Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ

Μαρτύριον τῆς ἁγίας ἐνδόξου
ὁσιοπαρθενομάρτυρος
Ἀναστασίας τῆς Ῥωμαίας

Ἔκδοσις: Ἱερὰ Μονὴ Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος

Δύο Ἀναστασίες βρίσκουμε στοὺς βίους τῶν Ἁγίων, ποὺ ἦσαν καὶ οἱ δύο ἐπιφανεῖς καὶ ξακουστὲς γιὰ τὴν φήμη τοῦ γένους τους καὶ γιὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς τους, ἦσαν δὲ καὶ οἱ δύο ἀπὸ τὴν περιφανῆ Ῥώμη.

Ἡ πρώτη παντρεύτηκε διὰ τῆς βίας ἀπὸ τοὺς γονεῖς της, καὶ δὲν συνευρέθηκε μὲ τὸν ἄνδρα της, οὔτε κἂν κοιμήθηκε μαζί του, γιατὶ ἦταν εἰδωλολάτρης, μὲ τὴν πρόφασι πὼς ἦταν τάχα ἄῤῥωστη. Ἔτσι φύλαξε ἄφθαρτη τὴν παρθενία της, διότι λίγες ἡμέρες ἀργότερα πέθανε ὁ ἄνδρας της. Ὡς ἐκ τούτου, πέρασε ὅλη τὴ ζωή της ἀσκητικά, μὲ σωφροσύνη καὶ μὲ ὅλες τὶς ἀρετές, δίνοντας ὅλο τὸ βιός της ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς. Ἐπισκεπτόταν στὰ δεσμωτήρια τοὺς ἁγίους μάρτυρες, τοὺς παρακινοῦσε νὰ ὑπομένουν τὰ βάσανα γιὰ τὸν Κύριο, τοὺς νουθετοῦσε καὶ τοὺς βοηθοῦσε στὶς βιωτικὲς ἀνάγκες τους.

Ὅταν πλέον τοὺς ἐφόνευαν οἱ τύραννοι, ἔκλεβε τὰ ἱερά τους λείψανα καὶ τὰ ἐνταφίαζε μὲ εὐλάβεια κι ἀγάπη. Ἐνῶ ἔκανε αὐτὴ τὴν καθημερινὴ ἐργασία, τὄμαθαν οἱ ἀσεβεῖς, καὶ τελειώθηκε διὰ πυρός, ἀνεβαίνοντας πρὸς τὸν Κύριο ὡς ὀσμὴ εὐωδίας. Ἐπιτελοῦμε τὴ μνήμη της στὶς 22 ∆εκεμβρίου.

* * *

Ἡ δεύτερη ἁγία Ἀναστασία δὲν παντρεύτηκε καθόλου, οὔτε ἀγάπησε τοὺς κοσμικοὺς θορύβους. Τὸν Χριστὸ ἐπόθησε ἀπὸ μικρή, καὶ σήκωσε τὸν χρηστὸ καὶ γλυκύτατο ζυγὸ Του, καὶ βάσταξε τὸ ἐλαφρὸ φορτίο Του, δηλαδὴ ἔγινε μοναχή. Ὕστερα πάλι ἀξιώθηκε νὰ μαρτυρήση, καὶ ὑπέμεινε διάφορα καὶ πάνδεινα βασανιστήρια μὲ πολλὴ ἀνδρεία καὶ γενναιότητα γιὰ χάρη τοῦ οὐρανίου Νυμφίου. Γιαυτὸ καὶ δοξάστηκε πολὺ ἀπὸ Αὐτὸν μὲ τριπλὸ στεφάνι: ἕνα γιὰ τὴν παρθενία της, δεύτερο γιὰ τὴν ἄσκησί της, καὶ τρίτο γιὰ τὸ μαρτύριό της, καθὼς θὰ διηγηθοῦμε λεπτομερῶς στὴ συνέχεια.

Αὐτὴ ἡ ἀξιέπαινη κόρη, ποὺ φέρει τὸ ὄνομα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Χριστοῦ, ἀπαρνήθηκε πατέρα, μητέρα καὶ συγγενεῖς, μίσησε πλοῦτο, δόξα καὶ κάθε σωματικὴ ἡδυπάθεια, ἐγκατέλειψε ὅλα τὰ φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα ἀγαθά, γιὰ νὰ ἀπολαύση τὰ μόνιμα καὶ αἰώνια. Εἴκοσι χρονῶν μπῆκε σὲ μοναστήρι, καὶ τὴν ἔκειρε μοναχὴ μιὰ ἐνάρετη καὶ γραμματισμένη μοναχὴ ὀνόματι Σοφία, ἡ ὁποία τὴν δίδασκε καὶ τὴν νουθετοῦσε μὲ ἐπιμέλεια στὴ μοναχικὴ πολιτεία. Ἡ Ἀναστασία πλέον, γνωστικὴ καὶ συνετὴ ὄντας, προέκοπτε διαρκῶς μὲ τὶς νουθεσίες τῆς διδασκάλισσας καὶ ἔδειχνε πολλὴ ἀρετή. Ἡ Σοφία πάλι, βλέποντας τὴν πνευματική της κόρη νὰ προκόβη στὸν ἔνθεο ἔρωτα, δόξαζε τὸν Κύριο.

