Ἀρχιμ. Χαραλάμπους Δ. Βασιλοπούλου
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 17ην Δεκεμβρίου
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἐλέγετο κατὰ κόσμον Γραδενῖγος ἢ Δραγανῖγος Σιγοῦρος. Ἦταν γυιὸς τοῦ Μωκίου Σιγούρου καὶ τῆς Παυλίνας Βάλβη. Γεννήθηκε τὸ 1547 στὸ χωριὸ Αἰγιαλὸς τῆς νήσου Ζακύνθου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν περιφανῆ καὶ ἐπίσημη οἰκογένεια τῶν Σιγούρων.
Τὶς ρίζες της τὶς εἶχε ἡ οἰκογένεια αὐτὴ στὴ Νορμανδία. Κατόπιν ἤρθανε στὴν Ἰταλία καὶ ἀπὸ ἐκεῖ διαπεραιώθηκαν στὴν Ζάκυνθο. Ὁ ἄρχοντας τῆς Ζακύνθου τοὺς δώρησε κτήματα νοτιοδυτικά του νησιοῦ.
Ἡ οἰκογένεια αὐτὴ ἦταν ἡρωϊκή. Διακρίθηκε στοὺς πολέμους τῶν Βενετῶν ἐναντίον τῶν Τούρκων. Γι᾿ αὐτὸ πέτυχαν ἀπὸ τὴν Βενετικὴ Γερουσία, ὄχι μόνο τὴν ἀναγνώριση τῆς κτηματικῆς δωρεᾶς, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐγγραφή τους στὸ βιβλίο τῶν ἀριστοκρατῶν. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν οἰκογένεια οἱ περισσότεροι ἔγιναν Ὀρθόδοξοι. Μεταξὺ αὐτῶν ἦσαν καὶ οἱ πρόγονοι τοῦ Ἁγίου.
Ὁμοίως καὶ ἡ μητέρα του προερχόταν ἀπὸ τὴν ἀρχοντικὴ Ἑνετικὴ οἰκογένεια Βάλβη. Ἀπὸ τὸν γάμον τοῦ Μωκίου καὶ τῆς Παυλίνας γεννήθηκαν τρία παιδιά, ὁ Δραγανῖγος, ὁ Κωνσταντῖνος καὶ ἡ Σιγοῦρα.
Ὑπάρχει καὶ μία παράδοσις, ποὺ ἀναφέρει, ὅτι ἀνάδοχος τοῦ Ἁγίου εἶναι ὁ Ἅγιος Γεράσιμος. Ἀπὸ πολὺ μικρὸς μορφώθηκε, ὅπως πρέπει σὲ ἕνα χριστιανόπουλο.
Στὸ ἀρχειοφυλάκειο τῆς Ζακύνθου ὑπῆρχε ἕνα συμβόλαιον τοῦ πατέρα του, μὲ τὸν πολὺ μορφωμένον δάσκαλο Καιροφύλα. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ ὁ Καιροφύλας ἀνελάμβανε τὴν ὑποχρέωσι νὰ διδάξῃ τὸ δεκάχρονο παλληκάρι «τὰ γράμματα τῆς Ἐκκλησίας, ἤγουν προοιμιακόν, ὀκτώηχον, ψαλτήριον, Ἀπόστολον καὶ γράψιμον». Αὐτὸ τὸ συμβόλαιο φέρει τὴν ἡμερομηνίαν 1557, Ὀκτωβρίου 27. Δυστυχῶς τὸ 1953 ἐκάη ἀπὸ πυρκαϊά.
Μετὰ τὴν στοιχειώδη μόρφωσι, ἀκολούθησε εὐρύτερες σπουδές, μὲ θεοσεβεῖς καὶ εὐπαιδεύτους διδασκάλους κατ᾿ οἶκον. Ἔξω ἀπὸ τὴν πατρίδα του δὲν πῆγε. Ἴσως ὅμως νὰ ἐμαθήτευσε κοντὰ σὲ ἐπιφανεῖς θεολόγους, οἱ ὁποῖοι πήγαιναν καὶ ἐρχόταν ἀπὸ τὴν Ἑσπερία καὶ ἐστάθμευαν στὴν Ζάκυνθο.
Πάντως ἔμαθε πολὺ καλὰ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά, τὴν λατινικὴ καὶ ἰταλικὴ γλώσσα. Ἰδιαίτερα μελέτησε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως συμπεραίνουμε ἀπὸ μία του ἐπιστολή, ἔγραφε σχόλια στὰ ἔργα τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.
Τίποτε ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια δὲν συγκινοῦσε τὸν Ἅγιο. Τίποτε δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ τὸν κάμῃ νὰ «ξεστρατίση» ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ. Οὔτε ἡ εὐγένεια τῆς καταγωγῆς, οὔτε τὰ πολλὰ πλούτη, οὔτε ἡ δόξα καὶ ἡ γοητεία τῶν ἀξιωμάτων τὸν παρέσυραν. Ἀνέθρεψε καὶ καλλιεργοῦσε μὲ αὐστηρότητα τὸν ἑαυτό του. Ὁ ζῆλος του, γιὰ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὸν ἔκαιγε ἐσωτερικὰ σὰν καμίνι.
Σὲ ἡλικία 21 ἐτῶν ἀποφασίζει νὰ κόψῃ κάθε δεσμὸ μὲ τὸν κόσμο. Φαίνεται, ὅτι πολὺ σύντομα στερήθηκε τοὺς γονεῖς του. Ἀναχωρεῖ, λοιπόν, γιὰ τὴ Μονὴ Στροφάδων, ποὺ εὑρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Ζάκυνθο, στὸ νότιο μέρος. Δωρίζει στὸν ἀδελφό του Κωνσταντῖνο ὅλη του τὴν περιουσία μὲ τὴν ὑποχρέωσι νὰ «προικίσῃ» τὴν ἀδελφή τους Σιγοῦρα.
Στὸ Μοναστήρι ἔκανε ἀγρυπνίες, νηστεία πολλὴ καὶ θαυμαστοὺς ἀγῶνες. Παρ᾿ ὅτι νέος στὴν ἡλικία, ὑπερεῖχε κατὰ πολὺ ἀπ᾿ ὅλους τοὺς πατέρες. Ἠσχολεῖτο πολὺ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀνάγνωσι τῶν θείων Γραφῶν καὶ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων. Τέτοια ἦταν ἡ ἀρετή του, ποὺ γέροντες πατέρες προσπαθοῦσαν νὰ τὴν μιμηθοῦν.
Ἔλαβε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα τοῦ Μοναχοῦ. Ὁ Γέροντάς του ἔδωσε σ᾿ αὐτὸν τὸ ὄνομα Δανιήλ. Ἡ φήμη του γιὰ τὴν ἀρετή του διαδόθηκε πολὺ γρήγορα στὸ νησί. Ἡ κοινότητα τῆς Ζακύνθου ἐξετίμησε τόσο πολὺ τὴν προσωπικότητα τοῦ Ἁγίου, ὥστε τοῦ ἔδωσε τὴν ὀρεινὴ Μονὴ τῆς Θεοτόκου Ἀναφωνητρίας.
Ἕνα χρόνο ἀργότερα χειροτονήθηκε ἱερεὺς ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ζακύνθου καὶ Κεφαλληνίας Φιλόθεον. Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1577 ἀνεχώρησε γιὰ τὸν Πειραιᾶ, θέλοντας νὰ μεταβῇ στοὺς Ἁγίους Τόπους νὰ τοὺς προσκυνήσῃ.
Μόλις ἦλθε στὴν Ἀθήνα ἐθεώρησε καθῆκον του νὰ πάρῃ τὴν εὐλογία τοῦ ἐπισκόπου Ἀθηνῶν Νικάνορος. Ὁ Ἐπίσκοπος ἐξετίμησε πολὺ τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ἔπεισε ν᾿ ἀναλάβῃ τὴ χηρεύουσα ἐπισκοπὴ τῆς Αἰγίνης, ποὺ ὑπήγετο τότε στὴν Μητρόπολι Ἀθηνῶν. Ἐγνωστοποίησε τοῦτο στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμία. Ὁ Πατριάρχης συγκατατέθηκε καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἄδεια νὰ τὸν χειροτονήσῃ.
Ἔτσι ὁ Ἱερομόναχος Δανιὴλ χειροτονεῖται ἐπίσκοπος Αἰγίνης κι ὀνομάζεται Διονύσιος, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου. Ἡ χειροτονία του ἐτελέσθη στὸν Ἅγιο Ἐλευθέριο, ποὺ εἶναι παραπλεύρως στὸν σημερινὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῶν Ἀθηνῶν.
Τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα ἐξετέλεσε ὁ Ἅγιος Διονύσιος μὲ πλήρη εὐσυνειδησίαν καὶ τελείαν ἀκρίβειαν. Ἦταν ἀκούραστος. Ἀνεδείχθη διδάσκαλος, πατέρας καὶ παιδαγωγὸς τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος ζοῦσε ζωὴ ἀσκητική.
Ἐφρόντιζε μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς ἀνάγκες τῶν χριστιανῶν. Ὅπου πρόβλημα, δυσκολία, φτώχεια καὶ χαρὰ ὁ Ἅγιος ἦταν παρών. «Ἔχαιρε μετὰ χαιρόντων καὶ ἔκλαιε μετὰ κλαιόντων». Ἦταν ὁ προστάτης τῶν ὀρφανῶν καὶ χηρῶν καὶ ὁ πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας. Κυρίως ἐπικοινωνοῦσε μὲ τοὺς Χριστιανοὺς διὰ τοῦ κηρύγματος. Ἐκύρυττε τὶς μεγάλες ἀλήθειες ἁπλὰ καὶ μὲ τέχνη, ὥστε νὰ εἶναι καταληπτὲς καὶ ἐποικοδομητικές.
Στὴν Περαχώρα τῆς Αἴγινας, ποὺ ἀπέχει ὀλίγα χιλιόμετρα ἔξω ἀπὸ τὴ σημερινὴ πόλι, κοντὰ στὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, σώζεται ὁ Μητροπολιτικὸς Ναὸς τῆς Παλαιᾶς Αἴγινας. Ἔξω ἀπ᾿ αὐτὸν ὑπάρχει πέτρινη ἕδρα, ποὺ ἀκόμα καὶ σήμερα ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς κατοίκους «ὁ Θρόνος τοῦ Ἁγίου». Ἀπὸ ἐκεῖ ἐδίδασκε καὶ νουθετοῦσε μὲ ἀποστολικὴ ἁπλότητα τὸ ποίμνιό του.
Ἡ φήμη του ξαπλώθηκε στὰ γύρω νησιά. Γι᾿ αὐτὸ ἐρχόντανε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, τὰ Μέγαρα, τὴ Σαλαμίνα καὶ ἀπὸ τὸν Πόρο θαυμαστές του νὰ τὸν ἀκούσουν. Ἡ συρροὴ αὐτὴ ποτὲ δὲν τὸν ἔκαμε νὰ ὑπερηφανευθῇ, τοὐναντίον, συνέχισε νὰ εἶναι ὁ ἁπλὸς καὶ ταπεινὸς Ἱεράρχης.
Ὁ Ἅγιος εἶχε καὶ τὸ χάρισμα τῆς διορατικότητος. Τοῦτο φαίνεται ἀπὸ τὸ ἑξῆς γεγονός:
Ἕνας Ἱερομόναχος, Παγκράτιος ὀνόματι, ἀκούοντας γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ τὴν ἁγιότητά του, ἐπῆγε στὸν Ἅγιο νὰ ἐξομολογηθῇ. Ὅταν ἐτελείωσε τὴν ἐξομολόγηση, τὸν ἐρώτησε ὁ Ἅγιος, ἂν εἶχε τίποτε ἄλλο νὰ πῇ, ποὺ ἴσως τὸ εἶχε ξεχάσει.
-Πρόσεχε, παιδί μου τοῦ λέγει: Μήπως ξέχασες κανένα ἁμάρτημα καὶ μείνῃς ἀδιόρθωτος; Νομίζω, ὅτι δὲν ἔκαμες εἰλικρινῆ καὶ τελείαν ἐξομολόγησιν.
Σκέφτεται πολλὴ ὥρα ὁ Ἱερομόναχος καὶ τοῦ ἀπαντᾷ:
-Δὲν ἔχω ἄλλο κρίμα.
Ὁ Ἅγιος τότε, μὲ τὴ σχετικὴ αὐστηρότητα, τοῦ λέγει:
-Δὲν θυμᾶσαι τὴν (δεῖνα) μέρα, ποὺ λειτουργοῦσες καὶ σοῦ ἔπεσεν Τίμιος Μαργαρίτης, ἐπειδὴ δὲν ἔδειξες τὴν ἀπαιτούμενη προσοχή;
Ὁ Ἱερομόναχος ἔμεινε κατάπληκτος, μόλις ἄκουσε τὰ ἀποκαλυπτικὰ λόγια του Ἁγίου. Ἔπεσε μὲ δάκρυα μετανοίας, ὡμολόγησε τὴν ἐνοχή του καὶ ζήτησε συγχώρησι. Ὁ Ἅγιος ἐνουθέτησε τὸν Ἱερομόναχο νὰ προσέχῃ στὸ μέλλον. Τοῦ συνέστησε νὰ πλησιάζῃ τὸν ἐπουράνιο Βασιλέα μὲ εὐλάβεια, φόβο καὶ τρόμο, τὸν ὁποῖον οὔτε καὶ αὐτοὶ οἱ ἄγγελοι δὲν ἠμποροῦν νὰ κοιτάξουν. Ἔτσι τὸν ἀπέλυσε ἐν εἰρήνῃ.
Τὸ 1579 ὁ Ἅγιος ἔρχεται ξανὰ στὴ Ζάκυνθο, ἀφοῦ παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο τῆς Αἰγίνης. Διατί παραιτήθηκε; Διότι ἡ φήμη τοῦ πανταχοῦ διεδίδετο καὶ ὅπως ὁ μαγνήτης τραβάει τὸν σίδηρον, ἔτσι καὶ ὁ Ἅγιος ἔσυρεν ὅλους πρὸς αὐτὸν γιὰ νὰ ἀκούσουν τοὺς μελιρρύτους καὶ θεοσόφους λόγους του. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὸν χρόνον διοικήσεως φοβήθηκε μήπως οἱ ἔπαινοι τῶν ἀνθρώπων, ποὺ τόσον πολὺ τὸν ὕψωναν, τὸν κρημνίσουν στὰ φαράγγια τῆς κενοδοξίας. Γι᾿ αὐτὸ ἐστοχάσθηκε νὰ παραιτηθῇ ἀπὸ τὸν θρόνο του.
Οἱ Αἰγινῆτες κατεθλίβησαν, διότι ἔχαναν τὸν πατέρα τους. Αὐτὸς μετὰ τὴν ἄφιξι τοῦ διαδόχου του, ἀπεχαιρέτησε συγκινητικώτατα τὸ ποίμνιό του καὶ ἀνεχώρησε, γιὰ τὴν ἰδιαίτερή του πατρίδα, τὴν Ζάκυνθο.
Οἱ Ζακύνθιοι τὸν δέχθηκαν μὲ ἐνθουσιασμό. Ἤθελε καὶ ἐδῶ ὁ Διονύσιος νὰ δουλέψῃ, γιὰ τὸ καλὸ τῶν πατριωτῶν του. Ἐφοδιάσθηκε μὲ γράμμα ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἱερεμία καὶ διωρίσθηκε χωρεπίσκοπος καὶ πρόεδρος Ζακύνθου. Χειροτονοῦσε κληρικούς, διότι δὲν εἶχαν χρήματα νὰ πηγαίνουν στὸν ἐπίσκοπο Κεφαλληνίας νὰ χειροτονηθοῦν. Χοροστατοῦσε σὲ κηδεῖες, γιορτὲς καὶ λειτουργίες.
Ἡ εὐγενικὴ ὅμως χειρονομία τοῦ Ἁγίου ἔθιξε τὰ συμφέροντά του τότε ἐπισκόπου Κεφαλληνίας. Ὁμάδα ἀπὸ Κεφαλλῆνες πῆγε στὴ Βενετία, ὅπου κατηγόρησε τὸν Διονύσιο, ὅτι τάχα ἀναμιγνύεται σὲ ξένη δικαιοδοσία. Γιὰ τὶς διαμαρτυρίες αὐτὲς ὁ ἡγεμὼν τῆς Βενετίας, Νικόλαος Δαπόντε διέταξε τὸ 1581 τὸν προβλεπτὴν Ζακύνθου, Κονταρίνην, ὅπως «ὁ σεβ. Διονύσιος Σιγοῦρος παραιτηθῇ πάσης Ἐκκλησιαστικῆς πράξεως, ὑπαγομένης εἰς τὴν δικαιοδοσίαν Κεφαλληνίας – Ζακύνθου, ἀποδίδων τῷ αὐτῷ ἐπισκόπῳ… καὶ τὰ ὅσα… τῆς δικαιοδοσίας του εἶχεν ἰδιοποιηθῆ».
