«Ἀρνησίκοσμος παῖς λιπῶν γῆς καλύβα
Ἐν οὐρανοῖς ἔπηξε καινὴν καλύβα»
Ἰησοῦς ὁ Αἰώνιος Κατακτητής. Ἰησοῦς ὁ Μεγάλος Πυρπολητής. Ἰησοῦς ὁ Μπουρλοτιέρης τῶν ψυχῶν. Ἑκατοντάδες καρδιὲς συντονίζουν τοὺς παλμούς τους μ᾿ Ἐκεῖνον.
Μυριάδες ἀνθρώπινες ὑπάρξεις δέχονται τὸ προσκλητήριο μήνυμα στ᾿ ἀκρογιάλι τῆς Γαλιλαίας τους.
Ἀναρίθμητοι οἱ πιστοὶ ἀκόλουθοι τοῦ Ἰησοῦ. Ποικιλόμορφοι καὶ ἰδιόμορφοι κοσμοῦν τὸ πολύφωτο στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Στὴ δρᾶσι καὶ στὴν ἀφάνεια, στὸ κήρυγμα καὶ στὴ σιωπή, γίνονται Μάρτυρες Χριστοῦ, πρακτικοὶ μεταφραστὲς τοῦ Εὐαγγελίου, φλογεροὶ ἐραστὲς τοῦ Θείου Διδασκάλου.
Μιὰ μορφὴ συνηρπασμένη ἀπὸ τὸ Θεῖο Ἔρωτα εἶναι καὶ ὁ ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ὁ ΚΑΛΥΒΙΤΗΣ.
Ἡ Κωνσταντινούπολις εἶναι ἡ πατρίδα του. Εὐτρόπιος συγκλητικὸς καὶ Θεοδώρα οἱ γονεῖς του. Καὶ οἱ δυὸ ὁμόζυγοι καὶ ὁμότροποι, πλούσιοι σὲ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀρετή. Εὐσεβεῖς καὶ φιλόχρηστοι φροντίζουν καὶ ἀγωνιοῦν γιὰ τὴ σωστὴ ἀνατροφὴ τῶν τριῶν παιδιῶν, ποὺ ὁ Κύριος τοὺς χαρίζει. Τὰ δυὸ τέκνα τους ἀνέρχονται σὲ ὑψηλὰ ἀξιώματα κι εὐημεροῦν. Ὁ νεώτερος γιός, ὁ Ἰωάννης, ἐντρυφᾷ στὶς Ἱερὲς Γραφές, φωτίζεται, χαριτώνεται καὶ διαπιστώνει τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου.
Εἶναι δώδεκα χρονῶν ὅταν ὁ Κύριος χτυπάει τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς του. Ἡ συνάντησίς του μ᾿ ἕνα ζηλωτὴ Μοναχὸ τῆς Μονῆς τῶν Ἀκοιμήτων ἀνάβει πυρκαϊὰ στὰ στήθη του. Τὸ Μοναχικὸ ἰδεῶδες ποθεῖ νὰ βιώσει. Ν᾿ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸν Κύριο ἐπιθυμεῖ. Καὶ ἱκετεύει τὸ Μοναχὸ νὰ τὸν πάρει μαζί του ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ ὑπόσχεσις δίνεται ἐπίσημα κι ὁ Ἰωάννης περιχαρὴς συνομιλεῖ ἀδιάλλειπτα μὲ τὸν Κύριό του.
Οἱ γονεῖς καμαρώνουν τὸ ἐνάρετο παιδί τους. Κι ὁ Ἰωάννης ζητάει νὰ τοῦ δωρίσουν ἕνα Εὐαγγέλιο. Ἡ ἐπιθυμία του εὐπρόσδεκτη. Πολὺ σύντομα φθάνει στὰ χέρια του ἕνα χειρόγραφο ὁλόχρυσο Εὐαγγέλιο, δῶρο πολύτιμο. Ἡ χαρά του ἀπερίγραπτη. Ἡ δίψα του γιὰ μελέτη ἀκόρεστη. Ἡ εὐγνωμοσύνη του μεγάλη. Ἀλλὰ πάνω ἀπὸ τὴ στοργὴ τῶν γονέων του ὁ Ἰωάννης τοποθετεῖ τὴν ἀγάπη στὸ Θεό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἀπόφασίς του εἶναι ἀμετάκλητη.