Ὁ κοινός μας ἐχθρὸς ὅμως φθόνησε τὴ γενναιότητα τῆς κόρης, καὶ τῆς ἔδωσε μεγάλο καὶ σφοδρότατο σαρκικὸ πόλεμο, γιὰ νὰ τὴν κάνη, ὅσο τοῦ ἦταν δυνατό, νὰ μισήσῃ τὴ μοναχικὴ πολιτεία, ἢ ἔστω νὰ γίνῃ ἀμελὴς στὴν ἄσκησι. Ἀλλὰ ἡ Ἁγία δὲν χαλάρωσε διόλου στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, μάλιστα γινόταν ὅλο καὶ πιὸ πρόθυμη. Ὅσο λοιπὸν ἔβλεπε τὸν ἐχθρὸ καὶ ἐπίβουλο νὰ τὴν πολεμᾶ δυνατά, τόσο πιὸ ἀνδρεῖα κι αὐτὴ ἀνταγωνιζόταν. Ἔτσι νικοῦσε καὶ ντρόπιαζε ὁλοσχερῶς τὸν πειρασμό.

Σὰν εἶδε αὐτὸς πὼς μὲ τέτοιο τρόπο δὲν μπόρεσε νὰ τὴ νικήση, βάζει ὁ τρισάθλιος ἄλλη πανουργία. Τὴν γνωστοποίησε στοὺς ὑπηρέτες του καὶ ἐργάτες τῆς ἀσεβείας, ποὺ εἶχαν τὸν καιρὸ ἐκεῖνο πολὺ πόθο καὶ φροντίδα νὰ βασανίζουν τοὺς χριστιανοὺς μὲ ποικίλα βασανιστήρια. Τότε βασίλευε ὁ ἀσεβὴς ∆ιοκλητιανός(*). Ἔσπευσαν λοιπὸν οἱ ὑπηρέτες καὶ ἀνήγγειλαν στὸν ἡγεμόνα Πρόβο, πὼς ἡ Ἀναστασία δὲν προσκυνοῦσε τοὺς θεούς τους, οὔτε σεβόταν τοὺς βασιλεῖς, ἀλλὰ ἐκήρυττε τὸν Χριστὸ ὡς ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ∆ημιουργὸ ὅλης τῆς κτίσεως. Τότε ὁ Πρόβος σύναξε πολλοὺς ἀνθρώπους στὸ θέατρο καὶ πρόσταξε νὰ φέρουν τὴ μακαρία μπροστά του. Ἔτρεξαν ἀμέσως ἀσυγκράτητοι οἱ ὑπηρέτες, ἔσπασαν τὴν πύλη τῆς μονῆς, μπῆκαν μὲ ἀναισχυντία καὶ ζήτησαν κάποια ποὺ λεγόταν Ἀναστασία.

(*) Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει ὅτι ἡ ἁγία Ἀναστασία ἡ Ῥωμαία ἐμαρτύρησε ἐπὶ ∆εκίου. Φαίνεται ὅτι συγχέεται μὲ ἄλλη ἁγία Ἀναστασία, ἡ ὁποία ἑορτάζει στὶς 12 Ὀκτωβρίου.

Σὰν εἶδε ἡ διδασκάλισσα Σοφία ξαφνικὰ τοὺς ὁρμητικοὺς στρατιῶτες, κατάλαβε τὸ λόγο, καὶ τοὺς παρακάλεσε νὰ περιμένουν λίγη ὥρα. Πῆρε τότε τὴν Ἀναστασία, καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια πῆγε κρυφὰ στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο. Τὴν ἔφερε μπροστὰ στὴν ἁγία εἰκόνα τοῦ ∆εσπότου καὶ τῆς εἶπε:

– Κόρη μου ἀγαπημένη, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ σὲ ἀναδέχθηκα γιὰ πνευματικό μου τέκνο, δὲν ἀμέλησα καθόλου νὰ σὲ διδάσκω τὴν κατὰ Θεὸν πολιτεία, ὥσπου ἔφτασες πιὰ στὴν ἡλικία τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ. Πήγαινε λοιπὸν σ᾿ Αὐτὸν μὲ ἀγαλλίασι. Μ᾿ Αὐτὸν σὲ νυμφεύω σήμερα. Σ᾿ Αὐτὸν σὲ προσφέρω, σ᾿ Αὐτὸν σὲ παραδίδω, νὰ σὲ δεχθῆ ὡς ἄφθαρτη νύμφη Του. Ὁ νυμφώνας στολισμένος, ὁ Νυμφίος ἀψευδής. Ἅγιοι Ἄγγελοι παραστέκουν, νὰ σὲ πᾶνε ὡς νύμφη Χριστοῦ στοὺς οὐρανίους θαλάμους. Ἐκεῖ θὰ ἀγάλλεσαι καὶ θὰ εὐφραίνεσαι, μαζί Του πάντα, σ᾿ ἐκείνη τὴν ἀνεκλάλητη εὐφροσύνη. Βάδισε τὴ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸ τοῦ μαρτυρίου. Μέσα ἀπ᾿ αὐτὴν θὰ φτάση ἡ ψυχή σου στὴν αἰώνια ἄνεσι καὶ ἀναψυχή. Εἶναι σωστὸ καὶ δίκαιο, ὄχι μόνο νὰ ὑπομείνουμε τὰ φοβερώτερα βασανιστήρια γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ νὰ λάβουμε καὶ αὐτὸν τὸν θάνατο μὲ ἀγαλλίασι. Ἂν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καὶ ∆εσπότης μας πέθανε γιὰ χάρη μας, πῶς κι ἐμεῖς νὰ μὴ μιμηθοῦμε πρόθυμα τὸ θάνατό Του γιὰ τὴ σωτηρία μας; Ναί, κόρη μου ἀγαπημένη, δὲν λογίζεται θάνατος τὸ νὰ πεθάνης γιὰ τὸν Χριστό. Εἶναι χαρά, ἡδονή, εὐφροσύνη, ἀγαλλίασις, λαμπρότητα, φῶς πιὸ γλυκὸ καὶ πιὸ ὡραῖο ἀπὸ αὐτὸ τὸ φῶς. Εἶναι διάβασις, μετάστασις ἀπὸ τὰ φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα στὰ ἄφθαρτα καὶ αἰώνια, ἀπὸ τὰ λυπηρὰ καὶ κοπιαστικὰ στὰ ὡραῖα καὶ χαρμόσυνα. Τώρα πηγαίνεις στὰ σταθερὰ καὶ μόνιμα, στὰ διαρκῆ καὶ ἀτελείωτα, κόρη μου πολυαγαπημένη, νὰ συνευφραίνεσαι μὲ τὶς φρόνιμες παρθένες σ᾿ ἐκείνη τὴν ἄῤῥητη ἡδονή, τὴν ἄφραστη ἀγαλλίασι, ποὺ διαρκεῖ αἰωνίως καὶ πάντοτε. Μὴ δειλιάσης τὴν αὐστηρότητα τῶν τυράννων, τὴν δριμύτητα τῶν κολάσεων. Ὁ ἴδιος ὁ Νυμφίος σου, ὁ ∆εσπότης Χριστός, θὰ σοῦ συμπαρασταθῆ, θὰ ἐλαφρύνη τοὺς πόνους. Κι ἂν σ᾿ ἀφήσῃ λίγο νὰ κακοπαθήσης, γιὰ νὰ φανῇ ἡ ὑπομονὴ σου, νὰ δοκιμασθῇ ἡ πίστις σου, καὶ νὰ θαυμάσουν οἱ θεατὲς τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν προθυμία σου, πάλι δὲν θὰ σ᾿ ἐγκαταλείψη ὡς τὸ τέλος. Ὅταν κουραστῆς, θὰ σβήση ἡ δριμύτητα τῶν πόνων καὶ τῶν πληγῶν σου, θὰ ἀνατείλη φῶς καὶ παρηγοριά, καὶ δόξα Κυρίου θὰ σὲ κυκλώση.

Σὰν εἶπε ὅλα αὐτὰ ἡ πάνσοφη Σοφία πρὸς τὴν Ἀναστασία, τῆς ἀπάντησε ἡ παρθένος:

– Κάνε δέησι καὶ ἱκεσία πρὸς τὸν ∆εσπότη μας, Μητέρα μου, γιὰ νὰ μοῦ στείλη ἐξ ὕψους δύναμι καὶ βοήθεια, ὥστε νὰ μὴ δειλιάσω τοὺς βαναύσους τυράννους. Τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμο, μὰ ἡ σάρκα ἀσθενική, καὶ χωρὶς θεία βοήθεια δὲν κατορθώνεται τὸ ἀγαθό. Προσευχήσου θερμὰ γιὰ χάρη μου, καὶ ἀνδρειωμένη μὲ τὴ θεία δύναμι, θὰ φροντίσω νὰ φυλάξω ἀπαρασάλευτες ὅλες τὶς ὑποσχέσεις.

