Ἀρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου: Οἱ Ἅγιοί μας.
Ἱ. Μ. Τατάρνης
Εὐρυτανίας, ἔκδοσις γ´, σελ.58-71.
Ἡ φτωχὴ καὶ ἄγονη γῆ τοῦ Καζᾶ (ἐπαρχίας) τοῦ Καρπενησίου δὲν μποροῦσε νὰ θρέψῃ τὰ παιδιά της. Ἡ μόνη λύσις ἦταν ἡ μετανάστευσις. Ἄρχισε ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰ. καὶ συνεχίζεται δυστυχῶς μέχρι καὶ σήμερα. Ποῦ πήγαιναν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι; Ὅπου εὕρισκαν ψωμί. Ἐλάχιστοι στὰ καμποχώρια. Ἡ ἐλονοσία καὶ ὁ Τοῦρκος δὲν ἄφηναν πολλὰ περιθώρια. Λίγοι στὴν Λάρισα. Ἀρκετοὶ στὴν Θεσσαλονίκη. Οἱ πολλοὶ στὴν Κωνσταντινούπολη. Τί τοὺς τραβοῦσε πρὸς τὰ κεῖ; Ἕνας λόγος ἦταν πὼς ἡ Κωνσταντινούπολις ὡς πρωτεύουσα μιᾶς ἀχανοῦς αὐτοκρατορίας θὰ ἔδιδε εὐκαιρίες ἐπιβίωσης. Ὅλοι πήγαιναν ἐκεῖ, γιατί ὄχι καὶ μεῖς;
Ὁ ἄλλος λόγος, ὁ καὶ κυριώτερος ἦταν ὁ ἑξῆς: Στὸν προηγούμενο αἰῶνα (τὸν 16ο ) ἕνας Ἀγραφιώτης, ὁ Σκαρλᾶτος, ἀπ᾿ τοὺς πρώτους μετανάστες, εὐνοήθηκε τόσο πολύ, ὥστε κατώρθωσε νὰ γίνῃ σεϊτζῆς, προμηθευτὴς δηλαδὴ τῶν σουλτανικῶν στρατευμάτων. Ἔγινε ὁ πλουσιώτερος ἄνθρωπος τῆς αὐτοκρατορίας. Ποτὲ δὲν ξέχασε τὸν τόπο του. Ἔκτισε μὲ ἔξοδά του τὸ μοναστήρι τῆς Τατάρνας (1556). Κατόπιν ἁγιογράφησε τὸ καθολικὸ τῆς ἴδιας Μονῆς. Ἐδώρησε τὸν χρυσοκέντητο ἐπιτάφιο (1584) ποὺ σώζεται μέχρι σήμερα σὲ αὐτὸ τὸ μοναστήρι. Προίκισε αὐτὸς καὶ οἱ ἐπίγονοί του Ἡγεμόνες τῆς Βλαχομπογδανίας (σημερινῆς Ῥουμανίας) τὸ μοναστήρι αὐτὸ μὲ κτήματα στὴν Ῥουμανία καὶ στὴν περιοχὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀπέραντες ἐκτάσεις στὴν Μικρασιατικὴ πλευρά, στὴν περιοχὴ τῆς Χαλκηδόνος δόθηκαν στὸ Μοναστήρι τῆς Τατάρνας.
