Ἀρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου: Οἱ Ἅγιοί μας.
Ἱ. Μ. Τατάρνης
Εὐρυτανίας, ἔκδοσις γ´, σελ.138-148.
Ὁ Ὁσιομάρτυς Γεράσιμος, γεννήθηκε στὸ Τρανὸ (σήμερα Μεγάλο) Χωριό, τῶν Πολιτοχωρίων τοῦ Καρπενησίου. Οἱ γονεῖς του ἦσαν εὐσεβεῖς καὶ φιλόχριστοι καταγόμενοι ἀπὸ τὰ Δολιανά (τώρα ἔρημο χωριό, ὀνομαζόμενο Στουρνάρα στὶς νότιες πλαγιὲς τῆς Καλλιακούδας).
Στὸ βάπτισμά του ὠνομάσθη Γεώργιος. Ἦταν ἕνδεκα ἐτῶν ὅταν ἦλθε ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του Ἀθανάσιος ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὸ χωριό. Τὸν πῆρε μαζί του ὅταν ἐπέστρεψε. Ὅμως, ὁ ἐν λόγῳ Ἀθανάσιος, δὲν ἔμεινε γιὰ πολύ. Ξανάφυγε γιὰ τὸ χωριό, καὶ ἄφησε τὸν μικρὸ Γεώργιο ἀμανάτι στὴν Πόλη. Ὅλα τὰ μπακάλικα στὴν Πόλη ἀνῆκαν σὲ Καρπενησιῶτες. Ἔμεινε λοιπὸν ὁ Γεώργιος, σὲ ἕνα μπακάλικο μὲ μικρὸ μισθό, κάποιου πατριώτη του μπακάλη. Τὸ μπακάλικο βρισκόταν στὴν τελευταία ἄκρη τοῦ Κερατίου Κόλπου. Ἡ ζωή, ἦταν πολὺ δύσκολη. Δουλειὰ βαρειὰ καὶ γιὰ μεγάλους, πόσο μᾶλλον γιὰ μικρὸ παιδί. Ἀπὸ τὸ χάραμα τῆς μέρας, ὡς τὰ βαθειὰ μεσάνυχτα. Φαΐ, μὲ οἰκονομία, καὶ ἂς ἦταν μπακάλικο. Ποιός τολμοῦσε νὰ ἁπλώση; Οἱ μαγαζάτορες βάζανε κρυφὰ σημάδια γιὰ νὰ βρίσκουν ἂν λείπῃ τίποτε. Ὕπνος, σὲ κανένα πατάρι τοῦ μπακάλικου. Χωρὶς θέρμανση τὸν χειμώνα, χωρὶς πολλὲς κουβέρτες. Ἡ μόνη παρηγοριά, ὁ μπακαλόγατος. Ζέσταινε τὰ πόδια, δὲν πλησίαζαν τὰ ποντίκια. Μισθός, ἐλάχιστος. Στὶς ἀρχές, ὅσο νὰ μάθῃς τὴν δουλειά, τίποτε. Μόνο τὸ φαγητό. Καὶ τὰ λίγα ποὺ μάζευε ἀπὸ τὰ φιλοδωρήματα τὰ ἔδινε στὸ ἀφεντικό, νὰ τὰ μαζέψῃ νὰ σταλοῦν στὴν πατρίδα, στὴν φτώχεια ποὺ περίμενε.
