[Βίος τοῦ Ὁσίου Λαυρεντίου] [Ἱστορικὸν τῆς Ἱ.Μ. Φανερωμένης]
Ὁ ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Λαυρέντιος ἐγεννήθη στὰ Μέγαρα τῆς Ἀττικῆς, κατὰ τὸ πρῶτον ἥμισυ τοῦ 17ου αἰ., ἀπὸ γονεῖς ἁπλοϊκοὺς τὸν Δημήτριον καὶ τὴν Κυριακήν, εὐλαβεῖς στὴν ὀρθόδοξη πίστι καὶ ἀφοσιωμένους στὴν Ἐκκλησία.
Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Λάμπρος Κανέλλος. Ὅταν ἐνηλικιώθη ἐτέλεσε τὸ γάμο του μὲ εὐλαβῆ σύζυγον, τὴν Βασίλω, μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησαν δυὸ παιδιὰ τὸν Δημήτριο καὶ τὸν Ἰωάννη. Μὲ τὴν οἰκογένειά του ἐζοῦσαν εὐσεβῆ καὶ ἁπλοϊκὴ ζωή, μέσα στὰ πολὺ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια τῆς τουρκοκρατίας.
Τὸ ἐπάγγελμά του ἦταν ἀγρότης, ἐγνώριζε ὅμως καὶ τὴν τέχνη τοῦ οἰκοδόμου. Ἡ ζωή του ἦταν ἀπολύτως ἐνάρετη, μὲ ἐγκάρδια ὀρθόδοξη παραδοσιακὴ εὐσέβεια καὶ προσευχή, χαρίσματα τὰ ὁποῖα τὸν ἔκαναν φίλο τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Του.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὅταν κάποτε εὑρισκόταν μὲ ἄλλους συμπολῖτες του σὲ ἀγροτικὴ περιοχὴ γιὰ καλλιέργεια τῶν χωραφιῶν, κάποια νύχτα ἐμφανίσθηκε σ᾿ αὐτὸν σὲ ὅραμα ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ ὁποία τὸν καλοῦσε νὰ μεταβῇ σὲ τόπο ποὺ τοῦ ὑπέδειξε, γιὰ νὰ οἰκοδομήσῃ τὴν Ἐκκλησία της. Ὁ τόπος αὐτὸς εὑρισκόταν στὸ βόρειο μέρος τῆς νήσου Σαλαμῖνος, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν παραλία τῆς Μεγαρῖδος μὲ τὴν ὀνομασία Μεγάλο Πεῦκο (σημερινὴ Νέα Πέραμος). Ὁ γέροντας δὲν ἀπεφάσιζε νὰ ἐκτελέσῃ τὴν ἐντολὴ αὐτή, γι᾿ αὐτὸ τὴν ἑπομένη νύχτα ἐμφανίσθηκε καὶ πάλι ἡ Παναγία, προτρέποντας αὐτὸν μὲ τρόπο ἐντονώτερο. Ἐπειδὴ ὅμως ἔμενε στὶς ἀμφιβολίες του, βλέπει γιὰ τρίτη φορὰ τὴν Παναγία προστάζοντάς τον, λέγοντας: Τάχιστα πορεύου, ἄνθρωπε, εἰς τὴν νῆσον, εἰς τὴν ὁποίαν σοῦ εἶπον, νὰ ἐκτελέσῃς τὸ παρ᾿ ἐμοῦ προσταττόμενον.
Τότε ὁ ταπεινὸς γέροντας ἐπέστρεφε ἔντρομος στὴν πόλι του τὰ Μέγαρα, καὶ διηγήθηκε τὸ ὅραμα σὲ γνωστοὺς καὶ φίλους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἄλλοι ἐπίστευαν σ᾿ αὐτὰ καὶ ἄλλοι ἀμφέβαλαν, αὐτὸς δὲ παρέμενε στὸ σπίτι του ἀναποφάσιστος.
Κάποια νύχτα ἐμφανίσθηκε καὶ πάλι σ᾿ αὐτὸν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἀπειλοῦσα αὐτόν, νὰ πάῃ στὴν Σαλαμῖνα καὶ νὰ ἐκτελέσῃ τὴν ἐντολή της.