Ὁ Ἰωάννης ἀναμένει ἐναγώνια τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ἀββᾶ. Κι ἡ ὥρα τῆς συναντήσεως δὲν ἀργεῖ. Συναγάλλονται καὶ δοξολογοῦν τὸ Θεό. Ὁ Ἰωάννης γνωρίζει τὸν συναισθηματισμὸ τῶν γονέων του καὶ προβλέπει ἔντονες ἀντιδράσεις. Γι᾿ αὐτὸ θερμοπαρακαλεῖ τὸν Ἀββᾶ ν᾿ ἀναχωρήσουν κρυφά. Ἀνευρίσκουν πλοιάριο κι ἀναζητοῦν τὰ ναῦλα. Ὁ Ἰωάννης καταφεύγει στὴ μητέρα του. Ζητάει χρήματα γιὰ νὰ συμφάγει δῆθεν μὲ τοὺς φίλους του. Κι ἐξασφαλίζει ἑκατὸ νομίσματα κι ἕναν ὑπηρέτη γιὰ συνοδό.
Συναντάει τὸν Μοναχό, προπληρώνει τὸν καπετάνιο τοῦ καραβιοῦ, συνεννοεῖται γιὰ τὸν τρόπο ἀναχωρήσεως κι ἀναμένει τὴ στιγμή.
Ὁ ὑπηρέτης εἶναι ἕνα πρόβλημα, ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης τὸν ἀποστέλνει νὰ εἰδοποιήσει τοὺς φίλους του, ἐνῶ ὁ ἴδιος μὲ τὸν Ἀββᾶ, εὐνοϊκοῦ τοῦ καιροῦ, ἀναχωροῦν κρυφά. Ὁ ὑπηρέτης ἐπανέρχεται καὶ τὸν ἀναζητάει ἐπίμονα. Ἀναγγέλλει στοὺς γονεῖς τὴν ἐξαφάνισι τοῦ Ἰωάννου. Ἄναυδοι ἐνεργοῦν ἀστραπιαία. Ἀποστέλλουν ὑπηρέτες ἀνὰ τὴν πόλι σὲ ἀναζήτησι. Οἱ κόποι μάταιοι. Ὁ Ἰωάννης ἄφαντος. Οἱ γονεῖς του θρηνοῦν ἀπαρηγόρητα τὸ χαμό του. Ἡ μητρικὴ καρδιὰ σπαράζει. Τὸ πατρικὸ φίλτρο πληγώνεται. Καὶ οἱ δυὸ ὀδύρονται γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ λατρευτοῦ παιδιοῦ τους.
Ἔχουν περάσει ἤδη τρεῖς ἡμέρες καὶ τὸ πλοῖο φθάνει στὴ Μονὴ τῶν Ἀκοίμητων. Ὁ Ἰωάννης προσκυνεῖ στὸ καθολικό, ὑποβάλλει τὰ σέβη του στὸν Ἡγούμενο, χαιρετᾶ ταπεινὰ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἐκφράζει τὸν ἐνδόμυχο πόθο του νὰ ἐνδυθεῖ τὸ Ἀγγελικὸ Σχῆμα. Τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του καθιστᾷ δύσπιστο τὸν ἔμπειρο Γέροντα. Τονίζει τὶς δυσκολίες τοῦ δρόμου τῆς αὐταπαρνήσεως καὶ τὴν στενότητα τῆς τεθλιμμένης ὁδοῦ. Ὅμως οἱ δακρύβρεχτες θερμὲς παρακλήσεις, ἡ ἀποφασιστικότητα καὶ ὁ ἔνθεος ζῆλος του, ἐχεγγυοῦν, ἀφοπλίζουν τὸν Γέροντα καὶ ἡ εἴσοδός του γίνεται ἀποδεκτή. Ὁ Ἰωάννης κείρεται Μοναχός. Δέχεται τὴ χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὶς ὁλόθερμες εὐχὲς τοῦ Ἡγουμένου γιὰ νικηφόρες μάχες κατὰ τοῦ Διαβόλου. Ἐπὶ ἕξι χρόνια γιγαντομαχεῖ. Ἐπιδίδεται σὲ αὐστηρὲς νηστεῖες, σὲ ἀδιάλειπτες προσευχές, σὲ ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες, σὲ σκληρὲς ἐξουθενώσεις, σὲ ἐντατικὴ μελέτη. Ἐργάζεται διαρκῶς. Ὑπακούει ἀναντίῤῥητα. Ὑπομένει ταπεινά. Ἀγωνίζεται ἀκατάπαυστα. Φθάνει σὲ ὕψη ἀρετῆς. Ἡ νεανικὴ μορφή του γίνεται ἀσκητική.
