Σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία παράδοση, ἡ ὁποία μέχρι σήμερα διαφυλάσσεται στὴν Γεωργία, καθὼς ἐπίσης καὶ σὲ ὅλη τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ πανάμωμος Μητέρα τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν πρόνοιά Του, ἐκλέχτηκε νὰ κηρύξη στὴν Γεωργία[1] τὴν σωτηρία των ἀνθρώπων, τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Υἱοῦ Της καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ στοὺς Οὐρανούς, γράφει ὁ Ἅγιος Στέφανος ὁ Ἁγιορείτης, συγκεντρώθηκαν στὸ Ὄρος Σιὼν οἱ Μαθητές Του μαζὶ μὲ τὴν Παρθένο Μαρία, τὴν Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ καὶ περίμεναν τὸν Παράκλητο, ὅπως τοὺς διεμήνυσε ὁ Κύριος, νὰ μὴν φύγουν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ νὰ περιμένουν τὴν ἐπαγγελία τοῦ Κυρίου.
Καὶ ἔῤῥιξαν κλήρους γιὰ τὸ σὲ ποιὰ χώρα ὁ καθένας τους θὰ πήγαινε νὰ κηρύξῃ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Πανάμωμος εἶπε: Γιὰ νὰ μὴν μείνω καὶ ἐγὼ δίχως κλῆρο ἀποστολῆς, ἐπιθυμῶ νὰ ῥίξετε κλῆρο καὶ γιὰ μένα, ἔτσι καὶ ἐγὼ νὰ ἔχω κάποια γῆ νὰ κηρύξω, τὴν ὁποία θὰ ὁρίσει ὁ Θεός.
Ἐκεῖνοι, οἱ εὐσεβεῖς μὲ φόβο καὶ σεβασμὸ ἔπραξαν σύμφωνα μὲ τὰ λόγια Της, καὶ ἔπεσε σὲ αὐτὴν ὁ κλήρος γιὰ τὴν χώρα τῆς Γεωργίας. Ἡ Πανάμωμος Θεοτόκος μὲ χαρὰ τὸ ἀποδέχθηκε καὶ θέλησε ἀμέσως μετὰ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, νὰ ταξιδέψη γιὰ τὴν Γεωργία. Ἀλλὰ ὁ Ἄγγελος τῆς εἶπε: Δὲν πρέπει ἀμέσως τώρα νὰ φύγῃς ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ νὰ παραμείνης γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα, καὶ ἡ γῆ ἡ ὁποία Σοῦ ἔπεσε στὸν κλῆρο, θὰ καθαγιασθῇ ἀργότερα, καὶ ἡ δεσποσύνη Σου θὰ πάει μέχρι ἐκεῖ.
Αὐτὴ ἡ ἐκλογὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν καθαγιασμὸ τῆς Γεωργίας ὁλοκληρώθηκε αφοῦ πέρασαν τρεῖς αἰῶνες ἀπὸ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἱεραπόστολος αὐτοῦ τοῦ ἕργου εἶναι φανερὸ ὅτι ἔγινε ἡ ἴδια ἡ Ὑπερευλογημένη Θεοτόκος Παρθένος· ἀφοῦ ἦρθε ὁ καιρός. Αὐτὴ μὲ τὴν εὐλογία Της καὶ μὲ τὴν δύναμή Της, ἀπέστειλε στὴν Γεωργία γιὰ τὸ κήρυγμα τὴν Ἁγία Παρθένο Νίνα.
Ἡ Ἁγία Νίνα γεννήθηκε στὴν Καππαδοκία, μοναχοπαίδι ὀνομαστῶν καὶ εὐλογημένων γονέων, τοῦ Ζαβουλὼν Ῥωμαίου στρατηγοῦ συγγενὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, καὶ τῆς Σουζάνας ἀδελφῆς τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἰουβεναλίου. Ὅταν ἔγινε 12 ἐτῶν, ἡ Ἁγία Νίνα μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς της πῆγε στὴν Ἁγία Πόλη τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ ὁ πατέρας της Ζαβουλών, φλεγόμενος ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν, θέλησε νὰ Τὸν ὑπηρετήσῃ μὲ τὴν μοναχικὴ ἄσκηση. Σὲ αὐτήν του τὴν ἐπιλογὴ πῆρε τὴν συγκατάθεση τῆς συζύγου του καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων. Ἀφοῦ μὲ δάκρυα ἔλουσε τὴν νεαρή του κόρη Νίνα, τὴν ἐνεπιστεύθηκε στὸν Θεό, τὸν πατέρα τῶν ὀρφανῶν καὶ προστάτη τῶν χηρῶν, ἔφυγε καὶ κρύφθηκε στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου καὶ κανεὶς δὲν ἔμαθε οὔτε τὸν τόπο τῆς ἄσκησής του, οὔτε τὸν τόπο τῆς κοίμησής του.