Τότε ἔλαβε τὴν μεγάλη ἀπόφασι καὶ ἦρθε στὴν παραλία γιὰ νὰ περάσῃ ἀπέναντι. Ἦταν ὅμως τόσο μεγάλη ἡ θαλασσοταραχὴ καὶ πλοιάριο πουθενὰ δὲν ὑπῆρχε, ὥστε νὰ φαίνεται ὅτι ἦταν ἀκατόρθωτο νὰ περάσῃ ἀπέναντι στὴν Σαλαμῖνα. Ἐνῷ δὲ ἐκαθόταν συλλογισμένος καὶ ἀπελπισμένος, ἀκούει ὑπερκόσμια φωνὴ νὰ τοῦ λέῃ: Ῥῖξε τὴν κάπα σου στὴν θάλασσα καὶ ἀφοῦ καθίσῃς ἐπάνω σ᾿ αὐτήν, θὰ σὲ ὁδηγήσῃ χωρὶς κίνδυνο στὸ νησί. Μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴν θεία προσταγὴ καὶ ἀποβάλλοντας κάθε φόβο καὶ ἐνδοιασμό, διέσχισε τὴ θάλασσα ἐπάνω στὴν κάπα του καὶ ἔφθασε σῶος καὶ ἀβλαβὴς στὴν νῆσο Σαλαμῖνα: Εὐθὺς ἐπῆγε στὸν τόπο ὅπου τοῦ εἶχε ὑποδείξῃ ἡ Θεοτόκος, καὶ ὅπου σκάβοντας στὰ ἐρείπια παλαιοτέρας Ἱ. Μονῆς μὲ πολλοὺς κόπους, ηὖρε τὴν θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, μαυρισμένη μὲν ἀπὸ τὴν ὑγρασία, πραγματικὸ ὅμως θησαυρὸ γιὰ τὴν νῆσο τῆς Σαλαμῖνος καὶ γιὰ ὅλη τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἡ Εἰκόνα αὐτὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὠνομασθη Φανερωμένη, διότι ἀκριβῶς ἐφανερώθη στὸν Ὅσιο. Τὸ ἴδιο ὄνομα ἔλαβε καὶ ἡ Ἱερὰ Μονὴ τὴν ὁποία στὴν συνέχεια ἀνοικοδόμησε μὲ πολλοὺς κόπους ὁ Ὅσιος, ὁ ὁποῖος γενόμενος Μοναχὸς ἔλαβε τὸ μοναχικὸ ὄνομα Λαυρέντιος. Σ᾿ αὐτὴ τὴν Ἱ. Μονὴ ἐχρημάτισε Ἡγούμενος, συγκεντρώσας Ἱερομονάχους καὶ Μοναχούς, διδάσκων καὶ δίδων τὸ παράδειγμα τῆς κατὰ Θεὸν ὁσίας βιοτῆς καὶ καταστήσας τὴν Ἱ. Μονὴ περιώνυμη καὶ σεβάσμια στὴν ἐποχή του.
Ἀρχικῶς ἔκτισε τὸ μικρὸ Ἐκκλησάκι, τὸ ὁποῖο σήμερα τιμᾶται ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Νικολάου καὶ ἀργότερα τὸ μεγάλο Καθολικό, ὁ ὁποῖο ὅμως δὲν ἐπρόφθασε νὰ ἴδῃ ἁγιογραφημένο μὲ τὶς ἐξαίρετες τοιχογραφίες, τὶς ὁποῖες θαυμάζομε καὶ σήμερα.
