Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Μαξίμοβιτς Μητροπολίτου Τομπὸλσκ τῆς Σιβηρίας († 10.6.1715)

Μία μεγάλη φυσιογνωμία τῆς Ἐκκλησίας, ἕνας ἔξοχος Ἱεράρχης, μεγάλος ἀσκητής, ποιητὴς θείας ἐμπνεύσεως, διδάσκαλος, ἱεραπόστολος, φιλόπτωχος, ὁ τελευταῖος ἐπισήμως διακηρυχθεὶς Ἅγιος τῆς Αὐτοκρατορικῆς Ρωσίας, ὁ μακρυνὸς πρόγονος τοῦ νεοφανοῦς Ἁγίου Ἰωάννου Μαξίμοβιτς Ἀρχιεπισκόπου Σαγγάης καὶ Σὰν Φραντσίσκο τοῦ Θαυματουργοῦ, τοῦ ὁποίου ἦταν ὁ οὐράνιος προστάτης, τὸ πρότυπο καὶ ὁ ὁδηγός.

Η ΜΕΓΑΛΗ Μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἦταν ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν Ρωσία μία πηγὴ Ἁγιότητος γιὰ ὅλη τὴν ρωσικὴ γῆ. Ἡ Μονὴ κατεστράφη κατὰ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Τατάρων τὸν ΙΓ´ αἰῶνα· ὅμως, ἀνακαινίσθηκε ἀργότερα καὶ κατὰ τὸν ΙΖ´ αἰῶνα εἰσῆλθε καὶ πάλι σὲ μία περίοδο πνευματικῆς ἀνθήσεως, ἡ ὁποία παρήγαγε μία ὁλόκληρη σειρὰ Ἁγίων Ἱεραρχῶν. Μεταξὺ αὐτῶν, τὰ ὀνόματα τῶν περισσότερο ἐγγυτέρων καὶ σχετισθέντων μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη, ἦσαν ὁ Ἅγιος Δημήτριος τοῦ Ροστὼβ (1651-1709), ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος τοῦ Τσερνιγκὼφ (1630-1696), καὶ ὁ Μακάριος Φιλόθεος τοῦ Τομπὸλσκ († 1727)· μόλις δὲ κάπως ἀργότερα ὑπῆρξαν τέτοιοι Ἅγιοι ἄνδρες ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος τοῦ Ἰρκοὺτσκ (1680-1731), ὁ Ἅγιος Ἰωάσαφ τοῦ Μπελγκορὸντ (1705-1754) καὶ ὁ Ἅγιος Παῦλος τοῦ Τομπὸλσκ (1705-1770). Σὲ αὐτὴ τὴν χορεία τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τοῦ Τομπὸλσκ κατέχει ἐξέχουσα θέσι.

* * *

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, μέλος τῆς εὐγενοῦς οἰκογενείας τῶν Μαξίμοβιτς, ἡ ὁποία ἔχαιρε ὑψηλῆς ἐκτιμήσεως ἐκ μέρους τῶν Τσάρων τῆς Ρωσίας, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1651 στὴν πόλι τοῦ Νεζὶν στὴν κεντρικὴ Ρωσία καὶ εἶχε ἄλλα πέντε ἀδέλφια. Ἤδη ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἐπεδείκνυε ἰδιαίτερη κλίσι στὴν ἀνάγνωσι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἔργων τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ ἀγαποῦσε νὰ παρακολουθῆ τὶς Ἱερὲς Ἀκολουθίες στὸν Ναό. Αὐτὸς ὁ ἰσχυρὸς θρησκευτικὸς προσανατολισμός του κατὰ τὴν νεανική του ἡλικία ἦταν καθοριστικῆς σημασίας γιὰ ὅλη τὴν μετέπειτα ζωή του. Ὁ μελλοντικὸς Ἱεράρχης ἐσπούδασε στὸ Ἱεροσπουδαστήριο τοῦ Μητροπολίτου Πέτρου Μογίλα στὸ Κίεβο, τὸ ὁποῖο μετετράπη ἀργότερα σὲ Θεολογικὴ Ἀκαδημία. Ἐκεῖ ἔμαθε νὰ ἀγαπᾶ τὶς θεολογικὲς μελέτες, στὶς ὁποῖες ἔδωσε τὸν ἑαυτό του μὲ ὅλο τὸ νεανικό του σφρίγος καὶ ἐπεράτωσε τὸ πρόγραμμα τῶν σπουδῶν ἔξοχα.

Παρέμεινε ἐκεῖ ἐπὶ ὀκτὼ ἔτη, προκειμένου νὰ διδάξη, καὶ ἀπεδείχθη ἕνας ἐπιμελὴς καθηγητὴς καὶ ἕνα βαθειὰ θρησκεῦον πρόσωπο. Ταυτόχρονα, ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις του στὴν Μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ἐνεφυτεύθη εἰς αὐτὸν ὁ διακαὴς πόθος γιὰ τὴν Μοναχικὴ ζωή, καὶ ἔτσι ἐκάρη ἐκεῖ Μοναχός. Στὴν Λαύρα, ὁ νεαρὸς ἀσκητὴς ἀπεδείχθη ὡς ἰδιαίτερα χαρισματοῦχος στὰ γράμματα καὶ στὴν ἱερὰ τέχνη τοῦ θείου κηρύγματος.