Εὔφορα χωράφια, ποὺ ὅμως ἤθελαν καλλιεργητές. Δόθηκε ἡ πρώτη εὐκαιρία. Ἀγραφιῶτες καὶ Καρπενησιῶτες (δὲν λέγω Εὐρυτάνες γιατὶ ἡ ὀνομασία αὐτὴ ἦταν ἄγνωστη τότε) ἔφθασαν γιὰ νὰ καλλιεργήσουν τὴν γῆ. Δημιουργήθηκαν δύο χωριά, τὸ Μπουγιοὺκ Μπακάλκιοϊ (Μεγάλο Μπακαλοχώρι) καὶ τὸ Κιουτσοὺκ Μπακάλκιοϊ (Μικρὸ Μπακαλοχώρι). Γιατὶ ὅμως ὀνομάσθηκαν Μπακαλοχώρια ἀφοῦ σὰν μόνη ἐπίδοσι εἶχαν τὴν καλλιέργεια τῆς γῆς; Τα παιδιά τους καὶ τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους δὲν ἀρκέσθησαν μόνο στὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες. Ἡ Κωνσταντινούπολις ἦταν κοντά. Ἄρχισαν νὰ πηγαινοέρχονται καὶ νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν μπακαλική. Ἀργότερα ὅλο τὸ ἐσνάφιον (ἢ συντεχνία) τῶν μπακάληδων ἀπετελεῖτο ἀπὸ Καρπενησιῶτες. Γιὰ πολλὰ χρόνια. Μέχρι καὶ τὸ 1964. Ὁπότε ἡ αὐλαία ἔπεσε. Γιὰ πάντα…
Δέχθηκε λοιπὸν ἡ Κωνσταντινούπολις τὰ παιδιὰ τῶν Ἀγράφων καὶ τοῦ Βελουχιοῦ. Ἀπὸ αὐτὰ πολλοὶ ἔγιναν μεγάλοι καὶ τρανοί. Μερικοὶ ὅμως ἔγιναν ἀκόμα τρανώτεροι. Ἔγιναν Μάρτυρες. Πότισαν καὶ ἀγίασαν τὰ χώματά της μὲ τὸ τίμιον αἷμά τους. Ξεπλήρωσαν μὲ τὸν καλύτερο τρόπο τὴν ὀφειλὴ τῆς φιλοξενίας. Ἄν σκαλίσῃς λίγο τὸ χῶμα τῆς Κωνσταντινουπόλεως θὰ ἀναβλύσει αἷμα Νεομαρτύρων. Ὁ Κεράτιος καὶ ὁ Βόσπορος φαίνονται γαλάζιοι ἀλλὰ δὲν εἶναι. Εἶναι κόκκινοι ἀπὸ τὰ αἵματα αὐτῶν ποὺ ὡμολόγησαν Χριστόν, κάτω ἀπὸ τὸ ῥουθούνι τοῦ Σουλτάνου. Τὰ μαρτυρολόγια τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι γεμάτα ἀπὸ Νεομάρτυρες ποὺ ξίφει ἐτελειώθησαν στὴν Κωνσταντινούπολι. Ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς Ῥωμιοσύνης. Καὶ, τὶ εὐλογία ἀλήθεια! Καὶ ἀπὸ τὰ μέρη τῶν Ἀγράφων καὶ τοῦ Καρπενησίου. Ἀρκετοί, ἐξ ὧν πρῶτος·
Νικόλαος ὁ Παντοπώλης.
Γεννήθηκε στὸ Καρπενήσι στὸ 1650 περίπου. Τὸ Καρπενήσι τότε ἦταν ἡ ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς Λιτζᾶς καὶ Ἀγράφων ὑπὸ τὸν Μητροπολίτην Λαρίσης. Οἱ γονεῖς του ἦσαν εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεοι. Παρ᾿ ὅλη τους τὴν φτώχεια ἔστειλαν τὸν νεαρὸ Νικόλαο σὲ σχολεῖο, ὅπου καὶ ἔμαθε τὰ Ἱερὰ Γράμματα. Ὁ πατέρας του, λόγω ἐνδείας, ἔφυγε νωρὶς γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ἔγινε μπακάλης. Ὅταν ὁ Νικόλαος ἔγινε 15 ἐτῶν ἦλθε ὁ πατέρας καὶ τὸν πῆρε μαζί του στὴν Πόλι. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπῆρχε μιὰ σχετικὴ ἀσφάλεια στοὺς δρόμους. Τὰ καραβάνια ἦσαν πολυάνθρωπα καὶ ὠργανωμένα, ὑπῆρχαν χάνια γιὰ διανυκτερεύσεις, ἀκολουθοῦσαν ἔνοπλοι ἄνδρες. Ὑπάρχουν πληροφορίες ὅτι τακτικά, κάθε ἕνα μήνα ἢ δύο, ξεκινοῦσε καραβάνι μὲ καμῆλες ἀπὸ τὸ Καρπενήσι γιὰ τὴν Πόλι. Τὸ ταξίδι διαρκοῦσε 31 χάνια ἢ 31 μερόνυχτα. Ἕνα μῆνα δηλαδή. Μὲ τὰ καραβάνια ἔστελναν τὰ παιδιά τους στὴν Πόλι ὅπου καὶ τὰ παρελάμβαναν συγγενεῖς ἢ πατριῶτες. Οἱ γυναῖκες καὶ τὰ μικρὰ ἔμεναν πάντα στὸ χωριό. Ἔστελναν δῶρα στοὺς ξενιτεμένους ὅ,τι δὲν μποροῦσε νὰ σαπίσῃ ἢ νὰ χαλάσῃ (νὰ στείλω μῆλο σέπεται, κυδώνι μαραγιάζει· λέει τὸ δημοτικὸ τραγούδι).