Αὐτὸν τὸν ἁπλοϊκὸ ἄνθρωπο, τὸν ὅσιο Λαυρέντιο ὁ Θεὸς τὸν ἐπροίκησε μὲ θαυμαστὰ πνευματικὰ χαρίσματα, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, διότι ὁ ὅσιος ἐπιτελοῦσε θαύματα ἐνῷ ἀκόμη εὑρισκόταν στὴ ζωή. Ἕνα τέτοιο θαῦμα εἶναι αὐτὸ τῆς θεραπείας τῆς συζύγου Ὀθωμανοῦ ἀξιωματούχου, τὴν ὁποία οἱ γιατροὶ δὲν μπόρεσαν νὰ θεραπεύσουν. Ἡ φήμη τοῦ ἁγ. Λαυρεντίου, ὅτι θεραπεύει ἀρρώστους μὲ τὴν προσευχή του, ἔφθασε στὰ αὐτιά της, καὶ παρὰ τὶς ἔντονες ἀντιρρήσεις τοῦ συζύγου της, ἐκλήθη στὸ σπίτι τους στὴν Ἀθήνα, ὅπου μὲ προσευχὴ καὶ τὴν σημείωσι τοῦ σημείου τοῦ Σταυροῦ στὸ σῶμα της, τὴν ἔσωσε ἀπὸ βέβαιο θάνατο. Τὸ θαῦμα αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ὄχι μόνο τὸν βαθύτατο σεβασμὸ καὶ τὶς εὐχαριστίες τοῦ συζύγου της, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπόδοσι στὴν Ἱ. Μονὴ κτήματος μὲ ἐλιές, εὑρισκομένου στὴν ἀπέναντι περιοχὴ τῆς Μεγαρίδος, ἡ ὁποία μέχρι σήμερα ἀποκαλεῖται Βλυχάδα, τὸ ὁποῖο ἀνῆκε παλαιότερα στὴν (ἐρειπωμένη) Ἱ. Μονὴ καὶ τὸ ὁποῖο ὁ Ὀθωμανὸς παράνομα κατακρατοῦσε.
Στὴν ἄσκησι καὶ προσευχὴ ἔζησε ὁ ὅσιος ἀρκετὰ χρόνια, ἐκοιμήθη δὲ ἐν Κυρίῳ τὴν 9η Μαρτίου τοῦ 1707, ἡμέρα τῆς μνήμης τῶν ἁγίων Σαράντα Μαρτύρων, ὅπως φαίνεται ἀπὸ ἀνορθόγραφη σημείωση σὲ χειρόγραφο, σῳζόμενο στὴν Ἱ. Μονὴ ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα. Τὸν διεδέχθη στὴν Ἡγουμενία ὁ υἱός τους Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος εἶχε γίνει Μοναχός, μὲ τὸ Μοναχικὸ ὄνομα Ἰωακείμ.
Ἡ μετάθεσι τῆς μνήμης του στὴν 7η Μαρτίου φαίνεται ὅτι ἔγινε ἀπὸ τοὺς Μοναχοὺς τῆς Ἱ. Μονῆς του, γιὰ νὰ μὴ συμπίπτει μὲ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.
Ὁ ὅσιος Λαυρέντιος ὁ Μεγαρεὺς καὶ νέος κτίτωρ τῆς Ἱ. Μονῆς Παναγίας Φανερωμένης Σαλαμῖνος, ὅπως βλέπομε στὸ βίο του, ἦταν ἕνας πολὺ ἁπλοϊκὸς ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του, ἄνθρωπος τῆς βιοπάλης καὶ τοῦ μεροκάματου, ἀγρότης καὶ κτίστης, ὅπως ἄλλωστε ἦταν καὶ ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, σ᾿ αὐτὴ τὴν φρικτὴ περίοδο τῆς τουρκοκρατίας. Εἶχε καὶ οἰκογένεια, γιὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ ἀγωνισθῇ καὶ νὰ τὴν διαθρέψῃ.
Ὅμως εἶχε κάποια πνευματικὰ χαρίσματα τὰ ὁποῖα ἔλαμπαν στὴν προσωπικότητά του, σὰν πολύτιμα πετράδια. Καὶ αὐτὰ ἦταν ἡ ἁπλότητα, ἡ καλωσύνη, ἡ συγχωρητικότα καὶ ὁ ἅγιος φόβος τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προέρχεται ἡ πηγαία καὶ ἐγκάρδια εὐσέβεια. Ἄνθρωπος ποὺ παρ᾿ ὅλο τὸν κόπο καὶ τὸν μόχθο τῆς ἡμέρας, δὲν παρέλειπε τὴν ὁλόθερμη προσευχή, τὴν δοξολογία πρὸς τὸν Κύριο καὶ τὴν ἐκζήτησι τοῦ θείου ἐλέους. Ἡ καθημερινὴ βιοπάλη, γιὰ τὴν διατροφὴ τοῦ σώματος. Καὶ ἡ καθημερινὴ πνευματικὴ πάλη γιὰ τὴν διατροφὴ τῆς ψυχῆς, μὲ τὴν ταπείνωσι, μὲ τὴ νηστεία, μὲ τὴν ἐκζήτησι τῆς θείας Χάριτος.
