Ἀξιοδάκρυτος εἶναι ἡ πλάνη εἰς τὴν ὁποίαν πλανᾶται ὁ δυστυχὴς ἄνθρωπος, ξεπεσμένος διὰ τὴν παράβασιν ἀπὸ τὴν πρώτην του δόξαν καὶ ἀθανασίαν, εἰς τὸν θάνατον καὶ φθοράν, διωγμένος ἀπὸ τὴν ἰδίαν του πατρίδα καὶ οὐράνιον μακαριότητα, εἰς τὴν κοιλάδα ταύτην τοῦ κλαυθμῶνος, δηλονότι ἐκ τοῦ ψεύδους καὶ προσκαίρου τούτου κόσμου τῆς ἀθλιότητος· δὲν κλαίει τοιαύτην ἐξορίαν δυστυχεστάτην, ἀλλὰ προσηλωμένος ἐκ τοῦ κόσμου τὸ μάταιον, ἐλησμόνησε τελείως τὰς πρώτας τιμὰς καὶ ἀγαθά, καὶ ὡσὰν νὰ μὴν εἶχε νοῦν, δὲν ψηφᾷ ὁλότελα τοιοῦτον χαϊμόν, ἀλλὰ χαίρεται εἰς τῆς ἐξορίας τὴν δυστυχίαν καὶ βάσανα, καὶ ὡς ἄλογον ζῶον ἀφήνει νὰ σύρεται εἰς τὰς ὀρέξεις τῆς ἰδίας του ἐπιθυμίας ἀπὸ τὰ πάθη τόσον ὁποὺ κατὰ τὴν προφητικὴν φωνὴν «παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς».
Δὲν ἐματαιώθη ὅμως εἰς τοιαύτην δυστυχισμένην πλάνην ὁ σήμερον παρ᾿ ἡμῖν ἑορταζόμενος Ἅγιος, ὁ λαμπρὸς τὸ σῶμα καὶ λαμπρότερος τὴν ψυχήν, ὁ θαυμαστὸς οὗτος λέγω Πατὴρ ἡμῶν Διονύσιος· ἐπειδὴ καὶ ἐκ νεαρᾶς του ἡλικίας, ἀπὸ αὐτὰ δηλαδὴ τῆς ζωῆς τὰ προοίμια, ἔφθασε καὶ ἀντελήφθη τὴν ἐλεεινὴν ἀφροσύνην τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, καὶ τὸ ἐπιζήμιον τῶν κοσμικῶν ἡδονῶν, τὰς ὁποίας καταφρονήσας μὲ γενναιότητα, ἠθέλησε νὰ μείνῃ γυμνὸς ἀπὸ κάθε τρυφήν, πλοῦτον, δόξαν, καὶ ἀνάπαυσιν, ὁποὺ τοῦ ἔταζε ὁ κόσμος, καὶ ἡ μεγαλειότης τοῦ γένους του· καὶ οὕτω ἐλαφρὸς ἀπὸ τόσα βάρη, ἐπτέρωσεν εἰς μοναχὴν τὴν δούλευσιν τοῦ Θεοῦ, τὸν νοῦν, τὴν ἔφεσιν, καὶ τὸν ἔρωτα τῆς ψυχῆς του, διὰ νὰ ἀπολαύσῃ πάλιν μὲ τοιοῦτον τρόπον τὴν ἀρχαίαν του δόξαν, τὴν ἀθανασίαν, καὶ θείαν τρυφήν, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξέπεσε μὲ τὸν προπάτορα μας Ἀδάμ.
Καὶ μολονότι νὰ τοῦ ἠγέρθη ἰσχυρότατος πόλεμος, ἀπὸ τοὺς τρεῖς θανατηφόρους ἐχθροὺς τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴν σάρκα λέγω, τὸν κόσμον καὶ τὸν Διάβολον, διὰ νὰ τὸν αἰχμαλωτίσουν καὶ αὐτὸν εἰς τὴν ὑπακοὴν καὶ ἀγάπην τους· αὐτὸς μὲ ὅλον τοῦτο ἀνδριεύθη, καὶ ἠγωνίσθη κατ᾿ αὐτῶν τόσον, ὁποὺ τέλος πάντων, ἔδειξε ἀνωφελεῖς καὶ νεκρὰς ὅλας τὰς πολεμικὰς ἐνέδρας καὶ ἐπαναστάσεις, ὁποὺ καθ᾿ ἑκάστην ἤγειρον ἐναντίον σου. Ὅθεν καὶ ὁ πανάγαθος Κύριος τὸν ἐδόξασε θαυμασίως καὶ ζῶντα καὶ μετὰ θάνατον, χαρίζοντάς του τὴν ἀτελεύτητον Αὐτοῦ δόξαν καὶ μακαριότητα καὶ ἄφθαρτον κάμνοντας προσέτι τὸ πανέντιμον αὐτοῦ σῶμα ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐνεργοῦνται ἀκαταπαύστως εἰς μετ᾿ εὐλαβείας καὶ πίστεως ἐπικαλουμένους αὐτὸν ἐξαίσια τερατουργήματα, τὰ ὁποῖα νὰ διηγηθῇ τινας, ὅλα καταλεπτῶς, εἶναι ἀδύνατον· ὅμως διὰ δόξα τοῦ Ἱεράρχου μας καὶ προστάτου Διονυσίου καὶ διὰ τὴν κοινὴν ὠφέλειαν, θέλω διηγηθῇ ὅσα εἶναι τῆς δυνάμεώς μου, καὶ ἀκούσατε.
Γεννᾶται ὁ θαυμάσιος οὗτος Ἱεράρχης εἰς τὴν περίφημον Ζάκυνθον, ἀπὸ τοὺς εὐγενεστέρους, πλουσιωτέρους, καὶ ἐνδοξοτέρους ἄρχοντας αὐτῆς τῆς πόλεως. Ὁ πατήρ του Μώκιος ὠνομάζετο τῷ γένει Σηκοῦρος, καὶ ἡ μήτηρ του Παυλίνα, ἀπὸ τὸ ἐκλαμπρότατον γένος τῶν Βαλβίων, ἀρχόντων τῆς γαληνοτάτης ἀριστοκρατίας τῶν Ἑνετῶν. Εὐθὺς ὁποὺ ἀπεγαλακτίσθη, καὶ ἔφθασεν εἰς ἡλικίαν δεκτικῆς μαθήσεως, ἐδόθη ἀπὸ τοὺς γονεῖς του εἰς θεοσεβεῖς καὶ σοφοὺς διδασκάλους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους διδασκόμενος ὄχι μόνο τὰ γράμματα, ἀλλὰ καὶ τὰ καλὰ καὶ θεάριστα ἤθη, ὡς εὐφυὴς ὁποὺ ἦτον εἰς τὸν νοῦν, ἔμαθεν εἰς ὀλίγου καιροῦ διάστημα τὰ ὅσα ἦσαν ἀρκετὰ νὰ τοῦ φωτίσουν τὴν διάνοιαν, διὰ νὰ καταλάβῃ τὴν πλάνην τοῦ κόσμου, τοῦ προσκαίρου βίου τὴν ματαιότητα, καὶ τῆς ψυχῆς τὴν ἀθανασίαν. Καὶ ἐπειδὴ προέκοπτε καθημερινῶς εἰς πράξεις ἐναρέτους, καὶ θεοσέβειαν, ἔκρινε μὲ τὸν ἑαυτόν του νὰ γενῇ στρατιώτης τοῦ ἐπουρανίου Βασιλέως Θεοῦ, καθωπλισμένος μὲ τὸ θώρακα τῆς ἀκραιφνοῦς πίστεως, καὶ τὴν πανοπλίαν τῶν θεαρέστων του ἔργων, διὰ νὰ δυνηθῇ, νικῶντας τοὺς τρεῖς θανατηφόρους ἐχθρούς, νὰ ἀξιωθῇ νὰ ἀπολαύσῃ ὡς νικητὴς τροπαιοῦχος τὸν ἀμαράντινον τῆς δόξης στέφανον.
Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ αἱ κοσμικαὶ φροντίδες, καὶ ὁ πολυτάραχος θόρυβος τῶν βιοτικῶν πραγμάτων τοῦ ἐμπόδιζον τὸν τρόπον, διὰ νὰ βάλῃ εἰς πρᾶξιν τὸν θεοφιλῆ του σκοπόν, καὶ ἔνθεον ἔρωτα, ἀπεφάσισε νὰ μακρύνῃ ἀπὸ τὰς συγχύσεις καὶ ταραχὰς τοῦ κόσμου, διὰ νὰ ἠμπορῇ ἀτάραχος νὰ φαντάζεται τὰ οὐράνια, καὶ νὰ λατρεύσῃ ὁλοψύχως τὸν ποιητήν του καὶ Σωτῆρα Θεόν. Κρίνοντας λοιπόν, κατὰ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον, τὰ πάντα ὡς σκύβαλα, πᾶσαν ἀπόλαυσιν τῆς παρούσης ζωῆς γενναίως κατεφρόνησε γονεῶν ἀγάπην, πλούτου ὄγκον, γένους ὑπερηφάνειαν, ἀξιωμάτων τιμὰς καὶ δόξας, καὶ πᾶσαν ἄλλης σαρκὸς ἀρέσκειαν, καὶ ἡδυπάθειαν, καὶ φεύγοντας ἀπὸ τὴν πατρίδα του ὡς ἀετὸς ὑπόπτερος, ἔδραμεν ὡς εἰς καλιὰν ψυχοσωτήριον, εἰς τὴν Στροφάδων βασιλικὴν μονὴν κειμένην κατέναντι τῆς Ζακύνθου πρὸς τὸ νότιον μέρος, μακρὰν ἀπὸ αὐτῆς ἕως μίλια τεσσαράκοντα, καὶ φθάνοντας ἐκεῖ γεμάτος ἀπὸ πνευματικὴν εὐφροσύνην, ἀφοῦ ἔκαμε τὴν διατεταγμένην δοκιμήν, ἐνεδύθη ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα καὶ ἐτελειώθη καλόγηρος.
Ἀγκαλὰ νέος εἰς τὴν ἡλικίαν, ὅμως ὑπερέβαινεν εἰς τὰς ἀρετὰς καὶ τοὺς πλέον γέροντας καὶ ἐναρέτους πατέρας τῆς σεβασμίας ἐκείνης μονῆς. Ἀγρυπνᾷ τὸ περισσότερον τῆς νυκτός, τὸν ὁποῖον καιρὸν ἐξοδίαζεν εἰς τὴν ἀνάγνωσιν τῶν πνευματικῶν βιβλίων, καὶ εἰς ὕμνους καὶ δοξολογίας πρὸς τὸν Θεόν. Τὰς σαρκὸς τὰς συμπαθεῖς ὀρέξεις ἐχαλιναγώγει, καὶ κατεδάμαζε μὲ πολυημέρους νηστείας, καὶ στοχαζόμενος τὴν οὐτιδανότητα τῆς ἀνθρωπίνου φύσεως, ἐνίκα τὸν δαίμονα τῆς ὑπερηφανείας μὲ ἄκραν ταπείνωσιν· καὶ μολονότι κατήγετο ἀπὸ λαμπρότατο γένος, ἐστοχάζετο ὅμως τὸν ἑαυτόν του εὐτελέστερον ἀφ᾿ ὅλους καὶ ἀναξιώτερον. Διὰ τὰ ὁποῖα καὶ οἱ πατέρες ὅλοι τῆς μονῆς τὸν εἶχον ὡς κανόνα τῶν ἀρετῶν καὶ εἰκόνα τῆς ὁσιότητος, καὶ ἔπασχε καθένας ἀπὸ αὐτοὺς νὰ τὸν μιμῆται, ὅσο τὸ κατὰ δύναμιν. Δοκιμασθεὶς ἀπὸ τοὺς προεστῶτας ἀνεβιβάσθη κατὰ βαθμὸν εἰς τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης διὰ νὰ προσφέρῃ ἱλαστηρίους εὐχάς, καὶ ἀναιμάκτους θυσίας πρὸς τὸν Θεὸν ὡς ὁ πάλαι Μελχισεδὲκ διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ κόσμου.