Ὁ Διονύσιος, παρ᾿ ὅτι ἦταν διωρισμένος ἀπὸ τὸν Πατριάρχην, ἐδήλωσε, ὅτι παραιτεῖται. Ἔτσι ἀπεφεύχθησαν τὰ σκάνδαλα καὶ οἱ φιλονικεῖες.
Τὸν ἄλλο χρόνο ἐξελέγη ἐφημέριος τοῦ Ἱ. Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου. Οἱ Ζακύνθιοι τὸν ἐσέβοντο καὶ τὸν ἀποκαλοῦσαν «πρόεδρο Ζακύνθου».
Ὁ Ἅγιος βρισκόταν στὴν πόλι Ζακύνθου ὅταν ἔτυχε ν᾿ ἀνοίξουν ἕνα τάφο στὸν Ἱ. Ναὸ Ἁγίου Νικολάου τῶν Ξένων. Ἐλέγετο ἔτσι ὁ ναὸς διότι ἐκεῖ ἐνεταφιάζοντο οἱ ξένοι. Ὁ ναὸς αὐτὸς εἶναι καὶ ἡ Μητρόπολις τῆς Ζακύνθου. Στὸν τάφο αὐτὸν ἐπρόκειτο νὰ ἐνταφιάσουν ἄλλο λείψανο. Μέσα στὸν τάφο βρῆκαν τὸ σῶμα μίας γυναικὸς ἀδιάλυτο. Αὐτὴ παρ᾿ ὅτι εἶχε πολὺ καιρὸ πεθάνει, ἔμεινε ἄλυωτη διότι ἦταν ἀφωρισμένη. Οἱ συγγενεῖς της παρεκάλεσαν μὲ δάκρυα τὸν Ἅγιο νὰ κάμῃ δέησι, νὰ διαβάσῃ συγχωρητικὴ εὐχὴ καὶ νὰ λυθῇ ἔτσι τὸ σῶμα.
Ὁ Ἅγιος λυπήθηκε τοὺς δυστυχισμένους ἀνθρώπους. Τὰ βαθειὰ μεσάνυχτα μὲ τὸν διάκονό του καὶ τὸν ἐφημέριο τοῦ Ναοῦ καὶ παρεκάλεσε νὰ βάλουν τὸ πτῶμα σ᾿ ἕνα στασίδι τῆς Ἐκκλησίας. Ἐφόρεσε τὸ ἐπιτραχήλι, καὶ τὸ ὠμοφόριόν του. Προσευχόταν ἀρκετὴ ὥρα μὲ δάκρυα. Παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ λύσῃ τὸ δεμένο ἀπὸ τὸν ἀφορισμὸ σῶμα. Ἐνῶ ἀκόμη, ἐδιάβαζε τὴ συγχωρητικὴ εὐχὴ τὸ σῶμα σωριάστηκε χάμω καὶ διελύθη «εἰς τὰ ἓξ ὧν συνετέθη» σὲ χῶμα καὶ κόκκαλα. Τότε ἐπετίμησε αὐστηρὰ τὸν ἐφημέριο καὶ τὸν διάκονο, ἐφ᾿ ὅσον ζῇ, νὰ μὴ τὸ ποῦν αὐτό σε κανένα. Παρόμοιο θαῦμα ἔγινε καὶ στὸ χωριὸ Καταστάριον.
Ἔπειτα ἀπεσύρθη στὸ Μοναστήρι τῆς Ἀναφωνήτριας. Συχνὰ ἐρχότανε στὴν πόλι καὶ σπάνια στὶς Στροφάδες. Στὸ Μοναστήρι βοηθοῦσε τὰ ἄπορα παιδιὰ νὰ μάθουν γράμματα καὶ τὰ καθοδηγοῦσε στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἔζησε μὲ ὁσιότητα καὶ ἀρετή, σφυρηλατώντας μὲ τοὺς ἀγῶνες τοῦ τὸν φωτοστέφανο τῆς ἁγιότητος, μὲ τὸν ὁποῖον τὸν ἐστόλισε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ ἀρχειοφυλάκιον τῆς Βενετίας, ὑπῆρχε θανάσιμη ἔχθρα μεταξὺ τῶν οἰκογενειῶν Μονδίνων καὶ Σιγούρων. Ὁ Ἅγιος προσπάθησε νὰ τοὺς συμφιλιώσῃ, ἀλλὰ ματαίως. Ἀντιθέτως δημιουργήθηκαν φόνοι, διότι διηρέθησαν σὲ δύο παρατάξεις οἱ κάτοικοι. Σὲ μία ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς συμπλοκὲς ἐφόνευσαν τὸν ἀδελφόν του Ἁγίου, Κωνσταντῖνον.
Ὁ φονιὰς τρέχει, διωκόμενος ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς καὶ τὴν ἀστυνομία. Ζητεῖ καταφύγιο σὲ ἐρήμους τόπους. Καταλήγει στὸ Μοναστήρι τῆς Ἀναφωνήτριας, ζητώντας ἄσυλο. Βέβαια δὲν ἤξερε, ὅτι ὁ Ἡγούμενος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ θύματος. Ἐδῶ ζήτησε καταφύγιο.
Ὁ Ἅγιος εἶδε τόσο φοβισμένο τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἐρώτησε τί ἔχει. Ἐκεῖνος ὠμολόγησε, ὅτι καταδιώκεται ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς τοῦ Σιγούρου, τὸν ὁποῖον ἐφόνευσε. Ὁ Διονύσιος, σὰν ἄνθρωπος καὶ ἀδελφὸς λυπήθηκε πολύ. Πειράχθηκε ἀφάνταστα, διότι ἦταν ὁ μόνος ἀδελφὸς ποὺ εἶχε. Ἐλᾶτε στὴ θέσι του. Ἀλλὰ χωρὶς νὰ φανερώσει τὴν ταυτότητά του τὸν ἐρώτησε μὲ παράπονο:
-Ἄνθρωπε, σὲ τί σοῦ ἔφταιξε ἐκεῖνος ὁ καλὸς ἄρχοντας καὶ τὸν θανάτωσες ἄδικα;
Παρ᾿ ὅτι πληγώθηκε ἡ καρδιά του, τοῦ πρόσφερε φαγητό, νερὸ καὶ τὸν συμβούλεψε. Προσπάθησε νὰ τὸν κάμῃ νὰ μετανοήσῃ γιὰ νὰ γλυτώσῃ τὴν αἰώνια Κόλασι.
Σ᾿ ὅλη του δὲ τὴ μετέπειτα ζωὴ προσπάθησε ὁ φονιὰς διὰ τῆς μετανοίας νὰ ἐξιλεωθῇ. Ἀκολούθως τὸν ἔβγαλε στὸ γιαλό, κάτω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Τοῦ ἔδωσε τὰ ἀπαραίτητα ἐφόδια, χρήματα καὶ τροφές, γιὰ τὸ ταξίδι, τὸν ἔβαλε μέσα σ᾿ ἕνα πλοῖο καὶ τὸν ἐφυγάδευσε πρὸς τὴν Πελοπόννησο.
Πόση μεγάλη ἀνεξικακία εἶχε, γιὰ νὰ φερθῇ ἔτσι στὸ φονιὰ τοῦ ἀγαπημένου καὶ μόνου ἀδελφοῦ του!