Ὅταν τὸ 1677 οἱ Τοῦρκοι ἀπειλοῦσαν νὰ ἐπιτεθοῦν στὴν Οὐκρανία, ὁ τότε Ἱερομόναχος Ἰωάννης ἐξελέγη ἀπὸ τὴν Ἀδελφότητα, παρὰ τὸ νέον τῆς ἡλικίας του, ὡς ἀντιπρόσωπός Αὐτῆς στὸν Τσάρο Θεόδωρο Ἀλεξέγιεβιτς, γιὰ νὰ ζητήσῃ βοήθεια πρὸ τῆς ἀπειλῆς νὰ καταστραφῆ ἡ Λαύρα. Ὁ Τσάρος τότε ἔστειλε ἕνα ἰσχυρὸ στρατιωτικὸ ἄγημα καὶ ὥρισε τὴν Μονὴ Σβένσκυ, πλησίον τοῦ Μπριάνσκ, γιὰ νὰ χρησιμεύσῃ ὡς καταφύγιο τῶν Μοναχῶν τῆς Λαύρας σὲ περίπτωσι ἐπιθέσεως, ὁ δὲ Ἱερομόναχος Ἰωάννης διωρίσθηκε ὡς Ἡγούμενος αὐτῆς.

Ἔτσι, ὁ ταπεινὸς ἀσκητὴς ἐξῆλθε ἀπὸ τὰ ἅγια Σπήλαια τοῦ Κιέβου καὶ ἐτοποθετήθη ὑψηλὰ ἐπὶ τῆς λυχνίας τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ λάμψῃ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων.

* * *

Τὴν ἑπομένη εἰκοσαετία, ὁ πάτερ Ἰωάννης ἐτοποθετήθη στὴν Ἡγουμενεία διαφόρων Μονῶν τῆς νοτίου Ρωσίας καὶ ἐνέπνεε τοὺς Μοναχοὺς μὲ τὸ προσωπικό του παράδειγμα καὶ τὴν μεγάλη του ἀσκητικότητα.

Ἡ ἁγία ζωὴ καὶ τὰ μεγάλα χαρίσματα τοῦ Ἡγουμένου Ἰωάννου περιῆλθαν σύντομα στὴν προσοχὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου Ἀρχιεπισκόπου τοῦ Τσερνιγκώφ. Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ἦταν ὑπόδειγμα Ἱεράρχου καὶ Ὀρθοδόξου φωτιστοῦ, πλήρης διακαοῦς ἀγάπης καὶ ἀφοσιώσεως στὸ ποίμνιό του. Μετὰ τὴν κοίμησί του ἐξεδήλωσε τὴν μεγαλωσύνη του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ πλήθους τῶν θαυματουργιῶν του μέσῳ τῶν ἀδιαφθόρων Λειψάνων του. Αὐτὸς λοιπὸν ἐκάλεσε τὸν Ἅγιο Ἰωάννη, μὲ τὴν σκέψι νὰ τὸν ἀφήσῃ ὡς διάδοχό του στὸ Τσερνιγκώφ. Τὸ ἔτος 1695 τὸν ἀνύψωσε σὲ Ἀρχιμανδρίτη τῆς Μονῆς Ἐλέτσκυ, τῆς ὁποίας κάποτε ὁ ἴδιος εἶχε διατελέσει Ἡγούμενος.

Τὸ ἑπόμενο ἔτος, 1696, ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ἐκοιμήθη, ὅμως ἡ ἐγγύτητά του στὸν ἐκλεγμένο του διάδοχο δὲν σταμάτησε μὲ τὴν κοίμησί του· διότι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἦταν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τὴν πρώτη θαυματουργικὴ θεραπεία ἀπὸ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου. Στὸν Ἅγιο Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος ἦταν σοβαρὰ ἄρρωστος μὲ γρίππη καὶ σχεδὸν πλησίον τοῦ θανάτου, ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ἐμφανίσθηκε καὶ τοῦ εἶπε:

«Μὴ θλίβεσαι, ἀδελφέ· ὁ Κύριος εἰσάκουσε τὶς προσευχές σου καὶ θὰ γίνης καλά. Σήκω ἀπὸ τὸ κρεβάτι σου καὶ ἑτοιμάσου νὰ τελέσης τὴν Θεία Λειτουργία· αὐτὸ θὰ εἶναι ἕνα σημεῖο σὲ σένα»!...

Ὁ Ἅγιος σηκώθηκε πράγματι μετὰ τὸ ὅραμα καὶ εἰδοποίησε τὸν βοηθό του ὅτι θὰ λειτουργοῦσε τὴν ἑπομένη ἡμέρα. Ὅμως, ἐξ αἰτίας τῆς καταστάσεώς του, αὐτὸ θεωρήθηκε ὡς παραλήρημα. Ἐν τούτοις, τὴν ἑπομένη ἡμέρα ὁ Ἅγιος, ἤδη ὑγιής, ἐτέλεσε τὴν Θεία Λειτουργία. Μετὰ τὴν θεραπεία του αὐτή, ἡ Ἅγιος Ἰωάννης ὥρισε νὰ ἀνοιχθῆ τὸ σπήλαιο, ὅπου εἶχε ταφῆ ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος, καὶ κρέμασε ἐκεῖ ἕνα μεγάλο πορτραῖτο τοῦ θεραπευτοῦ του, ἐνῶ ὁ ἴδιος συνέθεσε μερικοὺς στίχους, τοὺς ὁποίους ἐπέγραψε εἰς αὐτό.