Ἐπιθυμῶν μετὰ ταῦτα νὰ προσκυνήσῃ τοὺς ἁγίους τόπους τῆς Ἱερουσαλήμ, ἔκρινε μὲ θέλημα τῆς ἀδελφότητος νὰ περάσῃ εἰς τὰς Κυκλάδας νήσους, ἤγουν εἰς τὰ δωδεκάνησα, διὰ νὰ εὕρῃ μὲ εὐκολίαν ἐκεῖ κανένα πλοῖον, νὰ ταξιδεύσῃ πρὸς τοὺς ῥηθέντας Ἁγίους Τόπους, κατὰ τὴν ἔφεσιν τῆς καρδίας του. Ὅθεν περιερχόμενος τὰς νήσους ἐκείνας καὶ ζητῶν εὐκαιρίαν πλοίου, διὰ νὰ τελειώσῃ τὸν σκοπόν του, ἀπέρασε καὶ εἰς τὰς Ἀθήνας, καὶ ἐκεῖ κατὰ τὴν τάξιν τῆς ἱερατικῆς πολιτείας, ἤθελε νὰ προσκυνήσῃ τὴν μητρόπολιν τοῦ τόπου· ὁ ὁποῖος ἔχων ἀκουστὴν τὴν καλὴν φήμην τοῦ Διονυσίου, τὸν παρεκίνησε νὰ λάβῃ τὴν ἐπιστασίαν τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς τῆς Αἰγίνης, ὁποὺ ἦτον τότε χηρεύουσα· αὐτὸς δὲ ὡς ταπεινόφρων καὶ μέτριος προεφασίζετο λέγων, πὼς δὲν ἦτον ἄξιος τοιούτου ἐπιχειρήματος, νὰ δεχθῇ τόσην φροντίδα ψυχῶν ἐπάνω του. Ἀλλ᾿ ὁ σοφὸς καὶ συνετὸς μητροπολίτης, ὁποὺ δι᾿ ἀκοῆς εἶχε τὰς ἀρετὰς τοῦ Διονυσίου, καὶ ἀπὸ τὸ σεμνοπρεπές του εἶδος ἐβεβαιώνετο εἰς τὴν ἀψευδῆ φήμην, ὁποὺ τὸν εἶχε προκεκηρυγμένον, τὸν ἐβίασε τόσον ὁποὺ τὸν ἔκαμε καὶ συνεκατέβη, διὰ νὰ μὴ φανῇ παρήκοος εἰς τὰ τοῦ ἀρχιερέως προστάγματα· τότε ἀναφέρων δι᾿ ἐπιστολικοῦ γράμματος, καὶ φανερώνων εἰς τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαὸν τῆς Αἰγίνης ὁ ἄνωθεν Ἀθηνῶν πρόεδρος τὴν ἀξιότητα τοιούτου ὑποκειμένου, καὶ πῶς βιαίως τὸν ἔκαμε μὲ πολλὰς παρακαλέσεις καὶ πνευματικὰς παρακινήσεις, καὶ ἔνευσε νὰ δεχθῇ τὴν αὐτὴν ἐπιστασίαν, ὅλοι ὁμογνώμονες καὶ μὲ κοινὴν ψῆφον τὸν ἔκλεξαν διὰ ποιμένα τους καὶ διδάσκαλον, δοξάζοντες καὶ εὐχαριστοῦντες τὸν Θεόν, ὁποὺ τοὺς προενοήθη, πέμπων πρὸς αὐτοὺς διὰ κυβερνήτην καὶ ὁδηγόν, τοιοῦτον ἄνδρα θεοσεβῆ τε καὶ ἅγιον.
Ἐχειροτονήθη λοιπὸν κατὰ τὴν τάξιν μὲ ἔκδοσιν τῆς μεγάλης ἐκκλησίας, ἀπὸ τὸν αὐτὸν μητροπολίτην, Αἰγίνης ἀρχιεπίσκοπος. Πόσην χαρὰν νὰ ἔγινε τὴν ἡμέραν ἐκείνην εἰς ὅλους τοὺς Αἰγινῆτας, κάθε εὐσεβὴς ἂς στοχασθῇ· ἐμπιστευθεὶς τοιουτοτρόπως τὴν ἐπιστασίαν τοῦ λογικοῦ ἐκείνου ποιμνίου, δὲν ἔπαυε καθημερινῶς νὰ τὸ διδάσκῃ μὲ νουθεσίας, μὲ ἱεροὺς λόγους, καὶ μὲ ψυχωφελῆ παραδείγματα· ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ φήμη πανταχοῦ τὸν ἐκήρυττε, καὶ ὡς μαγνήτης τὸν σίδηρον, ἔσυρε ὅλους πρὸς τοῦ λόγου του, διὰ νὰ ἀκούωσι τὰ μελίῤῥυτά του καὶ θεόσοφα λόγια, ὕστερον ἀπὸ ἱκανὸν χρόνον τῆς διοικήσεως ἐφοβήθη, μήπως καὶ ὁ τῶν ἀνθρώπων ἔπαινος, ὁποὺ εἰς τόσον τὸν ὕψωνε, τὸν κρημνίσῃ εἰς τὴν φάραγγα τῆς κενοδοξίας, καὶ ἐμελέτησε νὰ κάμῃ τοῦ θρόνου παραίτησιν. Ὅθεν ἀφήνων διάδοχον ἄξιον εἰς τὸν θρόνον του ἡτοιμάσθη νὰ ἐπιστρέψῃ πρὸς τὴν ποθητήν του πατρίδα Ζάκυνθον· τότε εὐλογῶν τὸ ποίμνιόν του καὶ παρακαλῶν τὸν Κύριον νὰ τὸ διαφυλάττη ἄβλαβον, ἀπὸ ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους ἐχθρούς, καὶ νὰ τοῦ χαρίσῃ ὅλα τὰ καταθύμια, ἀφῆκεν εἰς ὅλους κοινῶς θλῖψιν ὑπέρμετρον.
Φθάνων λοιπὸν εἰς τὴν ἠγαπημένην του πατρίδα, ἐπισήμου διὰ τοῦ ἀρχιερατικοῦ χαρακτῆρος, ἀνεκδιήγητον τὴν χαρὰν ἔλαβον ὅλοι οἱ συμπρατιῶται του σεβόμενοι αὐτὸν ὡς νοητὸν ἥλιον τῆς ἁγιοσύνης, διότι εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦτον χηρεύουσα ἡ ἀρχιεπισκοπὴ τῆς Ζακύνθου, εἰς τὸ 1589, ἐτάχθη ὁ ἀρχιερεὺς Διονύσιος μὲ γράμμα πατριαρχικὸν νὰ κυβερνήσῃ τὴν ἐπαρχίαν ἐκείνην ἐπιτροπικῶς ἕως νὰ γίνῃ ἡ νέα ψῆφος ὡς καὶ ἐγένετο, πατριαρχιερατεύοντος τότε τοῦ ἀοιδίμου πατριάρχου Ἱερεμίου. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὄχι μὲ ὄρεξιν, ἀλλὰ διὰ εὐχαρίστησιν τῶν συμπατριωτῶν του, ὁποὺ τόσον τὸν παρεκάλεσαν, καὶ διὰ νὰ δειχθῇ εὐπειθὴς εἰς τὸ πατριαρχικὸ πρόσταγμα, ἐδέχθη πρὸς καιρὸν τὴν ἐπιστασίαν τῆς ἄνωθεν ἐπαρχίας. Εὐθὺς ὁποὺ ἔγινεν ἡ ψῆφος εἰς ἕτερον πρόσωπον, δὲν ἠθέλησε πλέον νὰ διαμείνῃ συναναστρεφόμενος εἰς τὴν κοσμικὴν πολιτείαν, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν εἶχεν τὴν ἄδειαν νὰ συνευρίσκεται νοερῶς μὲ τὸν ποιητήν του Θεόν, καὶ νὰ λεπτύνῃ τὸν νοῦν του μὲ τὴν πνευματικὴν μελέτην καὶ θεϊκὴν κατανόησιν.
Ἔχων ἤδη πρὸ χρόνων δέκα τόπον ἐπιτήδειον ἡτοιμασμένον διὰ νὰ ἡσυχάσῃ κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν του εἰς τοποθεσίαν πολλὰ ἁρμόδιον, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκεται οἰκοδομημένον τὸ περιβόητον μοναστήριον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐπονομαζομένης Ἀναφωνητρίας, μακρὰν ἀπὸ τὴν χώραν Ζακύνθου, μίλια σχεδὸν εἴκοσι, κείμενον ἐπάνω εἰς τὰ ὑψηλότερα ὄρη τῆς αὐτῆς νήσου, πρὸς τὸ δυτικὸ μέρος. Τοῦτο τὸ εὐαγὲς μοναστήριον ἐξουσιάζεται ὡς κτητορικὸν δίκαιον, ἤγουν ἰοὺς πατρονάτου, κατὰ τὴν τῶν Λατίνων φωνήν, ἀπὸ τὴν γαληνοτάτην αὐθεντίαν τῶν Ἑνετῶν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν εἶχε λάβη πρὸ καιροῦ ὁ Διονύσιος διὰ κατοικίαν του ἡσυχαστικήν· ὡς καθὼς ἀνέβη μὲ τὸ κορμὶ ὑψηλὰ ὁ Διονύσιος πορευόμενος εἰς τὰ ὑψήβατα ὄρη ἐκεῖνα, τοιουτοτρόπως ὕψωσε καὶ τὸν νοῦν ὅλως διόλου εἰς τὰ οὐράνια, δὲν ἐφαντάζετο ἄλλο παρὰ μόνον τὸ ἀσύγκριτον κάλλος τῆς τρισηλίου θεότητος, καὶ τόσον ἐλέπτυνε τὴν ψυχήν του μὲ τὰς νοερὰς θεωρίας ὁποὺ ἠμπορῶ σχεδὸν νὰ εἰπῶ, πὼς ἔγινεν ὅλως οὐράνιος· ἀφήνω νὰ διηγοῦμαι τὰς παθοκτόνους νηστείας, τὰς νυχθημέρους προσευχάς, τὰς χαλεπὰς καὶ σωματοτιμωρικὰς χαμευνίας (διότι ἔχων τὴν κλίνην τοῦ κατασκευασμένην μὲ πέτρας ἀγκυλωτὰς καὶ εἰς τὸ φαινόμενον εὐτρεπισμένην μὲ γλαφυρὰ σκεπάσματα, δὲν ἔστεργεν, ὅτι κανεὶς ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτας του νὰ ἐμβαίνῃ εἰς τὸ κελλίον του διὰ νὰ μὴ φανερωθῇ ἡ ἀρετή του αὐτή, ἀλλὰ μόνος κατὰ μόνας τὴν κλίνην του ἐκυβέρνα) δὲν λέγω τὴν ἀσχόλαστον ἐλεημοσύνην, διὰ τῆς ὁποίας ἐφαίνετο μία βρύσις ἀένναος, ὁποὺ ἐπότιζε δαψιλῶς τοὺς διψασμένους πένητας, ἔχων συνήθειαν κάθε χρόνον πρὸς τὸ ἅγιον πάσχα τῆς λαμπροφόρου τοῦ Κυρίου Ἀναστάσεως, νὰ πέμπῃ μίαν μεγάλην βάρκαν τοῦ μοναστηρίου, εἰς τὴν χώραν φορτωμένην ἀπὸ σιτάρι, ὄσπρια, ἀρνία, ἐρίφια, καὶ ἄλλα βρώσιμα μὲ καλογήρους τῆς μονῆς νὰ τὰ διαμοιράζους εἰς πτωχοὺς κρυφίως κατὰ τὴν παραγγελίαν του.
Σιωπῶ τὰς λοιπάς του ἀρετάς, μὲ τὰς ὁποίας ὅλας ὡς καρποφόρον δένδρον ἐφαίνετο φορτωμένος ὁ Διονύσιος ὄντως Ἄγγελος σαρκοφόρος, καὶ ἄνθρωπος ἀγγελόφρων κατὰ τὴν ἀλήθειαν ἐγνωρίζετο, ἐνουθέτα κάθε ἡμέραν διδάσκων τοὺς πατέρας τῆς μονῆς ὄχι μόνον μὲ τὸν λόγον, ἀλλὰ περισσότερον μὲ τὸ καλόν του παράδειγμα, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ ὄντως ἀληθὴς καὶ πατρικὴ διδασκαλία, καθὼς διδάσκει καὶ ἡ γραφὴ λέγουσα, ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν· τοὺς παρεκίνει νὰ φυλάττουν ἀπαραλλάκτως τὰς τάξεις, καὶ ἤθη τῆς μοναδικῆς πολιτείας, καὶ νὰ μὴν τολμήσουν ποτὲ νὰ παρέβουν καμμίαν ἀπὸ τὰς ὑποσχέσεις ὁποὺ ἔκαμαν, ὁπόταν τὸ ἀγγελικὸν ἐνεδύθησαν σχήμα· ἀνάμεσα εἰς τὸ πολυάριθμον τῶν ἀρετῶν ὁποὺ τὸν ἐστόλιζον, πλέον ἀφ᾿ ὅλας ἔλαμπε ἡ θεώνυμος ἐκείνη ὁποὺ ῥίζα καὶ θεμέλιον πασῶν τῶν ἀρετῶν ὀνομάζεται ἡ κατὰ Θεὸν ἀγάπη καὶ πρὸς τὸν πλησίον· ἡ ὁποία τόσον ἦτο ῥιζωμένη εἰς τὴν καρδίαν του λέγω, τοῦ πλησίον, ὁποὺ ὑπερέβη καὶ αὐτοὺς τοὺς ὅρους τῆς φύσεως, καὶ ἀκούσατε παρακαλῶ μὲ προσοχὴν καὶ εὐλάβειαν νὰ θαυμάσετε.