Γιὰ τὴ ζωή του στὸ Μοναστήρι γράφει ὁ βιογράφος του τὰ ἑξῆς:
«Καθὼς λοιπὸν ἀνέβη μὲ τὸ σῶμα ὑψηλὰ ὁ Διονύσιος, πορευόμενος εἰς τὰ ὑψίβατα ἐκεῖνα ὄρη, τοιουτοτρόπως ὕψωσε καὶ τὸν νοῦν, ὅλως διόλου εἰς τὰ οὐράνια. Δὲν ἐφαντάζετο τίποτε ἄλλο, εἰμὴ μόνον τὸ ἀσύγκριτον κάλλος τῆς Τρισυλίου Θεότητος. Καὶ τόσον ἐλέπτυνε τὴν ψυχήν του μὲ τὰς νοερὰς θεωρίας, ὥστε δύναμαι νὰ εἴπω, ὅτι ἔγινε ὅλος οὐράνιος. Ἀφήνω διηγούμενος τὰς παθοκτόνους νηστείας, τὰς νυχθημέρους προσευχάς, τὰς χαλεπὰς καὶ σωματοτιμωρητικὰς χαμευνίας… Δὲν λέγω τὴν ἀσχόλαστον ἐλεημοσύνην, διὰ τῆς ὁποίας ἐφαίνετο μία βρύσις ἀέναος, ποτίζουσα δαψιλῶς τοὺς διψασμένους πένητας, ἔχων τὴν συνήθειαν κάθε χρόνον, πρὸς τὸ Ἅγιον Πάσχα, νὰ στέλλῃ μίαν μεγάλην λέμβον τοῦ Μοναστηρίου εἰς τὴν πόλιν, φορτωμένην ἀπὸ σιτάρι, ὄσπρια, ἀρνία, ἐρίφια καὶ ἄλλα βρώσιμα, νὰ τὰ διαμοιράζουν εἰς τοὺς πτωχοὺς κυρίως, κατὰ τὴν παραγγελίαν του».
Ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγίου ἔτσι συνέχισε μέχρι τέλους. Σὲ βαθειὰ γεράματα αἰσθάνθηκε τὸν ἑαυτόν του, ὅτι ἐπλησίαζε ὁ καιρὸς νὰ ἀπέλθῃ. Ἐφανέρωσε τοῦτα στὰ πνευματικά του παιδιά, τὰ ὁποῖα θρηνοῦσαν τὴν στέρησι τοῦ Γέροντά τους. Ἔτσι δεόντως, προετοιμασμένος, παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Πλάστου, τὴν 17ην Δεκεμβρίου 1622, εἰς ἡλικίαν 75 ἐτῶν. Ὅλη τὴν περιουσία του τὴν ἄφησε στὸ μοναστήρι.
Τελευταία του ἐπιθυμία ἦταν νὰ τὸν ἐνταφιάσουν στὸν Ἱ. Ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Στροφάδων, ὅπου ἔγινε μοναχός. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Μετὰ τριετίαν ἐπραγματοποιήθη ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν του λειψάνων. Εὑρέθη ὁλόσωμος καὶ μὲ εὐωδίαν. Γι᾿ αὐτὸ τὸ ἐναπέθεσαν στὸν νάρθηκα τοῦ ναοῦ καὶ ὕστερα ὄρθιον στὸ δεσποτικό. Ὁ Ἱστορικὸς Φερράρι, στὸ ἔργο του «Ἱστορικαὶ σημειώσεις», ἀναφέρει, ὅτι διελθὼν ἐκ τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ «εἶδε τὸ ἅγιον λείψανον ἐπὶ τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου ἀκέραιον, ἐκτὸς δύο ὀδόντων καὶ τοῦ ἄκρου τῆς ρινός».
Τὰ θαύματα, ποὺ ἐπιτέλεσε ὁ ἅγιος ζωντανὸς καὶ μετὰ θάνατον εἶναι πολλά. Ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια, μετὰ τὸν θάνατόν του, εἶχεν ἐπιβληθῆ στὴ συνείδησι τῶν Χριστιανῶν ὡς ἅγιος. Χωρὶς ἐπισήμως νὰ τὸν ἔχῃ ἀνακηρύξει ἡ Ἐκκλησία, οἱ πιστοὶ τὸν ἐσέβοντο καὶ τὸν τιμοῦσαν ὡς Ἅγιον. Συνέβη κάτι παρόμοιο καὶ μὲ τὸν νεοφανέντα Ἅγιο Νεκτάριο.
Τὸ 1703 οἱ μοναχοὶ τῶν Στροφάδων ἀποστέλλουν ἐπιτροπὴ μὲ δύο πατέρες τῆς Μονῆς στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἔφεραν μαζύ τους καὶ πολυσέλιδη ἀναφορὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ζακύνθου – Κεφαλληνίας, εἰς τὴν ὁποίαν ἐξετίθεντο λεπτομερῶς τὰ τῆς ζωῆς καὶ τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου. Τὴν ἀναφορὰν ὑπέγραψε ὁ ἐπίσκοπος Τιμόθεος καὶ ὁ ἡγούμενος τῶν Στροφάδων, Ἄνθιμος Κοριανίτης. Μὲ αὐτὴ ἐπρότειναν τὴν ἀνακήρυξι τοῦ Διονυσίου σὲ ἅγιο.
Πράγματι, ὁ Πατριάρχης ἐξέδωκε ἕνα ἐκτενῆ συνοδικὸν τόμον, ὁ ὁποῖος ἐχωρίζετο σὲ τρία μέρη. Στὸ πρῶτο μέρος ἐκτίθεται ἡ ὑποχρέωσις τῆς Ἐκκλησίας νὰ τὸν τιμᾶ ὡς Ἅγιο. Εἰς τὸ δεύτερο μέρος ἐκτίθεται ὁ βίος τοῦ ἁγίου. Εἰς δὲ τὸ τρίτον μέρος καθορίζεται ἡ ἁγιωνυμία καὶ ἡ ἑορτὴ ἐπὶ τῇ μνήμῃ τοῦ Ἁγίου εἰς τὴν Μονὴν Μεταμορφώσεως στὶς Στροφάδες. Ὁ τόμος φέρει χρονολογίαν 1703 καὶ ἔχει τὴν ὑπογραφὴν δέκα συνοδικῶν.
Μετὰ τὸν πόλεμο ποὺ ἔγινε μεταξὺ τῶν Τούρκων καὶ τῶν Βενετῶν τὸ 1716, ὁ Τοῦρκος ναύαρχος Χοτζᾶ Πασᾶς ἀπείλησε τὴ Ζάκυνθο, ὅτι θὰ τὴν κατέστρεφε ἂν δὲν ὑπετάσσετο στὸ Σουλτάνο. Οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς ἔκρυψαν τὰ πολύτιμα κειμήλια καὶ τὸ Ἱ. Λείψανο μέσα σὲ μία σπηλιά, ἐπειδὴ φοβήθηκαν, μήπως λεηλατηθῇ καὶ τὸ Μοναστήρι. Εὐτυχῶς οἱ Τοῦρκοι νικήθηκαν καὶ ἔφυγαν. Μία ὅμως μοίρα ἀπὸ ἑπτὰ πλοῖα ἦλθαν στὸ Μοναστήρι καὶ τὸ λεηλατοῦσαν ἐπὶ τέσσαρες ἡμέρες.
Πολλοὺς μοναχοὺς ἐφόνευσαν καὶ τέλος ἔκαψαν τὰ σώματά τους. Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου δὲν τὸ ἐπείραξαν, παρὰ μόνον τέσσερις χριστιανοὶ τοῦ πληρώματος τοῦ ἔκοψαν τὰ δύο χέρια καὶ τὰ ἐτεμάχισαν σὲ τέσσερα μέρη. Ὁ ἀρχηγὸς σκέφθηκε, ὅτι τὰ χέρια αὐτὰ θὰ εἶχαν ἀξία. Τὰ πῆρε ἀπὸ ἐκείνους καὶ τὰ ἐπώλησε τὸ μὲν ἕνα στὸν ἐπίσκοπο Χίου Ἀγαθάγγελο, τὸ δὲ ἄλλο σὲ ἕνα εὐσεβῆ μοναχὸ Ἀκάκιο. Αὐτοὶ ἀργότερα τὰ ἐπέστρεψαν στὶς Στροφάδες. Τὸ ἀριστερὸ χέρι εὑρίσκεται στὴ Μονὴ τῆς παναχράντου στὴν Ἄνδρο.
Μετὰ τὴ λεηλασία πέντε μοναχοὶ ἐπεβιβάσθησαν τοῦ Δαλματικοῦ πλοίου «Ἅγιος Ἀντώνιος» καὶ μὲ τὸ Ἱ. λείψανο ἦλθαν στὴ Ζάκυνθο τὴν 22αν Αὐγούστου τοῦ 1717. Τὸ σκήνωμα ἐναπετέθη στὸν ἐπισκοπικὸ Ναό. Ἀπὸ τότε ἡ κοινότης τῆς Ζακύνθου ἐνεκήρυξε τὸν Ἅγιο Πολιοῦχον τοῦ νησιοῦ, ἀντὶ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ποὺ εἶχαν προηγουμένως. Τὴν 24ην Αὐγούστου ὥρισε ὡς ἐπέτειον τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου. Ἡ λιτανεία τῆς ἰδίας ἡμέρας καθιερώθηκε ἀργότερα κατὰ τὸ 1901, ἐπὶ ἀρχιεπισκόπου Ζακύνθου Διονυσίου Πλέσα.