Ὅποιος ἐπιμένει ἀκόμη, ὅτι πρέπει νὰ ἔχῃς εἰδικὲς συνθῆκες γιὰ νὰ ἀναζητᾷς τὸν Θεὸν καὶ νὰ ζῇς κατὰ τὸ θέλημά του, ἂς καταλάβη ὅτι κάνει λάθος. Γιὰ τὸν ἁπλὸ οἰκογενειάρχη Λάμπρο, καὶ κατόπιν ὅσιο Λαυρέντιο, καμμία ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς συνθῆκες δὲν ἦταν ἰδανική. Ὅλα δύσκολα καὶ ἀντίθετα.
Ὅμως μιὰ ψυχὴ ποὺ ἀγαπᾷ τὸν Κύριο καὶ συγχρόνως εἶναι πεπεισμένη γιὰ τὴν ἀγάπη Του, δὲν κάμπτεται καὶ δὲν ὀπισθοχωρεῖ ἀπὸ τὰ τυχὸν ἐμπόδια τῶν ἀνθρώπων ἢ τοῦ Διαβόλου, ἀλλὰ τότε περισσότερο ἐντείνει τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐκζήτησι τοῦ θείου ἐλέους, μὲ πόθο καὶ θέρμη πολλή. Αὐτὸ ἦταν τὸ μυστικὸ τοῦ ὀσίου, ποὺ τὸν ὁδήγησε ἀπὸ τὴν ἁπλότητα στὴν ἁγιότητα, γιατὶ ἐπέβλεψε σ᾿ αὐτὸν ὁ Ἅγιος Θεός, ἀξιώνοντάς τον νὰ γίνῃ ὁ εὑρέτης τῆς ἁγίας εἰκόνας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ὁ νέος κτίτωρ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς της.
Ἀρχιμ. Δ.Μ.
Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Φανερωμένης ἦταν ἱδρυμένη τουλάχιστον ἀπὸ τὸν 13ο αἰῶνα, διότι τὸ Καθολικό της ἀφιερωμένο στὴν ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, σύμφωνα μὲ ἀσφαλῆ ἀρχαιολογικὰ καὶ ἄλλα στοιχεῖα, εἶναι κτῖσμα τοῦ 13ου αἰῶνος, τὸ ὁποῖο ὅμως δὲν ἦταν ἁγιογραφημένο.
Ἡ ἱστόρησίς του (ἁγιογράφησις) ἔγινε τὸ 1735, ἀπὸ τὸν διάδοχο στὴν ἡγουμενία καὶ υἱὸ τοῦ ὁσ. Λαυρεντίου Ἰωακείμ. Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος, μὲ τὴν ἔλευσί του βρῆκε πράγματι ἐρειπωμένη τὴν Ἱ. Μονὴ κατὰ τὰ περισσότερα κτίσματά της καὶ ἐγκατελειμμένη, τὸ Καθολικὸ ὅμως ὑπῆρχε. Τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας θὰ τὴν ηὖρε προφανῶς στὰ ἐρείπια κάποιου ἀπὸ τὰ κατεστραμμένα Παρεκκλήσια.
Εἶναι ὅμως μᾶλλον βέβαιο ὅτι ἀνοικοδόμησε τὸ ἱερὸ Παρεκκλήσιο τοῦ ἁγίου Νικολάου, τὸ ὁποῖο εἶναι προσκολλημένο στὴ νότια πλευρὰ τοῦ Καθολικοῦ, ὅπου ἐτοποθέτησε τὴν ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Φανερωμένης καὶ ὅπου ἐτάφη ὁ ὅσιος.
Ἡ ἱερὰ αὐτὴ Μονὴ ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ Σταυροπηγιακή, δηλαδὴ δὲν ὑπαγόταν στὸν Μητροπολίτη τῆς περιφερείας της, ἀλλὰ στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη. Φυσικὸ εἶναι λοιπὸν νὰ ἦταν ἐφοδιασμένη μὲ Πατριαρχικὰ Σιγίλλια, τέσσερα ἀπὸ τὰ ὁποῖα διασώθηκαν μέχρι σήμερα, ἤτοι τῶν Πατριαρχῶν Σεραφεὶμ Β´ (1757), Προκοπίου (1786), Νεοφύτου (1793) καὶ Γρηγορίου Ε´ (1798).