Τὴν Σωσσάνα, τὴν μητέρα τῆς Ἁγίας Νίνας, ὁ Πατριάρχης καὶ κατὰ σάρκα ἀδελφός της, στὸν ἱερὸ ναὸ τὴν χειροτόνησε διακόνισσα, γιὰ νὰ διακονῆ τὶς χῆρες καὶ ἀδύναμες γυναῖκες. Τὴν Νίνα τὴν παρέδωσε πρὸς παιδαγωγία σὲ κάποια εὐσεβῆ γερόντισσα Νιαφόρα.
Ἡ Ἁγία παρθένος ἦταν τόσον καθαρὴ καὶ πανέξυπνη, ὥστε μέσα σὲ 2 χρόνια, μὲ τὴν βοήθεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, διδάχθηκε τοὺς κανόνες τῆς πίστεως καὶ τῆς εὐσεβείας καὶ ἐμβάθυνε σὲ αὐτούς. Καθημερινά, προσευχόμενη καρδιακά, καὶ μελετώντας τὰ λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ καρδιά της ὅλο καὶ περισσότερο ἐφλέγετο ἀπὸ τὴν ἀγάπη της πρὸς τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὑπέμεινε τὰ βασανιστήρια καὶ τὸν σταυικὸ θάνατο. Μελετώντας μὲ δάκρυα τὶς Εὐαγγελικὲς διηγήσεις περὶ τῆς Σταυρώσεως τοῦ Σωτῆρος τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ ὅλα ὅσα συνέβησαν στὸν Σταυρό, ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν τύχη τοῦ Χιτῶνος τοῦ Κυρίου: Ποῦ νὰ βίσκεται σήμερα αὐτὴ ἡ χειροποίητη πορφύρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ; ῥωτοῦσε τὴν παιδαγωγό της, ἀπρώντας: ἀδύνατον νὰ χάθηκε στὴν γῆ αὐτὸ τὸ ἁγιασμένο μεγάλο κειμήλιο.
Ὅσα γνώριζε ἡ Νιαφόρα ἀπὸ τὴν παράδοση, τὰ διηγήθηκε, ὅτι βορειοανατολικὰ τῆς Ἱερουσαλὴμ ὑπάρχει ἡ χώρα τῆς Γεωργίας καὶ σ᾿ αὐτὴ ἡ πόλη Μτσχέτ[2]. Ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ χιτῶνας τοῦ Κυρίου ποὺ μετέφερε ὁ στρατιώτης, στὸν ὁποῖο ἔπεσε ὁ κλῆρος νὰ τὸν πάρη, κατὰ τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Οἱ κάτοικοι αὐτῆς τῆς χώρας ὀνομάζονται Κάρτβελοι[3], καὶ ὅπως οἱ γείτονές τους Ἀρμένιοι, καὶ πολλὲς ὀρεσίβιες φυλές, βρίσκονται στὴν ἀπάτη καὶ στὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρείας.
Αὐτὴ ἡ παλαιὰ διήγηση, εἰσῆλθε βαθιὰ στὴν καρδιὰ τῆς Ἁγίας Νίνας. Ἡμέρα καὶ νύχτα ὕψωνε θερμὲς προσευχὲς στὴν Παναγία Παρθένο, τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, νὰ τὴν ἀξιώσῃ νὰ δεῖ τὴν γῆ τῆς Γεωργίας, νὰ εὕρῃ καὶ νὰ προσκυνήσῃ τὸν χιτῶνα τοῦ ἀγαπητού Της Υἱοῦ, ἐπιθυμώντας νὰ παραδοθῇ στὰ Θεομητορικά Της χέρια, καὶ νὰ κηρύξει τὸ ἅγιον ὄνομά Του στοὺς ἐκεῖ εἰδωλολάτρες. Ἡ Θεοτόκος ἄκουσε τὴν προσευχὴ τῆς δούλης Τῆς, ἔμφανίστηκε στὸν ὕπνο της καὶ τῆς εἶπε: Πήγαινε στὴν γῆ τῆς Γεωργίας, κήρυξε ἐκεῖ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, καὶ θὰ εὕρεις τὸ ἔλεος Του καὶ ἐγὼ θὰ εἶμαι προστάτης σου. Ἀλλὰ πῶς μπορῶ ἐγώ, ῥώτησε ἡ ταπεινὴ κόρη, νὰ γίνω ὄργανο μιᾶς τέτοιας μεγάλης διακονίας, ἀφοῦ εἶμαι ἀδύναμη γυναῖκα;
Ἡ Παναγία, ἀφοῦ ἔδωσε στὴν Νίνα Σταυρὸ φτιαγμένο ἀπὸ κληματαριά, τῆς εἶπε: Λάβε αὐτὸν τὸν Σταυρό, αὐτὸς θὰ σοῦ εἶναι προστάτης καὶ φύλακας ἐναντίον ὅλων τῶν ὁρατῶν και ἀοράτων ἐχθρῶν· μὲ τὴν δύναμή του θὰ στήσῃς ἐκεῖ τὴν σωτήριο σημαία τῆς πίστεως τοῦ ἀγαπητοῦ μου Υἱοῦ καὶ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος· θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι, καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν.