Ἀπὸ τότε ποὺ ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος μέχρι σήμερα ἐπετέλεσε ἀναρίθμητα θαύματα. Ἀνθρώπινες πονεμένες ὑπάρξεις ἔρχονται μπροστὰ στὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν παρακαλοῦν νὰ τοὺς κάνῃ καλά. Ξέρουν τὴν παρρησία, ποὺ ἔχει στὸ Θεό. Γι᾿ αὐτὸ μὲ ἐπιμονὴ καὶ πίστη στὴν Παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ ζητοῦν τὴν γιατρειά τους.
Στὸ Μοναστήρι ἔτυχε νὰ εἶναι κάποιος ξένος δαιμονιζόμενος. Βλέποντας οἱ Πατέρες τὸν ἄνθρωπο νὰ βασανίζεται ἀπὸ τὸ πονηρὸ πνεῦμα, πῆραν λάδι ἀπὸ τὴν κανδήλα τοῦ Ἁγίου. Τὸν ἔχρισαν μὲ αὐτὸ καὶ διάβασαν τοὺς ἐξορκισμοὺς τοῦ Μ. Βασιλείου. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ὁ ἄνθρωπος ἔγινε καλὰ καὶ ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του. Ἐδόξαζε τὸ Θεὸ καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Ἅγιο ποὺ τὸν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὸ φοβερὸ δαιμόνιο.
Στὸ Μοναστήρι ἦταν Ἡγούμενος ὁ Δανιήλ. Ἦταν καλὸς καὶ σεμνός. Ἀργότερα ἔγινε καὶ ἐπίσκοπός της περιοχῆς. Αὐτὸν τὸν ἐβασάνιζε κάποια ἀμφιβολία σχετικὰ μὲ τὴν ἁγιότητα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου. Ἔλεγε πολλὲς φορὲς μὲ τὸ μυαλό του:
-Ἄραγε ὁ Διονύσιος νὰ εὑρίσκεται στὸ χορὸ τῶν Ἁγίων, ὅπως ἐμεῖς τὸν τιμοῦμε ἢ ὄχι;
Αὐτὴ ἡ σκέψη, εἴπαμε τὸν βασάνιζε πολύ. Μία μέρα ὅμως στὸν ὕπνο τοῦ βλέπει τὸν ἐκκλησιάρχη νὰ τοῦ χτυπᾶ τὴν πόρτα καὶ νὰ ζητᾶ τὴν εὐλογία του, γιὰ νὰ σημάνῃ τὸν Ὄρθρο. Μετὰ ἀπὸ ὀλίγη ὥρα ξύπνησε καὶ νόμισε, ὅτι πραγματικὰ εἶχε δώσει τὴν ἄδεια νὰ σημάνῃ. Κατηγοροῦσε δὲ τὸν ἑαυτό του, γιατὶ τὸν πῆρε ὁ ὕπνος καὶ ἄργησε νὰ πάῃ στὸν Ὄρθρο.
Ντύνεται βιαστικὰ καὶ κατεβαίνει στὴν Ἐκκλησία. Μόλις ὅμως ἔφθασε ἀπέναντι ἀπὸ τὴ λάρνακα, βλέπει ὄρθιο τὸν Ἅγιο ἐν μέσῳ δύο ἱερέων λευκοφορεμένων καὶ δύο ἱεροδιακόνων. Τὰ χέρια του ὁ Ἅγιος τὰ εἶχε ἀκουμπισμένα πάνω στοὺς ὤμους τους. Οἱ διάκονοι ἕντυναν τὸν Ἅγιο μὲ τὴν ἀρχιερατικήν του στολήν. Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς λέγει στὸν Ἡγούμενο:
Πείσθηκες τώρα ἢ ἀκόμα ἀμφιβάλλεις;
Ταράχθηκε ὁ Ἡγούμενος ἀπὸ τὸ ὅραμα, φοβήθηκε καὶ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸ Ναό.
Μετάνοιωσε ὅμως καὶ ξαναγύρισε νὰ ἰδῇ, ἂν πραγματικὰ τοῦτο ἦταν ἀληθινό. Στὴν πόρτα φθάνοντας, βλέπει τὸν Ἅγιο νὰ σύρεται μόνος του καὶ νὰ μπαίνει στὴν ἴδια τὴ λάρνακα.
Τρομαγμένος γυρίζει στὸ κελλί του καὶ ἀναφέρει τοῦτο στοὺς πατέρες. Ὅλοι ἐδόξασαν τὸν Θεὸν καὶ στερεώθηκαν στὴν πίστη, ὅτι ὁ Ἅγιος συνευφραίνεται μὲ τοὺς λοιποὺς Ἁγίους στὸν Οὐρανό. Ζητώντας κατόπιν συγνώμη γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία του ὁ Ἡγούμενος, ἔγινε στὸ ἑξῆς θερμότατος κήρυκας τῆς ἁγιότητος καὶ τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου Διονυσίου.
Κάποιο ἀνδρόγυνο ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο εἶχε παντρευτεῖ πρὸ δέκα ἐτῶν καὶ δὲν εἶχαν ἀποκτήσει παιδί. Γι᾿ αὐτὸ παρεκάλεσαν τὸν Ἅγιον νὰ τοὺς δώσῃ παιδί, μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ τὸ βαφτίσουν στὴν Ἐκκλησία του, στὴ Ζάκυνθο. Τότε δὲ εἶδε στὸ ὄνειρό της ἡ γυναίκα τὸν Ἅγιο, ὁ ὁποῖος τῆς εἶπε:
-Τί θέλεις ἀπὸ μένα; Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή σου καὶ αὐτὸ ποὺ ποθεῖς θὰ σοῦ δοθῇ γρήγορα.
Πράγματι, ἡ γυναίκα ἀπέκτησε ἕνα γυιὸ χαριτωμένον. Μὲ αὐτὸ οἱ γονεῖς ἔγιναν πολὺ εὐτυχισμένοι καὶ ὅλοι οἱ συγγενεῖς τους ἐδόξασαν τὸν Θεὸν καὶ τὸν Ἅγιον Διονύσιον.
Ἔπειτα ὅμως ἀπὸ πέντε μῆνες ἀπὸ τὴ γέννησι τοῦ παιδιοῦ, ἑτοιμάσθησαν νὰ πᾶνε στὴ Ζάκυνθο, γιὰ νὰ κάνουν τὸ τάμα τους. Ἀλλὰ δυστυχῶς ὁ ἄνεμος ἦταν ἀντίθετος καὶ τὸ πλοῖον ἐμποδίστηκε νὰ ἀναχωρήσῃ. Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως ἀρρώστησε βαρειὰ τὸ παιδί τους. Ἀλλ᾿ αὐτὸ δὲν τοὺς ἐσταμάτησε καὶ ἀνεχώρησαν, μόλις σταμάτησε ἡ κακοκαιρία. Ἀλλὰ δυστυχῶς, ὅταν ἦσαν λίγο μακρυὰ ἀπὸ τὴ Ζάκυνθο ἕως τρία μίλια, τὸ ἀγαπημένο τους παιδὶ ἀπέθανε. Μπορεῖ νὰ φαντασθῇ κάθε ἕνας τὰ κλάματα καὶ τὰ δάκρυα ποὺ ἔχυσαν οἱ δυστυχεῖς αὐτοὶ γονεῖς. Ὁ δὲ ἀέρας ἀντηχοῦσε ἀπὸ τὶς πένθιμες φωνές τους.
Ἐπὶ τέλους ἀγκυροβόλησε τὸ πλοῖο στὸ λιμάνι κατὰ τὸ ἀπόγευμα. Τὴν ἑπομένη δὲ ἡμέρα τὸ πρωί, παρ᾿ ὅλον ποὺ ἦσαν ἀποθαμένο τὸ παιδί τους, θέλησαν νὰ τὸ προσφέρουν στὸν Ἅγιο οἱ ἀγαθοὶ καὶ ἀτυχεῖς ἐκεῖνοι γονεῖς.