* * *

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὡς ὁ ἀναμενόμενος διάδοχος τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου, ἐξελέγη ὁμόθυμα Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Τσερνιγκὼφ ἀπὸ τὸν τοπικὸ Κλῆρο καὶ τοὺς ἐπισήμους, καὶ ἐστάλη στὴν Μόσχα μὲ τὸ αἴτημα στὸν Τσάρο καὶ τὸν Πατριάρχη νὰ χειροτονηθῆ γιὰ τὸ Τσερνιγκώφ. Ἡ εἰς ἐπίσκοπον χειροτονία του ἐτελέσθη τὴν 10η Ἰανουαρίου τοῦ 1697.

Τὸ Τσερνιγκὼφ ἦταν μία ἀνθοῦσα πόλις πλησίον τοῦ Κιέβου. Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος εἶχε συμβάλλει μεγάλως στὸν Ὀρθόδοξο φωτισμὸ καὶ καταρτισμὸ τῆς Ἐπαρχίας του, καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὁ ἄξιος διάδοχός του, ἀνέλαβε αὐτὸ τὸ καθῆκον, τὸ ὁποῖο ὁ μεγάλος Ἅγιος τοῦ εἶχε κληροδοτήσει. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κατενόησε καλῶς, ὅτι γιὰ νὰ ὑπάρξουν καρποφόρα ἀποτελέσματα στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἐπαρκοῦσαν μόνον οἱ προσωπικές του προσπάθειες. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἐργάσθηκε γιὰ τὴν μόρφωσι τοῦ Κλήρου του. Πρὸς τοῦτο, ἵδρυσε ἕνα ἐπαρχιακὸ Ἱεροσπουδαστήριο, ὅμοιο μὲ τὴν Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου, τὸ ὁποῖο ἐπρόκειτο νὰ ἀποβῆ, σύμφωνα μὲ τὸν σκοπὸ τοῦ Ἁγίου, ἕνα διδασκαλεῖο φωτιστικῆς εὐσεβείας. Τὸ ὑψηλὸ ἐπίπεδο τῆς θεολογικῆς μορφώσεως ποὺ παρεῖχε καὶ τῆς διδασκαλίας του τῶν κανόνων τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς, ἔκαναν τὸ Ἱεροσπουδαστήριο αὐτὸ εὐρέως γνωστό. Ἀπετέλεσε δὲ τὸ πρότυπο γιὰ τὰ Σεμινάρια ποὺ ἄρχισαν νὰ ἱδρύωνται καὶ σὲ ἄλλες Ἐπαρχίες.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἀγωνιζόταν πάντοτε νὰ ζῆ τὴν ζωὴ τοῦ ποιμνίου του. Ἐδίδασκε τὶς ἀλήθειες τῆς Χριστιανικῆς πίστεως καὶ ζωῆς σὲ μία μορφὴ προσιτὴ καὶ στοὺς ἁπλουστέρους τῶν ἀκροατῶν του, καὶ παρέπεμπε στὶς χαριτόβρυτες δυνάμεις τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες βοηθοῦν στὴν σταθερὴ βίωσι τῆς ὁδοῦ τῆς σωτηρίας.

Οἱ ὑψηλὲς ἀρετές, μὲ τὶς ὁποῖες καταυγαζόταν ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, κατοπτρίζονται ἐπίσης στὶς πολλές του συγγραφές, ἕνας κατάλογος τῶν ὁποίων περιλαμβάνει τὰ ἑξῆς ἔργα:

1. Καθρέπτης Ἠθικῆς Διδασκαλίας, 1703 καὶ 1707.
2. Ἀλφαβητάριο τῶν Ἁγίων (σὲ στίχους), 1705.
3. Ὤ Μητρόθεε Παρθένε (σὲ στίχους), 1707.
4. Ἑρμηνεία στὸν Πεντηκοστὸ Ψαλμό, 1708.
5. Μελέτη στὸ «Πάτερ ἡμῶν» (σὲ στίχους), 1709.
6. Οἱ Ὀκτὼ Μακαρισμοὶ τοῦ Εὐαγγελίου (σὲ στίχους), 1709.
7. Ἡ Βασιλικὴ Ὁδὸς τοῦ Σταυροῦ, 1709.
8. Θρησκευτικὲς Ἀνταύγιες, 1710-11.
9. Ἡλιοτρόπιον, 1714.
(Ὅλα ἐκδοθέντα στὸ Τσερνιγκώφ).

* * *

Τὸ σπουδαιότερο ἔργο του, τὸ Ἡλιοτρόπιον, ἄρχισε νὰ συγγράφεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη ὅταν ἦταν ἀκόμη καθηγητὴς στὴν Ἀκαδημία τοῦ Πέτρου Μογίλα στὸ Κίεβο. Ἐκδόθηκε στὰ λατινικά, μόνον δὲ ἀργότερα, στὸ Τομπόλσκ, ὅταν ὡλοκλήρωσε αὐτὸ στὴν τελική του μορφή, τὸ ἐξέδωσε στὰ σλαβονικά. Ὁ τίτλος εἶναι ἡ ἑλληνικὴ λέξις γιὰ τὸν ἡλίανθο. Ἡ εἰκόνα τοῦ ἡλίανθου, ἀγαπητὴ στὸν Ἅγιο ἀπὸ τὴν νεότητά του, ἦταν γι᾿ αὐτὸν μία ἀναλογία, ἡ ὁποία βοηθεῖ στὴν ἐξήγησι τῆς συμφωνίας τοῦ ἀνθρωπίνου θελήματος μὲ τὸ θεῖον θέλημα. Ὁ ἡλίανθος ἔχει ὡς ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ τὴν καθημερινὴ περιστροφή του, γιὰ νὰ ἀκολουθήση τὴν κίνησι τοῦ ἡλίου. Ἡλίανθοι ὑπάρχουν παντοῦ στὴν γῆ τῆς νοτίου Ρωσίας καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ ἑλκυσθῆ ἀπὸ τὸν φυσικὸ συμβολισμὸ ποὺ αὐτοὶ παρέχουν. Τὸ βιβλίο λοιπὸν Ἡλιοτρόπιον, ἀσχολεῖται μὲ τὸ θεῖον καὶ τὸ ἀνθρώπινο θέλημα. Ἀκολουθοῦν κάποια χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ αὐτό:

«Ὁ μόνος ἀληθινὸς τρόπος γιὰ τὴν ἀπόκτησι τῆς εὐτυχίας μας στὴν ζωὴ αὐτὴ καὶ στὴν μέλλουσα, εἶναι ἡ συνεχὴς στροφὴ τῆς προσοχῆς μας ἐντὸς τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἐντὸς τῆς συνειδήσεώς μας, τῶν σκέψεών μας, τῶν λόγων καὶ πράξεων, ὥστε νὰ ἀνυψωθοῦμε στὴν ἀπάθεια· τοῦτο θὰ μᾶς ἀποκαλύψη τὰ λάθη μας στὴν ζωὴ καὶ θὰ μᾶς δείξη τὴν μόνη ἀληθινὴ ὁδὸ τῆς σωτηρίας. Αὐτὴ ἡ ὁδὸς εἶναι ἡ πλήρης παράδοσις ὁλοκλήρου τῆς ὑπάρξεώς μας, ὁλοκλήρου τοῦ ἑαυτοῦ μας σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς μας, στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὡς σύμβολο αὐτῆς τῆς στροφῆς μας στὸν Θεό, μποροῦμε νὰ πάρουμε τὴν ἀνάπτυξι τοῦ ἡλίανθου· ἄς εἶναι αὐτὸ ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μας.

»Χριστιανέ! Παρατήρησε μιὰ γιὰ πάντα πῶς ὁ ἡλίανθος ἀκόμη καὶ τὶς κατηφεῖς ἡμέρες ἀκολουθεῖ τὴν καθωρισμένη του πορεία, ἀναζητώντας τὸν ἥλιο μὲ τὴν ἀπαράλλακτη ἀγάπη καὶ φυσική του ἕλξι γι᾿ αὐτόν. Ὁ ἥλιος μας, ποὺ φωτίζει τὸν δρόμο μας στὸν κόσμο τοῦτο, εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ· δὲν φωτίζει πάντοτε τὸν δρόμο μας στὴν ζωὴ δίχως σύννεφα· συχνὰ οἱ φωτεινὲς ἡμέρες ἀκολουθοῦνται ἀπὸ κατηφεῖς· ἐμφανίζονται βροχές, ἄνεμοι, καταιγίδες... Ὅμως, ἡ ἀγάπη μας γιὰ τὸν Ἥλιο μας, γιὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἄς εἶναι τόσο ἰσχυρή, ὥστε νὰ συνεχίζουμε, ἀναπόσπαστοι ἀπὸ αὐτό, ἀκόμη καὶ στὶς ἡμέρες τῆς δυστυχίας καὶ τῆς θλίψεως, ὅπως τὸν ἡλίανθο στὶς κατηφεῖς ἡμέρες, νὰ πλέουμε ἀπλανῶς στὴν θάλασσα τῆς ζωῆς, ἀκολουθοῦντες τὶς ἐνδείξεις τοῦ “βαρομέτρου” καὶ τῆς “πυξίδος” τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο μᾶς ὁδηγεῖ μέσα στὸν ἀσφαλῆ λιμένα τῆς αἰωνιότητος».

Στοὺς λόγους τοῦ ἀσκητοῦ αὐτοῦ τῆς πίστεως τοποθετεῖται ἐνώπιόν μας ὁ πνευματικὰ μεταμορφωμένος ἄνθρωπος, γεμᾶτος μὲ τὴν ἀποφασιστικότητα νὰ δεχθῆ σὲ ὅλα τὰ πράγματα τὸ ἀγαθὸ καὶ τέλειο θέλημα τοῦ Οὐρανίου Πατρός. Λέγει ὁ Ἅγιος:

«Θὰ φανῇ σὲ μᾶς, ὅτι εἴμεθα ὑστερημένοι τῶν πάντων· ἔστω κι ἂν ἔχουμε μεγάλη ἀφθονία σὲ ὅλα, θὰ εἴμεθα πάντοτε φοβισμένοι, ἀπογοητευμένοι, ἐκνευρισμένοι, ἀπελπισμένοι, γεμᾶτοι πάντοτε ἀπὸ φροντίδες καὶ ποικίλες ἀνησυχίες, θλῖψι καὶ μάταιο στεναγμό, μέχρι ποὺ εἰλικρινὰ ἐπιστρέψουμε στὸν Θεὸ καὶ παραθέσουμε ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους πλήρως στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸν ἡλίανθο ποὺ στρέφεται πρὸς τὸν ἥλιο. Ἄς ἀρχίσουμε νὰ ἐξετάζουμε ἐπιμελῶς τὰ ὁρατὰ σημάδια τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ στὰ γεγονότα καὶ ἄς συμμορφώνουμε τὸ θέλημά μας πρὸς αὐτά. Ἄς εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὁ καθοδηγητικός μας ἀστέρας στὴν ζωή, καὶ ἄς ἐγγράφουμε καὶ διατηροῦμε ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς πάντοτε στὴν καρδιά μας αὐτὸ τὸ πρᾶγμα: “Εἴη τὸ Ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον!”».