Καὶ στὶς ἀργίες; Τουλάχιστον τότε εἶχαν κάποια ἀνάπαυσι; Πήγαιναν στὴν ἐκκλησία; Πολυτέλειες. Σὲ αὐτὲς, ἡ κούραση ἦταν μεγαλύτερη. Νὰ σκουπίσῃς, νὰ καθαρίσῃς, νὰ ξεσκονίσῃς τὸ μαγαζί. Καὶ ἀπὸ ἐκκλησία; Ἄς μὴν μιλᾶμε καλύτερα. Ποῦ χρόνος, ποῦ ῥοῦχα καὶ χρήματα γιὰ τὸ κερί; Τὰ μπακαλάκια ζοῦσαν μὲ μία ἐλπίδα. Νὰ μεγαλώσουν, νὰ παντρευθοῦν τὴν κόρη τοῦ ἀφεντικοῦ καὶ ὅταν μὲ τὸ καλό, θὰ τὸν πήγαιναν στὸ κοιμητήριο τοῦ Ἐγρηκαποῦ νὰ ἀναλάμβαναν αὐτοὶ τὴν ἐπιχείρηση. Μετά, νὰ πᾶνε στὸ χωριό, νὰ βροῦν ἄλλον ὑπηρέτη... Καὶ ἡ ζωή, συνεχίζεται.
Τὸ μπακάλικο ποὺ δούλευε ὁ μικρὸς Γεώργιος, ἦταν καὶ γαλακτοπωλεῖο. Μιὰ μέρα λοιπόν, τὸ ἀφεντικὸ ἔβαλε στὸ ἀδύνατο κεφαλάκι τοῦ μικροκαμωμένου Γεωργίου ἕνα ὑπερμεγέθη χάλκινο δίσκο γεμάτον μὲ πήλινους κεσέδες ποὺ περιεῖχαν γιαούρτι. Ἦσαν παραγγελίες τῶν ἀρχόντων καὶ ἔπρεπε νὰ πᾶνε ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι. Βαρὺ τὸ φορτίο. Μὲ τὰ χεράκια του σὲ ἀνάταση κρατοῦσε τὸν δίσκο. Δύσκολη ἡ ἰσοῤῥοπία καὶ σὲ ἴσο δρόμο. Πόσο μᾶλλον στὰ καλντερίμια καὶ στὶς ἀνηφορο-κατηφοριὲς τῆς Πόλεως, τῆς Ἑπταλόφου, ὅπου ἴσιος δρόμος δὲν ὑπάρχει. Σκοντάφτει. Ὁ δίσκος ἀνατρέπεται καὶ κυλάει τὸν κατήφορο. Οἱ κεσέδες σπάζουν. Τὸ γιαούρτι ἀσπρίζει τὸ σοκάκι.
Ἀπελπισία. Πῶς γυρνάνε πίσω; Ποιός ἀντέχει τὶς βρισιές, τὸν ξυλοδαρμό; Ποιός μπορεῖ νὰ τὸ πεῖ κἄν; Κι ἂν τὸν διώξῃ, ποῦ θὰ πάει, μόνος καὶ ἔρημος σὲ ξένο τόπο; Τί θὰ γινόταν ἕνα παιδί, διωγμένο, χτυπημένο, ἄφραγκο σὲ μιὰ τέτοια ἐχθρικὴ πόλι; Ὅλα πέρασαν θολά, καὶ ἀνακατεμμένα ἀπὸ τὸ μυαλουδάκι τοῦ μικροῦ Γεωργίου. Κάθισε στὸ πεζούλι. Βλέπει τὴν καταστροφή. Βλέπει τὰ σκυλιά, νὰ γλείφουν τὰ γιαούρτια. Συνειδητοποιεῖ τὸ τὶ συνέβη. Κι ἀρχίζει νὰ κλαίῃ, νὰ κλαίῃ μὲ ἀναφιλητά, τρίβοντας μὲ τὴν ἀναστροφὴ τῆς παλάμης τὰ μάτια. Καὶ τὸ κλάμμα ἀπὸ βουβό, γίνεται γοερό, γίνεται κραυγή, γίνεται σπαραγμός.