Ὅταν ξύπνησε ἀπὸ τὸ ὄνειρο ἡ Ἁγία Νίνα, καὶ εἶδε στὰ χέρια της τὸν θαυμάσιο Σταυρό, μὲ δάκρυα ἄρχισε νὰ τὸν ἀσπάζεται. Κατόπιν τὸν ἔβαλε στὰ μαλλιά της, καὶ πῆγε στὸν θεῖό της τὸν πατριάρχη. Τοῦ διηγήθηκε τὴν ἐμφάνιση τῆς Θεομήτορος καὶ τὴν ἐντολή Της νὰ πάη στὴν Γεωργία. Καὶ ἐκεῖ νὰ κηρύξη τὸ Εὐαγγέλιο τῆς αἰωνίου σωτηρίας. Ὁ μακάριος Πατριάρχης διέκρινε σὲ αὐτὸ τὸ ὅραμα πολὺ καθαρὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν ἀρνήθηκε στὴν νεαρὴ κόρη νὰ δώσῃ τὴν εὐλογία του νὰ ξεκινήσῃ γιὰ τὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως. Καὶ ὅταν ἔφθασε ὁ εὐλογημένος καιρὸς νὰ ἀναχωρήσῃ γιὰ τὸν μακρινό της δρόμο, τὴν ὁδήγησε ὁ Πατριάρχης στὸ Ἅγιο Βῆμα τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου καὶ ἀφοῦ ἔθεσε τὴν ἁγία δεξιά του στὸ κεφάλη της, προσευχήθηκε λέγοντας: Κύριε Θεέ, στὰ χέρια Σου παραδίδω αὐτὴν τὴν πτωχὴ παρθένο· τὴν ἀποστέλλω στὸ θεῖόν Σου κήρυγμα. Εὐδόκησον Χριστὲ ὁ Θεός, νὰ ταῆς γίνης συνοδοιπόρος καὶ καθοδηγητής, ὁπουδήποτε τὸ στόμα της θὰ εὐηγγελίσῃ περὶ Σοῦ, καὶ δώρισε στὸν λόγο της δύναμη καὶ σοφία, στὸν ὁποῖο κανεὶς νὰ μὴν μπορῆ νὰ ἐναντιωθῇ ἢ νὰ ἀντειπῇ. Ἐσὺ Παναγία Θεοτόκε, ἡ βοήθεια καὶ προστασία ὅλων τῶν Χριστιανῶν, προστάτευε αὐτὴν τὴν ὁποία Ἐσὺ διάλεξες γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Υἱοῦ Σου ἀνάμεσα στὰ θεόμαχα φύλα, περιφρούρησέ την μὲ τὴν δική σου ὑψηλὴ δύναμη ἐναντίον τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν· γενοῦ παντονινὴ προστάτης καὶ ἀκαταμάχητος φρουρός της καὶ ἄς τὴν ἀφήσῃ τὸ ἔλεός σου, ἕως ὅτου ὁλοκληρώσῃ τὴν ἁγία θέλησή σου.
Ἐκείνες τὶς μέρες ἀναχωροῦσαν ἀπὸ τὴν Ἁγία Πόλη γιὰ τὴν Ἀρμενία, 53 κοπέλες φίλες, μαζὶ μὲ τὴν κόρη τοῦ βασιλέα Ῥιψιμία, καὶ τὴν καθοδηγήτριά της Γαϊανή, ἐξαιτίας τοῦ διωγμοῦ τοῦ Διοκλητιανοῦ, ποὺ θέλησε νὰ νυμφευθῆ τὴν Ῥιψιμία, ἡ ὁποία εἶχε ὑποσχεθῆ παρθενία.