Τὰ καραβάνια ξεκινοῦσαν ἀπὸ Καρπενήσι σχεδὸν ἄδεια, τὶ νὰ στείλουν παρὰ κάποιες προβέντες καὶ κανένα γράμμα. Γυρνοῦσαν ὅμως γεμάτα πραμάτειες καὶ καλούδια (κοιμήσου καὶ παρήγγειλα στὴν Πόλι τὰ προικιά σου… λέγει τὸ νανούρισμα). Χαλκώματα, μύλους τοῦ καφέ, μπαχαρικὰ ἀπὸ τὸ Μισὶρ Τσαρσί, καὶ ὅ,τι ἄλλο καλὸ μποροῦσε νὰ βάλῃ ὁ νοῦς σου. Μαζὶ ἔρχονταν καὶ οἱ ξενιτεμένοι γιὰ νὰ δοῦν γιὰ τελευταία φορὰ γέροντες γονεῖς, προσφιλῆ πρόσωπα, γιὰ νὰ βροῦν μιὰ καλὴ νύφη, νὰ σκαρώσουν κανένα παιδὶ ἀκόμη, γιὰ νὰ ἀπορσυθοῦν γιὰ πάντα ὕστερα ἀπὸ ζωὴ τυραγνισμένη στὴν θαλπωρὴ τῆς οἰκογένειας ποὺ τόσο στερήθηκαν.
Δὲν ἐπέστρεφαν ὅλοι. Πολλοὶ δημιουργοῦσαν οἰκογένειες στὴν Πόλι καὶ ἔμεναν ἐκεῖ γιὰ πάντα. Μέγα γεγονὸς ἦταν ἡ ἄφιξι στὸ χωριὸ ἑνὸς ξενιτεμένου στὴν Πόλι. Ἡ ἄφιξίς του ἔπαιρνε διαστάσεις ἡρωϊκές. Ἡ παροιμία τὸ λέγει: Ἀπὸ τὴν Πόλιν ἔρχομαι καὶ στὴν κορφὴ κἂν ἔλα = ἔλα νὰ μὲ προϋπαντήσῃς στὴν κορυφὴ τοῦ χωριοῦ, στὸ διάσελο, (ὄχι κανέλλα, τὸ γνωστὸ μπαχαρικό). Σώζονται ἀκόμη ἀνὰ τὴν Εὐρυτανία μέσα σὲ παλιοὺς Ναοὺς Ἱερὲς Εἰκόνες, δισκοπότηρα, ἐπιτάφιοι, μανουάλια, οἰκιακὰ σκεύη χάλκινα, ἀσημικὰ περίτεχνα φερμένα ἢ σταλμένα ἀπὸ τὴν Πόλι, παραγωγὴ χριστιανῶν -ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν- μέσα στὰ φημισμένα ἐργαστήριά της. Φύγαμε λίγο ἀπὸ τὸ θέμα, ἀλλ᾿ ἐν γνώσει. Ἐπανερχόμεθα:
Φθάνει ὁ νεαρὸς Νικόλαος στὴν Πόλι, καὶ πρὶν καλὰ-καλὰ καταλάβῃ ποὺ βρίσκεται, πρὶν ἀποθαυμάσῃ τὰ μνημεῖα καὶ τὶς ἐκκλησιές της, μπαίνει στὴν δουλειά. Βοηθὸς τοῦ πατέρα του στὸ μπακάλικό του στὸ Ταχτὰ-Καλέ. Ὁ ἁπλοῦς πατέρας του θέλησε νὰ μορφώσῃ τὸν Νικόλαο στὴν τουρκικὴ γλῶσσα. Γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ συνενοῆται μὲ ὅλους τοὺς πελάτες τοῦ μπακάλικου, Ῥωμιοὺς καὶ Τούρκους. Τὸ νὰ μιλήσῃ τὰ Τούρκικα ἦταν εὔκολο, γιατὶ αὐτὴ ἡ γλῶσσα προφορικῶς μαθαίνεται εὔκολα. Τὸ δύσκολο ἦταν νὰ διαβάζῃ τὰ Τούρκικα. Καὶ τοῦτο γιατὶ τότε γράφονταν μὲ τὴν ἀραβικὴ γραφή, ἀπὸ τὰ δεξιὰ στὰ ἀριστερά, χωρὶς φωνήεντα. Χρειαζόταν πολὺς καιρὸς γιὰ νὰ μπορῇ κανεὶς νὰ διαβάζῃ ἄνετα.