Ἀλλὰ ὁ μισόκαλος Διάβολος φθονεῖ τὴν πρόοδό του καὶ τοῦ ἐνσπείρει λογισμοὺς ἐνθυμήσεως τῶν γονέων του, τῶν φίλων του, τῆς πρότερης ἄνετης ζωῆς του. Ἡ καρδιά του φλογίζεται. Τὸ κορμί του λιώνει. Στὰ πύρινα βέλη τοῦ Σατανᾶ ἀντιπαραθέτει ἔνθερμη κραυγὴ πρὸς τὸν Κύριον, ἔντονη καταπόνησι τοῦ σώματος. Ἡ μορφή του σκελετώνεται. Ἐξομολογεῖται στὸν Ἡγούμενο τὸν ἀμείλικτο πόλεμο τοῦ ἐχθροῦ. Ὁ Γέροντας λυπεῖται κατάβαθα, πονεῖ ὑπερβολικά, ὑποχωρεῖ κι ἐπιτρέπει τὴν ἀναχώρησί του. Τὸν ἀποχωρίζεται, ἀλλὰ τὸν συνοδεύει μὲ τὶς ὁλόθερμες εὐχές του.
Ὁ Ἰωάννης ἀναχωρεῖ μὲ τὴν σθεναρὴ ἀπόφασι νὰ μὴν ἀποκαλυφθεῖ στοὺς γονεῖς του. Ἀπομακρύνεται καὶ χύνει καυτὰ δάκρυα. Φεύγει καὶ στέλνει θερμὲς ἱκετευτικὲς κραυγὲς στὸν Κύριο γιὰ ἀμέριστη συμπαράστασι, γιὰ διαρκῆ συμπόρευσι, γιὰ ἀδιάλλειπτη ἐνίσχυσι. Βαδίζοντας συναντᾶ ρακένδυτο Μοναχό. Ἀνταλλάσσουν τὰ ἐνδύματα, ζητάει τὶς εὐχές του, συμβαδίζουν λίγο κι ἀποχωρίζονται. Ὁ Ὅσιος μόνος πλησιάζει τὸ πατρικό του σπίτι. Γονυκλινὴς καὶ μετὰ δακρύων ἐπιζητεῖ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ κατανικήσει τὸ Σατανᾶ.
Εἶναι νύκτα. Ἤδη βρίσκεται μπροστὰ στὸ ἀρχοντόσπιστο τοῦ πατέρα του. Διανυκτερεύει προσευχόμενος ἐκτενῶς. Ξημερώνει κι ἡ τελικὴ μάχη ἀρχίζει. Ἕνας ρακένδυτος, σκελετωμένος, κατάχλωμος ζητιάνος ζητάει καλύβα στὸν κῆπο τοῦ ἄρχοντα Εὐτρόπιου. Ὁ ὑπηρέτης τὸν ἀποπέμπει. Ὁ Ἰωάννης ἱκετεύει γιὰ τὴν παραμονή του. Σὲ λίγο ἀντικρύζει τὸν πατέρα του. Δακρύζει, εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ καὶ στέλνει τὸ SOS. Πλησιάζει τὸν πατέρα του κι ἐπιζητεῖ τὴν εὐσπλαχνία του. «Ἄφησέ με, σὲ παρακαλῶ, νὰ μείνω στὸ προπύλαιο». Ἡ ὄψις του προκαλεῖ τὸν οἶκτο καὶ γίνεται δεκτὸ τὸ αἰτημά του κι ἐκπληρώνεται ἡ ἐπιθυμία του.