Τὸ σπίτι ὅπου μπροστὰ ἔγινε τὸ κακό, ἦταν τούρκικο. Ἀκούει ἀπὸ μέσα ἡ νοικοκυρὰ τὰ κλάμματα, κοιτάει ἔξω ἀπὸ τὸ κασαφωτό, βλέπει ἕνα παιδὶ καθισμένο νὰ κλαίῃ ἀνάμεσα σὲ σπασμένους κεσέδες καὶ χυμένα γιαούρτια, καταλαβαίνει τὶ συμβαίνει, κατεβαίνει, ἀνοίγει, τὸ παίρνει μέσα. Μὲ τὰ γιαβρίμ, μὲ τὰ κουζούμ, μὲ τὰ τζιέριμ, τὸ παρηγορεῖ. Μὲ χάδια, μὲ κεράσματα, μὲ σερμπέτια καὶ ῥετσέλια το πείθει νὰ μείνῃ. Καὶ μένει μαζί της. Πάνω στὴν μαύρη ἀπελπισία του, βρίσκει τὴν πρόταση σανίδα σωτηρίας. Ἐξάλλου ποιός θὰ το ἀναζητήσῃ, ποιός θὰ ἐνδιαφερθῇ;
Καὶ μετὰ ἀπὸ δύο μῆνες, ἀλλοίμονο! ὑποβάλλεται μαζὶ μὲ τὰ δύο παιδιὰ τῆς τουρκάλας σὲ περιτομή. Γίνεται τοῦρκος. Ντύνεται σὰν τοῦρκος, μιλάει τούρκικα, προσκυνάει στὸ τζαμί. Ὅλα καλά. Ὁ διάβολος εἶχε κάμει τὴν δουλειά του. Ἀλλὰ δὲν θὰ χαρῇ γιὰ πολύ.
Τὰ χρόνια περνοῦν γρήγορα. Ὁ ἐξωμότης γίνεται ἔφηβος. Καὶ μάλιστα ὡραῖος. Ὁ σύζυγος τῆς τουρκάλας ὑποπτεύεται ἔρωτα τῆς συζύγου πρὸς τὸν νέο καὶ σχέσεις κρυφές, καὶ ἔνοχες.
Τὸν ἐξαποστέλλει. Τὸν δίδει πεσκέσι σὰν ὑπηρέτη σὲ ἕνα ἀγά. Κι αὐτὸς εὐχαρίστως, τὸν παίρνει μαζὶ στὶς πολλές, λόγῳ ἐργασιῶν, περιοδεῖές του ἀνὰ τὴν ἀχανὴ Οθωμανικὴ αὐτοκρατορία.
Ὁ ἔφηβος γίνεται ἄνδρας. Κάτι ξυπνάει μέσα του. Σὰν τὴν σπίθα κρυμμένη στὴν στάχτη, κάπου βαθιὰ στὸ ὑποσυνείδητο παραμένει ἡ παληά του πίστις. Ἡ Θεία Χάρις τὸν ἐπισκέπτεται. Ἡ σπίθα ῤιπίζεται καὶ γίνεται φωτιά. Ἔρχονται ἔλεγχοι συνειδήσεως, ἀρχίζει στενοχώρια. Σιγὰ-σιγά, μεταβάλλεται σὲ στεναγμούς, θρήνους. Συναισθάνεται το βάραθρο στὸ ὁποῖον ἔπεσε. Ἡ ζωή του γίνεται ἀνυπόφορη.