Μὲ τὰ σιγίλλια αὐτὰ ἡ Ἱ. Μονὴ κηρύσσεται Πατριαρχικὸν Σταυροπήγιον, ἐξυμνεῖται ὁ κατὰ Θεὸν ζῆλος τοῦ ὁσ. Λαυρεντίου, καθίσταται ἡ Ἱ. Μονὴ ἐλευθέρα, ἀδούλωτος καὶ ἀκαταπάτητος μηδενὶ ἄλλῳ ὑποκειμένη, εἰ μὴ τῷ Ἁγιωτάτῳ Οἰκουμενικῷ Θρόνῳ καὶ ὑπ᾿ αὐτοῦ μόνον δεσποζομένη, κρινομένη καὶ ἀνακρινομένη, μνημονευομένου ἐν αὐτῇ καὶ πᾶσι τοῖς μετοχίοις αὐτῆς, τοῦ κανονικοῦ Πατριαρχικοῦ ὀνόματος.
Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Φανερωμένης, κατὰ τὴν τουρκοκρατία, προφανῶς λόγω τῆς θέσεώς της ὑπαγόταν στὴν διοίκησι τοῦ Καπουδαυλικοῦ, δηλαδὴ τοῦ Τουρκικοῦ Ναυαρχείου. Ἄλλωστε ὁ Ἀρχιναύαρχος (Στόλαρχος) Καπουδᾶν Πασᾶς, εἶχε σὰν φέουδό του, τὸ νησὶ τῆς Κούλουρης. Ἀπὸ σῳζόμενα ἐπίσημα τουρκικὰ ἔγγραφα, φαίνεται ὅτι τὸ Τουρκικὸ Ναυαρχεῖο εἶχε, τρόπον τινά, ὑπὸ τὴν προστασίαν του τὴν Ἱ. Μονὴν καὶ τοὺς Μοναχούς της ἀπὸ τοὺς διαφόρους ἅρπαγες, καὶ σὲ ἀντάλλαγμα μικρῶν παραχωρήσεων, ὅπως ἡ πληρωμὴ ἀπ᾿ αὐτὴν μικρῆς φορολογίας, εἶχε τὴν ἀξίωσι (ζῶντος ἀκόμη τοῦ ὁσ. Λαυρεντίου) νὰ παρέχονται ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο πάσης φύσεως στρατιωτικῆς σημασίας πληροφορίες, κυρίως γιὰ τὶς κινήσεις τοῦ φραγκικοῦ στόλου.
Ἔτσι δόθηκε στοὺς Μοναχοὺς ἡ εὐκαιρία νὰ δράσουν ἐθνικά, δίδοντας στὸν τοῦρκο κατακτητή, ἀντίθετες πρὸς τὴν πραγματικότητα πληροφορίες, ἢ ἀληθεῖς μὲν ἀλλὰ μὲ τόση καθυστέρησι, ὥστε νὰ εἶναι οὐσιαστικὰ ἄχρηστες. Γι᾿ αὐτὸ σὲ σῳζόμενα ἔγγραφα οἱ Τοῦρκοι ὑπενθυμίζουν αὐστηρῶς τὶς ὑποχρεώσεις τῶν Μοναχῶν, ἄλλοτε παραπονοῦνται ὅτι οἱ πληροφορίες δὲν εἶναι σαφεῖς καὶ ἄλλοτε ἐπιτιμοῦν διότι δὲν ἔδωσαν πληροφορίες γιὰ τὴν ἄφιξι τοῦ Ἐγγλέζικου Στόλου, γεγονὸς ποὺ ἐπληροφορήθησαν ἀπ᾿ ἀλλοῦ.
Τὴν ἐθνωφελῆ αὐτὴ πολιτικὴ τοῦ Ὁσίου Λαυρεντίου ἐτήρησαν καὶ οἱ διάδοχοί του, πρᾶγμα ποὺ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα, ὅταν ἐκηρύχθη ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασι, ἡ Μονὴ νὰ εἶναι κέντρο κατηχήσεως στὸν Ἐθνικὸ Ἀγῶνα, ἀποθήκη πυρομαχικῶν καὶ ἀσφαλὲς καταφύγιο τῶν πολεμιστῶν.