Αὐτὰ εἶπε ἡ παρθένος πρὸς τὴν διδασκάλισσα, καὶ τότε ἔτρεξαν οἱ στρατιῶτες, ἅρπαξαν τὴν Ἁγία σὰν ἀρνὶ ἀπὸ τὴν μητέρα της καὶ τὴν πῆγαν στὸ κριτήριο ἁλυσοδεμένη, ἀλλὰ καὶ χαρούμενη. Ὅταν εἶδαν τόση εὐκοσμία καὶ ὡραιότητα πάνω της οἱ παρευρισκόμενοι, ἔμειναν ἔκθαμβοι.

Τότε ὁ Πρόβος τὴν ῥώτησε:

– Πῶς ὀνομάζεσαι;

Κι ἐκείνη ἀποκρίθηκε:

– Ἀναστασία καλοῦμαι, γιατὶ μ᾿ ἀνέστησε ὁ Κύριος, γιὰ νὰ ντροπιάσω σήμερα ἐσένα καὶ τὸν πατέρα σου ∆ιάβολο.

Ὅταν ἄκουσε ὁ Πρόβος τέτοια ἀπότομη ἀπόκρισι, θέλησε νὰ μαλακώση τὴν αὐστηρότητα καὶ τὴν τραχύτητά της μὲ κολακεῖες. Μὰ δὲν ἤξερε ὁ ἀνόητος τὴν δυνατὴ πίστι στὴν ψυχή της, ποὺ ἦταν πιὸ σκληρὴ κι ἀπ᾿ τὸ διαμάντι. Τῆς ἔλεγε λοιπόν:

– Ἄκουσέ με, Κόρη, ποὺ σὲ συμβουλεύω γιὰ τὸ συμφέρον σου. Θυσίασε στοὺς μεγάλους θεούς, κι ἐγὼ θὰ σὲ παντρέψω μ᾿ ἕνα πλουσιώτατο ἄρχοντα, θὰ σοῦ δώσω χρυσάφι καὶ ἀσήμι πολύ, ῥοῦχα πολυτελῆ, πλῆθος δούλων καὶ ὑπηρετῶν, καὶ θὰ γίνης μονομιᾶς εὐγενὴς καὶ περίδοξη. Κατάλαβε λοιπὸν τὸ καλό σου, σκέψου ὅπως ἁρμόζει στὴν ὡραιότητα καὶ στὴν ψυχική σου εὐγένεια. Μὴ θέλης νὰ δοκιμάσης τὸ θυμό μου, καὶ νὰ μάθης πόσο κακὸ εἶναι ἡ ἀσέβειά σου. Ἐγὼ –οἱ θεοὶ τὸ ξέρουν– λυπᾶμαι τὸ κάλλος σου, καὶ σὰν πατέρας φροντίζω γιὰ τὸ ὄφελός σου, σὲ συμβουλεύω γιὰ τὸ συμφέρον σου. Ἂν ὅμως δὲν μ᾿ ἀκούσῃς, θὰ δοκιμάσῃς ἀναγκαστικὰ τὴν ἀγριότητα καὶ τὸ θυμό μου, ὅπως εἶδες τώρα τὴν ἡμερότητα καὶ τὴν εὐμένειά μου, καὶ τότε θὰ μετανοιώσης ἀνώφελα. Μόλις ἄκουσε ἡ Μάρτυς τοῦτα τὰ λόγια, θυμήθηκε τὶς μητρικὲς παραινέσεις τῆς σοφῆς διδασκάλισσας Σοφίας, καὶ τοῦ ἀποκρίθηκε ταπεινά:

– Γιὰ μένα, ἡγεμόνα, πλοῦτος καὶ ζωὴ καὶ Νυμφίος εἶναι ὁ γλυκύτατος ∆εσπότης μου Χριστός. Ὁ θάνατος γιὰ χάρη Του μοῦ εἶναι πιὸ πολύτιμος κι ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή. Γι᾿ Αὐτὸν περιφρόνησα ὅλα τὰ εὐχάριστα καὶ ἀπολαυστικὰ πράγματα τῆς γῆς, χρυσάφι, ἀσήμι, πολυτίμους λίθους, κι ὅλα ὅσα τιμοῦν οἱ φιλόσαρκοι τὰ θεωρῶ σὰν χῶμα. Φωτιά, σπαθί, κοντάρι, διαμελισμό, πληγὲς καὶ μάστιγες, κι ὅ,τι ἄλλο νομίζετε γιὰ τιμωρία, ἐγὼ τὰ ἔχω γιὰ εὐχαρίστησι καὶ ἀγαλλίασι, ἀτενίζοντας πρὸς τὸν ∆εσπότη Χριστὸ καὶ Σωτήρα μου. Γιὰ τὴν ἀγάπη Του ἐπιθυμῶ ὄχι μόνο νὰ πάθω τέτοια δεινά, ἀλλὰ καὶ νὰ πεθάνω μύριες φορὲς γιὰ χάρη Του. Μὴν ὑποκρίνεσαι λοιπὸν πὼς τάχα λυπᾶσαι τὴν ὀμορφιά μου ποὺ μαραίνεται σὰν τὰ ἄνθη τοῦ ἀγροῦ, ἀλλὰ κάνε ὅ,τι εἶναι στὴν ἐξουσία σου. Μὴ χάνης ἄσκοπα τὸν καιρό σου. Ἐγὼ ξύλινους καὶ πέτρινους θεοὺς δὲν θὰ προσκυνήσω ποτέ.