Μιὰ καλύβα φτιάχνεται αὐθημερόν, κι αὐτὴ γίνεται ἡ ἔπαλξις, ὅπου κονταροχτυπιέται ὁ Ἰωάννης μὲ τὸ Διάβολο. Ἀγρυπνεῖ καὶ προσεύχεται. Νηστεύει αὐστηρὰ καὶ διαμοιράζει στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀτοὺς δούλους τὴν τροφή, ποὺ πλούσια του παρέχεται. Ταλαιπωρεῖ ὑπέρμετρα τὸ σῶμα καὶ θεώνει τὴν ψυχή. Ἡ μητέρα του φοβεῖται τὴν ἄγρια ὄψι του. Ὁ Διάβολος τὸν προκαλεῖ ν᾿ ἀποκαλυφθεῖ. Ὑπομένει ἀκλόνητα καὶ παραμένει γιὰ τοὺς γονεῖς του ὁ ἄγνωστος ζητιάνος. Ὁ Κύριος παρακολουθεῖ τὸν τριετῆ πολύμοχθο ἀγώνα του κι ἐμφανίζεται στὸν ὕπνο του. Ἐπιβραβεύει τὴν παντελῆ αὐταπάρνησι, τὴν τελεία ὑπομονή, τὴ βαθειὰ ταπείνωσι, τὴν περιφανῆ νίκη κατὰ τοῦ Διαβόλου κι ἀναγγέλλει τὴν μετὰ τριήμερο ἀναχώρησί του γιὰ τὴν προσωπικὴ συνάντησι μαζί Του καὶ τὴν συναγαλλίασι μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους.
Ὁ Ἰωάννης ξυπνάει καὶ ὑμνολογεῖ τὸν Κύριο γιὰ τὴν ἔκφρασι τῆς εὐαρέσκειας καὶ τὴν κατάταξι μὲ τοὺς Ἁγίους. Παρακαλεῖ συνάμα καὶ γιὰ τὴν ἄφεσι τῶν ἀνομιῶν τῶν γονέων του. Μετὰ καλεῖ τὸν ὑπηρέτη καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ μεταβιβάσει πρόσκλησι στὴ μητέρα του γιὰ νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ. Ἡ μητέρα του φοβᾶται τὴν ἀγριότητά του κι ἀποῤῥίπτει τὴν πρόσκλησι. Ὁ Ὅσιος ἐπιμένει καὶ ζητεῖ νὰ τὴν ἰδεῖ. Ἀναγγέλλει τὴν μετὰ τρεῖς μέρες κοίμησί του καὶ τὴν ἐξαναγκάζει ν᾿ ἀποδεχθεῖ τὸ κάλεσμα. Στέλνει ὅμως δοῦλο καὶ τὸν φέρνουν στὸ σπίτι της. Ὁ Ὅσιος ἐκφράζει τὶς εὐχαριστίες του γιὰ τὴν ἐλεήμονα φιλοξενία κι ἀναθέτει στὸ Χριστὸ τὴν ἀπόδοσι τοῦ μισθοῦ. Ζητεῖ δὲ τὴν ἐκπλήρωσι μιᾶς ὕστατης ἐπιθυμίας, ἀφοῦ παίρνει τὴν ἔνορκη διαβεβαίωσι τῆς ἐκτελέσεως. «Νὰ μὴ γίνει ἀλλαγὴ ἐνδυμάτων κατὰ τὴν ταφή του καὶ νὰ ταφεῖ στὴν καλύβα, στὸ πεδίο τῆς μάχης καὶ τῆς νίκης μὲ τὸ Διάβολο». «Ἀντιπροσφέρει δὲ ὡς δῶρο τὸ χρυσοποίκιλτο Εὐαγγέλιο κι ἐπιστρέφει στὴν καλύβα.
Ἡ μητέρα του ἀναγνωρίζει τὸ Εὐαγγέλιο, δῶρο δικό της στὸ λατρευτὸ παιδί της. Τὸ ἀνακοινώνει ἀμέσως στὸν Εὐτρόπιο καὶ σπεύδουν νὰ πληροφορηθοῦν ὅ,τι σχετικὸ γνωρίζει ὁ Ὅσιος γιὰ τὸν γυιό τους.