Ἀπέναντι στὸ μπακάλικο εἶχε τὸ μαγαζί του ἕνας μπαρμπέρης (κουρέας). Ἦταν φίλος τοῦ πατέρα τοῦ Νικολάου. Ἦταν Ἀγαρηνὸς καὶ φαίνεται ὅτι ἤξερε νὰ διαβάζῃ (γιατὶ καὶ οἱ περισσότεροι Τοῦρκοι ἦσαν ἐντελῶς ἀναλφάβητοι). Ἀνέθεσε λοιπὸν στὸν «φίλο» νὰ μάθῃ τὸν Νικόλαο τὴν τούρκικη γλῶσσα καὶ γραφή. Τὸ σφάλμα τοῦ πατέρα ἦταν ὅτι πίστεψε πὼς ὁ Τοῦρκος μπορεῖ νὰ γίνῃ φίλος. Οἱ παληοὶ ἔλεγαν ὅτι ὁ Τοῦρκος τὴν φιλία τὴν ἔχει στὸ γόνατο, ὅ,ποτε θέλει τὴν κλωτσάει.
Τέχνη λοιπὸν τοῦ διαβόλου ἀπεδείχθη αὐτὴ ἡ σπουδὴ καὶ βιασύνη τοῦ πατρὸς τοῦ Νικολάου. Ἄρχισαν τὰ μαθήματα. Τὸ μυαλὸ τοῦ Νικολάου ἦταν ξυράφι. Εὐφυΐα, ἐξυπνάδα, μνήμη. Μαθαίνει τόσο γρήγορα, ποὺ θαυμάζει ὁ μπαρμπέρης. Θαυμάζει καὶ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ὁ θαυμασμὸς μεταβάλλεται σὲ φθόνο γιὰ τὸ πανέξυπνο ῥωμιόπουλο. Φθονεῖ καὶ μελετᾷ κενά. Πῶς νὰ τουρκέψῃ τὸν νεαρὸ Νικόλαο. Δὲν ἄργησε νὰ βρῆ τὸν τρόπο, συνεργοῦντος καὶ τοῦ διαβόλου.
Ἀκοῦστε τὶ μηχανεύεται ὁ κατάρατος. Στὰ χρόνια ἐκεῖνα (φεύγουμε γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν ἱστορία μας ἀλλὰ θὰ ἐπανέλθουμε σύντομα), στὰ χρόνια ἐκεῖνα λέγω, ἡ μεγάλη μάστιγα τῶν χριστιανῶν ἦταν τὸ παιδομάζωμα. Κάθε πέντε χρόνια ἔβγαινε ὁ Τοῦρκος παγανιά, καὶ μάζευε τὰ καλύτερα χριστιανόπουλα. Τὰ συγκέντρωνε στὴν Κωνσταντινούπολι καὶ τὰ τούρκευε. Τοὺς ἔκανε πλύσι ἐγκεφάλου καὶ ἔτσι καταντοῦσαν νὰ γίνουν οἱ φοβερότεροι χριστιανομάχοι καὶ ἐχθροὶ ὡρκισμένοι τοῦ ἴδιου τους τοῦ Γένους. Μὲ τὸν καιρὸ ἀπέκτησαν μεγάλη δύναμι. Ἀνέτρεπαν καὶ σουλτάνους ἀκόμη. Ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῶν χριστιανῶν. Ἦσαν οἱ γενίτσαροι.