Ἐπῆγαν, λοιπόν, τὸ ἀποθαμένο παιδί τους στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου, ἀκολουθούμενοι ἀπὸ πολλοὺς χριστιανούς. Ἀπέθεσαν τὸ πτῶμα του κοντὰ στὴν Λάρνακα τοῦ Ἁγίου. Ἔκλαιγαν καὶ ἔλεγαν:
-Ἅγιε Διονύσιε, ἐχάσαμε τὸ παιδί μας ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας. Ἀλλὰ τὸ φέραμε, ἔστω καὶ νεκρὸ σὲ σένα. Τότε ξαφνικά, ὢ τοῦ θαύματος! τὸ παιδάκι ἄνοιξε τὰ μάτια του, ἔκλαιγε καὶ ζητοῦσε τὴ μητέρα του! Μόλις εἶδαν τὸ θαῦμα ὅλοι, ὅσοι ἦσαν ἐκεῖ, γονάτισαν καὶ ἐφώναζαν τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἡ λυπημένη μητέρα του, βλέποντας τὸ παιδί της ξαναζωντανεμένο, ἐνῶ ἐπὶ δεκαοκτὼ ὧρες ἦταν νεκρό, λιποθύμησε καὶ ἔμεινε σὰν νεκρή. Ἔπειτα, μόλις συνῆλθε, τὸ ἐπῆρε στὴν ἀγκαλιά της. Κατόπιν τὸ ἐβάπτισε καὶ τὸ ὠνόμασε Διονύσιο. Ἔπειτα ἔφυγαν εὐχαριστημένοι καὶ χαρούμενοι οἱ εὐλαβεῖς ἐκεῖνοι γονεῖς. Ἐδόξαζαν τὸν Θεὸν καὶ ἐκήρυτταν παντοῦ αὐτὸ τὸ ἐκπληκτικὸ θαῦμα. Εὐγνωμονώντας δὲ ὁ Διονύσιος δὲν ἔλειπε ποτὲ στὴ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου, ὅπου ἔφερνε σὰν τάμα τὸ κερί του καὶ τὸ λιβάνι του.
Τὸ 1820 στὶς 17 Δεκεμβρίου, ἐγίνετο ἡ περιφορὰ τοῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου μέσα στὴν πόλιν τῆς Ζακύνθου. Ἔπρεπε νὰ περάσῃ κοντὰ ἀπὸ τὴν πλατεία τῶν Ἁγίων Πάντων, ὅπου ὑπῆρχε τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἄγγλου ἀρμοστοῦ Θωμᾶ Μέλταν. Θὰ ἐγίνοντο τὰ ἀποκαλυπτήρια. Ἐπρόκειτο ἐκεῖ γι᾿ αὐτὸν τὸν Προτεστάντη, τὸν αἱρετικό, νὰ γίνῃ προσευχὴ καὶ δέησις. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἐπιτρέπεται. Ὁ Ἅγιος ἔκαμε τὸ θαῦμα του καὶ δὲν ἔγινε ἡ προσευχή. Διότι τὴ νύχτα ἔγινε μεγάλος σεισμὸς καὶ τὸ πρωὶ ἔπεσε μεγάλο χαλάζι καὶ φοβερὴ βροχή, ποὺ ἐμποδίζανε νὰ γίνῃ ἡ τελετή. Τότε ἀναγκάσθηκαν νὰ φέρουν καὶ νὰ θέσουν τὸ Ἅγιο Λείψανο στὴν Ἐκκλησία τῆς Φανερωμένης. Κατὰ τὴν περίοδον αὐτὴν ἀντιπρόσωπος τῆς Ἀγγλίας ἦτο ὁ συνταγματάρχης Ρός. Τὸν συνόδευε δὲ καὶ κάποιος Ἄγγλος ναύαρχος. Ἐπῆγε ὁ Ρὸς στὴν Ἐκκλησία τῆς Φανερωμένης καὶ διέταξε νὰ μὴ μείνῃ κανεὶς μέσα παρὰ μόνο ἐκεῖνος, ὁ ναύαρχος καὶ οἱ ἐπίτροποι. Ἔκαμε τὴν προσευχή του γονατιστὸς καὶ μὲ μεγάλην συγκίνηση ἔβαλε στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου Λειψάνου τὸ χρυσὸ ἐγκόλπιο, τὸ ὁποῖον τοῦ εἶχαν δώσει οἱ κάτοικοι τῆς Λευκάδος γιὰ τὴν καλήν του διοίκησιν καὶ γιὰ τὰ καλὰ ποὺ ἔκαμε. Ὑπάρχει ἀκόμη καὶ σήμερα αὐτὸ ἐπάνω εἰς τὸ Ἅγιο Λείψανο, ὡς ἀπόδειξις γιὰ τὸ θαῦμα, ποὺ ἔγινε.
Ἕνας τσαγκάρης ὀνομαζόμενος Παναγιώτης Καλουντζόπουλος, ἀπὸ τὴν Ζάκυνθο, ἔτρεφε τὴν οἰκογένειά του μὲ τὸν ἱδρώτα τοῦ προσώπου του. Ἔμεινε δὲ ἐντελῶς ἀόμματος. Ἡ γυναίκα του ὅμως τοῦ εἶπε νὰ παρακαλέσῃ τὸν Ἅγιο, γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ ξαναδῇ. Τότε, αὐτὸς ἔβαλε στὰ χέρια του τὴν Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου καὶ τὴν φιλοῦσε μὲ στεναγμοὺς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του καὶ τοῦ ζητοῦσε τὴν βοήθειά του.
Τὴν 14ην ὅμως τοῦ μηνὸς Δεκεμβρίου βλέπει στὸ ὄνειρό του τὸν Ἅγιον, σὰν Δεσπότην, ντυμένο μὲ τὸν ἐπανωμανδύαν του. Ὁ Δεσπότης τὸν ἐπλησίασε, τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ δεξὶ χέρι καὶ τοῦ λέγει:
-«Κουράγιο παιδί μου. Νὰ πιστεύῃς στὸ Θεὸ καὶ σὲ τρεῖς μέρες θὰ ἔχεις τὸ φῶς σου καὶ θὰ γίνῃς καλά, ἀλλὰ νὰ μὴ τὸ φανερώσῃς αὐτό σε κανένα, ἕως ὅτου γίνῃς ἐντελῶς καλά». Μόλις τοῦ εἶπε αὐτὰ ἔγινε ἄφαντος.
Ὅταν ξύπνησε ὁ τυφλὸς Παναγιώτης διηγήθηκε τὸ ὄνειρο στὴν γυναίκα του, μὲ τὴν διαφορὰν ὅμως νὰ μὴ τὸ πῇ σὲ κανένα. Ἐζήτησε κατόπιν τὴν Εἰκόνα τοῦ Δεσπότου Αἰγίνης Διονυσίου καὶ τὴν ἀσπάσθηκε μὲ μεγάλο σεβασμό. Στὸν ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου, μόλις ἄκουσε τὸν πρῶτον κανονιοβολισμόν, θυμήθηκε τὸ ὄνειρο, ποὺ εἶδε. Γονάτισε πάνω στὸ στρῶμα του μὲ τὴν βοήθειαν τῆς γυναίκας τοῦ παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα τὸν Ἅγιον. Ἔγινε τότε τὸ θαῦμα καὶ εἶδε ὀλίγον:
Τὴν ἄλλην ἡμέραν τὸ πρωί, τὴν δεκάτην ἑβδόμην του μηνὸς Δεκεμβρίου, γιορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου καὶ γίνεται ἡ Λιτανεία τοῦ ἁγίου Λειψάνου στὴν πόλι τῆς Ζακύνθου. Ὅταν περνοῦσε τὸ Ἅγιον Λείψανον κάτω ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρρώστου, σηκώθηκε αὐτὸς ἀπὸ τὸ κρεβάτι βοηθούμενος καὶ ἀπὸ τὴ γυναίκα του. Τότε καὶ οἱ δύο ἐγονάτισαν καὶ ἔκαμαν θερμὴ προσευχὴ στὸν Ἅγιον. Καί, ὤ! τοῦ παραδόξου θαύματος! Δὲν εἶχε προχωρήσει οὔτε τριάντα βήματα ἡ Λιτανεία καὶ ὁ τυφλὸς εἶδε πλέον καλὰ καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεὸν καὶ τὸν Ἅγιον Διονύσιον, ποὺ τὸν ἔκαμε καλά.