Σὰν ἄκουσε ὅλα αὐτὰ ὁ ἡγεμόνας, ἄναψε ἀπ᾿ τὸ θυμό του. Προστάζει λοιπὸν πρῶτα νὰ τὴ δείρουν ἀνελέητα στὸ πρόσωπο. Κατόπιν νὰ τὴ γδύσουν τελείως, νὰ τήδῆ ὅλοτὸ θέατρο, γιὰ νὰ καταισχυνθῆ. Ἔτσι λοιπὸν ἐγύμνωσαν ἐκεῖνο τὸ πάγκαλλο σῶμα, ποὺ τὸ σέβονται καὶ οἱ Ἄγγελοι, καὶ τὸ παρουσίασαν χωρὶς κανένα ῥοῦχο, γιὰ νὰ τὴν καταφρονήσουν ὅλοι. Τότε τῆς λέγει ὁ ἄρχοντας:

– Γιὰ τὴν ὑπερηφάνειά σου, ἔτσι σοῦ ταιριάζει, νὰ ἐξευτελίζεσαι μπροστὰ σὲ τόσα μάτια ἀνδρῶν. Μὰ ἔστω καὶ τώρα, ἔλα στὴν εὐμένεια τῶν θεῶν. Μὴ θέλης νὰ δῆς νὰ μαραίνεται πρόωρα τέτοια ὀμορφιά, νὰ χαθῆς πολὺ ἄθλια. Σὲ βεβαιώνω πὼς ἂν δὲν κάνης τὸ θέλημά μου, κανεὶς δὲν σὲ γλιτώνει ἀπὸ τὰ χέρια μου. Θὰ σὲ κόψω σὲ λεπτὰ κομμάτια, καὶ θὰ σὲ ῥίξω τροφὴ στὰ ἄγρια θηρία. Ἡ Ἁγία τότε ἀπάντησε:

– Ἡγεμόνα, αὐτή μου τὴ γύμνωσι δὲν τὴν ἔχω γιὰ ντροπή, ἀλλὰ γιὰ περίλαμπρο καὶ εὐπρεπέστατο στολισμό, γιατὶ γδύθηκα τόν παλαιό ἄνθρωπο, καὶ ντύθηκα τόνκαινούργιο, μὲ δικαιοσύνη καὶ ἀλήθεια. Εἶμαι ἕτοιμη νὰ λάβω κι αὐτὸν τὸν θάνατο, καθὼς μὲ φοβέρισες. Τὸν ἐπιθυμῶ ὑπερβολικά. Μὰ κι ἂν καὶ τὰ μέλη μου κατακόψης, βάναυσε δικαστή, καὶ ξεῤῥιζώσης τὴ γλῶσσα μου, τὰ δόντια καὶ τὰ νύχια μου, τότε θὰ μὲ εὐεργετήσης ἀκόμη περισσότερο. Ὅλο τὸν ἑαυτό μου τὸν χρεωστῶ στὸν ∆ημιουργὸ καὶ Σωτήρα μου. Ποθῶ Αὐτὸς νὰ δοξασθῆ σὲ ὅλα μου τὰ μέλη. Θὰ τοῦ τὰ παραστήσω σὰν κοσμήματα, μὲ τὸ στολισμὸ τῆς ὁμολογίας.

Αὐτὰ κι ἄλλα παρόμοια ἔλεγε ἡ Ἁγία, γιὰ νὰ θυμώση ὁ δικαστής, νὰ μὴ τὴν λυπηθῆ, νὰ μὴ τὴν ἀφήσῃ ἀτιμώρητη, καὶ στερηθῇ τὰ στεφάνια τῆς ἀθλήσεως. Ἔκπληκτος ὁ ἄρχοντας καὶ ὅλο τὸ θέατρο μπροστὰ σ᾿ αὐτὴν τὴν ἐλευθεροστομία τῆς παρθένου, ἄφησε κατὰ μέρος τὶς κολακεῖες, καὶ ἀποφασίζει ν᾿ ἀρχίση τὶς τιμωρίες καὶ τὰ βασανιστήρια.