Ἡ στιγμὴ εἶναι ἀνεπανάληπτη. Μπροστά του βρίσκονται οἱ γονεῖς του κι ἀναμένουν μὲ δάκρυα τὶς πληροφορίες. Ὁ Ὅσιος συγκλονίζεται ἀπὸ τὴ συγκίνησι κι ἀποκαλύπτεται. «Ἐγὼ εἶμαι ὁ γυιός σας Ἰωάννης. Τὸ Εὐαγγέλιο πιστοποιεῖ τὴν ταυτότητά μου». Καὶ διηγεῖται λεπτομέρειες τῆς ζωῆς του σὰν ἀπόδειξι τῆς ἀλήθειας τῶν λόγων του. Οἱ γονεῖς μένουν ἄναυδοι. Ἀντικρύζουν τὸ χαμένο παμπόθητο παιδί τους καὶ ἀγάλλονται. Θεωροῦν τὸ τέλος του καὶ θρηνοῦν γοερά. Οἱ κάτοικοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ πληροφοροῦνται καὶ συμμετέχουν στὴ χαρὰ καὶ στὸν πόνο τῶν γονέων. Ἀναλογίζονται τὴν ἀπαράμιλλη ὑπομονή του καὶ καταπλήσσονται. Ὁ Ὅσιος δίνει τὶς τελευταῖες παρηγορητικὲς νουθεσίες στοὺς γονεῖς του, εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ γιὰ τὴν λαμπρὴ νίκη κατὰ τοῦ Διαβόλου, εὔχεται γιὰ τοὺς θλιμμένους γονεῖς του καὶ στὶς 15 Ἰανουαρίου παραδίδει τὴν ψυχή του πάλλευκη στὰ χέρια τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ λάβει τὸ στεφάνι τῆς νίκης.
Ἡ μητέρα του ξεχνᾶ τὴν ὑπόσχεσί της καὶ τὸν ἐνδύει περίλαμπρα. Παρευθὺς γίνεται σεισμὸς κι ἀκούεται φωνή: «Βάλε τὰ ἐνδύματά μου γιὰ νὰ μὴν τιμωρηθεῖς». Ἡ μάνα μένει παράλυτη καὶ ἄφωνη. Ὁ πατέρας ἐνθυμεῖται τὴν ἐντολὴ τοῦ παιδιοῦ τους, τὸν ἐνδύουν ρακένδυτα καὶ ἡ μητέρα θεραπεύεται. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ Ὅσιος θαυματουργεῖ ποικιλότροπα. Τὸ σῶμα του ἐνταφιάζεται μὲ τὴ συμμετοχὴ τοῦ Πατριάρχου, κλήρου καὶ λαοῦ στὴν καλύβα. Ἐκεῖ ἀνεγείρεται ἀπὸ τοὺς γονεῖς του Ναὸς καὶ τὸ ὑπόλοιπό της περιουσίας διαμοιράζεται στοὺς φτωχούς. Διέρχονται τὴ λοιπὴ ζωὴ τοὺς θεάρεστα καὶ ἀπέρχονται στὰ Οὐράνια Σκηνώματα γιὰ νὰ συνευφραίνονται αἰώνια μὲ τὸν περιπόθητο γυιό τους Ἰωάννη.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὑπόδειγμα μακρᾶς ὑπομονῆς, ὁλοκληρωτικῆς καταφρονήσεως τῶν πρόσκαιρων ἀπολαύσεων, καθολικῆς περιφρονήσεως τῆς ἐφήμερης δόξης, αὐστηρῆς ἐγκράτειας, ἄκρας ὑποταγῆς τῆς θελήσεώς του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τέλειας ἐχεμύθειας τῆς ταυτότητας τοῦ μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του. Οἱ ἀρετὲς τοῦ προκλήσεις καὶ προσκλήσεις γιὰ μίμησι.
Κι ἐμεῖς ταπεινοὶ τιμητὲς τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου, ἀλλὰ καὶ πρόθυμοι μιμητὲς ἂς γίνουμε.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὡς στρατευόμενη Ἐκκλησία στὴ γῆ, κάνει ἔντονη τὴν παρουσία της στὴ ζωή. Πρωτοπόρος στὸν ἀγώνα στέλνει μηνύματα ἐλπίδας καὶ ἀγάπης, δικαιοσύνης καὶ ἰσότητας, ἐλευθερίας καὶ ἀδελφοσύνης.