* * *

Τὸ ἔτος 1700 ὁ Τσάρος Πέτρος ἔδωσε ἐντολὴ στὸν Μητροπολίτη τοῦ Κιέβου νὰ ἐπιλέξη ἕναν κατάλληλο ὑποψήφιο γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου στοὺς εἰδωλολάτρες τῶν τεραστίων ἐκτάσεων τῆς Σιβηρίας. Δύο ἀπὸ τοὺς ἐγγυτέρους συμμαθητὰς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου ἐξελέγησαν γιὰ τὸ καθῆκον αὐτὸ καὶ διωρίσθηκαν στὴν ταχέως ἀναπτυσσομένη Σιβηριανὴ Ἐπαρχία τοῦ Τομπόλσκ. Ἡ πρώτη ἐκλογὴ ἦταν τοῦ Ἁγίου Δημητρίου (Τουπτοῦλο), ὁ ὁποῖος ὅμως, ἐξ αἰτίας τῆς ἐπισφαλοῦς ὑγείας του, δὲν ἐστάλη ποτὲ στὸ Τομπόλσκ, ἀλλὰ στὸ Ροστώβ· στὴν θέσι του, ὁ Μακάριος Φιλόθεος (Λεσίνσκυ) ἔγινε Μητροπολίτης καὶ ἐστάλη στὸ Τομπόλσκ καὶ ὁ ζῆλος του, ἡ ἀσκητική του ζωὴ καὶ ἡ ἀγάπη του γιὰ τοὺς ἐντοπίους συνέβαλαν στὸ νὰ ἀναγνωρισθῇ ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους Ἱεραποστόλους τῆς Ρωσίας.

Τὸ 1709 ὁ Μητροπολίτης Φιλόθεος ἀρρώστησε, σκεπτόμενος δὲ ὅτι τὸ τέλος του ἐγγύζει, ἔλαβε τὸ Μέγα Σχῆμα καὶ ἀποσύρθηκε στὴν ἐπιτέλεσι ἀσκητικῶν ἔργων. Ὁ φίλος του Ἅγιος Ἰωάννης ἐκλήθη γιὰ νὰ τὸν διαδεχθῆ στὴν καθέδρα τοῦ Τομπόλσκ.

Στὸ Τσερνιγκὼφ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης εἶχε στὸ μεταξὺ κερδίσει τὸν ἀναντίρρητο σεβασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ ποιμνίου του, μὲ τὸ νὰ εἶναι γνωστὸς ὡς μεγάλος ἄνθρωπος προσευχῆς καὶ ὡς μία ἐξέχουσα φυσιογνωμία τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν ἐπίσης ἐστολισμένος μὲ ὑπερφυσικὰ χαρίσματα, ὅπως γιὰ παράδειγμα μὲ τὴν ἱκανότητα νὰ βλέπη τὸ μέλλον· εἶχε προείπει τὴν νίκη τοῦ Τσάρου Πέτρου ἐπὶ τῶν Σουηδῶν καὶ στὰ Χρονικὰ τοῦ Τομπὸλσκ ἀνεγράφη ὅτι προεῖδε τὴν εἰσβολὴ τοῦ Ναπολέοντος ἕναν αἰῶνα ἐνωρίτερα!

* * *

Στὰ μέσα τοῦ ἔτους 1711, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἔφυγε ἀπὸ τὸ Τσερνιγκὼφ μὲ τὸν πολιτισμό του, γιὰ νὰ φέρη τὸ φῶς τοῦ Χριστιανισμοῦ στὸ ψυχρὸ καὶ πρωτόγονο Σιβηριανὸ μέτωπο. Γιὰ προστασία του, πῆρε μαζί του ἕνα ἀντίγραφο τῆς θαυματουργοῦ Θεομητορικῆς Εἰκόνος τοῦ Τσερνιγκὼφ τῆς ἐπιλεγομένης τοῦ Ἰλίν, ἡ ὁποία ὀλίγες μόλις δεκαετίες πρὶν εἶχε ἐκδηλώσει τὸ σπάνια θαῦμα τῆς ροῆς τῶν δακρύων καὶ εἶχε ἐπιτελέσει ἔκτοτε ἀναρίθμητες θαυματουργικὲς ἰάσεις.