Μὲ αὐτὲς τὶς ἁγίες παρθένες ἡ Ἁγία Νίνα ἔφθασε μέχρι τὴν Ἀρμενία καὶ τὴν πρωτεύουσα Βαγκαρσαπάτ[4]. Βρῆκαν κατάλυμα ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, κοντὰ σὲ μία κατοικία οἰνοπαραγωγοῦ καὶ γιὰ τροφὴ εἶχαν ὅτι συγκέντρωναν μὲ κόπο τὰ χέρια τους.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, ὁ Διοκλητιανός, πληροφορήθηκε ὅτι ἡ Ῥιψιμία κρύβεται στὴν Ἀρμενία. Ἔστειλε γράμμα στὸν βασιλιὰ τῆς Ἀρμενίας Τηριδάτη[5], γιὰ νὰ βρῆ τὴν Ῥιψιμία καὶ νὰ τὴν στείλη στὴν Ῥώμη. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Τηριδάτη γρήγορα τὴν ἀνακάλυψαν. Σὰν τὴν εἶδε ὁ βασιλιάς, θέλησε νὰ τὴν κάνει γυναίκα του. Ὅμως ἡ Ἁγία τοῦ εἶπε χαριτολογώντας: Ἐγὼ ἔχω νυμφευθεῖ τὸν Οὐράνιον Νυμφίον Χριστό, καὶ πῶς ἐσὺ ὁ μιαρὸς θὰ κρατήσῃς στὰ χέρια σου τὴν Νύμφη τοῦ Χριστοῦ;
Γεμάτος μὲ φοβερὴ σκότωση, θυμὸ καὶ ὀργή, ὁ Τηριδάτης διέταξε νὰ βασανίσουν τὴν Ἁγία. Τὴν ἔῤῥιξαν σὲ πολλὰ και φοβερὰ βάσανα, τῆς ἔκοψαν τὴν γλῶσσα, τῆς ἔβγαλαν τὰ μάτια καὶ ὅλο τὸ σῶμά της τὸ ἔκοψαν σὲ κομμάτια. Τὴν ἴδια τύχη εἶχαν καὶ οἱ φίλες της καὶ ἡ Γαϊανή[6].
Μόνο ἡ Ἁγία Νίνα μὲ θαυμαστὸ τρόπο σώθηκε ἀπὸ τὸν θάνατο· ὁδηγήθηκε ἀπὸ ἀόρατο χέρι, καὶ κρύφτηκε θαυματουργικὰ κατὰ τὴν ταραχὴ στὰ κλειδιὰ μιᾶς ἄγριας τριανταφυλλιᾶς.
Ταρασσόμενη ἀπὸ φόβο καὶ ἱκετεύοντας γιὰ τὶς φίλες της, ὕψωσε στὸν οὐρανὸ τὰ δακρυσμένα μάτια της, καὶ εἶδε οὐρανόσταλτο Ἄγγελο, ντυμένο μὲ φωτεινὸ ὀράριο. Συνοδευόμενος ἀπὸ πλῆθος οὐρανίων δυνάμεων, κατέβηκε ἀπὸ τὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, κρατώντας στὰ χέρια του εὐωδιάζων θυμιατήριο, ἐνῶ ἀπὸ τὴν γῆ, ὡσὰν σὲ συνάντησή του, ἀνέβαιναν οἱ ψυχὲς τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, οἱ ὁποῖες περιπτύχθηκαν μὲ τὶς φωτεινὲς οὐράνιες δυνάμεις, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὲς ἀνῆλθαν στὸν οὐρανό.
Κύριε! Κύριε! θρηνοῦσα ἔκραζε ἡ Ἁγία Νίνα ὅταν εἶδε αὐτά· γιατὶ ἐμένα τὴν ἄτυχη ἐγκαταλείπεις στὸ μέσον αὐτῶν τῶν ἐχιδνῶν καὶ φιδιῶν;
Ὅμως ὁ Ἄγγελος τῆς ἀπάντησε: Μὴ θλίβεσαι, μόνο περίμενε λίγο, γιατὶ καὶ ἐσὺ θὰ ὁδηγηθῆς στὴν Βασιλεία τοῦ Κυρίου τῆς δόξης, ὅταν αὐτὴ ἡ ἄγρια καὶ ἀκανθωτὴ τριανταφυλιά ποὺ σὲ περιβάλλει, καλυφτῆ ἀπὸ εὐωδιαστὰ ἄνθη, ὅπως ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν φυτευθῆ στὸν κῆπο. Ὅμως τώρα σήκω καὶ πήγαινε πρὸς τὰ βόρεια,ὅπου ὑπάρχει πολὺς θερισμός, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχουν ἐργάτες.
Ἡ Ἁγία Νίνα ὑπάκουσε, καὶ μόνη της ξεκίνησε γιὰ τὴν μακρυνὴ ὁδό. Μετὰ ἀπὸ μακρὺ δρόμο, ἔφτασε στὴν ὄχθη κάποιου ποταμοῦ Κούρ[7], ὁ ὁποῖος ποτίζει τὸ μέσον ὅλης τῆς Γεωργίας, ῥέοντας ἀπὸ τὰ Δ πρὸς τὰ ΒΝ, ἕως τὴν Κασπία θάλασσα, κοντὰ στὸν καταυλισμὸ τῶν Δερβίσηδων (Χέρτβισι). Τσοπάνοι, ἔδωσαν στὴν κουρασμένη ξένη λίγη τροφή.
Μιλοῦσαν ἀρμενικά, ἡ Νίνα εἶχε μάθει αὐτὴν τὴν γλώσσα ἀπὸ τὴν γερόντισσα Νιαφόρα. Ῥώτησε τοὺς βοσκούς: Ποῦ βρίσκεται ἡ πόλη Μτσχέτ, καὶ πόσο μακριὰ εἶναι ἀπὸ ἐδῶ; Ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε: Προχωρώντας ἀρκετὰ κατὰ μῆκος τοῦ ποταμοῦ, θὰ δεῖς τὴν πόλη Μτσχέτ, ὅπου οἱ θεοί μας δοξάζονται καὶ οἱ βασιλεῖς μας βασιλεύουν.