Προτείνει ριζοσπαστικὲς λύσεις στὰ προβλήματα. Ὑποδεικνύει ἀλάθητα Ἐκεῖνον, ποῦ εἶναι «ἡ Ὁδὸς καὶ ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή».
Προσκαλεῖ τὸν κουρασμένο στρατοκόπο τῆς βιοπάλης νὰ πλησιάσει, νὰ ρθεῖ σ᾿ ἐπαφὴ μὲ τὴν Πηγὴ τῆς ἀναπαύσεως τὸν Κύριο. Δεῦτε πρὸς μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. 11, 28), διακηρύττει ὁ ἴδιος. Δίνει μάχες νικηφόρες μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ σκότους.
Προπύργια τῆς Ἐκκλησίας τὰ Μοναστήρια. Ἐπάλξεις ἀπόρθητες τὰ Ἱερὰ Ἡσυχαστήρια. Φάροι τηλαυγεῖς, ποῦ ἐκπέμπουν φῶς σωστικό, ποῦ ἀκτινοβολοῦν; τὸ Φῶς τῆς Ἀλήθειας οἱ Ἱερὲς Μονές.
Κι οἱ Μοναχοὶ κι οἱ Μοναχὲς ἄγρυπνοι φρουροὶ τῆς Ὀρθοδοξίας διαφυλάττουν ἀλώβητη τὴν πίστι στὴν Τριαδικὴ Θεότητα.
Ἡ πατρίδα μας κατάσπαρτη ἀπὸ φυτώρια ἁγίων, ἀπὸ ἐπίγειους λειμῶνες τοῦ Παραδείσου.
Κι ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου στὸ καταπράσινο νησὶ τῆς Εὐβόιας στολίδι προαιώνιο.
Βρίσκεται Β.Δ. τῶν Ψαχνῶν καὶ ἀπέχει 2½ χλμ. Ἡ τοποθεσία μαγευτική. Ἡ θέα πανοραματική. Ἡ ἵδρυσίς της ἀνάγεται, πιθανὸν στὸν 5ο μ.Χ. αἰώνα, ἀπὸ πληροφορίες ἐντοιχισμένων γλυπτῶν τῆς Ἐκκλησίας τῶν Βυζαντινῶν χρόνων. Ὁ παλαιὸς Ναὸς κτίζεται μᾶλλον ἐπάνω σε εἰδωλολατρικὸ ἱερό. Ἡ ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη φέρνει στὸ φῶς μιὰ μαρμάρινη ἐπιγραφή, τοῦ κτιστοῦ Μιχ. Κολοκύνθη τὸ 1245 μ.Χ. δηλαδὴ δείχνει τὴν Ἱερὰ Μονὴ νὰ ἱδρύεται στὰ μέσα τοῦ 13ου αἰῶνα. Τότε ἡ Μονὴ εἶναι ἀνδρικὴ καὶ φθάνει στὸν κολοφῶνα τῆς ἀκμῆς. Πολλὲς ψυχὲς ἠλεκτρισμένες ἀπὸ Θεῖο Ἔρωτα, πυρπολημένες ἀπὸ ἔνθεο ζῆλο ἔρχονται καὶ ζοῦν στὸ λιμάνι αὐτὸ τοῦ Θεοῦ. Ἀνάμεσά τους ὁ Μοναχὸς Εὐθύμιος, ὁ Δανιὴλ ὁ στυλίτης καὶ πολλοὶ ἄλλοι, ποὺ τὰ ὀνόματά τους γράφονται ἀνεξίτηλα στὴ Βίβλο τῆς Ζωῆς. Ὅλοι ὑπερυμνοῦν τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, προσφέρουν τὴ ζωή τους θυσία εὐάρεστη σ᾿ Ἐκεῖνον καὶ ζοῦν αἰώνια καὶ πανευφρόσυνα τώρα στὴ χώρα τοῦ Ἀνέσπερου Φωτός.