Μὲ αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς θηριογνώμονες συνεννοήθηκε ὁ μπαρμπέρης καὶ ἔστησε τὴν παγίδα. Μίαν ἡμέραν κάθισε καὶ ἔγραψε σὲ ἕνα χαρτὶ τὸ σαλαβάτι, τὴν ὁμολογία δηλαδὴ τῆς πίστεώς των. Κάτι σὰν τὸ δικό μας Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἔρχεται ὁ Νικόλαος γιὰ νὰ κάμῃ τὸ συνηθισμένο μάθημα. Παρόντες καὶ ἀρκετοὶ Γενίτσαροι, μιλημένοι. Δίδει ὁ μπαρμπέρης στὸν Νικόλαο τὸ σαλαβάτι γιὰ νὰ τὸ ἀναγνώσῃ. Μὲ ἁπλότητα ἐκεῖνος τὸ διαβάζει μεγαλοφώνως. Νομίζει ὅτι εἶναι μάθημα. Οὔτε πέρασε κἂν ἀπὸ τὸ μυαλό του ὅτι πρόκειται γιὰ σκευωρία.
Μόλις τελείωσε ἡ ἀνάγνωσις, ἄρχισαν οἱ Γενίτσαροι νὰ κραυγάζουν θριαμβευτικά, σὰν μιὰ δαιμονικὴ συμφωνία καὶ νὰ λένε:
Νικόλαε, ἔγινες πιὰ Τοῦρκος. Διάβασες τὸ σαλαβάτι, ὡμολόγησες τὴν πίστι μας, ἄρα τούρκεψες.
Τότε μόλις κατάλαβεν ὁ Ἅγιος τὶ συνέβη. Ἐννόησε τὸ ἄτιμό τους τέχνασμα καὶ μὲ σταθερὴ καὶ ὑψηλὴ φωνή, ἀπήντησε:
Εἶμαι χριστιανός, καὶ δὲν εἶμαι αὐτὸ ποὺ ἐσεῖς λέτε. Ἐγὼ ὀφείλω νὰ διαβάσω ὅ,τι μάθημα μοῦ δώσει ὁ δάσκαλός μου.
Φαίνεται ὅτι ὁ Νικόλαος μποροῦσε νὰ μιλάῃ τούρκικα ἀρκετὰ καλά, γιατὶ μᾶλλον ἀπίθανον εἶναι οἱ καταγραφόμενοι διάλογοι νὰ ἔγιναν στὰ Ῥωμέϊκα.
Οἱ μιαροὶ καὶ ἀπάνθρωποι ἐκεῖνοι ἅρπαξαν ἀμέσως τὸν νέο καὶ τὸν ἔσυραν βιαίως στὸν καϊμακάμη, στὸν ἐπίτροπο δηλαδὴ τοῦ Βεζύρη. Ἄλλοι φώναζαν, ἄλλοι ψευδομαρτυροῦσαν, μεγάλη ταραχή. Μέσα στὴν ὀχλοβοὴ ἀκούονταν αὐτὲς οἱ φράσεις:
Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἐφένδη, ἔκαμε σαλαβάτι μπροστά μας. Ὡμολόγησε τὴν πίστι μας. Καὶ ἂν δὲν μᾶς πιστεύεις καὶ θέλεις νὰ μάθεις τὴν ἀλήθεια δὲς καὶ αὐτὸν τὸν τεσκερέ (τὸ ἔγγραφο δηλαδή), στὸν ὁποῖο ἔχει γραμμένο τὸ σαλαβάτι καὶ τὸ διαβάζει κάθε ὥρα καὶ στιγμή. Καὶ τώρα τοῦ λέμε ὅτι ἔγινε Τοῦρκος καὶ αὐτὸς περιγελᾷ τὴν πίστι μας.
Ὁ Καϊμακάμης τοῦ λέει:
Γιατί, Νικόλαε, ἀφοῦ ἔγραψες τὸ σαλαβάτι καὶ τὸ ἀναγινώσκεις, ὕστερα δὲν γίνεσαι Τοῦρκος;
Ὁ Νικόλαος παρ᾿ ὅλο τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του, οὐδόλως ἐδειλίασε. Μὲ σωφροσύνη καὶ θάῤῥος διηγεῖται λεπτομερῶς τὶ συνέβη.