Προστάζει λοιπὸν νὰ καρφώσουν στὴ γῆ τέσσερις πασσάλους, ἐπάνω στοὺς ὁποίους τέντωσαν τὴν Μάρτυρα, καὶ τὴν ἔδεσαν μπρούμυτα. Ἀπὸ κάτω ἄναψαν φωτιὰ μὲ λάδι, πίσσακαίθειάφι, καίἄλλαεὔφλεκτα, ἀπ᾿ὅπουκαταφλέγονταν τὸ στῆθος, ἡ κοιλιὰ καὶ τὰ σπλάγχνα της. Ἀπὸ πάνω τὴν χτυποῦσαν στὴν πλάτη μὲ ξύλα οἱ ἄσπλαγχνοι. Ἔτσι ἔπασχε καὶ βασανιζόταν ἡ ἀείμνηστη ὥρα πολλή, καὶ ἦταν ἡ ῥάχη καὶ ὅλα τὰ ὀπίσθια καταξεσχισμένα ἀπὸ τὰ ῥαβδίσματα. Ἀπὸ μπροστὰ πάλι καταφλέγονταν οἱ σάρκες, οἱ φλέβες καὶ τὸ αἷμα, καὶ εἶχε τόση πολλὴ ὀδύνη καὶ πόνους, ποὺ μόνο καὶ νὰ τ᾿ ἀκούη κανείς, δειλιάζει καὶ ἀπορεῖ. Πραγματικά, τί γενναία ψυχὴ γιὰ τὸν Χριστό, ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς φύσεως! Μόνο μὲ τὴν προσευχή της σὰν δροσιά, ἔσβηνε τὴ σφοδρότητα τῆς φωτιᾶς, γιατὶ θυμόταν τὰ παλαιὰ θαύματα τοῦ Θεοῦ, ὅπως στὴ βαβυλωνιακὴ κάμινο. Εἶχε βέβαια πολλὴ σύνεσι, σοφία καὶ γνῶσι τῶν θείων Γραφῶν, κι ἔτσι ἐλάφραινε τοὺς πόνους.

Μόλις εἶδε πιὰ ἐκεῖνο τὸ ἄγριο καὶ ἀπάνθρωπο θηρίο ὅτι ἡ Μάρτυς δὲν ἐδείλιασε μὲ τέτοια βάσανα, προστάζει νὰ τὴ δέσουν σ᾿ ἕνα τροχό. Ἀμέσως ὁ λόγος ἔγινε ἔργο, καὶ στὸ γύρισμα τοῦ τροχοῦ μὲ κάποια μηχανή, συντρίφτηκαν ὅλα τὰ κόκκαλα τῆς Ἁγίας, τεντώθηκαν τὰ νεῦρα καὶ οἱ ἁρμοὶ τοῦ σώματος, μετατοπίστηκε ἡ σωματικὴ διάπλασις ἀπὸ τὴ φυσική της ἁρμονία, κι ἀπόμεινε ἐλεεινὸ θέαμα.

Ἀλλὰ ἡ Μάρτυς καὶ πάλι ἐπικαλέστηκε Ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ τὴ βοηθήση σὲ καιρὸ θλίψεως, καὶ νὰ τὴ λυτρώσῃ ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν της, λέγοντας τὰ ἑξῆς:

– Θεὲ θεῶν καὶ Κύριε τῶν δυνάμεων, ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου, ἡ ὑπομονή, ἡ καταφυγὴ μου καὶ δύναμις, ἡ ἐλπίδα τῆς ψυχῆς μου καὶ σωτηρία μου, μὴν ἀπομακρυνθῆς ἀπὸ μένα, διότι ἐξαντλήθηκα ἀπὸ τοὺς πόνους, κόλλησε στὴ γῆ ἡ κοιλιά μου καὶ τὰ ὀστᾶ μου σὰν φρύγανα φλογίστηκαν. ∆ός μου βοήθεια στὴ θλῖψι μου, Θεέ μου, ποὺ μὲ περιζώνεις μὲ δύναμι.

Μὲ τέτοια προσευχὴ –τί γρήγορη φροντίδα! Τί ταχύτατη λύτρωσις!– ἀμέσως ἡ Μάρτυς βρέθηκε ἐλευθερωμένη ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ φοβερὸ μηχάνημα, καὶ στάθηκε ὑγιὴς καὶ ὁλόσωμη, χωρὶς κανένα σημάδι πληγῆς ἢ ἔγκαυμα στὴ σάρκα της. Μὰ ὁ τυφλωμένος τύραννος δὲν μπόρεσε νὰ καταλάβη τὴ θαυματουργία τῆς θείας δυνάμεως, μεθυσμένος καὶ σκοτισμένος στὴν ἀσέβεια καὶ μανία του. Γι᾿ αὐτὸ πάλι τὴν κρέμασε σὲ ξύλο, κι ἔβαλε νὰ τὴν καταξεσχίσουν μὲ σιδερένια νύχια. Ὅμως ἡ Ἁγία προσευχόταν, καὶ πάλι ἦλθε ἐξ ὕψους βοήθεια, καὶ οἱ δήμιοι ἀτόνησαν, κι αὐτὴ στεκόταν χωρὶς καμμία ὀδύνη.