Καὶ συνέχισε τὸν δρόμο της. Μιὰ μέρα, κουρασμένη, κάθισε σὲ μία πέτρα σκεπτόμενη τὴν ζωή της. Ποῦ τὴν ὁδηγεῖ ὁ Κύριος; Ποιοί θὰ εἶναι οἱ καρποὶ τῶν κόπων της; Μήπως εἶναι μάταιο τὸ τόσο μακρυνὸ καὶ πολὺ δύσκολο ταξίδι της; Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις, ἀποκοιμήθηκε σὲ ἐκεῖνον τὸν βράχο, καὶ εἶδε σὲ ὅραμα ἕναν ἄνθρωπο, μὲ ἐξαίσιο πρόσωπο, τὰ μαλλιά του ἔπεφταν ἕως τοὺς ὤμους, στὰ χέρια κρατοῦσε εἰλητάριο στὰ ἑλληνικά. Ἄνοιξε τὸν ῥολό, τὸν ἔδωσε στὴν Ἁγία, τῆς εἶπε νὰ τὸν διαβάση καὶ ἔγινε ἄφαντος. Μόλις ξύπνησε ἀπὸ τὸν ὕπνο, εἶδε στὸ χέρι της τὸ εἰλητάριο καὶ ἡ Ἁγία Νίνα διάβασε σὲ αὐτὸ τὰ εὐαγγελικὰ λόγια:
Ἀμὴν λέγων ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῆ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦτον ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ λαληθήσεται καὶ ὅ ἐποίησεν αὕτη εἰς μνημόσυνον αὐτῆς (Ματθ. 26,13). Οὐκ ἕνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ἡμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (Γαλ. 3,28). Λέγει ὁ Ἰησοῦς ταῖς γυναιξί: μὴ φοβεῖσθε· ὑπάγετε ἀπαγγείλατε τοῖς ἀδελφοῖς μου (Ματθ. 28,10). Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται, καὶ ὁ ἐμὲ δεχόμενος δέχεται τὸν ἀποστείλαντά με (Ματθ. 10,40). Ἐγὼ γὰρ δώσω ὑμῖν στόμα καὶ σοφίαν, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντειπεῖν, οὐδὲ ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι ὑμῖν (Λουκ. 21,15). Καὶ μὴ φοβηθεῖτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι. (Ματθ. 10,28). Πορευθέντες, μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν (Ματθ. 28,19-20).
Ἐνδυναμώθηκε καὶ παρηγορήθηκε ἡ Ἁγία Νίνα καὶ συνέχισε τὸν δρόμο της μὲ θαῤῥος καὶ νέο ζῆλο.
Καταβεβλημένη ἀπὸ τὶς δυσκολίες, τὴν ταλαιπωρία, τὴν πείνα, τὴν δίψα καὶ τὸν φόβο ἀπὸ τὰ θηρία, ἔφτασε στὴν ἀρχαία πόλη τῆς Καρτάλης Οὔμπνις ὅπου ἔμεινε ἕνα μῆνα σὲ ἐβραϊκὴ συνοικία, μελετῶντας τὴν φύση, τὰ ἔθιμα καὶ τὴν ἄγνωστη γιὰ αὐτὴν γλῶσσα τοῦ λαοῦ.
Μιὰ μέρα πληροφορήθηκε ὅτι ὅλος ὁ ἀνδρικὸς πληθυσμὸς τῆς πόλεως καὶ τῶν περιχώρων ἑτοιμάζεται νὰ πάει στὴν πρωτεύουσα Μτσχέτ, γιὰ νὰ προσκυνήσει τοὺς μισητοὺς θεούς τους. Μαζί τους πῆγε καὶ ἡ Ἁγία Νίνα. Ἀλλὰ στὴν εἴσοδο τῆς πόλης, συνάντησε τὸν βασιλέα Μιριάν, καὶ τὴν βασίλισσα Νάνα, μὲ συνοδεία ὑπηρετῶν καὶ πλῆθος λαοῦ. Κατευθύνονταν στὸ ὄρος γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸ ἄψυχο εἴδωλο, τὸ ἐπονομαζόμενο Ἀρμάζ, τὸ ὁποῖο βρισκόνταν στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πόλη.