Δραπετεύει, ἀποβάλλει τὴν τούρκικη ἐνδυμασία, ἔρχεται στὴν γενέτειρα. Νηστεύει, ἀγρυπνεῖ, προσεύχεται. Χτυπᾷ τὰ στήθη του γιὰ τὸ μέγα ἀτόπημα. Ἡ μητέρα του, τὰ γήϊνα φρονοῦσα, ψάχνει νὰ τοῦ βρῇ νύμφη. Νὰ κάνῃ οἰκογένεια, νὰ στρώσῃ, νὰ ξεχάσῃ, νὰ ἠρεμήσῃ. Ἀλλὰ ἤδη ὁ Γεώργιος ἦταν ξένος πρὸς ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπίγεια καὶ πρόσκαιρα. Φεύγει ἀπὸ τὸ χωριό του. Πηγαίνει στὸ Ἅγιον Ὄρος. Πῆγε νὰ βρῇ ἕναν φημισμένο πνευματικό, ἀπὸ τὴν Καστανιὰ Προυσσοῦ, περὶ τοῦ ὁποίου πολλὰ εἶχεν ἀκούσει. Ἦταν ὁ Κύριλλος Καστανοφύλλης, ἀνὴρ ἐλλογιμώτατος, μουσικός, καλλιγράφος (καλλιγραφοῦσε τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου). Ἡσύχαζε στὴν ἀπόμερη σκήτη τῆς Μονῆς τοῦ Κουτλουμουσίου. Ἀργότερα θὰ τὸν βροῦμε ἡγούμενο στὸν Προυσσό, καὶ κατόπιν πάλι στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐτελεύτησε.
Ὁ Κύριλλος ἐδέχθη τὸν Γεώργιο μὲ πολλὴ καλωσύνη καὶ ἀγάπη. Τὸν κατήχησε καλὰ στὴν χριστιανικὴ πίστι, καὶ τὸν παρηγόρησε κατὰ τὸ δυνατόν, γιὰ τὸ μεγάλο παράπτωμά του.
Μετὰ ἀπὸ ἕνα καὶ πλέον ἔτος ἐκάρη μοναχός, ὀνομασθεὶς Γεράσιμος. Δὲν πέρασαν τρεῖς μέρες ἀπὸ τὴν κουρά του καὶ ἄρχισε νὰ ζητάῃ ἀπὸ τὸν Γέροντά του νὰ τὸν ἀφήσῃ νὰ πάῃ νὰ μαρτυρήσῃ. Δὲν τοῦ ἀρκοῦσε ἡ κουρά, γιὰ νὰ ξεπλύνῃ τὸ μεγάλο του ἁμάρτημα.
Ὁ πνευματικός του πατέρας, σὰν πολύπειρος καὶ συνετὸς ποὺ ἦταν τὸν ἐμπόδιζε. Τοῦ ἔλεγεν ὅτι ἡ ἐπιθυμία του αὐτὴ εἶναι ἐκ δεξιῶν πειρασμός, γιὰ νὰ ῥεζιλέψῃ τὸν Ἅγιο. Τοῦ ἔλεγεν ἀκόμα ὅτι ὁ καλὸς ὑποτακτικὸς λαμβάνει στέφανον παρὰ Κυρίου καὶ λογίζεται ὡς Μάρτυς. Ἔβλεπεν ὁ Γέροντας τὸ ἁπλοῦν καὶ εὐμετάβλητον τοῦ Γερασίμου, καὶ φοβόταν μήπως πηγαίνοντας γιὰ μαρτύριο δειλιάσῃ καὶ γίνῃ ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης.
Οἱ τύψεις ὅμως τῆς συνειδήσεως δὲν ἄφηναν τὸν Γεράσιμο. Λόγῳ τῆς ἀφάτου λύπης του, ἡ μορφή του ἠλλοιοῦτο μέρα μὲ τὴν μέρα, ἔλειωνε. Οἱ Πατέρες τῆς Σκήτης ἄρχιζαν νὰ ψιθυρίζουν ὅτι ἔπαθε κάτι κακό.
Τὸ μυαλό του ἠσχολεῖτο συνεχῶς πῶς νὰ πάρῃ τὴν εὐλογία τοῦ Γέροντός του. Δὲν ἤθελε νὰ φύγῃ χωρὶς εὐλογία. Ἔπρεπε νὰ βρῇ κάποιον πλάγιο τρόπο.
Καὶ τὸν βρῆκε. Κάποια μέρα λέει τεχνηέντως πρὸς τὸν Γέροντά του: Σὲ παρακαλῶ καὶ σὲ καθικετεύω, δός μου τὴν εὐλογία σου νὰ πάω στὴν πατρίδα νὰ δῶ τὴν μάνα μου, τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους μου καὶ ἐλπίζω στὸν Θεό, νὰ μὴν σὲ λυπήσω γιὰ αὐτή μου τὴν ἀναχώρησι.