Ἔφθασε στὰ μέσα τοῦ Αὐγούστου τοῦ ἰδίου ἔτους, μὲ μία μεγάλη συνοδεία: ψάλτες, μορφωμένους κληρικούς, ἐπισκοπικὰ ἄμφια, λειτουργικὰ βιβλία, μαζὶ μὲ ἀρκετὰ μεγάλα κιβώτια. Ἀμέσως ἐκέρδισε τὸν σεβασμὸ καὶ τὸν θαυμασμὸ ὅλων καὶ μπόρεσε, χωρὶς δυσκολίες, νὰ ἀσχοληθῇ μὲ ἱεραποστολικὲς δραστηριότητες.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, φίλος πάντοτε τῆς μορφώσεως, ἐπέδειξε ἀγαπητικὴ φροντίδα γιὰ τὴν Σλαβο-Λατινικὴ Σχολή, τὴν ὁποίαν εἶχε ἱδρύσει ὁ προκάτοχός του. Προσέθεσε μαθήματα ἁγιογραφίας. Ἀνέλαβε τὸ τοπικὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο, προτρέποντας τὸν Μεγαλόσχημο Μητροπολίτη Φιλόθεο νὰ κηρύξη τὸν Χριστὸ σὲ ἀπομακρυσμένες ἄγριες φυλές. Ἐπίσης, ἀπέστειλε μία καλὰ ἐφοδιασμένη ἀποστολὴ στὸ Πεκῖνο τῆς Κίνας.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἀγαποῦσε νὰ εὐεργετῆ ἐν κρυπτῷ· ἔστελνε χρήματα καὶ διάφορα ἄλλα πράγματα μέσῳ ἐμπίστων προσώπων σὲ οἰκίες πτωχῶν καὶ εἰδικὰ χηρῶν. Πήγαινε σὲ κάποιο παράθυρο, κτυποῦσε καὶ ἔλεγε: «Δεχθῆτε αὐτὸ στὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», καὶ ἀμέσως ἔφευγε. Ἐλυπεῖτο εἰδικὰ τοὺς πτωχοὺς Κληρικούς. Πήγαινε μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ ὅπου ὑπῆρχε πόνος καὶ ἀνάγκη. Ἀγαποῦσε νὰ μεταβαίνη στὶς φυλακές· παρηγοροῦσε, ἐδίδασκε καὶ ἐπίσης γέμιζε τοὺς φυλακισμένους μὲ δῶρα. Ποτὲ δὲν πήγαινε ἁπλῶς μία ἐπίσκεψι κάπου, καὶ ποτὲ δὲν εἰσερχόταν σὲ οἰκίες πλουσίων.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, παρὰ τὴν ἐνασχόλησί του μὲ τὶς πολλὲς ποιμαντικὲς φροντίδες, ζοῦσε ἐπίσης μία ζωὴ αὐστηροτάτης ἀσκήσεως. Στὴν προσωπική του ζωὴ ἦταν εἰρηνικός, ταπεινός, συμπαθὴς καὶ πολὺ αὐστηρὸς μὲ τὸν ἑαυτό του. Μὲ τὸ νὰ εἶναι ἰδιαίτερα φίλεργος, ποτὲ δὲν ἔμενε ἀργός: πάντοτε διάβαζε ἤ ἔγραφε, δίδασκε ἤ σκεπτόταν. Καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα προσευχόταν· κλεινόταν στὸ κελλί του, καὶ προσευχόταν γιὰ ὧρες στὰ γόνατά του...

* * *

Γιὰ τὶς εὐάρεστες στὸν Θεὸ πράξεις του, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἀξιώθηκε τοῦ χαρίσματος τῆς κοιμήσεως τῶν δικαίων, τὸ ὁποῖο ἀπεκάλυψε τὴν ἁγιότητα τῆς ἐπιγείου ζωῆς του. Προβλέπων τὸν ἐπικείμενο θάνατό του, προετοιμάσθηκε γι᾿ αὐτόν: τὸ προηγούμενο ἀπόγευμα πῆγε γιὰ Ἐξομολόγησι, καὶ τὴν ἑπομένη ἡμέρα, 10η Ἰουνίου τοῦ 1715, ἐτέλεσε ἑόρτια τὴν Θεία Λειτουργία. Κατόπιν, ὅπως συνήθιζε κατὰ τὶς μεγάλες ἑόρτιες ἡμέρες, παρέθεσε δεῖπνο στὸν χῶρο διαμονῆς του γιὰ τοὺς Κληρικοὺς τῆς πόλεως καὶ γιὰ τοὺς πτωχούς. Ὁ ἴδιος ὑπηρετοῦσε τοὺς τελαυταίους, δηλαδὴ τοὺς πτωχούς, ὑπακούων ἔτσι κατὰ γράμμα στὴν προτροπὴ τοῦ Εὐαγγελίου: «Ὅταν ποιῇς δοχήν, κάλει πτωχούς, ἀναπήρους, χωλούς, τυφλούς, καὶ μακάριος ἔσῃ, ὅτι οὐκ ἔχουσιν ἀνταποδοῦναί σοι· ἀνταποδοθήσεται γάρ σοι ἐν τῇ ἀναστάσει τῶν δικαίων» (Λουκ. ιδ´ 1).

Μετὰ τὸ δεῖπνο, ὁ Ἅγιος ἀποχαιρέτησε συγκινητικὰ τοὺς Κληρικούς του, καὶ ἐν συνεχείᾳ ἐκράτησε γιὰ λίγο δύο ἀπὸ τοὺς πλέον ἀγαπητούς του Ἱερεῖς. Τί εἶπε σὲ αὐτούς, δὲν ἔγινε ποτὲ γνωστό. Ἀφοῦ τοὺς ἀπέλυσε, ἐκλείσθη στὰ ἐσωτερικά του δώματα.

