Κείμενο: Θεόδωρος Ρηγινιώτης
Ὅσιος, προικισμένος μὲ ἐξαιρετικὸ θαυματουργικὸ χάρισμα, ποὺ ἀσκήτευσε στὴ νότια καὶ κεντρικὴ Κρήτη κατὰ τὰ μέσα ἢ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 17ου αἰῶνα. Ἡ κοίμησή του τοποθετεῖται γύρω στὸ 1670.
Πληροφορίες γιὰ τὴ ζωή του διασῴζονται μόνο στὴν προφορικὴ παράδοση τοῦ νησιοῦ καὶ ἰδιαίτερα στὴν ἐπαρχία Ἁγίου Βασιλείου τοῦ νομοῦ Ρεθύμνης. Ἐκεῖ βρίσκεται τὸ λεγόμενο Κουρταλιώτικο Φαράγγι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο περνᾷ ὁ ποταμὸς Κουρταλιώτης καὶ ἐκβάλλει στὸ Λιβυκὸ Πέλαγος. Στὸ μέσον του φαραγγιοῦ, κοντὰ στὸν πυθμένα του, βρίσκεται ὁ μικρὸς ναΐσκος τοῦ ὁσίου, στὸν ὁποῖο οἱ προσκυνητὲς κατεβαίνουν ἀπὸ σκάλα μὲ μεγάλο ἀριθμὸ πέτρινων σκαλοπατιῶν. Ἐκεῖ κοντά, κατὰ τὴν παράδοση, βρίσκεται καὶ ὁ τάφος του, ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμη ἀποκαλυφθεῖ.
Τὸ λαϊκὸ προφορικὸ συναξάρι τοῦ ὁσίου διασῴζει ὅτι ἀπὸ παιδὶ ἐμφάνισε τὰ πρῶτα σημάδια τῆς ἁγιότητάς του, κυρίως κατὰ τὴν ἄσκηση τοῦ χαρίσματος τῆς ἐλεημοσύνης, ὅταν ἔδινε σὲ πτωχοὺς τὰ ἀποθέματα τροφίμων τοῦ πατρικοῦ του σπιτιοῦ (ἀναφέρονται κουκιὰ καὶ λάδι) κι ὅμως, παρὰ τὶς ἀνησυχίες τοῦ πατέρα του, τὰ πιθάρια βρίσκονταν πάντα γεμάτα. Γι᾿ αὐτὸ ἔλαβε εὐλογία ἀπὸ τὸν πατέρα του νὰ ἀκολουθήσει, ἂν ἤθελε, τὸν ἀσκητικὸ βίο. Ἔφυγε στὰ ὄρη, δάση καὶ φαράγγια τῆς Κρήτης σὲ παιδικὴ ἢ ἐφηβικὴ ἡλικία καί, ζωντας ἀσκητικά, ἔφθασε σὲ μεγάλο ὕψος ἁγιότητας. Μέρος τῆς ζωῆς του τὸ ἔζησε στὴν πεδιάδα τῆς Μεσσαρᾶς, στὸ νομὸ Ἡρακλείου. Λίγο πρὶν κοιμηθεῖ ἐπέστρεψε στὴν ἐπαρχία Ἁγίου Βασιλείου, ὅπου βρισκόταν καὶ ἡ γενέτειρά του (πιθανὸν τὸ χωριὸ Ἀσώματος, τοῦ σημερινοῦ δήμου Φοίνικα). Ἐρχόμενος ἔφερε μαζί του κάποιον Μεσσαρίτη, πού, σύμφωνα μὲ μία ἐκδοχὴ τοῦ βίου του, τὸν εἶχε πληγώσει θανάσιμα, ἀπὸ λάθος, κυνηγώντας μὲ τὸ τόξο του καί, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἁγίου, τὸν εἶχε μεταφέρει ἐκεῖ. Κοντὰ στὸ σημεῖο ὅπου βρίσκεται ὁ ναΐσκος, ὁ Μεσσαρίτης δίψασε καὶ ὁ ἅγιος, ἐκτείνοντας τὸ χέρι, ἐποίησε «σημεῖον μέγα ἀπὸ Θεοῦ»: πέντε πηγὲς μὲ ἄφθονο νερό, ποὺ ἀκολουθοῦν τὴ σειρὰ καὶ τὴν ἀναλογία τῶν δακτύλων τοῦ χεριοῦ, ξεπήδησαν ἀπὸ τὸ τοίχωμα τοῦ φαραγγιοῦ, ἀπ᾿ ὅπου ἀναβλύζουν μέχρι σήμερα.
Ἡ παράδοση ἐπίσης διασῴζει ὅτι κτίτορας τοῦ ναΐσκου εἶναι κάποιος Ὀθωμανός, τὴν ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας, ὁ ὁποῖος λοιδοροῦσε τὴ μνήμη τοῦ ὁσίου, τιμωρήθηκε παιδαγωγικὰ ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ ἀποκαταστάθηκε διὰ θαύματος. Σήμερα ὁ ναὸς ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ καὶ ἀγαπητὰ προσκυνήματα τῆς περιοχῆς καὶ ὑπάγεται στὴν ἐνορία Ἀσωμάτου. Ἂν καὶ ὁ ἅγιος δὲν εἶναι ἀναγνωρισμένος μὲ ἐπίσημη ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, περιλαμβάνεται στὸ Κρητικὸ Ἁγιολόγιο καὶ ἡ μνήμη του τιμᾶται μὲ ἰδιαίτερη ἀκολουθία καὶ ἐξαιρετικὴ λαμπρότητα τὴν 1η Σεπτεμβρίου.