Ὁ πανδαμάτορας χρόνος στὸ διάβα τοῦ ἰσοπεδώνει τὰ κτίσματα τῆς Μονῆς. Παραμένει μόνο ἀνοικοδομημένο τὸ καθολικό, διακοσμημένο μὲ ἀξιόλογες τοιχογραφίες: Σκηνὲς ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀπὸ ἀγῶνες θρησκευτικοὺς κατὰ τὴν Βυζαντινὴ ἐποχή, ποῦ φανερώνουν τὴν αἴγλη τῆς Μονῆς.
Οἱ ἐπίγειοι ὑποψήφιοι Ἄγγελοι, οἱ Μοναχοί, ἐκδημοῦν πρὸς Κύριον, ἀφοῦ διατρέχουν τὸ δρόμο τῆς θεώσεως.
Καὶ ἡ Μονὴ παραμένει ἔρημη ἐπὶ αἰῶνες. Ὁ Ναὸς κυκλώνεται ἀπὸ ἀγριόχορτα καὶ παύουν ν᾿ ἀντηχοῦν ἁρμονικοὶ ὕμνοι. Δυὸ κελλιὰ ὑγρὰ καὶ κατερειπωμένα ἀντιστέκονται στὸ χρόνο.
Κι ἔρχεται τὸ ἔτος 1973. Ὁ Θεός, δι᾿ ἐκτενῶν πρεσβειῶν τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου, φροντίζει γιὰ τὴν ἐπαναλειτουργία τῆς Ἱερᾶς Μονῆς.
Δυὸ Μοναχὲς Θεοφιλεῖς καὶ δραστήριες, ἡ Γερόντισσα καὶ μία Ἀδελφή, ἀναλαμβάνουν τὴν ἀνασυγκρότηση τῆς Μονῆς. Τὸ ἔργο τιτάνιο. Ἡ πίστη ἀκράδαντη. Ἡ ἐλπίδα ἄσβεστη. Ἡ ὑπομονὴ ἀνεξάντλητη. Μὲ δυναμισμὸ καὶ ταχὺ ρυθμὸ ξεκινοῦν τὴν ἀνοικοδόμηση. Οἱ δυσκολίες πολλές. Οἱ προσπάθειες γενναῖες. Τὸ θάῤῥος ἀκατάβλητο. Ἡ βοήθεια τοῦ Ὁσίου ἐμφανής. Μία ἑξαετὴς πορεία ἀνθυγιεινῆς διαβιώσεως, σκληρῆς ἐργασίας φέρνει καρπούς. Τελειώνει σχεδὸν τὸ κτίριο μὲ τὰ κελλιὰ τῶν Μοναχῶν καὶ τοὺς ξενῶνες. Ἡ ἀεικίνητη Γερόντισσα παράλληλα φροντίζει καὶ γιὰ τὴν αἰίξησι τῶν μελῶν τῆς Ἀδελφότητος. Σήμερα, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχουν στὸ Μοναστήρι ἀκόμη πέντε Θεοσεβεῖς Ἀδελφές. Ἡ ἑπταμελὴς θεία πνευματικὴ οἰκογένεια ἀγωνίζεται νὰ βιώσει τὴν ἀγγελικὴ πολιτεία, νὰ φθάσει στὴ θέωσι, κάτω ἀπὸ τὴν δυναμικὴ χειραγωγία τῆς σεβαστῆς Γερόντισσας.
Τὸ Μοναστήρι σήμερα ἀποτελεῖ σταθμὸ ἀγάπης στὴν περιοχή. Καθημερινὰ φθάνουν λεωφορεῖα μὲ εὐλαβεῖς προσκυνητὲς γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν Ἅγιο, νὰ παρακολουθήσουν τὴ γλυκόφωνη παναρμόνια ψαλμωδία τῶν Ἀδελφῶν καὶ νὰ δεχθοῦν τὴν ἐγκάρδια φιλοξενία τους.
Ἡ Μονὴ σήμερα ἰατρεῖο ψυχῶν γιὰ τοὺς ἐπισκέπτες. Ἔρχονται ἄνθρωποι μὲ πολυποίκιλα προβλήματα, κατάκοποι ὁδοιπόροι τῆς ζωῆς καὶ παίρνουν πολύτιμες συμβουλές, στηρίγματα σωστικά, ἐφόδια διαρκείας.