Ἡ ἡμέρα ἦταν αἰθρία. Ἐκείνη ἦταν ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς σωτηρίας ἀθλήσεως τῆς Ἁγίας Νίνας γιὰ τὴν γῆς τῆς Γεωργίας, ἐπίσης ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς κυριαρχίας τοῦ μισητοῦ εἰδώλου Ἀρμάζ. Παρασυρμένη ἀπὸ τὸ πλῆθος, ἡ Ἁγία Νίνα κατευθύνθηκε πρὸς τὸν βουνό, μέχρι τὸν ναὸ τῶν εἰδώλων. Ἀναζήτησε ἕνα κατάλληλο τρόπο γιὰ νὰ βλέπει τὸ ἐπιβλητικὸ εἴδωλο τοῦ Ἀρμάζ. Ἀπὸ ἐκεῖ ἔβλεπε ἕνα ὁμοίωμα ἀνθρώπου μὲ ἀσυνήθιστο ὕψος, ἐπικαλυμένο μὲ χρυσό, καὶ χαλκό, στὸ κεφάλι εἶχε κράνος χρυσό· τὰ μάτια του ἦταν τὸ ἕνα ἀπὸ διαμάντι, τὸ ἄλλο ἀπὸ σμαράγδι, πολύ ἀκριβὰ καὶ λαμπερά. Στὴν δεξιὰ μεριὰ βρισκόταν ἄλλο ἕνα μικρότερο εἴδωλο χρυσό, μὲ τὸ ὄνομα Κάτσι, καὶ στὰ ἀριστερὰ ἄλλο ἕνα εἴδωλο μικρὸ μὲ τὸ ὄνομα Γαΐμ.
Ὁ βασιλέας καὶ ὅλος ὁ πολυάριθμος λαός, στεκόνταν ἐνώπιον τῶν εἰδώλων μὲ ἀνόητο φόβο σεβασμὸ καὶ ὑπομονή, ἐνῶ οἱ ἱερεῖς ἑτοίμαζαν τὶς αἱματηρὲς θυσίες. Ὅταν τὶς ἑτοίμασαν, θυσίασαν μὲ θυμίαμα, ἔτρεξε τὸ αἷμα τῶν θυσιῶν καὶ ἤχησαν τὰ τύμπανα καὶ οἱ τρομπέτες. Τότε ὁ βασιλέας καὶ ὁ λαὸς ἔπεσαν καταγῆς ἐνώπιον τῶν ἄψυχων εἰδώλων. Μὲ τὸν ζῆλο τοῦ Ἠλία ἄναψε ἡ καρδιὰ τῆς Ἁγίας παρθένου. Ἀναστέναξε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς της, ὕψωσε τοὺς ὀφθαλμούς της πρὸς τὸν οὐρανὸ γεμάτα δάκρυα καὶ προσευχήθηκε ἔτσι:
Παντοδύναμε Θεέ, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου ὁδήγησε αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἐπίγνωσή Σου, Σοῦ τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ! Σύντριψε αὐτὰ τὰ εἴδωλα ὅπως ὁ ἄνεμος σκορπίζει τὸ χορτάρι καὶ τὴν στάχτη, ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς! Ἐπίβλεψον Ἐλεῆμον σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους Ἐσὺ ἔπλασες μὲ τὴν παντοδύναμο δεξιά Σου, καὶ τοὺς δώρησες τὴν θείαν Εἰκόνα Σου. Κύριε καὶ Δέσποτα, Ἐσὺ τόσο ἀγάπησες τὸ δημιούργημά Σου, ὥστε τὸν Υἱόν Σου τὸν Μονογενή, ἔδωσες γιὰ τὴν σωτηρία αὐτοῦ τοῦ πεπτωκότος· σῶσε τὶς ψυχὲς καὶ αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων Σου, ἀπὸ τὴν ὀλέθρια ἐξουσία τοῦ ἄρχοντος τοῦ σκότους, ὁ ὁποῖος τύφλωσε τοὺς ὀφθαλμούς τους μὲ τὸ σκότος τῆς ἄγνοιας, γιὰ νὰ μὴν γνωρίσουν τὴν ἀληθινὴ ὁδὸ τῆς σωτηρίας. Εὐδόκησε Κύριε, ὤστε οἱ ὀφθαλμοί μου νὰ δοῦν τὴν καταστροφὴ τῶν εἰδώλων ποὺ στέκονται ἐδῶ ὑπερήφανα· κάνε ὥστε αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς, νὰ δοῦν τὴν σωτηρία ποὺ ἐκχέεται ἀπὸ Σένα. Ἄς ἐπιστρέψουν σὲ Σένα, ἀπὸ τὸν βοῤῥὰ καὶ τὸν νότο, καὶ ἄς Σε προσκυνήσουν ὅλοι οἱ λαοί, τὸν μόνον προαιώνιο Θεό, καὶ τὸν Μονογενή Σου Υἱόν, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, στὸν ὁποῖο ἀνῆκει ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας!