Ἄνθρωπός τις πάντολμος καὶ αὐθάδης, μὲ χείραν παμμίαρον ἀπεφάσισε νὰ φονεύσῃ Κωνσταντῖνον τὸν γνήσιον καὶ ἠγαπημένον ἀδελφὸν τοῦ Ἁγίου, ὑποκείμενον ἀξιώτατον καὶ περίβλεπτον τῆς πατρίδος ἄρχοντα. Οὗτος ἀφοῦ ἔπραξε τοιαύτην μιαιφονίαν, φοβούμενος τὴν δύναμιν τῶν συγγενῶν τοῦ φονευθέντος, ἔφυγε διὰ νὰ γλιτώσει τὴν ζωήν του, εἰς τόπους ἐρήμους καὶ ἀβάτους· τέλος πάντων (δὲν ἠξεύρω ἢ κατὰ τύχην ἢ μᾶλλον κατὰ οἰκονομίαν θεϊκήν, διὰ νὰ φανερωθῇ ἡ μεγάλη καὶ παράδοξος ἀρετὴ τοῦ Ἁγίου), ἐξέπεσεν εἰς τὸ προειρημένον μοναστήριον τῆς Θεοτόκου Ἀναφωνητρίας, ἐκεῖ ὅπου ὁ Ἅγιος ἡγουμένευε· καὶ μὴ γνωρίζων ὅτι ὁ ἡγούμενος ἦτον ἀδελφὸς τοῦ φονευθέντος, ὅλος ἔντρομος, καὶ ἀπὸ τὸν φόβον ὡς μισαποθαμένος, μὲ δάκρυα γονατιστὸς πίπτει εἰς τὰ ποδάρια τοῦ Ἁγίου, καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ ἤθελε κάμῃ ἔλεος εἰς αὐτὸν νὰ τὸν φυλάξη εἰς τόπον ἀποκρυφον· βλέπων αὐτὸν ὁ Ἅγιος τοιαύτης λογῆς τρομασμένον, τὸν ἐρωτᾷ νὰ εἰπῇ τὸ αἴτιον τοῦ τοιούτου φόβου· καὶ ἀκούων παρ᾿ αὐτοῦ πὼς ἔφυγεν ἀπὸ τὸ θυμὸν τῶν ἀρχόντων ὁποὺ ἐπήγαινον ξετρέχοντες νὰ τὸν εὕρουν καὶ θανατώσουν, διότι εἶχε φονεύσῃ ἕναν ἀπὸ αὐτὸ τὸ γένος ὀνομαζόμενον Κωνσταντίνον· ἀφήνω ἐδῶ τὸν καθ᾿ ἕναν ἀκροατὴν νὰ στοχασθῇ πόσον πόνον νὰ ἐγροίκησε ὁ Ἅγιος εἰς τὴν καρδίαν κατὰ φύσιν εἰς τοιοῦτον θλιβερὸν καὶ πικρότατον μήνυμα, μὴ ἔχων μάλιστα ἄλλον ἀδελφόν· ἤλλαξεν ἡ ὄψις τοῦ προσώπου του, τὰ φιλάδελφα δάκρυα ὡς ἀπὸ δύο θαλαρὰς βρύσεις εὐθὺς ἀπὸ τὰ ὀμμάτιά του ἔδραμον, καὶ μὲ βαθύτατον στεναγμὸν εἶπεν· ὦ ἄνθρωπε, καὶ τί σοῦ ἔπταισεν ὁ καλὸς ἐκεῖνος ἄρχοντας, καὶ τὸν ἐθανάτωσες ἄδικα; Τώρα ὡς ἄνθρωπος ἐβιάζετο ἀπὸ τὴν φυσικὴν ἀγάπην τῆς ἀδελφότητος νὰ κάμῃ ἐκδίκησιν, ἀλλὰ προτιμῶν τὴν θεϊκὴν ἐντολήν, ὁποὺ προστάζει νὰ ἀγαθοποιοῦμεν τοὺς κακοποιοῦντας, ὄχι μόνο δὲν ἐκακοποίησε ἐκεῖνον τὸν πάσης τιμωρίας καὶ παιδεύσεως ἄξιον, ἀλλὰ μιμούμενος ἐκτενῶς τὴν ἀνεξικακίαν τοῦ Δεσπότου μας Χριστοῦ, ὁποὺ διὰ τοὺς ἰδίους του σταυρωτὰς παρεκάλει τὸν Ἄχραντόν του Πατέρα, ἐπῆρε τὸν φονέα ἐκεῖνον, καὶ μὲ παρηγορητικὰ λόγια θαῤῥύνων αὐτόν, τὸν ἔκρυψεν εἰς τόπον ἀπόκρυφον, φιλεύων αὐτὸν μὲ πάσην φιλοφροσύνην καὶ σπλάγχνον, ὥσπερ νὰ ἦτον ὄχι ἐχθρός, ἀλλ᾿ εὐεργέτης του.
Εἰς ὀλίγης ὥρας διάστημα, ἰδοὺ καὶ φθάνουν πολλοὶ ἀπὸ τῶν συγγενῶν τοῦ Ἁγίου δρομαῖοι, ἱδρωμένοι ἀπὸ τὸν κόπον τῆς μακρᾶς ὁδοιπορίας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄμετρον λύπην σχεδὸν μισαποθαμένοι, συντροφιασμένοι μὲ πλῆθος ἀνθρώπων καθοπλισμένων· τοὺς ὁποίους βλέπων ὁ Ἅγιος ὑπεκρίθη πὼς δὲν ἠξεύρει τίποτε, καὶ μόνον τοὺς ἐρώτα νὰ εἰποῦν τὴν αἰτίαν τοῦ ἐρχομοῦ των, καὶ τῆς πολλῆς αὐτῶν θλίψεως· αὐτοὶ μετὰ πολλῶν δακρύων τοῦ ἐφανέρωσαν τὴν ἐλεεινὴν τραγωδίαν καὶ φόνον τοῦ ἀδελφοῦ του, ἐρωτῶντες αὐτὸν ἀκόμη, ἐὰν εἶδε νὰ ἐπέρασεν ἀπὸ ἐκεῖ ὁ φονέας, τὸν ὁποῖον ἐπήγαιναν γυρεύοντας διὰ νὰ τοῦ πάρουν τὴν ζωὴν καθὼς καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν ἴδιαν ζωὴν ἐστέρησεν τὸν ἀγαπημένον του ἀδελφὸν Κωνσταντῖνον. Ἔκλαυσεν ὁ Ἅγιος, ἐθρήνησεν ὁμοῦ μὲ τοὺς συγγενεῖς του τοῦ ἀδελφοῦ του τὸν θάνατον, καὶ διὰ νὰ τοὺς κάμῃ νὰ μισεύσωσιν ἀπὸ ἐκεῖ τὸ ὀγληγορώτερον διὰ νὰ εὕρῃ ἄδειαν νὰ γλιτώσει τὸν ἐλεεινὸν ἐκεῖνον φονέα, ὁποὺ εἶχε κρυμμένον, τοὺς ἔβγαλεν ἐκεῖθεν μὲ συμβουλευτικὰ λόγια, στέλνων αὐτοὺς τάχα πρὸς ἀκριβῆ ἐξέτασιν τοῦ φονέως· ὅθεν καὶ ἐπέτυχεν τῆς γνώμης του· διότι παρευθὺς ὁποὺ ἐμάκρυναν ἀπὸ ἐκεῖ οἱ συγγενεῖς του, νουθετῶν αὐτὸν διὰ νὰ τοῦ φανερώσῃ, πὼς ἦτον ἀδελφὸς τοῦ φονευθέντος ὑπ᾿ αὐτοῦ, καὶ πνευματικῶς ἑρμηνεύων αὐτόν, τὸν διώρθωσε, συγχωρῶν αὐτοῦ τὸ ἁμάρτημα, καὶ τότε συντροφιάζων αὐτὸν ἕως εἰς τὸ παραθαλάσσιον ὅπου ἦτον σιμὰ εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο τοῦ μοναστηρίου, καὶ δίδων αὐτὸν τὰ πρὸς χρείαν διὰ τὴν ζωοτροφίαν του, καὶ ταξίδι, εἰς ἄλλην χώραν διὰ νὰ γλιτώσει τὴν ζωήν του, τὸν ἔπεμψεν.
Ὢ ἀρετή! Ὢ ἔργον ὑπερφυές! Ὢ κατόρθωμα ὑπὲρ ἄνθρωπον! Τὸ ὁποῖον ἀκούοντες ὄχι μόνο θαυμάζον οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ οὐράνιοι ἄγγελοι βέβαια ἐξεπλάγησαν· διὸ καὶ ὁ πλουτοδότης Θεὸς εἰς ἀνταμοιβὴν τοιαύτης χριστομιμήτου ἀρετῆς, τὸν ἐπλούτισε μὲ ὑπερφυῶν θαυματουργημάτων χαρίσματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα θέλομεν εἰπῇ μερικά.
Βουλόμενος ὁ Ἅγιος μία τῶν ἡμερῶν νὰ ὑπάγῃ ἀπὸ τὸ ἄνωθεν μοναστήριον τῆς Ἀναφωνήτριας εἰς τὴν χώραν διὰ ὑπόθεσίν του, εἶπε τοῦ διακόνου τοῦ Δανιήλ, (ὁ ὁποῖος ἦτον ἀπὸ τὰ Τρίκαλα τῆς Πελοποννήσου, καὶ ἀνετράφη καὶ ἐχειροτονήθη ἀπὸ τὸν Ἅγιον, τὸν ὁποῖον ὡς ἐμπιστευμένον εἶχε πάντα εἰς τὴν συνοδείαν του)· ἑτοιμάσου Δανιήλ, νὰ ὑπάγωμεν εἰς τὴν χώραν· ἐκεῖνος τοῦ ἀπεκρίθη, Δέσποτα πανιερώτατε, ὁ καιρὸς εἶναι πρὸς βροχήν· ὁ δὲ Ἅγιος τοῦ λέγει, ἂς κινήσωμεν εἰς δόξαν Θεοῦ, καὶ μὴ βάνῃς ἐμπόδιον· καὶ λοιπὸν πορευόμενοι δὲν ἦσαν μακρὰν τὸ μοναστήριον, ὅπου ἤρχισεν ἡ βροχὴ· λέγει ὁ διάκονος, Δέσποτά μου, δὲν τὸ εἶπον ἐγὼ πὼς βρέχει; Κάλλιον εἶναι νὰ γυρίσωμεν ὀπίσω, διατὶ ἡ βροχὴ ὅσον καὶ περισσεύει· αὐτὸς δὲ ὁ ὄντως ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τοῦ εἶπεν· ἂς πηγαίνομεν ἐμπρὸς καὶ δὲν παθαίνομεν τίποτε· καὶ ὅσον ἐπέρνα ἡ ὥρα, τόσον ἐπλήθενεν ἡ βροχήν. Ἀλλ᾿ ὢ τῶν θαυμάτων σου Κύριε! Μ᾿ ὅλον ὅτι καὶ τόσον περισσὴ νὰ ἦτον ἡ βροχή, ὅμως οὔτε εἰς τοῦ ἀρχιερέως, οὔτε εἰς τοῦ διακόνου τὰ ῥοῦχα παντελῶς ἤγγιξε· καὶ φθάνοντας παρεμπρὸς εἰς ἕνα πολύῤῥοον ποταμόν, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἦτον ἀνάγκην νὰ περάσουν, καὶ βλέποντες τὸν πλημμυρημένον ἀπὸ τὴν μεγάλην βροχὴν τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ἀπορῶν ὁ διάκονος λέγει πρὸς τὸν Ἁγιον· καὶ τώρα Δέσποτά μου, πῶς ἔχομεν νὰ περάσομεν τὸν ποταμὸν τοῦτον; Τότε ὁ Ἅγιος θαρσαλέως τοῦ ἀπεκρίθη· ἀκολούθει μοι ἐν ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ μὴ διστάζεις ὁλότελα· ὑπακούων λοιπὸν ὁ διάκονος ἠκολούθει, καὶ σιμώνοντας ἐκεῖ, (ὢ παραδόξου τερατουργίας) ἐστάθη τὸ ῥεῦμα τοῦ ποταμοῦ ἀκίνητον, εἰς ἕνα καὶ ἄλλο μέρος ὑψούμενον, ὥστε ἐπέρασαν καὶ οἱ δύο χωρὶς ποσῶς νὰ βραχῶσι τὰ ποδάρια των· τότε βλέπων ὁ Ἅγιος τὸν διάκονον ἐκπληττόμενον εἰς τὰ ἐξαίσια ταῦτα τερατουργήματα, τοῦ ἔβαλεν ἐπιτίμιον νὰ μὴν ἤθελεν φανερώσῃ ζῶντος τοῦ Ἁγίου τὰ ὅσα εἶδεν. Μετὰ δὲ τὸ θάνατον τοῦ Ἁγίου κρίνον διὰ ἁμάρτημα ὁ διάκονος νὰ κρατῇ κεκρυμμένα τοιαῦτα ὑπερφυῆ θαυμάσια, τὰ ἐφανέρωσεν εἰλικρινῶς διὰ νὰ δοξάζεται ὁ Θεός.