Μία μέρα ἦταν κάποιο πλοῖο ἔξω ἀπὸ τὸ νησὶ τῆς Ζακύνθου καὶ ἐκινδύνευε νὰ βυθισθῇ ἀπὸ τὴν μεγάλην τρικυμίαν. Τρεῖς ἀπὸ τοὺς ναῦτες ρίχτηκαν μὲ ὁρμὴ μέσα στὰ κύματα καὶ παρεκάλεσαν νὰ τοὺς βοηθήσῃ ὁ Ἅγιος Διονύσιος. Πραγματικὰ τότε ὁ Ἅγιος φανερώθηκε σ᾿ αὐτούς, ἡσύχασε τὴν δύναμιν τῶν κυμάτων καὶ τοὺς ἐπῆγε κολυμβώντας στὴ Ζάκυνθο. Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸ τὸ θαῦμα ἀμέσως, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἦταν βρεγμένοι καὶ κουρασμένοι, πήγανε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου, διὰ νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Ἅγιο, ποὺ τοὺς ἔσωσε.
Ζήτησαν ἐκεῖ νὰ ἀνοίξουν τὴν ἱερὴ Λάρνακα, γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸ Ἅγιο Λείψανο. Ἤθελαν νὰ βρέξουν μὲ τὰ δάκρυά τους ἀπὸ εὐγνωμοσύνη τὰ πόδια τοῦ Ἁγίου. Ἀλλὰ δυστυχῶς ἔλειπε ὁ ἐφημέριος, ποὺ κρατοῦσε τὰ κλειδιὰ τῆς λάρνακας καὶ θὰ ἔφευγαν χωρὶς νὰ προσκυνήσουν. Τότε ἀκούγεται ἕνα τρίξιμο καί, ὢ τοῦ θαύματος! ἄνοιξε ἡ ἱερὰ Λάρναξ αὐτομάτως. Μπροστὰ στὸ θαῦμα αὐτὸ ὅλοι ποὺ ἦσαν ἐκεῖ, οἱ Ὀρθόδοξοι ἔμειναν κατάπληκτοι. Οἱ ναῦτες ἐφίλησαν τὰ πόδια τοῦ Ἁγίου μὲ μεγάλην κατάνυξιν καὶ κατόπιν ἔκλεισε πάλιν ἡ Λάρναξ αὐτομάτως. Βγῆκαν οἱ ναῦτες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ διαλαλοῦσαν τὸ θαῦμα αὐτό σε ὅλο τὸν κόσμο.
Κατὰ τὸ ἔτος 1841 ἀρρώστησε ἀπὸ βαρειὰ ἀρρώστεια τῶν ματιῶν ἡ κόρη τοῦ σπαρτιάτου Εὐστρατίου Ἰατρίδου. Ὀνομαζόταν Αἰκατερίνη καὶ ἔμενε στὴν Ζάκυνθο. Μεταχειρίσθηκε ὅλα τὰ μέσα τῆς ἰατρικῆς, ἀλλὰ δὲν εὑρῆκε καμμίαν γιατρειά. Τοὐναντίον ἐχειροτέρευσε τὸ κορίτσι αὐτὸ καὶ ἐκαμπούριασε ἕως τὰ γόνατα. Τότε ὁ πατέρας τῆς κοπέλας ἀπελπίσθηκε καὶ ἔτρεξε νὰ τὸν βοηθήσῃ ὁ Ἅγιος Διονύσιος. Κατὰ τὴν 17ην Δεκεμβρίου, τότε ποὺ γίνεται ἡ Λιτανεία τοῦ Ἁγίου Λειψάνου, τύλιξε μὲ ἕνα σεντόνι τὴν τυφλὴν κόρην του καὶ τὴν ἔφερε στὸν δρόμον ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ θὰ περνοῦσε ἡ Λιτανεία.
Γονατιστὸς ἐκεῖ, αὐτὸς παρακαλοῦσε τὸν Ἅγιον μὲ ζεστὰ δάκρυα. Πράγματι, πέρασε ἡ Λάρνακα μὲ τὸ Ἅγιο Λείψανο ἐπάνω ἀπὸ τὸ τυφλὸ κοριτσάκι. Τύλιξε κατόπιν πάλιν ὁ πατέρας του μὲ τὸ σεντόνι τὸ ἄρρωστο κορίτσι του καὶ τὸ ἔφερε στὸ σπίτι του. Τότε, ὢ τοῦ θαύματος! ξαναεῖδε τὸ φῶς της ἡ Αἰκατερίνη. Καὶ δὲν γιατρεύτηκαν μόνον τὰ μάτια της, ἀλλὰ καὶ ὅλον της τὸ σῶμα.
Κάποιος ἄλλος, ὀνόματι Ἰωάννης Μποφαρδιός, ποὺ ἦτο ἀπὸ τὸ προάστειον Πόχαλιν, εἶχε πιασθῆ καὶ ἐβαστάζετο ὄρθιος μὲ δύο δεκανίκια. Ὅταν ἦταν ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου, πῆγε μὲ δυσκολία τὸ ἀπόγευμα στὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου διὰ νὰ τὸν παρακαλέσῃ, νὰ τὸν λυπηθῆ, καὶ νὰ τὸν βοηθήση, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐχειροτέρευσε ἡ κατάστασίς του δὲν μπόρεσε νὰ ἀναχωρήσῃ καὶ ἐπῆρε τὴν ἀπόφασιν νὰ μείνη ὅλη τὴν νύκτα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου μοναχός του. Ὅταν τὴν νύχτα ἐκτύπησαν οἱ Καλόγεροι τὴν πόρτα καὶ αὐτὸς δὲν μποροῦσε νὰ σηκωθῇ νὰ ἀνοίξῃ, ἄκουσε νὰ βγαίνῃ μία παράξενη φωνὴ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Λάρνακα καὶ νὰ τοῦ λέγῃ:
-«Εὐλογημένε, σήκω καὶ ἄνοιξε».
Τότε δυνάμωσε ὀλίγον καὶ ἀκουμπώντας στὰ στασίδια, ἄνοιξε τὴν πόρτα. Τὸ πρωὶ μετὰ τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀπεφάσισε μὲ τὴν βοήθεια τῶν δυὸ μπαστουνιῶν του νὰ γυρίσῃ στὸ σπίτι του στὴν Πόχαλιν. Πηγαίνοντας ὅμως, κατάλαβε ὅτι ἄρχισε νὰ ἀναλαμβάνῃ τὶς δυνάμεις του. Καὶ ὅταν ἔφθασε στὸ σπίτι του, ἦταν πιὰ τελείως καλά.
Κάποιος Νικόλαος Ντιρλῆς ποὺ ἤρχετο μὲ ἕνα μικρὸ πλοῖο στὴν Ζάκυνθο, ἔπασχε ἀπὸ σεληνιασμό. Ὅταν δὲ ἐπλησίασε τὸ πλοιάριο στὴν Ζάκυνθο καὶ ὁ ἄρρωστος εἶδε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου, τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν βοηθήσῃ νὰ γίνῃ καλὰ καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ἔγινε ἀμέσως καλά.
Ἕνας Ἄγγλος πλοίαρχος εἶχε ἀγκυροβολήσει στὸν ὅρμον τοῦ Κεριοῦ τῆς νήσου Ζακύνθου, ἐπειδὴ ἦταν μεγάλη τρικυμία αὐτὴν τὴν ἡμέρα. Εἶδε ὅμως ἐκεῖ τὸν Νικόλαον Κουτσουκέλην, φύλακα τοῦ Ὑγειονομικοῦ νὰ προσεύχεται γονατιστός. Τὸν ἐρώτησε καὶ ἔμαθε, ὅτι προσεύχεται στὸν Ἅγιο Διονύσιο.
-«Μπορῶ, τοῦ εἶπε καὶ ἐγὼ νὰ τὸν παρακαλέσω γιὰ νὰ σωθοῦμε;».
-«Καὶ γιατί ὄχι; Τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος.
Ἔβγαλε λοιπὸν τότε τὸ πηλίκιόν του ὁ Ἄγγλος πλοίαρχος καὶ παρεκάλεσε τὸν Ἅγιο. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ἐκόπασε ἀμέσως ἡ τρικυμία καὶ ἔγινε γαλήνη. Ὅταν ἔφθασε στὴν Ζάκυνθο ἔκαμε δῶρο ἕνα ἀσημένιο κανδήλι. Ὁσάκις μάλιστα ἐρχόταν στὴν Ζάκυνθο, δὲν ἐξεχνοῦσε νὰ προσφέρῃ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου ἀρκετὲς λαμπάδες.