Πρὶν ἀπὸ τὸν Ἑσπερινό, ὅταν ἐζητήθη, ὅπως ἐσυνηθίζετο, ἡ εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου γιὰ νὰ σημάνουν οἱ καμπάνες, οἱ ὑπηρέτες του πῆγαν πολλὲς φορὲς στὸ δωμάτιό του, κτύπησαν καὶ τὸν ἐκάλεσαν· ὅμως, ἡ πόρτα δὲν ἄνοιγε καὶ δὲν ἄκουγαν ἀπόκρισι. Οἱ κάτοικοι τοῦ Τομπόλσκ, οἱ ὁποῖοι ἐσέβοντο βαθέως καὶ ἀγαποῦσαν τὸν Μητροπολίτη, δὲν ἄκουσαν τὶς καμπάνες νὰ σημαίνουν γιὰ τὸν Ἑσπερινὸ τὴν καθωρισμένη ὧρα· καὶ ἔχοντες περιέλθει σὲ κατάστασι ἀπορίας ἀπὸ τὶς διαδόσεις ποὺ ἔκαναν γρήγορα τὸν γύρω τῆς πόλεως γιὰ τὸν ἐντελῶς ἐξαιρετικὸ ἀποχαιρετισμὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου στοὺς Κληρικούς του, συγκεντρώθηκαν σὲ μεγάλα πλήθη στὸν χῶρο πρὸ τῆς ἐπισκοπικῆς κατοικίας. Τελικά, ὁ Σιβηριανὸς κυβερνήτης, Πρίγκηπας Γκαγκάριν, ἔφθασε καὶ μετὰ καὶ ἀπὸ νέες μάταιες ἀπόπειρες κλήσεως τοῦ Μητροπολίτου, ἔλαβε τὴν εὐθύνη καὶ διέταξε νὰ θραυσθῇ ἡ πόρτα. Καὶ ὅλοι κοίταξαν μέσα: Ὁ Μητροπολίτης Ἰωάννης, σὲ στάσι προσευχῆς, ἦταν γονατισμένος πρὸ τῆς ἁγίας Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου τοῦ Τσερνιγκὼφ - ἤδη ἀπὸ πολλοῦ νεκρός.

Ὁ θάνατός του ἀπεκαλύφθη ὑπερφυσικὰ στὸν ἀγαπητό του ἐν Χριστῷ ἀδελφό. Τὴν ἴδια ἡμέρα, ὁ Μακάριος Φιλόθεος, ἐνῶ εὑρίσκετο μίλια μακρυὰ στὶς ἄγριες περιοχὲς τοῦ ποταμοῦ Κόντα, εἶπε σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν περιέβαλαν: «Ὁ ἀδελφός μας Ἰωάννης ἐκοιμήθη. Ἄς φύγουμε ἀπὸ ἐδῶ»· καὶ ἀμέσως ἐπέστρεψε στὸ Τομπόλσκ...

* * *

Ὁ Ἅγιος ἐτάφη στὸν Καθεδρικὸ Ναό, μὲ μεγάλο θρῆνο τοῦ ποιμνίου του. Ὅμως, ἀμέσως μία σειρὰ ὁραμάτων καὶ θαυμαστῶν ἐπεμβάσεων ἀκολούθησε, ὥστε νὰ μὴ ὑπάρχη καὶ ἡ παραμικρὰ ἀμφιβολία περὶ τῆς ἁγιότητός του· καὶ τὸ Τομπὸλσκ περίμενε ὑπομονετικὰ γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἐπισήμου Διακηρύξεώς του.

Καὶ αὐτὴ ἡ ἀναμονὴ διήρκεσε 200 ἔτη (!), ἀκόμη δὲ καὶ τότε σχεδὸν θὰ ἀνεβάλετο ἐξ αἰτίας τοῦ Α´ Παγκοσμίου Πολέμου. Χρειάσθηκε ἡ ἐπίμονη παρέμβασι τοῦ τοπικοῦ Ἐπισκόπου Βαρνάβα, τοῦ μελλοντικοῦ Πατριάρχου Ἁγίου Τύχωνος καὶ τοῦ Βασιλομάρτυρος Τσάρου Ἁγίου Νικολάου τοῦ Β´, ὥστε νὰ πραγματοποιηθῆ ἡ ἀπὸ μακροῦ ἀναμενομένη Διακήρυξις, ἡ ὁποία τελικῶς ἔλαβε χώρα τὴν 10η Ἰουνίου τοῦ 1916, παρουσίᾳ ὅλων τῶν Σιβηριανῶν Ἱεραρχῶν καὶ δεκάδων χιλιάδων Ὀρθοδόξων πιστῶν ἀπὸ ὅλη τὴν Ἁγία Ρωσία. Ἦταν ἡ τελευταία Διακήρυξις Ἁγίου προτοῦ νὰ ξεσπάση ἡ σατανικὴ Ἐπαναστατικὴ λαίλαπα.

Τὰ ἀδιάφθορα Λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου φυλάσσονται μέχρι σήμερα στὴν πόλι τοῦ Τομπόλσκ.

Ταῖς τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου Ἰωάννου ἁγίαις πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς!

(*) Μετάφρασις ἀπὸ τὰ ἀγγλικά. Περιοδ. «The Orthodox Word», Vol. 2, No 5(11), November-December 1966, pp. 158-165.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ´.

Εὐσεβείας ὁδηγέ, ὀρφανῶν χορηγέ, θλιβομένων ἀντιλήπτωρ, ἀσθενούντων ἰατρὲ ἄμισθε· τῶν ψυχῶν τῶν πασχόντων ταχὺς βοηθός, θερμὸς ἱκέτης ὑπὲρ πάντων πρὸς Κύριον· πάτερ ἱεράρχα Ἰωάννη, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

(μετάφρασις ἐκ τῆς σλαβονικῆς)

* * *

Ἀπὸ τὶς θεόπνευστες διδασκαλίες τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, Μητροπολίτου Τομπὸλσκ

Ὁ εὐγνώμων καὶ ὁ ἀγνώμων ἄνθρωπος ἔναντι τοῦ Θεοῦ

*

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ, στὴν διάρκεια τῆς λύπης, διακρίνει τὸν καλὸ ἀπὸ τὸν κακὸ καὶ δείχνει καθαρὰ τί εἶναι ὁ κάθε ἕνας.