Εὑρισκόμενος ὁ Ἅγιος εἰς τὴν χώραν, ἔτυχε νὰ ἀνοίξουν ἔναν τάφον εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῶν ξένων οὕτω καλούμενον, διότι ἐκεῖ ἐνταφιάζονται οἱ ξένοι, ὅστις εἶναι καὶ ἡ ἐπισκοπὴ τῆς αὐτῆς χώρας Ζακύνθου, διὰ νὰ ἐνταφιάσουν ἄλλο λείψανον ἀποθαμένον. Ἐκεῖ εὑρῆκαν ἕνα κορμὶ γυναικός, ὁποὺ πρὸ καιροῦ ἦτον ἀποθαμένη, καὶ ἦτον ἄλυτον μὲ τὰ ῥοῦχα του, διότι ἀπέθανε μὲ δεσμὸν ἀφορισμοῦ ἡ ταλαίπωρος· ἐπῆγον οἱ συγγενεῖς της καὶ προσέπεσαν εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἁγίου παρακαλοῦντες αὐτὸν μὲ δάκρυα νὰ ἤθελεν ὑπάγῃ εἰς τὸ ἄνωθεν ναὸν τῆς ἐπισκοπῆς νὰ διαβάσῃ εὐχὴν συγχωρητικὴν εἰς ἐκεῖνο τὸ δεδεμένον σῶμα, ἴσως καὶ ὁ Κύριος ἤθελεν εἰσακούσῃ τὴν δέησίν του. Σπλαγχνισθεὶς ὁ Ἅγιος τὰ δάκρυά των, ὑπῆγεν εἰς τὸν αὐτὸν ναὸν νύχτα βαθεῖαν, ἔχων εἰς τὴν συνοδείαν του τὸν ἄνωθεν διάκονόν του, καὶ τὸν ἐφημέριον τοῦ αὐτοῦ ναοῦ, καὶ θεωρήσας τὸ πρᾶγμα, προστάσει νὰ ἐβγάλουν ἔξω ἀπὸ τὸν τάφον τὸ πτῶμα ἐκεῖνο, καὶ νὰ τὸ στήσουν ὀρθὸν ὡς ὁλόκληρον ὁποὺ ἦτον εἰς ἕνα στασίδι τῆς ἐκκλησίας· τότε φορέσας τὸ ἐπιτραχήλιόν του, καὶ τὸ ὁμοφώριόν του, καὶ κλίνας τὰ γόνατα, καὶ ὥραν πολλὴν προσευχόμενος, ἐδέετο τοῦ Θεοῦ μὲ θερμὰ δάκρυα, νὰ λύσει ἀπὸ τὸν δεσμὸν τοῦ ἀφορισμοῦ τὸ ἄλυτον ἐκεῖνον σῶμα· καὶ διαβάζων τὴν συγχωρητικὴν εὐχὴν εἰς αὐτό, ὡσὰν νὰ ἦτον ἐμψυχωμένον τὸ ἄπνουν ἐκεῖνο σῶμα, κλίνας τὴν κεφαλὴν μὲ σχῆμα προσκυνήσεως πρὸς τὸν Ἅγιον, ἴσως διὰ εὐχαριστίας τῆς μεγάλης χάριτος ὁποὺ ἔλαβεν, ἔπεσε κατὰ γῆς, καὶ διελύθη παντελῶς εἰς χῶμα καὶ κόκαλα· ὡς δὲ ταπεινόφρων καὶ τῆς κενῆς δόξης ἀλλότριος ὁποὺ ἦτον ὁ Ἅγιος, ἔβαλεν καὶ εἰς τοῦτο ἐπιτίμιον πρὸς τοὺς ἐκεῖ παρεστῶτας νὰ μὴ φανερώσουν ζῶντος του τὸ γεγονός· παρόμοιον θαῦμα ἔκαμε καὶ εἰς ἕτερον ἀνδρὸς ἀφωρισμένου λείψανον εἰς ἕνα χωρίον τῆς αὐτῆς νήσου Ζακύνθου καλούμενον Καταστάρι.
Ἄρχων τις ἐπίσημος καὶ πλούσιος ἀπὸ τὸ γένος του, προσεκάλεσε τὸν Ἅγιον μίαν φορὰν μὲ συνοδεία καὶ ἄλλων προσώπων χρησίμων ἱερωμένων τε καὶ λαϊκῶν νὰ ὑπάγουν εἰς περιδιάβασιν διὰ θαλάσσης μὲ τὰ δίκτυα, εἰς τόπον παραθαλάσσιον πρὸς τὸ βόρειον μέρος τῆς αὐτῆς νήσου καλούμενον κοινῶς Βόϊδι, ἐκεῖ ὁποὺ εὑρίσκεται ἕνα μοναστηράκι ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Ἁγίας Τριάδος· καὶ ἐμβαίνοντες εἰς τὸ πλοῖον οἱ καλεσμένοι μὲ τὸν καλέσαντα, ἤρχισαν παρευθὺς κατὰ τὴν δεισιδαίμονά τους πλάνην οἱ ἀγροῖκοι ἐκεῖνοι καὶ ἀδιάκριτοι ψαράδες νὰ γογγύζουν ἀποσκεπαστικὰ ἐναντίον τῶν ἱερωμένων ἐκείνων προσώπων (ὡς ἔχει συνήθειαν νὰ κάμῃ ὁ τοιοῦτος μωρὸς λαὸς καὶ ἀπαίδευτος) πιστεύοντες οἱ ἀνόητοι καὶ κακόπιστοι, πὼς ὅταν ἴδωσι ἐκκλησιαστικὸν ἄνθρωπον, δὲν προκόπτει τὸ ἔργον τους τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ἀλλὰ μᾶλλον ζημιώνεται, τὸ ὁποῖον πολλὲς φορὲς παραχωρεῖ ὁ Θεὸς καὶ συμβαίνει διὰ τὴν κακοπιστίαν τοὺς καὶ προπέτειαν· φθάσαντες λοιπὸν μὲ τὸ πλοῖον εἰς τὸ Βόϊδι, τὸν διορισμένον τόπον, καὶ ἐξέλθοντες ἔξω εἰς τὴν γῆν, ὑπῆγον εἰς τὸ ῥηθὲν μοναστηράκι, διὰ νὰ ἀναπαυθοῦν καὶ ἑτοιμάσουν τὰ ἀναγκαῖα· οἱ δὲ ψαράδες κατὰ τὴν προσταγὴν τοῦ ἄρχοντος τοῦ καλέσαντος, ὑπῆγον νὰ ψαρέψουν ῥίπτοντες τὰ δίκτυα, καὶ στρεφόμενοι εἰς ὥραν ἱκανὴν κενοί, καὶ ἄμοιροι διόλου ἀπὸ ψάρια, ἐβάρυνον περισσότερον οἱ θηριογνώμονες, αὐξάνοντες τὸν γογγυσμὸν κατὰ τῶν ἱερωμένων τῆς συνοδείας ἐκείνης, ὅθεν ὁ ἄρχων ἐκεῖνος, ὁποὺ τοὺς ἐκάλεσε πρὸς ἀναψυχήν, ἐδείχθη περίλυπος εἰς τοιαύτην κακὴν τύχην· βλέπων αὐτὸν ὁ Ἅγιος, καὶ ζητῶν νὰ μάθῃ τὴν αἰτίαν τῆς λύπης του, ὁ ἄρχων τοῦ τὴν εἶπεν ἁπλῶς, προσθέτων περιπλέον, πὼς τὸ βάρβαρον ἐκεῖνο γένος τῶν ψαράδων ἔχουν τόσην κακοδοξίαν ἐναντίον τῶν ῥασοφόρων προσώπων, ὅταν πηγαίνουν εἰς ἐργασίαν, ὥστε ὁποὺ ἂν ὑπαντήσουν κανέναν μὲ ἱερατικὸν ἔνδυμα, εὐθὺς ἀσύνετα λέγουν, πὼς δὲν ἐπιτυχαίνει ἀμὴ ἀστοχεῖ τὸ ἔργο τους· καὶ διὰ τοῦτο καὶ τώρα φαίνεταί τους, ὅτι διὰ νὰ εἶναι εἰς τὴν συνοδείαν ταύτην πρόσωπα ἱερωμένα, ἔλαβον τοιαύτην ἀστοχίαν εἰς τὴν ψαρικήν τους. Ὁ Ἅγιος λυπούμενος διὰ τὴν ἀθυμία τοῦ ἄρχοντος, μᾶλλον δὲ σκανδαλιζόμενος εἰς τὴν σφαλερὰν γνώμην τῶν ἀπαιδεύτων ψαράδων, προστάσσει νὰ φέρουν τὰ δίκτυα ἔξω εἰς τὴν γῆν, καὶ βάνων ἐπιτραχήλιον, καὶ ἀναγνώσας εὐχὴ ἐπ᾿ αὐτά, τὰ ηὐλόγησεν, ὁμοῦ δὲ καὶ αὐτούς, ἔπειτα τοὺς εἶπεν· ὑπάγετε εἰς τὸν δεῖνα τόπον τῆς θάλασσας (δεῖχνον εἰς αὐτοὺς δακτυλοειδῶς τὸν τόπον) καὶ ἐκεῖ ῥίψατε τὰ δίκτυα, καὶ θέλετε πιάσει ψάρια πολλὰ κατὰ τὴν χρείαν καὶ τὴν ἐπιθυμίαν σας· αὐτοὶ δὲ εἶπον· Δέσποτά μου, ἡμεῖς πηγαίνομεν μὲ τὴν ἁγίαν σου εὐχὴν νὰ σᾶς δουλεύσωμεν σήμερον, ἀλλὰ ὁ τόπος ὁποὺ μᾶς δείχνης, δὲν εἶναι ψαροτόπος, ὅτι ἐκεῖ ποτὲ ψάρι δὲν ἐπιάσαμεν· ἀλλὰ ἡμεῖς ἠξεύρομεν τὰ κατατόπια ἐδῶ τῶν ὀψαρίων, καὶ θέλομεν ῥίψει τὰ δίχτυα ὅπου μᾶς φανεῖ κάλλιον. Ὁ ἀρχιερεὺς θεωρῶν τὴν προπετῆ τους ἀντιλογία λέγει τους ἐπιτιμητικῶς· θέλω κατὰ πάντα τρόπον νὰ τὰ ῥίψητε ἐκεῖ ὅπου ἐγὼ σᾶς λέγω· λέγει καὶ ὁ ἄρχων ἂς γίνῃ τὸ θέλημα τοῦ ἀρχιερέως, καὶ μὴ ἀντιστέκεστε εἰς τὸ πρόσταγμά του· κατὰ τοῦτο ὑπῆγον καὶ στανικῶς ἀμὴ κατὰ τὴν γνώμην τους ἀπελπισμένοι, καὶ ῥίπτοντες τὰ δίκτυα εἰς τὸν προσταγμένον τόπον. Ἐπίασαν τόσας πλήθας πολυειδῶν ὀψαρίων, ὁποὺ μετὰ βίας ἠμπόρεσαν νὰ τὰ σύρουν, καὶ βάλουν εἰς τὸ πλοῖον, τότε ἔκθαμβοι γενόμενοι, εὐθὺς μετέβαλον τὴν ἀπιστίαν εἰς πίστιν, καὶ στρεφόμενοι εἰς τὴν γῆν φέροντες τὴν ἄγραν τῶν ψαρίων ὡς βραβεῖον τοῦ θαύματος, ἔδραμον μὲ φόβον ὁμοῦ καὶ χαράν, καὶ πίπτοντες εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἁγίου, ὡμολόγουν μεγαλοφώνως τὸ σφάλμα τους, ζητοῦντες τὴν εὐλογία του· ὁ δὲ πρᾶος καὶ θεῖος ἀνὴρ συγχωρῶν αὐτοὺς καὶ εὐλογήσας, τοὺς ἐνουθέτησε νὰ σέβονται τὸ ἱερατικὸ σχῆμα, καὶ νὰ διώχνουν ἀπὸ τὴν διάνοιά τους τὰς ψυχοβλαβεῖς δεισιδαιμονίας.