Πείθεται ὁ Γέροντας καὶ τοῦ δίδει τὴν εὐχή του νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Δὲν ὑποψιάστηκε ὅτι ὁ Γεράσιμος γιὰ πατρίδα ἐννοῦσε τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, γιὰ μητέρα τὴν Κυρία μας Θεοτόκο, γιὰ συγγενεῖς τοὺς Μάρτυρες, καὶ γιὰ φίλους ὅλους τοὺς Ἁγίους.
Φεύγει λοιπὸν ὁ Ἅγιος καὶ παρευθὺς πορεύεται γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, τὸν τόπο τῆς ἀρνήσεως. Ἀπὸ ἐκεῖ ἀπευθύνει ἐπιστολὴ στὸν Γέροντά του νὰ ψάλῃ παράκλησι στὴν Παναγία γιὰ αὐτόν, γιατὶ ἑτοιμάζεται νὰ μαρτυρήσῃ.
Κατόπιν παρουσιάζεται στὸν πρῶτο τοῦρκο κύριό του. Τὸν ἐρωτᾷ ὁ τοῦρκος ποιὸς εἶναι καὶ τὶ θέλει. Ποῦ νὰ γνωρίσῃ καὶ νὰ ὑποπτευθῇ ὅτι πίσω ἀπὸ τὰ γένεια καὶ τὰ ῥάσα κρυβόταν ὁ μικρὸς Γεώργιος, ποὺ κάποτε τὸν πλάνεψαν καὶ τὸν τούρκεψαν.
Ἐγὼ εἶμαι, ἀπαντᾷ ὁ Ἅγιος, ὁ ἄκακος ἐκεῖνος μικρὸς Γεώργιος, ὁ ὁποῖος ἀπατήθηκα ἀπὸ τοὺς φθονεροὺς λόγους τῆς γυναίκας σου καὶ δέχθηκα νὰ γίνω τοῦρκος. Καὶ τότε μὲν ἐξαπατήθηκα γιατὶ ἤμουν μικρὸ καὶ ἄμυαλο ἀγόρι. Τώρα ὅμως ἦλθα γιὰ νὰ ὁμολογήσω ἐνώπιόν σας τὴν ἀλήθεια. Τότε σὰν μικρός, δὲν καταλάβαινα καὶ πολλὰ πράγματα. Τώρα ὅμως γνώρισα τὸ φῶς καὶ ὁμολογῶ: Χριστιανὸς εἶμαι, καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ πεθάνω.
Ὁ τοῦρκος ἔμεινε ξερός. Δὲν κατάλαβε ὅτι ἀπὸ τότε πολλὰ εἶχαν ἀλλάξει. Νομίζοντας ὅτι ἔχει νὰ κάμῃ μὲ τὸν μικρὸ Γεώργιο, ἄρχισε μὲ λόγια θωπευτικά, νὰ τὸν συμβουλεύῃ. Τὸ νόμισε εὔκολο νὰ τὸν ἐπαναφέρῃ στὴν πίστι τοῦ Ἰσλάμ. Ἐπὶ τρεῖς μέρες προσπαθοῦσε νὰ τοῦ ἀλλάξῃ τὴν γνώμῃ. Ὁ Μάρτυς ἔμεινε σταθερός, καὶ ἀκλόνητος.
