰ δοκιμάσει ἂν ἡ Παναγία θὰ εἶχε τὴ δύναμη νὰ φυλάξει τὸ Μοναστήρι της. Καθὼς ἀνέβαινε τὶς ὑπώρειες τοῦ βουνοῦ ἔχοντας διανύσει τὴ μισὴ ἀπόσταση, τῆς φέρνουν τὸ μήνυμα ὅτι ὁ πύργος της ἔπιασε φωτιά. Παίρνοντας τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς παρακάλεσε μὲ θέρμη τὴν Παναγία, αὐτὴν ποὺ μέχρι προηγουμένως ἀμφισβητοῦσε, νὰ σώσει τὰ χρυσαφικά της καὶ θὰ τῆς πρόσφερε χρυσοκέντητη φορεσιά. Ἡ Παναγία ἔκανε τὸ θαῦμα της καὶ ἡ Χανούμισσσα ἐκπλήρωσε τὸ τάμα της. Ὁ πύργος ὑπάρχει μέχρι σήμερα καὶ ὀνομάζεται «Καμένος Πύργος».

Σήμερα στὴ Μονὴ φυλάσσεται ἕνα χρυσοκέντητο χαλὶ (πεύκι < ἐπεύχιον) μὲ ἐπιγραφὴ στὴν ὕφανσή του ποὺ δίνει πληροφορίες γιὰ τὸ δημιουργό του (Ἀντώνιος Πυρῖνος), γιὰ τὸν ἡγούμενο (κυρ Νεόφυτος) ποὺ ἔδωσε τὴν ἐντολὴ κατασκευῆς του, καθὼς καὶ γιὰ τὸ χρόνο κατασκευῆς του (1742). Εἶχε καὶ αὐτὸ τὶς περιπέτειές του: Στὴν καταστροφὴ τῆς Χίου τὸ 1822 πουλήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ἀγοράστηκε ἀπὸ χριστιανοὺς ποὺ τὸ χάρισαν στὸν Πανάγιο Τάφο. Ἐκεῖ ὁ ἐπίσκοπος Πέτρας Μισαὴλ τὸ ἀναγνώρισε καὶ τὸ παρέδωσε στοὺς μοναχοὺς τῆς Νέας Μονῆς Μακάριο καὶ Γρηγόριο, ποὺ ἦταν ἐκεῖ γιὰ προσκύνημα, γιὰ νὰ τὸ μεταφέρουν πίσω στὸ Μοναστήρι.


The monastery of Nea Moni: A brief history

The monastery of Nea Moni was built in the mid-eleventh century by the Byzantine emperor Constantine IX Monomahos (1042-1055). According to the tradition, three monks, Nikitas, Iossif and Ioannis, who lived as hermits in a cave on Mount Provation, kept seeing a light every night in a forest nearby. Since they could not find its source during the daylight, they decided to set fire to the forest; the fire miraculously stopped in front of a myrtle, which was uninflammable. The icon of Virgin Mary without the Child was lying on its branches. Today this icon is treasured in the monastery.

In the meantime, Constantine Monomahos was exiled on the island of Lesvos. The monks, after a divine revelation, visited him and announced him that he would become an emperor. Constantine, though doubting the news, promised that, in such a case, he would build a monastery dedicated to Virgin Mary's icon. A few years later he became emperor of the Byzantine Empire, and kept his promise. He built a splendid church on the place where the icon was found, bringing a skilled architect and the best artisans and fine materials from Constantinople. Nea Moni of Chios is decorated with exceptional mosaics of byzantine art, true masterpieces of the era of the Macedonian dynasty. During the following years Nea Moni became a famous monastery and a refuge for people looking for consolation, sympathy, or guidance by the monks and by Virgin Mary (who responds to all deep and honest prayers). It is a miracle that both the icon of Virgin Mary and the church with its magnificent mosaics stayed intact from all the tragedies that suffered the island of Chios, like the massacre of the greek residents by the Turks in 1822 and the violent earthquake of 1881.