Ὄχι μόνο τῆς θαυματουργίας τὸ χάρισμα ἔλαβεν, ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀλλ᾿ ἀκόμη καὶ διορατικὸν εἰς τὸ νὰ γνωρίζῃ τὰ ἀπόκρυφα ἁμαρτήματα, ὡς καθὼς ἐφάνη εἴς τινα ἱερομόναχον ὁποὺ ὑπῆγεν χάριν ἐξομολογήσεως πρὸς αὐτόν. Οὗτος ἦτον ἱερεὺς Ζακύνθιος ὀνομαζόμενος Παγκράτιος, τὴν γονικὴν ἐπωνυμίαν Ἀρβανιτάκης, ὁ ὁποῖος ἀκούων τὰς ἀρετὰς τοῦ Ἁγίου, τὰ θαυμαστά του κατορθώματα καὶ τὴν ἰσάγγελον πολιτείαν του, ὑπῆγε μίαν τῶν ἡμερῶν νὰ ἐξομολογηθῇ εἰς αὐτόν, καὶ τελειώσας τὴν ἐξομολόγησίν του, τὸν ἠρώτησε ὁ Ἅγιος ἂν ἐνθυμεῖται τίποτε ἄλλο νὰ τοῦ εἰπῇ· καὶ αὐτὸς ἀποκριθεὶς τοῦ εἶπε, πὼς δὲν ἐνθυμεῖται· λέγει του ὁ Ἁγιος· ἴδε καλῶς τέκνον μου, μήπως διὰ ἀμέλειάν σου ἔφυγε κανένα ἁμάρτημα ἀπὸ τὴν μνήμην καὶ μείνῃς ἀδιορθωτος· ὅθεν στάσου ὀλίγον, συλλογίσου μὲ τὸν ἑαυτό σου ἂν τύχῃ νὰ ἐνθυμηθῇ κανένα ἄλλο πταίσιμον, ὁποὺ νὰ ἔπραξες; Διότι φαίνεταί μου βέβαια πὼς νὰ μὴν ἔκαμες τελείαν τὴν ἐξομολόγησιν. Στέκεται ὁ ἱερομόναχος, στοχάζεται, λογιάζει μὲ τὴν διάνοιάν του ὀλίγην ὥραν, καὶ ἔπειτα ἀποκρίνεται· Δέσποτά μου πανιερώτατε, δὲν ἠμπορῶ τελείως νὰ ἐνθυμηθῶ ἄλλο τίποτε, μόνο δῶσέ μου τὴν λύσιν διὰ νὰ μὴν πειράζω τὴν ἀρχιερωσύνην σου, τότε βλέπων ὁ Ἅγιος, πὼς ὁ ἐξομολογούμενος ἔμελλε νὰ ἀναχωρήσει χωρὶς νὰ φανερώσῃ τὸ μεγαλύτερον ἀφ᾿ ὅσα ἁμαρτήματα εἶχε καμωμένα ὡς ἄνθρωπος, λέγει ὀλίγον μὲ αὐστηρότητα· δὲν ἐνθυμεῖσαι ταλαίπωρε, πὼς ἱερουργῶν τὴν δεῖνα ἡμέραν εἰς τὴν δεῖνα ἐκκλησίαν, ἀπὸ ἀμέλειάν σου, καὶ ὀλίγην σου προσοχήν, ἔπεσε κατὰ γῆς ὁ τίμιος μαργαρίτης; Ἀκούων τοιοῦτον λόγον ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Ἁγίου ὁ ἱερομόναχος, εὐθὺς τὸ ἐνεθυμήθη, καὶ ἔμεινεν ὅλος ἔντρομος, ἐκπληττόμενος εἰς τὸ διορατικὸν τοῦ Ἁγίου, βλέπων πρὸς τὸ ἀπόκρυφόν του ἐκεῖνο παράπτωμα, ὁποὺ ἄνθρωπος δὲν ἤξευρεν, ὁ Ἅγιος μὲ τοὺς νοεροὺς τῆς ψυχῆς λογισμοὺς τὸ ἐγνώρισε καὶ πίπτων εἰς τὰ ποδάρια του καὶ καταβρέχων αὐτὰ μὲ δάκρυα μετανοίας τοῦ ὁμολόγησε τὸ πταῖσμα καὶ ἐζήτησε τὴν συγχώρησιν· ὁ πνευματικὸς πατὴρ Διονύσιος, ὡς μιμητὴς τοῦ συμπαθεστάτου μας Ἰησοῦ, ἐδέχθη τὴν μετάνοιάν του καὶ διόρθωσιν, ἑρμηνεύων αὐτὸν νὰ προσέχῃ εἰς τὸ ἐρχόμενον, καὶ ὅταν ἱερουργῇ τὴν ἀναίμακτον θυσίαν μὲ φόβον πολὺ καὶ τρόμον, καὶ μὲ περισσὴν εὐλάβειαν νὰ σιμώνῃ εἰς τοιοῦτον βασιλέα ἐπουράνιον εἰς τὸν ὁποῖον οὔτε αὐτοὶ οἱ Ἄγγελοι ἀκλινῶς ἀτενίσαι ἰσχύουσι. Μὲ τοιαύτας νουθεσίας καθοδηγῶν αὐτὸν τοῦ ἔδωσεν τὴν λύσιν, καὶ τὸν ἔπεμψε εἰς εἰρήνην. Εἶναι καὶ ἄλλα ἀξιοδήγητα τοῦ Ἁγίου θαυματουργήματα, ὁποὺ ζῶν ἐτέλεσε, τὰ ὁποῖα σιωπῶμεν διὰ νὰ μὴν βαρύνωμεν τὴν εὐσεβῆ σας ἀκρόασιν, μὲ τὴν μακρολογίαν τοῦ διηγήματος, διότι εἶναι πρέπον νὰ εἴπωμεν καὶ ἐκεῖνα ὁποὺ μετὰ θάνατον ἐθαυματούργησε, καὶ ἐξ ἐκείνων τὰ ἀξιώτερα, ἐπειδὴ εἶναι πολλὰ καὶ ὅλα ἀξιέπαινα.
Πολιτευόμενος ὁ Ἅγιος μὲ τοιαύτην διαγωγὴν ἰσάγγελον βίου θεάρεστου καὶ φθάσας εἰς βαθὺ γῆρας φορτωμένος ὡς ἄλλο πολυφόρον δένδρον μὲ τοὺς καρποὺς τῶν φαεινῶν τοῦ ἀρετῶν, ἔφθασεν ὁ καιρὸς νὰ μετεμφυτευθῇ εἰς τὴν γῆν τῶν πραέων· καὶ προγινώσκων τὴν ἡμέραν τῆς μετοικήσεώς του, τὴν ἐφανέρωσεν εἰς τοὺς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς, τὰ πνευματικά του καὶ περιπόθητα τέκνα· οἱ ὁποῖοι ἀκούοντες τοιοῦτον θλιβερὸν μήνυμα, μὲ δάκρυα πολυστάλακτα ἔκλαιγον, ἀπαρηγόρητα διὰ τὴν μέλλουσαν στέρησιν τοῦ πνευματικοῦ τους πατρός, καὶ διδασκάλου, τοὺς ὁποίους παρηγορῶν ὁ Ἅγιος, νουθετῶν καὶ εὐλογῶν αὐτούς, καὶ μὲ τὸν τελευταῖον ἀσπασμὸν ἀσπαζόμενος, παρέδωκεν τὴν μακαρίαν του ψυχὴν εἰς χεῖρας τοῦ πλαστουργοῦ του Θεοῦ κατὰ τὸ ͵αχκδ´ (1624) ἔτος ἐν μηνὶ Δεκεμβρίῳ ιζ´ (17). Τὸ σεβάσμιόν του καὶ τίμιον λείψανον κατὰ τὴν παραγγελίαν τοῦ ἐντίμως, καὶ εὐλαβῶς ἔπεμψαν εἰς τὴν περίφημον μονὴν τῶν Στροφάδων, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχε ἐνδυθῇ τὸ μοναχικὸν σχῆμα καὶ εἶχε δοσμένην τὴν μετάνοιάν του. Οἱ δὲ πατέρες ὅσιοι τῆς εὐαγοῦς μονῆς ἐκείνης τὸ ἐδέχθησαν ὡς θησαυρὸν πολύτιμον, καὶ εὐπρεπῶς τὸ ἐνεταφίασαν εἰς μνημεῖον καινὸν εἰς τὸ παρεκκλήσιον τοῦ μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, ὁποὺ εἶναι μέσα εἰς τὴν μάνδραν τοῦ αὐτοῦ μοναστηρίου.
Δὲν ἐπέρασε πολὺς καιρός, ὁποὺ πλεονάκις ἐφάνη κατ᾿ ὄναρ εἰς τὸν ἡγούμενον τῆς μονῆς, καὶ εἰς τοὺς ἀδελφοὺς λέγων πρὸς αὐτούς, τί μὲ κρατεῖτε ἐδῶ εἰς τὸν τάφον κεκλεισμένον; Εὐγάλετέ με ἔξω· καὶ συγκοινοῦντες μεταξὺ ἀλλήλων ὁ ἡγούμενος μὲ τοὺς ἀδελφοὺς τὸ ὅραμα τοῦτο, ἔκρουον πὼς νὰ εἶναι θεϊκὴ ἀποκαλυψις· καὶ οὕτω κατὰ τὴν τάξιν τῶν ἱερῶν κανόνων θέλοντες νὰ κάμωσι τὴν ἀνακομιδήν, ἤνοιξαν τὸν τάφον, καὶ εὕροντες ὁλόκληρον, ἀκέραιον καὶ ἀνελλιπὲς τὸ πάντιμον ἐκεῖνο καὶ ἱερὸν λείψανον, μετὰ τῶν ἀρχιερατικῶν του ἐνδυμάτων, μεθ᾿ ὧν ἐνεταφιάσθη, πνέων εὐωδίαν καὶ θαυμάσιον, μὲ ὕμνους καὶ ψαλμωδίας, καὶ πᾶσαν ἄλλης εὐλαβείας ἐπίδειξιν εὐγάνοντες αὐτὸ ἀπὸ τὸν τάφον, τὸ μετέθεσαν εἰς ἡτοιμασμένην λάρνακαν ἔσω εἰς τὸν νάρθηκα τῆς κυριακῆς ἐκκλησίας τῆς θείας τοῦ Χριστοῦ Μεταμορφώσεως.
Τοῦτο τὸ πάντιμον λείψανον εἶναι φυλακτήριον τῆς σεβασμίας ἐκείνης μονῆς, καὶ δὲν παύει νὰ θαυματουργεῖ καθ᾿ ἡμέραν, ἰατρεύων πᾶσαν ἀσθένειαν τῶν πατέρων· διώχνει τὸ πλῆθος τῶν καρποφθόρων ἀκρίδων, ὁποὺ ἐκεῖ συχνὰ πίπτουσι, φθείροντες τὰ γεννήματα τοῦ μοναστηρίου. Λιτανεύοντες οἱ πατέρες εἰς τοιαύτην ἀνάγκην μὲ τὸ ἅγιον λείψανον γύρωθεν τοῦ μοναστηρίου, εὐθὺς ὡσὰν ἀπὸ σκλήραν μάστιγαν διωκόμεναι αἱ ἀκρίδαι ἡνώμεναι εἰς εἶδος νέφους, ὅλαι εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης καταποντίζονται· πολλὰς φορὰς εἰς καιρὸν ἀνυδρίας, λιτανεύοντες οἱ αὐτοὶ πατέρες εἰς τὸ ἴδιον τρόπον μὲ τὸ αὐτὸ λείψανον (ἂς εἶναι ὅσον θέλει ὁ καιρὸς εὔδιος, καὶ ἡ ἡμέρα ἡλιοστάλακτος) εὐθὺς συννεφιάζει ὁ οὐρανός, καὶ μὲ πολλὰς βροχὰς ποτίζων τὴν διψασμένην γῆν, χαροποιεῖ τοὺς μονάζοντας, πλουτίζων αὐτοὺς μὲ πολλοὺς καρποὺς γεννημάτων.