Τὰ ἐπακολουθήσαντα εἶναι τὰ γνωστὰ σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις. Ὁ τοῦρκος βλέποντας τὸ ἀμετάθετο τῆς γνώμης τοῦ καλογήρου, τὸν παραδίδει στον Χότζα ποὺ κάποτε τοῦ εἶχε ἐπιβάλει τὴν περιτομή. Νέες προσπάθειες νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν πίστι τοῦ Ἰσλάμ. Νέα ἀποτυχία. Ἡ γενναία ὁμολογία τοῦ Γερασίμου φέρνει ὀργὴ καὶ ἀγανάκτησι. Ὁ Χότζας τὸν παραδίδει στὸν τότε ὑπουργὸ τῶν στρατιωτικῶν τῆς Ὑψηλῆς Πύλης. Εὐκαιρία ζητοῦσε ὁ παγκάκιστος. Ὑποβάλλει τὸν Ἅγιο σὲ φρικτὰ βασανιστήρια ἐπὶ δέκα πέντε μερόνυχτα. Ὕστερα ἔρχεται ἡ ἀπόφασις: Καταδίκη εἰς θάνατον δι᾿ ἀποκεφαλισμοῦ μὲ ξίφος.
Ἀπὸ τὴν ἀπόφασι ἕως τὴν ἐκτέλεσι δὲν χρειαζόταν πολὺς χρόνος. Οὔτε ἔφεσις ὑπῆρχε, οὔτε ὑπεράσπισις. Ἀπόφασις καὶ ἀμέσως θάνατος.
Ὁδηγοῦν τὸν Ἅγιο σὲ ἕναν τόπο ποὺ τουρκιστὶ λέγεται Μπαμπὰ Χουμαΐ, κοντὰ στὴν πλατεία τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, τῆς Ἁγίας Σοφίας δηλαδή.
Ὁ δήμιος διέταξε τὸν Ἅγιο νὰ γονατίσῃ. Αὐτὸς ἦταν ὅλος χαρά. Ἠξιώθη ἐπὶ τέλους νὰ μαρτυρήσῃ γιὰ Αὐτὸν ποὺ κάποτε εἶχε ἀπαρνηθῆ. Γονάτισε στραμμένος πρὸς τὴν Ἀνατολή. Πρόλαβε νὰ ψελλίσῃ: Μνήσθητί μου Κύριε ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου. Τελειώνοντας τὴν φράση τελειώνει καὶ ἡ ἐπὶ γῆς ζωή του. Τὸ ξίφος ἔπεσε βαρύ, καὶ τὸ κεφάλι χωρίσθηκε ἀπὸ τὸ σῶμα. Αὐτὴ ἡ ἁγία καὶ ἱερὰ κεφαλή, παρέμεινε καὶ μετὰ τὸν ἀποκεφαλισμὸ φαιδρὴ στὴν ὄψη καὶ γελαστή. Τὸ ἅγιόν του σῶμα ἔμεινε γονατιστό, σὰν νὰ προσεύχεται γιὰ ἕνα τέταρτο τῆς ὥρας. Χωρὶς νὰ ταραχθῇ, χωρὶς νὰ τιναχθῇ, ὅπως συμβαίνει σὲ τέτοιου εἴδους θάνατο.
Ὁ τόπος τῆς ἐκτελέσεως ἦταν κεντρικός. Γνωστὸς ὁ λόγος. Σκοπός, ἡ ἐξαγρίωση τῶν τούρκων, ἡ καταπτόησις τῶν χριστιανῶν. Παρ᾿ ὅλα αὐτά, πλῆθος χριστιανῶν συνέῤῥευσε στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ὅ ἕνας ἔκοβε κομματάκι ἀπὸ τὸ ῥάσο, ὁ ἄλλος τραβοῦσε τρίχες ἀπὸ τὸ κεφάλι του. Αὐτὰ ἐτέλεσαν πολλὰ θαύματα στὰ ἑπόμενα χρόνια.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Γεράσιμος ἐτελειώθη διὰ τοῦ μαρτυρίου στὶς 3 Ἰουλίου τοῦ 1812ου σωτηρίου ἔτους.
Καὶ πάλιν ὁ ἴδιος τρόπος ταφῆς.