L' histoire de Nea Moni

Le monastère de Nea Moni de Chios fut bâti au milieu du 11e siècle par l'empereur byzantin Constantinos IX Monomachos (1042-1055). La tradition nous raconte que trois moines, Nikitas, Iossiph et Ioannis, qui vécurent en ermite dans une grotte sur le mont Provation, voyaient tous les soirs une lumière qui brillait dans la foret. Comme ils n'arrivaient pas trouver sa source pendant la journée, ils incendièrent la foret. Le feu s'éteignit miraculeusement devant un myrte, qui était imbrûlable. Sur ses branches, ils trouvèrent l'icône de la Vierge sans l'Enfant, qui se trouve au monastère jusqu'a nos jours.

Pendant ce temps, Constantinos Monomachos était exile sur l'île de Lesvos. Les moines, par révélation divine, lui rendirent visite et lui dirent qu'il deviendrait empereur. Malgré ses doutes, il leur promit de bâtir une église à la place ou l'icône avait été trouvée. Un peu plus tard, Constantinos devint empereur, comme lui avaient prédit les trois moines. Tenant sa promesse, il bâtit une église splendide, faisant venir des artisans et des matériaux de Constantinople. Pendant les années qui suivent, Nea Moni devint un monastère fameux, ou se réfugiaient tous les douloureux pour se consoler, pour trouver du soutien et de consultation par les moines et par la Vierge, qui répond a toute prière «de profundis».

Les mosaïques de l'église de Nea Moni sont considerés comme un chef d'oeuvre de l'art byzantine de l'époque de la dynastie Macédonienne. C'est vraiment merveilleux que aussi bien l'icône de la Vierge de Nea Moni que l'église du monastère sont conserves jusqu'a nos jours, malgré les catastrophes qu'a subi l'île de Chios, soit par les envahisseurs Turcs qui ont massacré ses habitants en 1822, soit par le grand tremblement de terre en 1881.


Ἀπολυτίκια, Κοντάκια, Μεγαλυνάρια, Θεοτοκία
ψαλλόμενα καθ᾿ ὅλου τοῦ ἐνιαυτοῦ εἰς τὴν Ἱερὰν Νέαν Μονήν

Ἀπολυτίκιον τῆς Παναγίας Νεαμονητίσσης.
Ἦχος α´. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.

Τοῦ πυρὸς ἁπλωθέντος ἡ εἰκών σου, Πανύμνητε, ἐν μυρσίνῃ εὑρέθη τοὺς πατέρας ἐκπλήττουσα. Καὶ γέγονεν εἰς τύπον ἐμφανῆ, ἐν βάτῳ ὡς ἑώρακε Μωσῆς, ὡς ἐν Χωρήβ, Κόρη, τὸ σὸν θαυματούργημα. Δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τοῖς θαυμασίοις σου, ὅτι τὴν Ἱεράν σου ἐνέπηξας ταύτην Νέαν Μονήν, καὶ τὴν Χίον ἐμεγάλυνας.

Ἀπολυτίκιον τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Ἦχος α´. Αὐτόμελον.

Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε· μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, Μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἀπολυτίκιον τῶν Ὁσίων Πατέρων.
Ἦχος α´. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.

Τοὺς εὑρόντας εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, τοὺς Νεαμονὴν θεοφρόνως μονάζουσι δείμαντας· Νικήταν, Ἰωάννην, Ἰωσήφ, τοὺς ῥείθρῳ ἐνθέων ἀρετῶν, Χίου πάσης τὰς ἀρούρας, τὰς νοητὰς ἀρδεύσαντας εὐκαρπῆσαι· δοξάσωμεν σήμερον φαιδροί, βίους τούτων ζηλώσαντες· ὅπως αὐτῶν δεήσεσι, θεῖον εὕρωμεν ἔλεος.

Ἀπολυτίκιον τοῦ σεισμοῦ.
Ἦχος α´. Αὐτόμελον.

Ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν, ῥῦσαι ἡμᾶς τῆς φοβερᾶς τοῦ σεισμοῦ ἀπειλῆς, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν· καὶ κατάπεμψον ἡμῖν, πλούσια τὰ ἐλέη σου, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου μόνε φιλάνθρωπε.

Κοντάκιον τῆς Κοιμήσεως.
Ἦχος β´. Αὐτόμελον.

Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον, καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.