Τὸ σχέδιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μεγαλόπνοο. Θὰ κτισθοῦν: Αἴθουσα ὑποδοχῆς τραπεζαρία γιὰ τοὺς ξένους, περικαλλὴς Ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου, διαμόρφωσις τοῦ αὔλειου χώρου.
Ὅλα πρὸς δόξαν τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ.
Ἤμουν τριῶν μηνῶν ἔγκυος καὶ μοῦ εἶχε συστήσει ὁ γιατρὸς μοῦ νὰ βρίσκομαι σὲ μιὰ σχετικὴ ἀκινησία μιὰ καὶ εἶχα προβλήματα αἰμόῤῥοιας καὶ ὑπῆρχε μεγάλος κίνδυνος νὰ ἀποβάλλω. Αὐτὸ ἦταν τὸ δεύτερο παιδί μου οὐσιαστικά, μιὰ καὶ εἶχα χάσει τὸ πρῶτό μου ἀπὸ αὐτόματη ἐκβολὴ λίγους μῆνες πρίν.
Ἕνα βράδυ, ἀφοῦ κατάφερα νὰ κοιμηθῶ, μιὰ καὶ οἱ ἐνοχλήσεις ἦταν συχνὰ ἔντονες, καὶ ἔπαιρνα σπασμολυτικὰ χάπια, βλέπω στὸν ὕπνο μου τὸν ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου πλάϊ σὲ ἕναν νεαρὸ μοναχὸ κουκουλωμένο μὲ ἕνα μαῦρο μανδύα (ῥάσο). Χαμογέλασε στὸν γέροντα Νεκτάριο κοιτάζοντάς τον καὶ μετὰ ἔστρεψε τὸ βλέμμα του σὲ μένα καὶ μοῦ εἶπε μὲ γαλήνιο ὕφος: Νὰ μὴ φοβᾶσαι, ὅλα θὰ πᾶνε καλά! Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα σταμάτησε κάθε ταλαιπωρία ποὺ εἶχα μὲ τὴν ἐγκυμοσύνη μου καὶ μάλιστα ἐπέστρεψα στὴν δουλειά μου, ὅπου καὶ δούλεψα μέχρι τὸν ὄγδοο μήνα τῆς ἐγκυμοσύνης μου. Καὶ ὅλα αὐτὰ γιατὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης θέλησε νὰ προστατέψει τὸ μωρό μου καὶ ἐμένα.
Ἄς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομά του· πρὸς δόξα τοῦ ὀνόματός του, ἔταξα τὸ παιδί μου νὰ τὸ βαπτίσω στὸ ἐκκλησάκι τῆς Μονῆς.
Ὅταν τὸ μωρό μου, ἀγοράκι 4 μηνῶν τότε, μοῦ παρουσίασε οὐρολοίμωξη, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ διαγνωστεῖ στὴν Ἀθήνα γιὰ τὰ βασικά της αἴτια (ἀνεπάρκεια οὐροδόχου κ.ἄ.), ἐπισκεφτήκαμε μὲ τὸν σύζυγό μου καὶ τὸ μωρό μας τὸν γέροντα Νεκτάριο, ζητώντας νὰ μεσιτεύσει στὸν Ἅγιο νὰ μὴν ἔχει τὸ παιδὶ κάτι σοβαρό. Ὁ πατὴρ Νεκτάριος, βέβαιος γιὰ τὰ λόγια του, μᾶς εἶπε πὼς τὸ παιδὶ δὲν θὰ ἔχει τίποτα. Λίγες μέρες ἀργότερα, εἶδα στὸν ὕπνο μου ἕναν νεαρὸ μοναχό, ποὺ στεκόταν πίσω ἀπὸ μένα καὶ τὸ μωρό μου μέσα στὸ ἐκκλησάκι τῆς Μονῆς. Ἦρθε μπροστά μου, πῆρε τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά του καὶ μοῦ εἶπε: Μὴ στενοχωριέσαι, ἀφοῦ εἶναι δικό μου! Οἱ ἐξετάσεις στὴν Ἀθήνα ἔδειξαν μία τυχαία οὐρολοίμωξη, χωρὶς τίποτε τὸ ἀνησυχητικό.
Σ᾿ εὐχαριστῶ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ Ἅγιέ μου Ἰωάννη!
Α. Σ.
Ψαχνά.