Καὶ ἐνῶ ἡ προσευχή της βρισκόταν στὰ χείλη της, ἐμφανίστηκα ἀπὸ τὰ δυτικὰ σκοτεινὰ σύννεφα μὲ βροχή, ταράζοντας τὸ ῥεῦμα τοῦ ποταμοῦ Κούρα. Βλέποντας τὸν κίνδυνο, ὁ βασιλέας καὶ ὁ λαὸς ἔτρεξαν νὰ κρυφτοῦν, ἐνῶ ἡ Νίνα κρύφτηκε σὲ ἕνα στένωμα τοῦ ὄρους. Ἐμφανίστηκαν βαριὰ σύννεφα μὲ ἀστραπὲς καὶ βροντές, ὅπου ξέσπασαν πάνω στὸν εἰδωλολατρικὸ ναό· τὰ εἴδωλα, τὰ ὁποῖα στέκονταν μὲ ὑπερηφάνεια, γκρεμίστηκαν, ὁ ναὸς ἔπεσε, καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ καταστροφὴ ὁδήγησε στὴν ἰσοπέδωση ὅλων, ὥστε νὰ μὴν μείνει οὔτε ἴχνος ἀπὸ τὰ εἴδωλα καὶ τὸν ναό τους. Ἡ Ἁγία Νίνα, μὲ τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ, κρύφτηκε ἀβλαβὴς στὸ στένωμα, καὶ ἥσυχα παρατηροῦσε τριγύρω της πὼς ξαφνικὰ σταμάτησε νὰ βρέχη καὶ πέρασε ἡ καταιγίδα· καὶ πὼς πάλι στὸν οὐρανὸ ἐμφανίστηκε νὰ λάμπει ὁ ἥλιος. Αὐτὸ συνέβη κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἐνδόξου Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, κατὰ τὴν ὁποία τὸ ἀληθινὸ φῶς τοῦ Θαβώρ, ποὺ ἔλαμψε γιὰ πρώτη φορὰ στὰ ὄρη τῆς Γεωργίας, μεταμόρφωσε τὸ σκότος τῶν εἰδωλολατρῶν σὲ φῶς Χριστοῦ.
Τὴν ἑπομένη ἡμέρα ὁ βασιλιὰς μὲ τὸν λαό, ματαίως ἀναζητοῦσαν τοὺς θεούς τους. Καὶ μὴ βρίσκοντάς τους ἔλεγαν: Μεγάλος ὁ θεὸς Ἀρμάζ, ἀλλὰ ὑπάρχει κάποιος ἄλλος Θεὸς μεγαλύτερος ἀπὸ αὐτόν, ὁ ὁποῖος τὸν κατενίκησε. Ἄραγε, μήπως εἶναι ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος καὶ τὶς ἀρχαίες θεότητες τῶν Ἀρμενίων ἐταπείνωσε καὶ τὸν βασιλέα Τηριδάτη μετέστρεψε στὸν Χριστιανισμό; Ἀλλὰ στὴν Γεωργία κανεὶς ποτὲ δὲν ἄκουσε γιὰ τὸν Χριστό, οὔτε κάποιος κήρυξε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ἐνώπιον ὅλων τῶν θεοτήτων.
Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἡμέρες ἡ Ἁγία εἰσῆλθε στὴν πόλη Μτσχὲτ σὰν ξένη, ὀνομάζοντας τὸν ἑαυτό της αἰχμάλωτη, δούλη, καὶ κατευθύνθηκε στὸν βασιλικὸ κῆπο. Ἡ γυναῖκα τοῦ κηπουροῦ ἡ Ἀναστασία, βγῆκε σὲ σὲ συνάντησή της σὰν γνωστὴ ἀπὸ τὰ παλιά, ποὺ τὴν περίμενε γιὰ πολύ, τὴν ἀσπάστηκε καὶ τὴν ὁδήγησε στὸ σπίτι της. Τότε τῆς ἔπλυνε τὰ πόδια, τῆς ἄλειψε τὸ κεφάλι μὲ λάδι, καὶ τῆς πρόσφερε ψωμὶ καὶ κρασί. Ἡ Ἀναστασία καὶ ὁ σύζυγός της παρεκάλεσαν τὴν Νίνα νὰ παραμείνη στὸ σπιτικό τους ὡς ἀδελφή, γιατὶ δὲν εἶχαν παιδιά, καὶ ἡ μοναξιά τους ἦταν δύσκολη. Ἀργότερα, ὁ κηπουρὸς ἔφτιαξε γιὰ τὴν Ἁγία Νίνα σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία της μιὰ μικρὴ καλύβα στὴν γωνία τοῦ κήπου, ὅπου μέχρι σήμερα ὑπάρχει μικρὴ ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Νίνας, στὸ προαύλιο τῆς γυναικείας μονῆς τοῦ Σαμτάβρσκογ. Ἐκεῖ ἔβαλε τὸν σταυρὸ ποὺ τῆς ἔδωσε ἡ Θεοτόκος, καὶ παιρνοῦσε τὶς ἡμέρες καὶ τὶς νύκτες μὲ προσευχὲς καὶ ὕμνους.
Ἀπὸ αὐτὴν τὴν καλύβα, ἄρχισαν νὰ φανερώνονται μιὰ σειρὰ ἀπὸ θαύματα τῆς Ἁγίας, πρὸς δόξαν τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ.