Κοντάκιον τῶν Ὁσίων Πατέρων.
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τοὺς τρεῖς Πατέρας τοὺς σεπτοὺς νῦν μακαρίσωμεν,
Ὡς τὰ τοῦ κόσμου ἅπαντα καταφρονήσανταας,
Σπηλαίοις τε καὶ ὄρεσι κατοικοῦντας.
Ἀλλ᾿ ὡς ἔχοντες τὴν χάριν τὴν οὐράνιον,
Καὶ τοῦ ὕψους ἡμῖν πᾶσι χάριν πέμψατε,
Ὅπως κράξωμεν· Χαίρετε Πατέρες ὅσιοι.

Τροπάριον τῶν Ὁσίων Πατέρων
ψαλλόμενον ἐν τῇ παρακλήσει.
Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Τοῖς θεοφόροις καὶ σεπτοῖς νῦν προσφύγωμεν, θείοις πατράσι καὶ ἡμῶν ἀντιλήπτορσι, Νικήταν, Ἰωάννην καὶ Ἰωσήφ, ἐν κατανύξει κράζοντες ἐξ ὅλης ψυχῆς· Ἅγιοι προφθάσατε ἐφ᾿ ἡμῖν σπλαχνισθέντες καὶ δεινῶν λύτρώσασθε τοὺς ὑμᾶς ἀνυμνοῦντας. Ὡς παῤῥησίαν κεκτημένοι πρὸς Θεόν, ὃν δυσωπεῖτε εὑρεῖν ἡμᾶς ἔλεος.

Μεγαλυνάρια.

Χαίροις, φωτοδόχος θεία πηγή, τῆς Νέας Μονῆς σου ἡ προστάτρια ἡ θερμή, ἀκήρατε Κόρη, Μαρία Θεοτόκε, ψυχὰς τῶν σὲ ὑμνούντων σὺ φωταγώγησον.

Πάτερ Παντοκράτορ δημιουργέ, ἄρχων τῆς εἰρήνης καὶ φρονήσεως χορηγέ, ἱκετεύομέν Σε, κατάπαυσον πολέμους καὶ δώρησαι εἰρήνη μόνε φιλάνθρωπε.

Χαῖρε, σκῆπτρον ἅγιον τοῦ Χριστοῦ, Σταυρὲ ζωηφόρε, καύχημα τῶν χριστιανῶν ἀνάκτων τὸ κλέος καὶ δόξα ἱερέων δαιμόνων καθαιρέτα, Σταυρὲ πανάγιε.

Τὰ τῆς Χίου κλέη καὶ μοναστῶν, καύχημα ὁσίων, ἀγαλλίαμα τῶν πιστῶν, τὸν ὅσιον Νικήταν σὺν Ἰωσὴφ τὸν πάνυ καὶ μέγαν Ἰωάννην ὕμνοις τιμήσωμεν.

Δεῦτε εὐφημήσωμεν οἱ πιστοί, τοὺς δύο φωστῆρας τοὺς μεγάλους καὶ φωταυγεῖς, Μιχαὴλ τὸν μέγαν καὶ Γαβριὴλ τὸν θεῖον, τοὺς δύο Ταξιάρχας τοῦ Παντοκράτορος.

Θεοτοκίον.

Ὑπὸ τὴν σὴν εὐσπλαχνίαν, καταφεύγομεν, Θεοτόκε· τὰς ἡμῶν ἱκεσίας, μὴ παρίδῃς ἐν περιστάσει, ἀλλ᾿ ἐκ κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, μόνη ἁγνή, μόνη εὐλογημένη.


Εὐχαριστίες στὸν Ἱερομόναχο Διονύσιο
γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ἀλληλεπίδραση·
στὴν Γερόντισσα Μαριὰμ γιὰ τὴν σημαίνουσα
ἀνεπιτήδευτη πνευματικότητά της·
στὸν ἀδελφὸ Ἀντώνιο Κ. γιὰ τὴν ἀφειδῆ φιλοξενία·
στὸν Γεώργιο Κ., τὸν Γεράσιμο καὶ τὴν Λεμονιὰ Σ.
καὶ τὴν Κωνσταντίνα Εὐ. γιὰ τὴν ἐν Κυρίῳ κοινωνία. Ν.