Εἶχεν ἕνα ὁσπήτι ἀνώγιον μεγάλον εἰς τὴν χώραν τῆς πατρίδος του ὁ Ἅγιος, εἰς τὸ ὁποῖον ἑκατοίκει, ὅταν ἤρχετο ἀπὸ τὸ μοναστήριόν του τῆς Ἀναφωνητρίας εἰς τὴν χώραν· μετὰ δὲ τὸν θάνατόν του τὸ ἔλαβεν εἰς κατοικίαν μὲ ἐνοίκιον ἀπὸ τοὺς κληρονόμους του ἕνας ἄρχων συμπατριώτης του, εὐσεβὴς καὶ γνωστὸς τοῦ Ἁγίου ἐν τῷ βίω· τοῦτο διὰ τὴν παλαιότητα τῆς οἰκοδομῆς ἦτον σχεδὸν χαλασμένον, καὶ ἡ κατάστασίς του εἰς τὰ ὀμμάτια τῶν ἀνθρώπων ἐφοβέριζεν ὄλεθρον, μ᾿ ὅλον τοῦτο ἔστεργε νὰ κάθηται εἰς αὐτὸ διὰ τὴν ἀγάπην καὶ εὐλάβειαν, ὁποὺ εἶχε τοῦ Ἁγίου, καὶ εὐφήμιζε μὲ σέβας πολὺ τὰς πολλάς του ἀρετὰς καὶ θεϊκά του προτερήματα· εἰς δὲ τὸ ἔτος ͵αχξα´ (1661), ὁποὺ ὁ Θεὸς διὰ τὰς ἀνομίας τοῦ λαοῦ τῆς πόλεως καὶ νήσου ἐκείνης Ζακύνθου, τοὺς ἐπαίδευσεν ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας μὲ δεινοτάτους καὶ βροχεροὺς σεισμούς, καὶ κινδύνους ἀφανισμοῦ, κρημνιζόμενα καὶ πολλὰ παλαιὰ ὁσπήτια, φοβούμενος πολλὰ ὁ ἔνοικος ἐκεῖνος ἄρχων τὸν ἐπικείμενον κίνδυνον, διὰ τὴν διεφθαρμένην κατάστασιν τῆς παλαιοτάτης ἐκείνης οἰκοδομῆς ἠβουλήθη νὰ ἀναχωρήσῃ εἰς παράμερον τόπον τοῦ κατωγίου τοῦ ῥηθέντος ἀνωγίου διὰ νὰ ἔχῃ ἄδειαν πρόχειρον νὰ φεύγῃ ἔξω εἰς κάθε κλόνον καὶ ταραχὴν τῆς γῆς· εἰς τὰ φόβητρα τοῦ καιροῦ ἐκείνου μίαν νύκτα, Ἑλένη ἡ γυνὴ τοῦ ἄρχοντος ἐκείνου καλουμένου Μιχαὴλ τοὐπίκλην Συμμάκη, σεμνοῦ καὶ θεαρέστου βίου ἀμφότεροι ὄντες, βλέπει εἰς τὸν ὕπνον της ἔναν ἀρχιερέα σεμνοπρεπῆ ἡλικίας μετρίας, καθὼς ἦτον ὁ Ἅγιος, πὼς ἀνέβη μὲ τὸν διάκονόν του εἰς ἀνώγι τῆς κατοικίας ἐκείνης, καὶ βαλὼν ἐπιτραχήλιον, καὶ ὠμοφόριον, ἔκαμεν εὐλογητὸν ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ὁποὺ εὑρίσκετο ἐκεῖ καὶ ἀνέγνωσαν τὴν ἀκολουθίαν τοῦ μικροῦ ἁγιασμοῦ, ἔπειτα ῥαντίσας μὲ τὸ ἁγίασμα ὅλον τὸν οἶκον ἄνω καὶ κάτω ἐσήμωσεν εἰς τὴν ἀρχόντισσαν ἐκείνην καὶ τῆς εἶπε μὲ ἱλαρὸν προσωπον· γύναι μὴ φοβοῦ πλέον· ἐκείνη ἐξυπνήσασα εὐθύς, ἐξύπνησε καὶ τὸν ἄνδρα της, καὶ μὲ φόβον ὁμοῦ καὶ χαράν, τοῦ διηγήθη τὸ ὅραμα, ὁ ὁποῖος ὡς θεοσεβὴς καὶ ἐνάρετος ἔκρινε εὐλόγως, πὼς ἄλλο δὲν ἦτο παρὰ ἡ προστασία καὶ σκέπη τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, ὁποὺ ἐπέβλεπεν εὐστόχως εἰς τοιαῦτα φόβητρα μεγάλα τὸν οἶκον ὡς κτῆμα ἐδικόν του, καὶ διεφύλαττε σώους καὶ ἀζημίους τοὺς κατοικοῦντας ἐν αὐτῷ. Ὅθεν θείᾳ χάριτι ἐνδυναμωθεὶς ὁ ἄρχων πανοικεὶ διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου, οὔτε βλάβην ποτέ, οὔτε ζημίαν ἔλαβε, καὶ εἰς ἄλλους σεισμοὺς μετὰ ταῦτα, ὁποὺ κατὰ καιροὺς ἐσυνέβησαν ἐκεῖ ἀλλ᾿ εἰς αὐτὸν ἔδωκε τέλος τῆς ζωῆς θεοσεβῶς τὸ εὐλογημένον ἐκεῖνο ἀνδρόγυνον.
Μοναχός τις τοῦ αὐτοῦ μοναστηρίου Ματθαῖος ὀνομαζόμενος (ὁ ὁποῖος ἐστάθη ὑποτακτικὸς τοῦ Ἁγίου) μίαν νύκτα εὑρισκόμενος ἐκεῖ εἰς τὸ μοναστήριον, τοῦ ἐφάνη ὁ Ἅγιος εἰς τὸν ὕπνο του καὶ τοῦ εἶπε· Ματθαῖε, εἰπὲ τοῦ ἡγουμένου Νεκταρίου νὰ φυλάττεται προσεχῶς μὲ τοὺς λοιποὺς τῶν πατέρων, διότι ἀπ᾿ ἐδῶ καὶ ὀχτὼ ἡμέρας μέλλει νὰ γένῃ σεισμὸς μεγάλος, καὶ θέλῃ νὰ γένῃ μεγάλη βλάβη καὶ ζημία εἰς τὸ μοναστηριον· ἐγερθεὶς τοῦ ὕπνου ὁ ῥηθεὶς μοναχός, καὶ στοχαζόμενος αὐτὸ δι᾿ ἁπλοῦν ὄνειρον, δὲν ὡμολόγησεν κανενὸς τὸ ἐνύπνιον. Ὅθεν κατὰ τὴν πρόῤῥησιν τοῦ Ἁγίου μετὰ τὴν ὀγδόην ἡμέραν ἔγινε σεισμὸς τόσον μέγας ὁποὺ αἱ περισσότεραι οἰκοδομαὶ τοῦ μοναστηρίου ἔπεσον κατὰ γῆς, καὶ ἄλλαι ἐῤῥάγισαν καὶ μάλιστα ὁ θαυμαστὸς ἐκεῖνος πύργος εἰς τὸν ὁποῖον ἐπάνω σκοπεύων ἕνας ἄλλος μοναχὸς κατὰ τὴν συνήθειαν, ὁποὺ ἔχουν νὰ κάνωσι καθημερινῶς εἰς τὰς φυλακάς, διὰ τὰς ἐπιδρομὰς τῶν παντοπόρων κουρσάρων ἀλλοπίστων, ἔπεσεν ἕνα μέρος τοῦ πύργου, πίπτων μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ὁ καλόγηρος, ὁποὺ ἐσκόπευε, κάτω εἰς τὴν μάνδραν, καὶ ἐπικαλούμενος εἰς ἐκεῖνο τὸ αἰφνίδιον συμβεβηκὸς μὲ πίστιν τὴν βοήθειαν τοῦ Ἁγίου (ὢ τῶν μεγίστων θαυμάτων Θεὲ παντοδύναμε) μ᾿ ὅλον καὶ νὰ εἶναι τόσον ὑψηλὰ ὁ πύργος, ἔμεινεν ὅμως ὁ πεσὼν ἀβλαβὴς εἰς δόξαν Θεοῦ, καὶ ἔπαινον τοῦ Ἁγίου, ὁποὺ ταχέως προφθάνει τοὺς αὐτὸν πιστῶς ἐπικαλουμένους.
Εἰς τοὺς ͵αχμε´ (1645) ὁποὺ τῶν Τούρκων ἡ ἁρμάδα ἔμελλεν (ὡς ἔτρεχε λόγος) νὰ περάσῃ ἀπὸ τὰ μέρη τῶν Στροφάδων, ὅταν ὑπῆγεν εἰς τὴν Κυδωνίαν πόλιν τῆς Κρήτης, ἤγουν τὰ Χανιά, φοβούμενοι οἱ πατέρες νὰ μὴ τοὺς κακοποιήσουν οἱ Ἀγαρηνοί, παίρνοντες τοῦ Ἁγίου τὸ λείψανον μὲ τὰ ἐπίλοιπα πράγματα τοῦ μοναστηρίου, ὑπῆγον εἰς τὸ ἀντικρὺ νησὶ τῆς Ζακύνθου, διὰ νὰ φυλαχθοῦν παίρνοντες προσέτι καὶ ὅλα τὰ πρόβατα καὶ κτήνη· καὶ φθάνοντες εἰς τὸ μετόχιόν τους, εἰς ὀλίγας ἡμέρας, ἐτυφλώθησαν ὅλα ἀδιαφθόρως· καὶ τοῦτον ἢ κατὰ βασκανίαν τοῦ μισόκαλου δαίμονος, ἢ κατὰ θείαν οἰκονομίαν, διὰ νὰ δοξασθῇ ὁ Ἅγιος. Ὅθεν θλιβόμενοι ὑπέρμετρα οἱ πατέρες εἰς τοιαύτην αἰφνίδιον συμφοράν, δὲν ἠμπόρεσαν νὰ εὕρουν ἄλλο ἰατρεῖον ὠφελιμότερον, εἰ μὴ μόνην τοῦ Ἁγίου τὴν βοήθειαν· ἐπειδὴ ποιοῦντες ἁγιασμόν, καὶ ἐγγίζοντες τὰς χεῖρας τοῦ τιμίου λειψάνου αὐτοῦ, εἰς τὸ ἁγιασμένον ὕδωρ, ἐῤῥάντισαν μὲ αὐτὸ τὰ τυφλωθέντα ζῷα καὶ ὅλα κοινῶς παρευθὺς ἐφωτίσθησαν καὶ ἀνέβλεψαν.
Μία ἀρχόντισσα συγγενὴς τοῦ Ἁγίου ὀνόματι Ἀγγέλα εἰς τὴν ἄνωθεν Ζάκυνθον, ἠσθένησε βαρέως ἀπὸ ἀποπληξίαν, καὶ ὄχι μόνον ἡμίξηρος ἔμεινεν, ἀλλὰ καὶ βουβὴ καὶ ἄλαλος· διὰ τὴν θεραπείαν τῆς ὁποίας δὲν ἔλειψαν οἱ πλέον ἔμπειροι ἰατροὶ νὰ μεταχειρισθῶσιν ὅλην τὴν δύναμιν τῆς ἐπιστήμης, ἀλλὰ εἰς κακὸν ἐκοπίασαν, διότι ὄχι μόνον δὲν ὠφελήθη ἡ ἀσθενὴς ἀρχόντισσα, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸ χεῖρον ἐλθοῦσα ἀπελπίσθη τελείως διὰ τὴν ὑγείαν της· τέλος πάντων ἐνθυμηθέντες οἱ συγγενεῖς της, πὼς εἰς τὴν αὐτὴν χώραν εὑρίσκεται ὁ ἐλάχιστος δάκτυλος τοῦ ποδὸς τοῦ τιμίου λειψάνου τοῦ Ἁγίου, παρεκάλεσαν νὰ τὸ φέρουν εἰς τὴν οἰκία τῆς ἀῤῥωστημένης, καὶ ἐγγίζοντες αὐτὴν σταυροειδῶς μετὰ πίστεως καὶ εὐλαβείας διὰ χειρὸς ἰατρικῆς εἰς τὸ στόμα καὶ εἰς τὰ ἀπονενεκρωμένα της μέλη (ὢ τοῦ θαύματος) εὐθὺς ἡ ἀφωνία διελύθη, καὶ τὰ ἀκίνητα μέλη ἀνέλαβον τὴν κίνησιν καὶ ἰάθη ὡς τὸ πρότερον.