Κατὰ τὴν Ἔπαναστασι τοῦ 1821 διεκρίθη ὁ θρυλικὸς Ἡγούμενος Γρηγόριος, ὁ ὁποῖος, πνευματικὸς ἄνθρωπος, ζῶν στὴν ἄσκησι καὶ στὸν πνευματικὸ καταρτισμὸ τῶν Μοναχῶν του, ἀπὸ της ἡμέρας τῆς μυήσεώς του στὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία ἔγινε δραστήριο μέλος της καὶ μυητὴς νέων μελῶν σ᾿ αὐτήν. Ὡδήγησε ὁ ἴδιος τοὺς ὁπλοφόρους τῆς Σαλαμῖνος, στὴν πολιορκία τῆς Ἀκροκορίνθου.
Δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι ἡ Ἱερὰ Μονὴ Φανερωμένης, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τουρκοκρατίας ἀλλὰ καὶ καθ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνος, δὲν ὑστέρησε καθόλου σὲ ἐθνικὴ δρᾶσι, ὅπως καὶ ἄλλες ὀνομαστὲς Ἱερὲς Μονὲς τοῦ Ἄθωνος, τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, ἢ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ.
Σ᾿ αὐτὴν οἱ μαχόμενοι γιὰ τὴν ἀποτίναξι τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ καὶ ἀνάκτησι τῆς ἐλευθερίας, ἀσφάλιζαν τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους. Σ᾿ αὐτὴν ἀποθήκευσαν τὰ πολεμοφόδια. Σ᾿ αὐτὴν ἐστέλλοντο πολύτιμα κειμήλια καὶ βιβλία βιβλιοθηκῶν, ὅπως τῆς βιβλιοθήκης, τῆς τότε Κοινότητος Ἀθηνῶν (1822). Σ᾿ αὐτὴν οἱ ὁπλαρχηγοὶ ἔκαναν συσκέψεις, γιὰ τὴν πορεία τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων. Σ᾿ αὐτὴν ἀποθήκευαν τὶς τροφὲς τῶν μαχόμενων παλληκαριῶν τους. Σ᾿ αὐτὴν συγκέντρωναν τὰ λάφυρα. Σ᾿ αὐτὴν εὕρισκαν περίθαλψι καὶ θεραπεία, οἱ πληγωμένοι στὶς μάχες. Σ᾿ αὐτὴν ἐτροφοδοτοῦντο καὶ συντηροῦντο οἱ γέροντες, οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά. Ὑπῆρξαν ἡμέρες κατὰ τὶς ὁποῖες ἐσιτίζοντο περίπου 75.000 ἄτομα. Τὰ πολυάριθμα αἰγοπρόβατα, τὰ βόδια καὶ οἱ ὄρνιθες τῆς Ἱ. Μονῆς ἐθυσιάσθησαν, γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς συντηρήσεως αὐτῶν ποὺ κατέφευγαν σ᾿ αὐτὴν καὶ τῶν μαχητῶν ποὺ ἠγωνίζοντο ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος. Ἀκόμη καὶ τὸ δάσος τῆς Μονῆς ἐκόπη γιὰ τὴν στέγασι καὶ τὴν θέρμανσι τῶν φιλοξενουμένων. Ἦλθαν ὅμως καὶ μέρες δυστυχίας γι᾿ αὐτούς, ποὺ δὲν βρισκόταν στὶς ἀποθῆκες της οὔτε μία φούχτα ἀλεύρι γιὰ νὰ κάμουν ἕνα πρόσφορο.
Οἱ γενναῖοι ἀγωνιστές, εἶναι σημαντικό, ὅτι δὲν ἀπέδιδαν τὴ νίκη ἢ τὴν σωτηρία τους στοὺς ἑαυτούς των, ἀλλὰ στὴν Παναγία τὴν Φανερωμένη ἢ Νεοφανεῖσαν ὅπως ἀλλιῶς τὴν ἔλεγαν. Καὶ ἡ πεποίθησί τους αὐτή, ἦταν ἀπολύτως σύμφωνη μὲ τὰ βιώματα τῶν εὐλαβῶν Μοναχῶν τῆς Ἱ. Μονῆς.