Ὁ Καϊμακάμης ὅμως βρῆκε τὴν εὐκαιρία τῆς ζωῆς του. Νὰ κάμη ἕνα χριστιανό, τοῦρκο. Καὶ μάλιστα ἕνα νέο. Γιὰ αὐτὸ εἴτε ἀπελογήθη ὁ Νικόλαος εἴτε ὄχι, ἔμεινεν ἀδιάφορος, σὰν νὰ ἦταν κουφός. Αὐτὸς συνεχίζει τὰ δικά του: Ἐπειδὴ Νικόλαε ἀνέγνωσες τὸ σαλαβάτι, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ γίνῃς Τοῦρκος. Ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω μεγάλο ἀξίωμα, θὰ σὲ τιμήσω καὶ θὰ σὲ δοξάσω μέσα στ᾿ ἀνάκτορα.
Ἀπτόητος ὁ Ἅγιος ἀπαντᾷ:
Ἐγὼ εἶμαι χριστιανός, καὶ τὸν Χριστόν μου μόνον πιστεύω ὡς Θεὸν ἀληθινόν. Οἱ τιμὲς καὶ τὰ ἀξιώματα δὲν μοῦ χρειάζονται. Ἐγὼ τὸν Χριστό μου δὲν τὸν ἀρνοῦμαι. Διηγούμενος αὐτὴν τὴν ἱστορία, θαυμάζω ἀδελφοί, τὴν παῤῥησία, τὴν σωφροσύνη, τὴν ἀνδρεία αὐτοῦ τοῦ νεαροῦ παιδιοῦ. Ἦταν δὲν ἦταν 16 ἐτῶν. Εἶχε τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν χάρι τοῦ Κυρίου. Ἐγὼ γὰρ δώσω ὑμῖν σοφίαν καὶ δύναμιν, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι ὑμῖν. Ἀλλὰ ὅσους ἐπαίνους καὶ ἂν προσκομίσω οὐδὲν προσφέρω. Μειώνω μᾶλλον τὸν Ἅγιον. Διὸ καὶ ἐν συνοχῇ καρδίας τὸν ἀκολουθῶ στὸ μαρτύριό του.
Βλέποντας ὁ Καϊμακάμης τὸ ἀμετάθετον τῆς γνώμης τοῦ Νικολάου καὶ ὅτι δὲν κατορθώνει τίποτε, προστάζει νὰ δέσουν τὰ χέρια του πισθάγκωνα σὲ ἕνα στύλο τοῦ Σεραγιοῦ. Καλὰ δεμένος ὁ Ἅγιος δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ κινηθῇ, οὔτε νὰ ἀντιδράσῃ. Ξεσχίζουν τὰ ῥοῦχά του καὶ τοῦ κάνουν σινέτι τουτέστι περιτομή. Νόμιζεν ὁ ἄθλιος ὅτι ἔτσι, πρὸ τοῦ τετελεσμένου γεγονότος, θὰ ἐπείθετο καὶ θὰ ὡμολογοῦσε τὴν θρησκεία τους ὡς ἀληθινή. Καὶ δὲν τοὺς ἔφθασεν αὐτὴ ἡ αἰσχρὴ πράξις. Τὸν περιγελοῦσαν κι ὅλας ὅλοι οἱ παρόντες. Τοῦ ἔλεγαν:
Ἐσὺ Νικόλαε, διάβασες τὴν ὁμολογία μας, ἔκαμες σαλαβάτι καὶ ἐμεῖς σοῦ κάναμε σινέτι. Ἔγινες πλέον Τοῦρκος.
Ἀλλὰ ὁ μακάριος καὶ εὐλογημένος ἐκεῖνος νεανίας περισσῶς ἔκραζε:
Ψέματα λέτε, ἐγὼ εἶμαι χριστιανός, καὶ στὸν Χριστό μου μόνον πιστεύω.
Λυσσασμένος ὁ Καϊμακάμης ποὺ ῥεζιλεύεται ἀπὸ ἕνα ἔφηβο καὶ τίποτε δὲν ἔκαμε μὲ τὴν περιτομή, διατάζει καὶ τὸν ῥίχνουν στὴν φυλακὴ τῶν κακούργων. Ἐκεῖ παρέμεινε νηστικὸς ἐπὶ 15 ὁλόκληρες μέρες. Τέλος ἐδέησε καὶ τὸν βγάζουν ἀπὸ τὰ μπρουντρούμια. Τὸν παρουσιάζουν πάλι ἐνώπιον τοῦ Καϊμακάμη. Αὐτὸς περιμένει νὰ τοῦ φέρουν μπροστά του ἕνα ῥάκος, ἕνα νηστικὸ ἐξαθλιωμένο παιδί, ποὺ ζητάει ἔλεος, συγχώρεσι καὶ φαγητό.