Ὁ ἄνωθεν δάκτυλος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου ἐπέμφθη ἀπὸ τὸν τότε ἡγούμενον τῆς μονῆς τῶν Στροφάδων εἰς τὴν Ζάκυνθον, πρὸς ἁγιασμὸν τῆς πατρίδος τοῦ Ἁγίου, καὶ παραμυθίαν, καὶ πνευματικὴν ἀγαλλίασιν τῶν συμπολιτῶν του· ἐπειδὴ καὶ ἕνας χριστιανὸς πηγαίνων ἐκεῖ χάριν προσκυνήσεως, καὶ ἀσπαζόμενος τὸ ἅγιον λείψανον, ἔκοψε κρυφὰ διὰ εὐλάβειάν του ἐκεῖνον τὸ δάκτυλον, διὰ νὰ τὸ πάρῃ μαζὶ του· ὁ ὁποῖος θέλων νὰ ἔβγῃ ἀπὸ τὸν νάρθηκα, ὁποὺ ἔκειτο τὸ λείψανο ἠμποδίζετο ἀοράτως. Ὥστε ὁποὺ βλέπων τὸ θαῦμα, ὡμολόγησεν τὴν ὑπόθεσιν εἰς τοὺς πατέρας τῆς μονῆς, ὅθεν ὁ ἡγούμενος πέρνων τὸ δάκτυλον, τὸν ἔπεμψεν ὡς εἴπομεν, εἰς τὴν Ζάκυνθον καὶ οὕτως ἔμεινεν ἐλεύθερος ὁ ἄνωθεν προσκυνητής, καὶ ἀνεμποδίστως ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸν νάρθηκα.
Εὑρίσκετο εἰς τὸ μοναστήριον τῶν Στροφάδων, Μεθόδιος ἱερομόναχος ὁ Παντόγαλος ἀπὸ τὸ Ῥέθυμνον τῆς Κρήτης, ἀνὴρ σεμνοῦ καὶ ἐναρέτου βίου, ὅστις ἐχρημάτισε μετὰ ταῦτα καὶ ἡγούμενος τῆς μονῆς τούτου (εἰς καιρὸν ὁποὺ ἦτον σκευοφύλαξ τῆς ἐκκλησίας) ἔδωκέν τις προσκυνητὴς μίαν λαμπάδα διὰ νὰ τὴν ἀνάψῃ ἔμπροσθεν τοῦ Ἁγίου λειψάνου· οὗτος δὲ ἀμελήσας τὸ ἔργον τοῦ φαίνεται κατ᾿ ὄναρ, πὼς ἐμβαίνων εἰς τὸν νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας, ὅπου ἦτον τὸ τίμιον λείψανον, ἐστράφη ὁ Ἅγιος, καὶ θεωρήσας αὐτὸν μὲ βλέμμα αὐστηρὸν λέγει του· Σύρε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ἐξυπνήσας δὲ ὁ ἱερομόναχος ἔντρομος διὰ τὴν ὅρασιν ἐκείνην, στρέφει τὰ ὀμμάτιά του καὶ θεωρεῖ τὴν λαμπάδα ὁποὺ ἐκρέματο εἰς μίαν ἀγκονὴν τοῦ κελλίου του· καὶ παρευθὺς ἠγέρθη τῆς κλίνης, καὶ ἐπῆρεν τὴν λαμπάδα μὲ φόβον, καὶ εὐλάβειαν, καὶ τὴν ἤναψεν ἔμπροσθεν εἰς τὸ ἅγιον λείψανον ζητῶν ταπεινῶς ἀπὸ τὸν Ἅγιον τὴν συγχώρησιν τῆς ἀμελείας του· καὶ τὴν ἐπερχομένην νύκτα βλέπει πάλιν τὸν Ἅγιον εἰς τὸν ὕπνο του, καὶ ὑψώσας τὴν ἁγίαν του δεξιὰν μὲ ἱλαρὸν πρόσωπον τὸν εὐλόγησε.
Στρεφόμενον τὸ πλοῖον τοῦ μοναστηρίου ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον, χριστιανός τις εὐλαβὴς ὀνόματι Ἀναστάσιος ἔδωκεν τῶν πατέρων ὁποὺ ἦτον εἰς αὐτό, μίαν ἄλλην λαμπάδα διὰ νὰ τὴν πάρωσιν πρὸς τὸν Ἅγιον, καὶ λαβόντες αὐτήν, εἶχε πέσει εἰς τὴν θάλασσαν εἰς τὸ ταξείδιον, χωρὶς νὰ τὴν ἰδοῦν αὐτοὶ· καὶ φθάνοντες εἰς τὰ Στροφάδια ἀνεζήτησαν τὴν λαμπάδα, καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ τὴν εὕρουν· ὅθεν ὁμογνωμόνως ἐνόμισαν ὅλοι, πῶς νὰ τὴν ἐλησμόνησαν εἰς τὴν Ζακυνθον· ἀλλ᾿ εἰς ὀλίγην ὥρα σύροντες εἰς τὴν γῆν τὸ πλοῖον, βλέπουν φανερῶς τὴν λαμπάδα ὀπίσω ἀπὸ τὴν πρύμνην του κολλημένην εἰς τὴν καρῖναν, ὁποὺ θαυμασίως ἠκολούθει εἰς ὅλον τὸ ταξείδιον ὡς φαίνεται· ὅθεν οἱ πατέρες θεωροῦντες τὸ θαῦμα ἐδόξασαν τὸν Θεόν, μεγαλύνοντες τὸν θεράποντα Αὐτοῦ θαυματουργὸν Διονυσιον· τὴν δὲ λαμπάδα ἤναψαν κατ᾿ ἔμπροσθεν τοῦ ἁγίου λειψάνου.
Ἐκεῖ εἰς τὸ ἴδιον μοναστήριον ἔτυχέ τις ἄνθρωπος ξένος, ὅστις ἐφανερώθη ἐνοχλούμενος ἀπὸ πνεῦμα πονηρὸν καὶ ἀκάθαρτον· τοῦτον βλέποντες οἱ πατέρες δεινῶς βασανιζόμενον, καὶ σπλαγχνισθέντες ἐπ᾿ αὐτόν, ἔλαβον ἔλαιον ἐκ τῆς κανδήλας τοῦ Ἁγίου, καὶ χρίσαντες αὐτὸν ἀναγινώσκοντες τοὺς ἐξορκισμοὺς τοῦ οὐρανοφάντορος Βασιλείου, ἐλυτρώθη θαυμασίως ὁ δείλαιος, καὶ ἐστράφη ὑγιὴς εἰς τὸν οἶκον του, ὑμνῶν τὸν Κύριον καὶ εὐχαριστῶν τὸν ὅσιον.
Μία ἄλλη σεμνὴ καὶ εὐλαβὴς γυνὴ εἰς τὴν προειρημένην χώραν Ζακύνθου, Ἄγγέλα καὶ αὐτῆς τὸ ὄνομα, μὴ ἔχουσα τέκνον ἀρσενικόν, ἄλλα τέσσαρας θυγατέρας, εἶχε θλῖψιν μεγάλην· διὰ τοῦτο συνομιλοῦσα συχνάκις μὲ τινὰς γυναίκας εὐλαβικὰς συγγενεῖς τοῦ Ἁγίου, ἤκουσεν ἀπὸ αὐτὰς τὴν θεάρεστον πολιτείαν μὲ τὴν ὁποίαν ἔζησεν ὁ Ἅγιος εἰς τὴν γῆν, καὶ τὰ ἐξαίσια θαύματα, ὁποὺ ζῶν, καὶ μετὰ θάνατον κάμῃ εἰς ὅσους μὲ πίστιν καὶ εὐλάβειαν τὸν ἐπικαλοῦνται εἰς βοήθειαν. Πίστει δὲ ἀδιστάκτῳ ὁπλισθεῖσα, καὶ ἔρωτα διακαῆ πρὸς τὸν Ἅγιον τὴν καρδίαν τρωθεῖσα, τὸν ἐπεκαλέσθη μὲ θερμὰ δάκρυα νὰ τῆς χαρίσῃ διὰ τῶν πρὸς Θεὸν ἁγίων του πρεσβειῶν ἕνα παιδίον ἀρσενικὸν πρὸς παρηγορίαν της· καὶ ἀπὸ ταὶς πολλαὶς φοραὶς ὁποὺ τοῦ ἐδέετο, θεωρεῖ μίαν νύκτα εἰς τὸν ὕπνο της ἕνα ἀρχιερέα καὶ τῆς λέγει· τί θέλεις ἀπ᾿ ἐμὲ καὶ συχνὰ μὲ παρακαλεῖς; Ἐὰν θέλῃς νὰ ἐπιτύχῃς τὴν ἐπιθυμίαν σου, πέμψε εἰς τὰ Στροφάδια διὰ νὰ λάβῃς ἀπὸ τὸ βότανον τὸ καλούμενον ἁμάρακος, ἤγουν μαγγιουράνα, μὲ ἕτερα βότανα τὰ ὁποῖα εὑρίσκονται ὄπισθεν τοῦ Ἁγίου Βήματος τῆς Κυριακῆς ἐκκλησίας· ἐκεῖνα λαμβάνουσα, ποτίσου μὲ αὐτά, καὶ θέλῃ ἐγκαστρωθῇς καὶ γεννήσῃς τέκνον ἀρσενικὸν τὸ ὀρεκτὸν τῆς ψυχῆς σου· καὶ ταῦτα λέγων, τὴν εὐλόγησεν εἰς τὸ πρόσωπον, καὶ ἔγινεν ἄφαντος. Αὐτὴ δὲ ἐξυπνήσασα, καὶ συλλογιζομένη ποταπὸν νὰ ἦτον τὸ ὅραμα, εἶπε μὲ τὸν ἑαυτόν της, ἄλλο δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι παρὰ τοῦ ἱεράρχου Διονυσίου ἡ ἐπίσκεψις, ὁποὺ πολλαῖς φοραῖς τὸν παρεκάλεσα διὰ τέκνον ἀρσενικόν, καὶ ἴσως ἐπήκουσεν τῆς ταπεινῆς μου δεήσεως, καὶ μάλιστα ὁποὺ μοῦ ἐνθύμησε τὰ Στροφάδια, ἐκεῖ ὅπου εἶναι τὸ τίμιόν του λείψανον· ὅθεν χωρὶς ἀναβολὴ καιροῦ ἔστειλεν εἰς τὰ ἄνωθεν Στυροφάδια ἕνα της ἀδελφὸν ὀνόματι Γεώργιον, καὶ τῆς ἔφερε μὲ σπουδὴν καὶ ἐπιμέλειαν ἀπὸ τὰ δηλωθέντα βότανα, τὰ ὁποῖα μὲ εὐλάβειαν καὶ θερμὴν πίστιν μεταλαμβάνουσα κατὰ τὴν παραγγελλίαν τοῦ Ἁγίου, εἰς ὀλίγον ἐγκαστρώθη καὶ ἐγέννησεν υἱόν, Ἰωάννη ἐπονομασθέντα εἰς τὸ λουτρὸν τοῦ θείου βαπίσματος, χαριέστατόν τε καὶ εὐφυέστατον, εἰς αἶνον Θεοῦ, καὶ εἰς τιμὴν τοῦ ἱεράρχου αὐτοῦ, ὁποὺ ἀκριβῶς ἐκπληρεῖ τὰς αἰτήσεις τῶν ἐν πίστει αὐτῶν ἐπικαλουμένων.