Οἱ τοῦρκοι ἤξεραν ὅτι τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ἦσαν πολύτιμα γιὰ τοὺς χριστιανούς. Θὰ ἔδιδαν ὅσα-ὅσα γιὰ νὰ τὰ ἀποκτήσουν. Παρίσταναν λοιπόν, ὅτι ἀπαγόρευαν τὴν ταφή. Ἔτσι εἶχαν κέρδος διπλό. Γιὰ ἀρκετὲς μέρες τὸ λείψανο γινόταν παραδειγματισμὸς γιὰ ὅποιον σκεφτόταν νὰ σηκώσῃ κεφάλι· τὸ ἕνα. Τὸ δεύτερο· εἰσέπρατταν πολλὰ χρήματα ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, γιὰ νὰ χορηγήσουν ἄδεια ταφῆς.
Πλήρωσαν λοιπὸν καὶ τώρα ἀδρὰ οἱ χριστιανοί, καὶ πῆραν τὸ σῶμα καὶ τὴν κεφαλή, καὶ μὲ βάρκα τὰ πῆγαν ἐκεῖ ποὺ κατοικοῦσαν μόνο χριστιανοί. Στὰ Πριγκηπόνησα, στὴν νῆσο Πρώτη. Τὸ ἐνταφίασαν στὸ περίβολο τοῦ ναοῦ τῆς πατριαρχικῆς Μονῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ποὺ δεσπόζει μέχρι σήμερα στὴν κορυφὴ τοῦ νησιοῦ.
Πέρασαν τρία χρόνια. Ὁ Γέροντάς του Κύριλλος, εἶχε γίνει ἤδη ἡγούμενος στὸ Μοναστήρι τοῦ Προυσσοῦ. Δὲν λησμόνησε ποτὲ τὸν ὑποτακτικό του. Τὰ εἶχε μάθει ὅλα. Μόλις λοιπόν, συμπληρώθηκε τριετία ἀπὸ το μαρτύριο, μαζὶ μὲ προκρίτους τῆς περιοχῆς, ἔρχεται στὴν Πρώτη καὶ ἀνακομίζει τὰ τίμια λείψανα. Τὰ ὀστᾶ ἦσαν κίτρινα καὶ λαμπρά, σὰν κεχριμπάρι. Τὰ συλλέγει μετ᾿ εὐλαβείας καὶ τὰ παίρνει μαζί του. Ἀφίνει στὸ Μοναστήρι τοῦ Προυσσοῦ τὴν Κάρα καὶ δύο ὀστὰ τῶν βραχιόνων, γιὰ τὰ ὁποῖα καὶ κατασκευάζει ἀργυρὲς λειψανοθῆκες, τὰ δὲ ὑπόλοιπα δωρίζει στὴν γενέτειρά του, τὸ Μεγάλο Χωριό.
Στὰ 1971, ἔγιναν τὰ ἐγκαίνια μεγαλοπρεποῦς ναοῦ τοῦ Μάρτυρος σὲ αὐτὸ τὸ χωριό. Τὰ Ἅγια λείψανά του τοποθετήθηκαν κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα μέσα σὲ ἀργυρὴ λάρνακα. Τεμάχια λειψάνων του εὑρίσκονται στὸ Μοναστήρι τῆς Τατάρνας, στὸ Ἡσυχαστήριο Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας Μικροῦ Χωριοῦ Εὐρυτανίας καὶ ἀλλοῦ.
Στὸ κελλὶ ποὺ ἀσκήτεψε στὴν Κουτλουμουσιανὴ Σκήτη δημιουργήθηκε παρεκκλήσιο πρὸς τιμή του.
Ὁ Γέροντάς του Κύριλλος ἔγραψε Ἱερὰν Ἀκολουθία ὡς καὶ Παρακλητικὸ Κανόνα εἰς τὸν Ἅγιο Μάρτυρα.
Θέλησε μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ τιμήσῃ τὸν ὑποτακτικό του ποὺ ἀξιώθηκε νὰ γίνῃ Ἅγιος Μάρτυς.