Παραδόξως παρουσιάζεται ἕνας Νικόλαος φαιδρὸς καὶ χαριέστατος. Οἱ παρευρισκόμενοι ἐκραύγαζαν:
Ἢ Τοῦρκος νὰ γίνῃ ἢ νὰ θανατωθῇ.
Τὸν ῥωτάει ἐκ νέου ὁ Καϊμακάμης ἂν τυχὸν μετενόησε ὕστερα ἀπὸ τόσες στερήσεις καὶ ἀποδέχεται τὴν θρησκεία τοῦ Μωάμεθ. Ὁ γενναῖος ἐκεῖνος μὲ ἀκόμη μεγαλύτερη τόλμη, μὲ ὅλη τὴν δύναμή του φωνάζει:
Χριστιανὸς εἶμαι καὶ στὸν Χριστό μου πιστεύω. Δὲν ἀρνοῦμαι τὸν Χριστό μου ἔστω καὶ ἂν μὲ βασανίζετε μὲ μύρια βασανιστήρια.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ καὶ εἶδαν καὶ απόειδαν ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν μεταπείθεται, τὸν φυλακίζουν καὶ πάλι. Ἐκεῖ θὰ βάλει μυαλό, σκέφθηκαν. Συχνὰ-πυκνὰ τὸν δέρνουν μὲ ῥαβδισμούς, ἐπώδυνους καὶ ἀνυπόφορους
Καθ᾿ ὃν χρόνον εὑρίσκετο ὁ Ἅγιος στὴν φυλακή, ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ μπακάλικου τοῦ πατέρα του, λυπήθηκε δῆθεν τὸν νέο. Ἦταν Τοῦρκος καὶ εὔκολα μπῆκε στὴν φυλακή. Συναντᾷ τὸν Ἅγιο. Τοῦ ὑπόσχεται πὼς ἂν γινόταν Τοῦρκος, θὰ γλύτωνε τὴν ζωή του. Ἐπιπλέον θὰ τοῦ ἔδιδε ὡς σύζυγο τὴν θυγατέρα του καθὼς καὶ προίκα ὑπέρογκη. Μεγάλη παγίδα καὶ αὐτή. Δὲν πιάστηκε ὅμως ὁ Ἅγιος. Τοῦ ἀπήντησε μὲ ἤρεμη καὶ γαλήνια φωνή:
Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν πρότασί σου. Ἀλλὰ μάθε πὼς πλοῦτο μεγάλο στὴν καρδιά μου ἔχω τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ μου.
Ἔφυγεν ἄπρακτος. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς μέρες ἔρχεται νέα προσταγὴ τοῦ Καϊμακάμη. Νὰ ἀποφυλακισθῇ ὁ Ἅγιος καὶ νὰ παρουσιασθῇ στὸν Ἀνώτερο Κριτή. Παρουσιάζεται.
Βλέποντας ὁ Κριτὴς μπροστά του ἕνα νεαρό, τοῦ ὁποίου τὸ πρόσωπο ἀπήστραπτε ἀπὸ τὴν θεία Χάρι, ἄρχισε μὲ πολλὴν-σατανικὴν- ἠρεμία νὰ τὸν κολακεύῃ καὶ νὰ τοῦ ὑπόσχεται μύρια ὅσα καλά, ἂν ἐγίνετο Μωαμεθανός. Ὁ Ἅγιος καὶ πάλιν σταθερὰ ἐπαναλαμβάνει:
Χριστιανὸς εἶμαι καὶ χριστιανὸς θέλω νὰ ἀποθάνω. Γιατὶ ἀργεῖτε καὶ δὲν μὲ θανατώνετε ὅσον γίνεται γρηγορότερα;
Μετὰ τὴν σταθερὴ αὐτὴ ὁμολογία ἦλθεν ἡ διαταγὴ τοῦ Κριτοῦ. Νὰ ἀποκεφαλισθῆ. Ὁ ἔπαρχος συνοδευόμενος ἀπὸ φανατισμένον ὄχλο ὁδηγεῖ τὸν Ἅγιο στὸν Ταχτὰ-Καλέ. Μπροστὰ στὸ μαγαζὶ τοῦ πατέρα του.