Ἡγουμένευεν εἰς αὐτὴν τὴν μονὴν τῶν Στροφάδων Δανιήλ, ἱερομόναχος τοὐπίκλην Γουρᾶτος ἐκ Μαΐνης, ἀνὴρ σεμνοπρεπής, ὅστις ἐχρημάτισε μετὰ ταῦτα ἀρχιερεὺς τῆς πατρίδος του· οὗτος ἐδίσταζε πολλὰ διὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ ἱεράρχου Διονυσίου, καὶ πολλάκις ἔλεγεν μὲ τὸν ἑαυτό του· τάχα ὁ Διονύσιος νὰ εὑρίσκεται εἰς τὸν χορὸν τῶν Ἁγίων, ὡς ἡμεῖς ἐδῶ τὸν ἔχομεν; Τοῦτον τὸν δισταγμὸν καὶ τὴν δυσπιστίαν θέλων ὁ ἐν ἁγίοις θαυμαστὸς Κύριος νὰ διώξῃ ἀπὸ τὴν διάνοιαν τοῦ ἀποροῦντος ἡγουμένου, τοῦ ἐφάνη μίαν νύκτα καμωμένου εἰς τὴν κλίνην του, πὼς νὰ τοῦ ἔκρουσε τὴν θύραν τοῦ κελλίου του ὁ ἐκκλησιάρχης ζητῶν κατὰ τὴν τάξιν τὸ θέλημα διὰ νὰ σημάνῃ τὸν ὄρθρον· εἰς ὀλίγην ὥραν μετὰ τὸ ἐνύπνιον ἐξύπνησεν ὁ ἡγούμενος καὶ στοχαζόμενος πὼς κατ᾿ ἀλήθειαν ἔδωκε θέλημα τοῦ ἐκκλησιάρχου, ἐμέμφετο τρόπον τινα τὸν ἑαυτό του ὡς φιλόϋπνον λέγων· ὢ καὶ πῶς μὲ ἐνίκησεν ὁ ὕπνος, καὶ μὲ ἀποκάρωσεν ὁ ἐχθρός· εἶναι τόσην ὥραν ὁποὺ εἶπον τοῦ ἐκκλησιάρχου νὰ σημάνῃ, καὶ οἱ πατέρες θέλουσι εἶναι συνηγμένοι εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καρτεροῦντές με νὰ ἀρχίσουν τὴν ἀκολουθίαν καὶ ἐνδυνόμενος μὲ σπουδὴν ἐκίνησεν εὐθὺς νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν· ἀλλὰ (ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος) φθάσας εἰς τὴν θύραν τῆς εἰσόδου τοῦ νάρθηκος ἡ ὁποία εἶναι ἀντικρὺ τῆς λάρνακος τοῦ τιμίου λειψάνου, βλέπῃ ὀφθαλμοφανῶς τὸν μακάριον ἀρχιερέα Διονύσιον ἱστάμενον ὄρθιον ἔξω τῆς λάρνακος ἐν μέσῳ δύο ἱερέων, ἐνδεδυμένων ἱερατικὰς στολὰς λευκάς, ἔχων ἀκουμβισμένας τὰς χεῖρας του ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους αὐτῶν, καὶ δύο διακόνους ὁμοίους ἐνδεδυμένους διακονικὰς στολάς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ ἕνας ἐνέδυε τὸν Ἅγιον τὴν ἀρχιερατικὴν στολήν, καὶ ὁ ἄλλος ἱστάμενος εἰς τὴν μεσικὴν θύραν τοῦ νάρθηκος ὁποὺ εἶναι κατ᾿ ἀνατολὰς ὡς εἰς ὡραίαν πύλην τοῦ βήματος θυμιάζων τὸν Ἅγιον ἔλεγε τό, ἀγαλλιάσεται ἡ ψυχή σου, καὶ τὰ ἑξῆς· καὶ ὁ ἱερεὺς ὁποὺ ἔστεκεν εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ ἱεράρχου, βλέπων ἐκτενῶς τὸν ἡγούμενον Δανιήλ, καὶ σείων ὀλίγον τὴν κεφαλήν του, εἶπεν· ἐπληροφορήθης τώρα, ἢ ἀκόμα ἀμφιβάλλεις; Εἰς τοιαύτην ὑπερθαύμαστον θεωρίαν γενόμενος ἔντρομος, καὶ ἄλλος ἐξ ἅλλου ἀπὸ τὴν ἄμετρον ἔκπληξιν ὁ ἡγούμενος, μὲ φόβον πολὺ ἐσύρθη εἰς τὰ ὀπίσω ἤρεμα μὲ γνώμην νὰ ὑπάγῃ νὰ τὸ ἀναφέρῃ πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς· ἀλλ᾿ εὐγαίνων ἔξω, μεταμεληθεὶς ἐστράφη νὰ ἰδῇ ἀνίσως καὶ ἀκόμα κρατεῖ ἐκείνη ἡ φοβερὰ ὅρασις, καὶ φθάσας εἰς τὴν ἐμπασίαν τοῦ Νάρθηκος, θεωρεῖ τὸν Ἅγιον στρεφόμενον ἀφ᾿ ἑαυτοῦ του ὀπίσω, καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὴν ἰδίαν του λάρνακα, καὶ εὐθὺς ἐσβήσθησαν αἱ λαμπάδες, καὶ πᾶσα ἡ φωταγωγία γενόμενοι ἅμα ἄφαντοι καὶ οἱ δύο ἱερεῖς μὲ τοὺς διακόνους, ὁποὺ πρότερον ἐφανίσθησαν. Ὅθεν στρεφόμενος μὲ ἀνεκδιήγητον φόβον εἰς τὸ κελλίον του, ἔστεκεν στοχαζόμενος τὰ ὅσα ὁ Θεὸς τὸν ἠξίωσε νὰ ἰδῇ διὰ νὰ πληροφορηθῇ εἰς τοῦ ἱεράρχου τὴν ἀψευδῆ ἁγιότητα· εἰς ὀλίγην ὥραν ἕπειτα ἔρχεται ὁ ἐκκλησιάρχης κατὰ ἀλήθειαν νὰ τὸν ζητήσῃ θέλημα διὰ νὰ σημάνῃ τὸν ὄρθρον, μὲ τὸν ὁποῖον ἐπῆγεν εὐθὺς καὶ ὁ ἡγούμενος εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ γινώσκων αὐτὸν ἄνθρωπον θεοσεβῆ καὶ ἐνάρετον, ἐδιηγήθη τότε αὐτοῦ μόνου τὴν ὀπτασίαν, ὅστις ἦτον καὶ συμπατριώτης του, καλούμενος Ἰωνᾶς· καὶ μετὰ ταῦτα μανθάνοντες αὐτὸ καὶ οἱ λοιποὶ πατέρες, ὑπῆγον ὅλοι μὲ τὸν προεστῶτα εἰς τὴν λάρνακα ὅπου εἶναι τὸ πάντιμον λείψανον, ψάλλοντες καὶ ὑμνοῦντες τὸν Ἅγιον μὲ πολλὴν κατάνυξιν, στερεωθέντος κοινῶς περισσότερον, πὼς ὁ Διονύσιος συνευφραίνεται μὲ τοὺς λοιποὺς τῶν Ἁγίων, ὡς ὄντος Ἅγιος εἰς τὰ κάλλη τοῦ Παραδείσου, καὶ μάλιστα ὁ ῥηθεὶς ἡγούμενος, ὁ ὁποῖος ζητήσας μὲ πᾶσαν ταπεινόφρονα εὐλάβειαν συγγνώμην ἀπὸ τὸν Ἅγιον διὰ τὴν προτέραν του δυσπιστίαν, ἔγινε ἀπὸ τότε μεγαλοφώνως κῆρυξ, μὴ παύων ἀπὸ τὸ νὰ διηγῆται εἰς ὅλους τὴν μεγάλην τοῦ Διονυσίου παῤῥησίαν καὶ ἁγιότητα.
Τὴν θαυμάσιον πολιτείαν καὶ τὰ ὑπερφυῆ θαύματα τοῦ ἱεράρχου μας Διονυσίου, μὲ συντομίαν ὡς ἦτον δυνατὸν διηγήθημεν εἰς δόξαν Θεοῦ, καὶ εἰς αἶνον τοῦ Ἁγίου, καὶ εἰς ὠφέλειαν τῶν ἀκροατῶν, καὶ μὲ ὅλον ὅτι τὰ θαύματα ὁποὺ ἔκαμε καὶ κάμει συνεχῶς εἰς ἐκείνους ὁποὺ μὲ πίστιν τὸν ἐπικαλοῦνται εἰς βοήθειαν, νὰ εἶναι πάμπολλα, ἡμεῖς ὅμως διὰ νὰ φύγομεν τὴν μακρολογίαν, ἐγράψαμε τὰ ἐξαίρετα κατὰ τὴν ὑπόσχεσιν, καὶ πάλιν θέλομεν ἀναφέρῃ πρὸς τὴν ὑμετέραν ἀγάπην τρία ἢ τέσσαρα ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα ὁποὺ καθημερινὰ ἐνεργεῖ ἕως τοῦ νῦν κατὰ τὴν εἰκοστὴν τετάρτην τοῦ Αὐγούστου μηνὸς εἰς τὴν ὁποίαν λαμπρῶς ἑορτάζομεν τὴν ἐπάνοδον τοῦ ἱεροῦ λειψάνου, ὅθεν μετὰ τὸ παρὸν κάνομεν τέλος τῆς διηγήσεως, εὐχαριστοῦντες ὁλοψύχως τὸν Κύριον τὸν δοξάζοντα τοὺς Αὐτὸ δοξάσαντας, πρὸς τὸν ὁποῖον ἂς βάνομεν μεσίτην εἰς κάθε μας χρείαν τοῦτον τὸν θεῖον μας ἱεράρχην ὡς ἔχοντα πολλὴν τὴν παῤῥησίαν, καὶ μετὰ συντετριμμένης καρδίας ἂς ἱκετεύσομεν αὐτὸν λέγοντες.
Ὦ πάτερ σεβασμιώτατε ἀρχιερέα τοῦ Χριστοῦ Διονύσιε, πρὸς σὲ στρέφομεν καὶ νοῦν καὶ καρδίαν, καὶ παρακαλοῦμέν σε μετ᾿ εὐλαβείας καὶ ἐκ βάθους ταπεινότητος, δέξαι τὰς ἱκεσίας καὶ ὕμνους ὁποὺ σοὶ προσφέρομεν, εἰ καὶ ὑπὸ ἀναξίων ἐξέρχονται χειλέων· γενοῦ προστάτης πρὸς Θεόν, καὶ πρέσβυς θερμότατος, εἰς ὅλους ὁποὺ μὲ πίστιν ἀκραιφνῆ προστέχουν εἰς τὴν κραταιάν σου ἀντίληψιν, καὶ πανηγυρίζουν ἐκ πόθου τὴν πανέορτον μνήμην σου· ἐξαιρέτως δὲ ἱκετεύομεν· σκέπε, καὶ φρούρει τὴν ἠγαπημένην σου πατρίδα Ζάκυνθον, ἐν ᾗ τὸ τρισόλβιόν σου ἐναπόκειται λείψανον, ἡ ὁποία λαμπροφανῶς χαρμοσύνως καταχρέος ἑορτάζουσα χορεύει, σκιρτᾷ, καὶ ἀγάλλεται μυστικῶς εἰς ταύτην τὴν ἔνδοξον ἡμέραν τῆς ἀθανάτου σου μεταστάσεως, ἀπολαμβάνοντες κοινὴν χαρὰν ὅλοι οἱ συμπολῖταί σου, ὡσὰν ὁποὺ ἠξιώθησαν εἰς τοὺς ἐσχάτους τούτους χρόνους, νὰ ἀποκτήσουν τοιοῦτον προστάτην, καὶ φύλακα· ἔτι δὲ οὐρανόθεν καὶ τὴν ἐπὶ γῆς θεοσεβῆ ἐπαρχία σου, τὴν ἐν Κυκλάσιν Αἴγιναν ἐπίσκεπτε καὶ βοήθει τῇ μεσιτείᾳ σου· πρὸς τούτοις δὲ τὴν βασιλικὴν καὶ σεβασμίαν τῶν Στροφάδων Μονὴν διατήρει, καὶ ἐν ὁμονοίᾳ καὶ εἰλικρινῆ ἀγάπη περιφύλλαττε τοὺς ἐν αὐτὴν ὁσίους ἀσκουμένους παρακαλῶν τὸν πανοικτίρμονα Θεὸν μὲ τὰς εὐπροσδέκτους σουν ἱκεσίας, ἐδῶ μὲν νὰ μᾶς λυτρώσῃ ἀπὸ κάθε πονηρὸν συνάντημα ψυχῆς τε καὶ σώματος, μετὰ δὲ τὴν πρόσκαιρον ταύτην, παροικίαν νὰ μᾶς κάνῃ μετόχους τῆς οὐρανίου βασιλείας του, ἧς γένοιτο ἐν Χριστῷ τυχεῖν. Ἀμήν.