Γεμᾶτος ἀπορία, ὀργὴ καὶ θυμὸ ὁ ἡγεμόνας σηκώθηκε πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὸ θρόνο του, μὴ ξέροντας τί νὰ κάνη. Μὰ ὁ ∆ιάβολος ποὺ τὸν συμβούλευε κατ᾿ ἰδίαν, τοῦ ἔβαλε στὸ νοῦ νὰ κόψη τοὺς μαστοὺς τῆς Ἁγίας. Αὐτὴ ἡ τιμωρία εἶναι ἡ πιὸ φοβερὴ καὶ ἐπώδυνη, διότι στὸ μέρος αὐτὸ εἶναι ἐνθρονισμένη καὶ ῥιζωμένη ἡ καρδιά. Ἀλλὰ ἡ Μάρτυς εἶχε μεγαλύτερο πάθος στὴν καρδιὰ γιὰ τὸν ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ, καὶ γιαυτὸ καταφρόνησε τὸ μικρὸ καὶ κατώτερο.

Ὁ τύραννος πάλι, βλέποντας πὼς ἡ Ὁσία ὑπέμεινε καὶ αὐτὸ τὸ φοβερώτατο βάσανο, φιλοδοξοῦσε νὰ νικήση τὴν ὑπερβολικὴ καρτερία της μὲ τὰ ὑπερβολικὰ βασανιστήρια. Γιαυτὸ τῆς ξεῤῥίζωσε ὅλα τὰ δόντια καὶ τὰ νύχια. Καὶ πάλι ἡ Ἁγία, σὰν νὰ μὴν αἰσθανόταν κανένα πόνο, εὐχαριστοῦσε πιὸ θερμὰ τὸν Κύριο, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ γίνῃ συγκοινωνὸς καὶ συμμέτοχος στὰ πάθη Του. Συγχρόνως ἔβριζε τοὺς θεοὺς τοῦτυράννου, ἀποκαλώντας τους σκοτεινούς, πλάνους, δαίμονες καὶ ἀπώλεια ψυχῆς.

Μὴ ὑποφέροντας νὰ ἀκούη τέτοια λόγια ὁ δικαστής, ἀφοῦ τὸ γλυκὸ φῶς εἶναι μισητὸ στοὺς ἀσθενικοὺς ὀφθαλμούς, διατάζει νὰ τῆς ξεῤῥιζώσουν καὶ τὴ γλῶσσα ἀπὸ τὸν φάρυγγα. Ἀλλὰ καὶ πάλι ἡ Ὁσία δὲν δείλιασε μ᾿ αὐτὴ τὴν τιμωρία, μόνο ζήτησε λίγη διορία, γιὰ νὰ ἀποδώση τὴν πρέπουσα προσευχὴ καὶ νὰ δοξάση τὸν Κύριο μὲ τὸ ὄργανο τῆς φωνῆς. Ἀφοῦ λοιπὸν Τὸν εὐχαρίστησε, Τὸν παρακάλεσε νὰ τὴν ἀξιώση νὰ τελειώση καλῶς τὸ μαρτύριο, καὶ ὅσοι ἄῤῥωστοι τὴν ἐπικαλεσθοῦν σὲ βοήθεια, νὰ τοὺς θεραπεύη ὡς ἰατρὸς κάθε ἀῤῥώστειας. Τὴν ὥρα ποὺ ἡ Ἁγία εἶπε τὴν προσευχή, ἀκούστηκε φωνὴ ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ ποὺ μαρτυροῦσε τὴν πραγματοποίησι τῶν αἰτημάτων, δηλαδὴ νὰ γίνῃ τὸ θέλημά της, ὅπως τὸ ζήτησε.

Χάρηκε σὰν ἄκουσε τὴ θεία φωνὴ ἡ Μάρτυς, καὶ λέγει στὸν δήμιο νὰ ἐκτελέση τὸ πρόσταγμα. Ἔτσι κι ἔγινε. Τῆς ἔκοψε μὲ ξίφος τὴ θεολογική της γλῶσσα, ποὺ ἔλεγε τὰ θεῖα λόγια. Ἔτρεχαν τὰ αἵματα, κοκκίνισαν τὰ ῥοῦχα τῆς ἄμωμης νύμφης τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀπ᾿ τὸν πόνο λιγοψύχησε, καὶ ζήτησε λίγο νερό.

Τότε βρέθηκε κάποιος εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος χριστιανὸς ὀνόματι Κύριλλος, ὁ ὁποῖος μ᾿ αὐτὴ τὴ μικρὴ καλωσύνη τοῦ ψυχροῦ ποτηριοῦ ἀπολαμβάνει ὡς ἀνταμοιβὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ στεφάνι τῆς ἀθλήσεως. ∆ιότι μαθαίνοντας ὁ Πρόβος ὅτι λυπήθηκε τὴν Ἁγία καὶ τὴν πότισε νερό, πρόσταξε νὰ κόψουν τὰ κεφάλια καὶ τῶν δύο. Ἔτσι τελείωσαν κι οἱ δύο τὸ δρόμο τοῦ μαρτυρίου.