Ὁ Ἅγιος ἦτο ὅλος χαρά, γιατὶ θὰ μαρτυροῦσε γιὰ τὸν Χριστό του. Δὲν δείλιασε καθόλου μπροστὰ στὸν θάνατο παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του. Βάδιζε σὰν νὰ πήγαινε σὲ γάμο καὶ τὸ πρόσωπό του ἄστραφτε σὰν τὸ πρόσωπο τοῦ πρωτομάρτυρος καὶ ἀρχιδιακόνου Στεφάνου.
Τὸ κούτσουρο στήθηκε. Ὁ τζελάτης (ὁ δήμιος δηλαδή), τὸν γονάτισε. Ὁ Μάρτυς ἀκούμπησε τὸ κεφάλι του στὸ κούτσουρο. Ἅπλωσε ὅσο μποροῦσε περισσότερο τὸν λαιμό του γιὰ νὰ διευκολύνῃ τὸν δήμιο. Τὸ βαρὺ ξίφος ὑψώθηκε, ἄστραψε στὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, καὶ ἔπεσε μὲ δύναμι στὸν τρυφερὸ τράχηλο αὐτοῦ τοῦ ἡρωϊκοῦ παιδιοῦ.
Τὸ ὡραῖο ἐκεῖνο ἐφηβικὸ κεφάλι ἀποχωρίστηκε καὶ κύλισε. Τὸ σῶμα σπαρτάρισε γιὰ λίγο καὶ ἔπεσε.
23 Σεπτεμβρίου τοῦ 1672 σ. ἔ. ἡμέρα Δευτέρα. Ἡ διαταγὴ τοῦ Κριτοῦ ἦταν αὐστηρή. Τὸ σῶμα καὶ τὸ κεφάλι θὰ παραμείνουν ἄταφα ἐπὶ μέρες, γιὰ φόβητρο τῶν χριστιανῶν.
Ἐπὶ 3 μερόνυχτα οἱ πάντες ἔβλεπαν ἕνα θεῖο φῶς νὰ κατέρχεται καὶ νὰ φωτίζῃ κατὰ τρόπο θαυμαστὸ τὸ Ἅγιο Λείψανο. Οἱ ἀγαρηνοὶ φρουροί, τρομαγμένοι καὶ ταραγμένοι ἀπὸ τὸ γεγονός, διέδιδαν οἱ ἀνόητοι ὅτι ὁ Θεὸς ῥίχνει φωτιὰ γιὰ νὰ τὸ κατακαύσῃ.
Μετὰ τὶς τρεῖς ἡμέρες οἱ χριστιανοὶ πλήρωσαν χρήματα πολλὰ στοὺς κρατοῦντες καὶ ἔτσι πῆραν τὴν ἄδεια νὰ συστείλουν τὸ τίμιον λείψανον τοῦ Ἁγίου. Μὲ μεγάλη κατάνυξι ἀλλὰ καὶ πολὺ θαῤῥος τὸ ἔβαλαν σὲ ψαροκάϊκο χριστιανικό, καὶ τὸ μετέφεραν στὸ νησὶ τῆς Χάλκης. Ἐκεῖ τὸ ἔθαψαν στὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας.
Μετὰ ἀπὸ χρόνια, ἄγνωστο πόσα, ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν τιμίων τοῦ Μάρτυρος Λειψάνων. Ἀνέδωσαν ἄῤῥητον εὐωδία. Ἡ ἀνακομιδὴ ἔγινε ἀπὸ ἁγιορεῖτες πατέρες γιὰ αὐτὸ καὶ τὰ περισσότερα τῶν Τιμίων Λειψάνων βρίσκονται σὲ δύομονὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὴν Μονὴν Ξηροποτάμου καὶ τὴν Μονὴ Γρηγορίου. Ἡ κάτω σιαγών, εὑρίσκεται στὴν Μονὴ Προυσοῦ, τεμάχιον δὲ ὀστοῦ στὴν Μονὴ Τατάρνης.
Ναὸς τοῦ Ἁγίου ὑπάρχει στὸ Καρπενήσι. Ἡ μνήμη του εἶναι γιὰ τὴν πόλι ἐπίσημος ἀργία. Τιμᾶται ἰδιαιτέρως ὑπὸ τῶν κατοίκων ὡς προστάτης τῆς πόλεως καὶ θαυματουργός.
Καὶ πολὺ δικαίως.