Ὁ ἀπέραντος σεβασμὸς τὸν ὁποῖο ἠσθάνοντο ὅλοι πρὸς τὴν Ἱ. Μονή, ἐκφράζεται παραστατικότατα στὴν δημοτική μας ποίησι, ἡ ὁποία βάζει στὸ στόμα τοῦ Κιουταχῆ τοῦ κατακτητῆ τῆς Ἀθήνας καὶ τῆς Ἀττικῆς, ποὺ δὲν κατόρθωσε ὅμως νὰ καταλάβῃ τὴν Μονή, τοὺς παρακάτω στίχους: Χωριὰ καὶ κάμπους καὶ βουνὰ κι ὅλα τ᾿ Μοναστήρια, ἐδιάβηκα, τὰ πάτησα καὶ τά ῾καμα ὅλα στάχτη, μὰ ἡ Παναγιά της Κούλουρης, τὸ Μέγα Μοναστήρι, ὁπούχει ἑξήντα σήμαντρα κ᾿ εἴκοσι τρεῖς καμπάνες, μὲ δεσποτάδες ἱερεῖς, μὲ ψάλτες ἐνενήντα, στέκεται καὶ μὲ πολεμᾷ, δὲν ἀφίνει νὰ τὴν πάρω. Δεκάξι φόρμους ἔκανα κ᾿ εἰκοσιεννιὰ γιουρούσια, μὰ ἡ φωτιά της μ᾿ ἔκαψε καὶ φεύγω, τὴν ἀφήνω.
Κατὰ τὸ ἔτος 1878, ἐπὶ Βασιλέως Γεωργίου Α´, Ὑπουργοῦ τῶν Ναυτικῶν Γ. Μπούμπουλη καὶ διευθύνοντος τὸν Βασιλικὸ Ναύσταθμο Ἀνδρέου Μιαούλη, μετεφέρθη ὁ Βασιλικὸς Ναύσταθμος ἀπὸ τὸν Πόρο στὴ Μονὴ Φανερωμένης, ἐξ αἰτίας σπουδαίων περιστάσεων, καὶ δυστυχῶν ἐθνικῶν γεγονότων, μετὰ τὸν Ῥωσσοτουρκικὸ πόλεμο καὶ τὴ Συνθήκη τοῦ ἁγ. Στεφάνου.
Κατὰ τὸν εἰκοστὸ αἰῶνα, ἡ περιώνυμη αὐτὴ Μονὴ ἄρχισε σιγὰ-σιγὰ νὰ παρακμάζῃ, σ᾿ αὐτὴν εἶχαν μείνει πλέον ἐλάχιστοι καὶ ὑπέργηροι Μοναχοὶ καὶ τὰ κτίριά της ἄρχισαν νὰ παρουσιάζουν τὶς οἰκτρὲς συνέπειες τῆς ἐγκαταλείψεως.
Ἔτσι γιὰ νὰ μὴ ἐρημωθη τελείως ἡ Μονή, ὁ τότε Μητροπολίτης Ἀττικῆς καὶ Μεγαρίδος Ἰάκωβος Βαβανάτσος, μὲ Διάταγμα τῆς 28.7.1944 τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε μὲ ἐνέργειές του, τὴν μετέτρεψε σὲ γυναικεία, ὥστε νὰ ἐγκατασταθῇ νέα γυναικεία ἀδελφότης καὶ νὰ δώσῃ ζωὴ στὴν ἱστορικὴ Μονὴ τοῦ ὁσίου Λαυρεντίου.
Πρώτη Ἡγουμένη ἀνέλαβε ἡ Μοναχὴ Χριστονύμφη Τσιγκέλη (1945-1989). Δεύτερη Ἡγουμένη εἶναι ἡ σημερινή (2007), Μοναχὴ Ἁγνὴ Παυλίδου, ἀπὸ του ἔτους 1989.
Ή Ἱ. Μονὴ συνεχίζει τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο τῶν παλαιῶν Μοναχῶν της, μὲ τὴν συντήρησι Γηροκομείου ἀπόρων γραιῶν.