Τὸ λείψανο τῆς Ὁσίας ἔμεινε λίγες ἡμέρες ῥιγμένο στὸ χῶμα, χωρὶς διόλου νὰ τὸ ἀγγίξη πουλί, ἢ θηρίο, κατόπιν θείας νεύσεως καὶ βουλῆς. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ θεῖος Ἄγγελος ἐστάλη ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ δώσῃ τὸ ἅγιο λείψανο στὴ διδασκάλισσὰ της Σοφία.

Πράγματι ἡ Σοφία ἐκείνη, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἅρπαξαν μέσα ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά της τὴν Ἀναστασία, προσευχόταν ἀσταμάτητα καὶ παρακαλοῦσε τὸν Κύριο νὰ τὴ δυναμώση ἕως τέλους, νὰ μὴ νικηθῆ ἀπὸ τὶς κολακεῖες, νὰ μὴ δειλιάση ἀπὸ τὶς τιμωρίες, καὶ ζημιωθῆ τὰ στεφάνια. Ἐνῶ λοιπὸν προσευχόταν ὁλόψυχα μὲ ὁλόθερμα δάκρυα, ἅγιος Ἄγγελος φανερώνεται, καὶ τῆς ἀναγγέλλει τὸ πολυπόθητο ἄκουσμα καὶ γλυκύτατο μήνυμα: Ἡ Μάρτυς ἐτελειώθη, καὶ ἀνῆλθε στὸν οὐράνιο θάλαμο, γιὰ τὴν αἰώνια ἀγαλλίασι. Συνάμα τὴν ὁδηγεῖ καὶ τῆς παραδίδει τὸ παμπόθητο καὶ σεβάσμιο λείψανο τῆς Μάρτυρος.

Τότε ἡ Σοφία ἔπεσε πάνω του, τὸ ἀγκάλιαζε καὶ τὸ φιλοῦσε συνέχεια, λέγοντας τὰ ἑξῆς μὲ δάκρυα καὶ πολλὴ ἀγαλλίασι:

– Ποθητὸ καὶ πολυαγαπητό μου τέκνο, ποὺ σὲ ἀνέθρεψα καλῶς μὲ πολὺ κόπο, μὲ ἡσυχία καὶ μὲ ἄσκησι, σ᾿ εὐχαριστῶ, ποὺ δὲν καταφρόνησες τὶς ἐπαγγελίες, δὲν παρήκουσες τὶς νουθεσίες, δὲν παρέβλεψες τὶς ἐντολές. Φύλαξες τὶς ὑποσχέσεις, καὶ τώρα παραστέκεις δίπλα στὸν Χριστὸ τὸν Νυμφίο σου, περιβεβλημένη μὲ ἱμάτιο παρθενίας, πεποικιλμένη μὲ στίγματα μαρτυρίου, καὶ στολισμένη μὲ στεφάνι ἀπὸ λίθους πολυτίμους. Τώρα κατοικεῖς σὲ τόπο σκηνῆς θαυμαστῆς, στὸν οἶκο τῆς δόξης Κυρίου, καὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους εὐφραίνεσαι. Γιαυτὸ σὲ παρακαλῶ, πολυαγαπημένη μου κόρη καὶ πνευματική μου μητέρα, γίνε μου καλὴ γηροκόμος σ᾿ αὐτὴ τὴν πρόσκαιρη ζωή, καὶ μεσίτρια καὶ πρέσβυς πρὸς τὸν ∆εσπότη μας, νὰ ἀξιώση καὶ μένα νὰ εἰσέλθω στὴ βασιλεία Του.

Μὲ τέτοια καὶ παρόμοια λόγια, ἡ φιλότεκνη καὶ φιλόθεη γερόντισσα ἀγκάλιαζε καὶ καταφιλοῦσε τὸ τίμιο λείψανο, μὰ δὲν μποροῦσε ἀπ᾿ τὰ γηρατειὰ νὰ τὸ σηκώση. Τὴν ὥρα ποὺ συλλογιζόταν τί νὰ κάνη, ξάφνου παρουσιάστηκαν δύο μεγαλοπρεπεῖς καὶ ἀξιοσέβαστοι ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι σήκωσαν ἐκεῖνο τὸ σεβάσμιο καὶ ἱερώτατο λείψανο καὶ τὸ μετέφεραν μὲ τὴν Σοφία μέσα στὴ Ῥώμη, καὶ τὸ ἀπέθεσαν στὸν τάφο λαμπρὰ καὶ τιμητικά, πρὸς δόξαν Θεοῦ Πατρός, καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, μετὰ τοῦ ὁποίου πρέπει τιμὴ καὶ κράτος καὶ πρὸς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.