Οἱ καμπάνες, πρὶν νὰ ὑψωθοῦν στὴν θέσι τους ὑψηλά, δοκιμάζονται μὲ σφυροκοπήματα καὶ ὅταν δίδουν ἕναν δυσάρεστο ἦχο, τότε ἀπορρίπτονται. Τέτοιο εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ: δὲν ὑψώνει τοὺς ἐκλεκτούς του στὰ ὕψη, προτοῦ νὰ τοὺς δοκιμάση μὲ συνεχεῖς σταυροὺς καὶ λύπη, γιὰ νὰ ἰδῆ τὴν ἀντοχή τους καὶ τὶ εἴδους καὶ πόσο εὐχάριστο ἦχο ἐκπέμπουν.

Κάποτε, ὁ Θεὸς δοκίμασε τὴν μεγάλη του «καμπάνα», τὸν Ἰώβ. Ἡ χεῖρα τοῦ Θεοῦ τὸν ἄγγισε. Θέλετε νὰ μάθετε τί ἐργαλεῖο χρησιμοποίησε; Τὴν σφῦρα τοῦ κόσμου, δηλαδὴ τὸν διάβολο. Ὅμως, τί ἦχο αὐτὴ ἡ «καμπάνα» ἐξέπεμψε; «Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο· εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον!» (Ἰὼβ α´ 2).

Τί εὐχάριστος ἦχος! Ὅμως, ὁ Ἰὼβ ἐπρόκειτο νὰ κτυπηθῇ καὶ ἄλλο. Ἐτέθη κάτω ἀπὸ τὴν δύναμι τοῦ διαβόλου καὶ ὅλο του τὸ σῶμα ἐπλήγη· ἀπὸ κεφαλῆς ἕως ποδῶν ἐκαλύφθη ἀπὸ πληγὲς καὶ σκώληκες καὶ ἐκάθητο στὴν κόπρο...

Ἀκούσατε τί κτυπήματα δέχθηκε; Ἀλλὰ ἀκοῦστε καὶ τὶ φωνὴ ἀνέπεμψε: «Εἰ τὰ ἀγαθὰ ἐδεξάμεθα ἐκ χειρὸς Κυρίου, τὰ κακὰ οὐχ ὑποίσωμεν;» (Ἰὼβ β´ 1)

Ὤ, τὶ δυνατὴ φωνή! Ὤ, τὶ γλυκὺς ἦχος! Ποιός κοιμώμενος δὲν θὰ ξυπνήση ἀπὸ αὐτήν; (Ἱ. Αὐγουστίνου, Εἰς τὸν Ψαλμὸν 97)

ὐλογημένη εἶναι αὐτὴ ἡ «καμπάνα», ἡ ὁποία ἐξέπεμψε ἕναν τέτοιο εὐλογημένο ἦχο! Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔνδειξις τοῦ καλοῦ ἀνθρώπου, τοῦ εὐγνώμονος ἀνθρώπου στὸν Θεό. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ σημεῖο τοῦ ἀγνώμονος (ἀχαρίστου) ἀνθρώπου: ἂν τοῦ ἔλθη κάποια δυστυχία, παραπονεῖται, θρηνεῖ, ἀντιτίθεται, θλίβεται ὑπερβολικά, ἐπαινεῖ τὶς πράξεις του καὶ ἀποδεικνύει τὴν ἀθωότητά του (Ἱ. Ἀντιόχου τοῦ Πανδέκτου, Λόγος ριζ´, εὐχαριστίας)

Τί περισσότερο θὰ μποροῦσε νὰ λεχθῆ; Ὁ καλὸς καὶ ὁ κακὸς εἶναι ὅμοιοι μὲ δύο γεμᾶτα δοχεῖα, τὸ ἕνα πλῆρες πολυτίμων ἀρωμάτων, καὶ τὸ ἄλλο πλῆρες δυσώδους ὑλικοῦ (Ἱ. Αὐγουστίνου, Ἐπιστολὴ 111/Πρὸς Θεόδωρον)

Ἔτσι, ὁ καλὸς καὶ ὁ κακὸς δοκιμάζονται συνεχῶς μὲ δυσάρεστα, χωρὶς διάκρισι· ἐν τούτοις, ἀπὸ τὴν ἴδια αὐτὴ δοκιμασία χωρίζονται ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον ἀπὸ τὴν Πάνσοφη Πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Οἱ καλοί, ὅταν τοὺς εὕρῃ ὁποιαδήποτε δοκιμασία, προσφέρουν εὐχαριστίες στὸν Θεό, ποὺ τοὺς ἀξίωσε τῆς τιμωρίας τους, ἐνῶ ὁ ἀλαζών, ὁ φιλήδονος καὶ ὁ φιλοχρήματος βλασφημοῦν καὶ παραπονοῦνται στὸν Θεό, λέγοντες: «Ὤ Θεέ, τί κακὸ κάναμε, ὥστε νὰ πάσχουμε τόσο;»!...

(*) The Royal Way of the Cross of our Lord Leading to Eternal Life, p. 149-150, Canada 2002.