Τὸ 1849 ὁ νεωκόρος Ἱλαρίων Γκερπέσης τρεῖς φορὲς εἶδε στὸ ὄνειρόν του τὸν Ἅγιον. Τὴν δὲ τετάρτην φορὰν εἶδε τὸν Ἅγιον νὰ τὸν σύρῃ ἀπὸ τὸ μπράτσο του καὶ νὰ τοῦ λέγῃ:
-«Σήκω». Τότε ἐκεῖνος ξύπνησε, παίρνει τὰ κλειδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἀνοίγει καὶ βλέπει νὰ καίγεται τὸ κουτὶ τῆς Ἐλεημοσύνης, στὸ ὁποῖον μετεδόθη ἡ φωτιὰ ἀπὸ μίαν λαμπάδα, ποὺ τὴν ἐξέχασαν ἀναμμένην. Ἔσβησε, ἀμέσως τὴ φωτιὰ καὶ εὐχαρίστησε τὸν Ἅγιο.
Κάποτε τὴν 16ην τοῦ Δεκεμβρίου ἐγίνετο ὁ Ἑσπερινός. Τὴν ὥρα ποὺ ἔλεγαν τὸ «Φῶς ἱλαρὸν» κροτοῦσαν τὰ καρκούνια. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ μπῆκε στὴν κοιλιὰ ἑνὸς παιδιοῦ, ὀνόματι Χρήστου Σεμιτέκλου, ἀπὸ τὸ Ποχάλειο. Ἔπειτα ἀπὸ εἴκοσι ἡμέρες αἰσθάνθηκε τὸ παιδὶ δυνατοὺς πόνους στὴν κοιλιά του καὶ ὢ τοῦ θαύματος, τὸ κακὸ ποὺ ἔπαθε βγῆκε ἀπὸ τὸ συνηθισμένο μέρος, διότι αὐτὸς παρακαλοῦσε πάντοτε τὸν Ἅγιον νὰ τὸν βοηθήσῃ. Δὲν ὑπῆρχαν τότε νοσοκομεῖα καὶ τὰ μέσα δι᾿ ἐγχειρήσεις καὶ κατέφυγαν μόνον στὸν Ἅγιο. Αὐτὸς ἦταν ὁ γιατρός τους σὲ κάθε ἀρρώστιά τους.
Ὅταν ἐπῆγε ὁ Ἅγιος Νεκτάριος στὴν Αἴγινα καὶ ἀνέβαινε τὸν ἀνήφορο, γιὰ νὰ πάῃ στὴ Μονή, ὅπου ἐγκατεστάθη ὁριστικῶς, τότε συνάντησε στὸ δρόμο τὸν Ἅγιο Διονύσιο Αἰγίνης. Αὐτός, ὡς γνωστόν, ὑπῆρξε ἄλλοτε Ἐπίσκοπος Αἰγίνης καὶ τώρα τὸ λείψανό του διατηρεῖται ἄθικτο στὴν Ζάκυνθο. Στὴν Αἴγινα σώζεται ἀκόμη τὸ ἐκκλησάκι καὶ τὸ κελί του. Σ᾿ αὐτὸ ἀσκήτευε, ὅταν ἤτανε Δεσπότης Αἰγίνης.
-Ἔλα Νεκτάριε, τοῦ εἶπε. Σὲ περιμένω. Πίσω του, ὅμως στεκόταν ἕνας στρατιωτικός. Ἐρωτᾶ ὁ Νεκτάριος τὸν Ἅγιο Διονύσιον:
-Καὶ ὁ Ἀδελφὸς ποιὸς εἶναι;
-Εἶναι ὁ Μηνᾶς, τοῦ ἀπαντᾷ. Καὶ αὐτὸς ἐδῶ μένει.
Αὐτὸ βέβαια διαδόθηκε κατόπιν παντοῦ. Ὁ δὲ Ἅγιος Νεκτάριος, ποὺ ἤτανε ξένος πρὸς τὴν Αἴγινα, ρώτησε τοὺς ντόπιους:
-Ἔχετε ἐδῶ κανένα Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ;
-Ὄχι, Σεβασμιώτατε, τοῦ ἀπάντησαν. Μόνον ἕνα ἐρημοκκλήσι εἶναι κάπου πολὺ μακριά.
-Καὶ ποῦ εἶναι αὐτό; Τοὺς ρώτησε πάλιν.
-Εἶναι ἀπάνω ἀπὸ τὴν Ἁγία Μαρίνα καὶ κοντὰ στὸ Μεσαγρό. (Ἦταν κοντὰ στὸν ἀρχαῖον ναὸν τῆς Ἀφαίας).
Ἔπειτα ὅμως ἀπὸ δύο χρόνια, μετὰ τὴν ἐγκατάστασίν του, ἐπῆρε ὁ Ἅγιος δύο ἀδελφές, λιβάνι, κεριὰ καὶ λάδι. Καὶ ἕνα πρωὶ ξεκίνησαν μὲ ζῶα νὰ βροῦν τὸ ἄγνωστο ἐκκλησάκι. Πράγματι, τὸ βρῆκαν. Ἤτανε μικρούτσικο καὶ ἐγκαταλελειμμένο. Σ᾿ αὐτὸ κατέφυγαν ἐν καιρῷ βροχῆς καὶ κακοκαιρίας οἱ ποιμένες. Ἄναβαν ἐκεῖ φωτιά, ἔβαζαν καὶ τὰ ζῶα τους μέσα. Ὁ Ἅγιος μπῆκε στὸ Ἱερὸ καὶ προσευχήθηκε ἐπὶ πολλὴν ὥρα. Ὅταν τελείωσε καὶ βγῆκαν ἔξω ὁ Ἅγιος κοίταξε τὸν Οὐρανὸ καὶ κατόπιν ἔδειξε μὲ τὸ χέρι του τὴν τοποθεσία ἐκείνη καὶ εἶπεν:
-Ἐδῶ θὰ γίνῃ μία μέρα μοναστήρι γυναικῶν. Ἐπροχώρησε ἐν συνεχείᾳ, βηματίζοντας καὶ ἐπισημαίνοντας τὴν τοποθεσίαν.
Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ἔπειτα ἀπὸ σαράντα χρόνια, ἔγινε ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ κατὰ τρόπο θαυματουργικό.
Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ συγκινήθηκαν καὶ ἐμπνεύσθηκαν ἀπὸ τὶς ἀρετὲς τοῦ Ἁγίου. Θὰ ἦταν κουραστικὸ νὰ ἀναγράψομε ποιοὶ εἶναι καὶ πόσοι ἐφιλοπόνησαν ἐγκώμια καὶ συνέθεσαν ἱερὲς ἀκολουθίες γιὰ τὸν Ἅγιο. Θὰ ἀναφέρωμε μόνον τοῦ Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου, τοῦ Ἰωάννου Μυρέων, Συμμαχίου καὶ Ἀραβαντινοῦ. Συνηθίζεται νὰ ψάλλουν τὴν μὲν 24ην Αὐγούστου, ὅταν ἑορτάζομε τὴν ἀνακομιδὴ τῶν Ἁγίων του Λειψάνων, τὴν ἀκολουθίαν τοῦ Ἀραβαντινοῦ, τὴν δὲ 17ην Δεκεμβρίου τοῦ Συμμαχίου.
Κέντρον τῶν ὑμνογράφων εἶναι τὸ ἐπεισόδιον τῆς συγχωρήσεως τοῦ φονιὰ τοῦ ἀδελφοῦ του, ἡ προστασία τῆς ἰδιαιτέρας του πατρίδας, ἡ πραότης καὶ τὸ ἄκακον τοῦ Ἁγίου.
Πολλὲς φορὲς οἱ μοναχοὶ ἀλλάζουν τὰ χρυσοκέντητα πασουμάκια τοῦ ἁγίου, διότι κατὰ τὶς μεγάλες γιορτὲς καὶ τὶς γιορτὲς τῶν Ἁγίων Γερασίμου καὶ Σπυρίδωνος, ὅπως λέγουν, ὅτι τοὺς ἐπισκέπτεται καὶ ὅτι φθείρονται τὰ παπούτσια του ἀπὸ τὴν πορεία. Μάλιστα, στὰ παπούτσια του βρίσκουν καὶ φύκια.
Οἱ Ζακύνθιοι, ὅταν θέλουν νὰ ἐκφράσουν τὴν νοσταλγία τους γιὰ τὴν πατρίδα, ἀντὶ τοῦ «καπνὸν ἀνοθρώσκοντα νοῆσαι κ.λ.π.» τοῦ Ὀδυσσέα τῆς Ἰθάκης, εὔχονται:
«Νὰ ἰδῶ τὸ καμπαναριὸ τοῦ Ἁγίου καὶ ἂς ἀποθάνω».