Πρῶτα μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ στὴν Γεωργία, ἔγιναν τὸ τίμιο ζευγάρι τὸ ὁποῖο ἔδωσε κατάλυμα στὴν δούλη τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴν προσευχὴ τῆς Ἁγίας Νίνας λύθηκε ἡ στειρότητα τῆς Ἀναστασίας, καὶ ἔγινε μητέρα μεγάλης καὶ εὐλογημένης οἰκογένειας· καὶ πρώτη ἀπὸ τὶς γυναῖκες ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστό, ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Γεωργίας.
Κάποια μητέρα, κλαίγοντας καὶ ὀδυρομένη, ἔφερε στοὺς δρόμους τῆς πόλης τὸ ἑτοιμοθάνατο παιδί της, ἱκετεύοντας γιὰ βοήθεια. Ἡ Ἁγία Νίνα πῆρε τὸ παιδί, τὸ ἔβαλε στὸ κρεββάτι της ποὺ ἦταν ἀπὸ φυλλώματα καὶ προσευχήθηκε, ἔβαλε πάνω τὸν σταυρό της ποὺ ἦταν ἀπὸ κλήμα ἀμπελιοῦ καὶ τὸ παρέδωσε στὴν θρηνοῦσα μητέρα ζωντανὸ καὶ ὑγιές.
Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἄρχισε ἡ Ἁγία Νίνα φανερὰ καὶ μὲ δύναμη νὰ κηρύττη τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ καλεῖ τοὺς Γεωργιανοὺς εἰδωλολάτρες καὶ Ἑβραίους σὲ μετάνοια καὶ πίστη στὸν Χριστό. Σὲ ὅλους ἔγινε γνωστὴ ἡ εὐσεβὴς δίκαιη καὶ πάνσοφη ζωή της, ἐνῶ ἡ καρδία της, οἱ ὀφθαλμοί της, καὶ ἡ ἀκοή της ἦταν στραμμένη στὸν λαό. Πολλὲς γυναῖκες, ἰδιαιτέρως Ἑβραῖες, ἔφθαναν συχνά, γιὰ νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ μελίῤῥυτο στόμα της τὴν διδασκαλία γιὰ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν αἰώνια σωτηρία, καὶ τὸ μυστήριο τῆς πίστης στὸν Χριστό. Αὐτὲς ἦταν: ἡ Σιδωνία, κόρη ἤ ἀδελφή τοῦ ἀρχιερέως τῶν Καταλινῶν Ἀβιάθαρ καὶ ἄλλες ἕξι Ἑβραῖες γυναῖκες. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, πίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀβιάθαρ, ὅταν ἄκουσε ἀπὸ τὸ στόμα τῆς Ἁγίας Νίνας πὼς στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐκπληρώθηκαν ὅλες οἱ προφητείες περὶ τοῦ Μεσσία. Ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ἀβιάθαρ: Ὁ νόμος τοῦ Μωϋσεως καὶ οἱ Προφήτες, ὁμίλησαν γιὰ τὸν Χριστό, τὸν ὁποῖο ἐγὼ κηρύττω· εἶπε ἡ Ἁγία Νίνα. Αὐτὸς εἶναι τὸ πλήρωμα καὶ ὁ ἐκπληρωτὴς τοῦ νόμου. Καὶ ἄρχισε ἀπὸ την δημιουργία τοῦ κόσμου, ὅπως τὰ βιβλία μᾶς ἀναφέρουν, μοῦ ἑρμήνευσε αὐτὴ ἡ θαυμαστὴ γυναίκα ὅλα ὅσα ὁ Θεὸς ἑτοίμασε γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, διὰ τῆς ὑπόσχεσης τοῦ Μεσσία, ὁ ὁποῖος πραγματικὰ εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱὸς τῆς Ἀπειράνδρου γυναικός, ὅπως οἱ Προφῆτες προφήτεψαν. Αὐτόν, οἱ πατέρες μας ἀπὸ φθόνο τὸν σταύρωσαν καὶ τὸν θανάτωσαν. Ἀλλὰ Ἐκεῖνος ἀναστήθηκε, ἀνελήφθηκε στοὺς οὐρανούς, καὶ πάλι θὰ ἔλθη στὴν γῆ μετὰ δόξης. Αὐτὸς εἶναι ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν καὶ ἡ δόξα τοῦ Ἰσραήλ. Στὸ ὄνομα Αὐτοῦ ἡ Ἁγία Νίνα μπροστὰ στὰ μάτια μου ἔκανε πολλὰ θαύματα καὶ σημεῖα, τὰ ὁποῖα μόνο ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ κάνει.
Συχνά, συνομιλώντας μὲ τὸν Ἀβιάθαρ, ἡ Ἁγία Νίνα πληροφορήθηκε ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἑξῆς διήγηση γιὰ τὸν χιτώνα τοῦ Χριστοῦ: Ἄκουσα ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου, καὶ αὐτοὶ πάλι ἀπὸ τοὺς δικούς τους γονεῖς καὶ προπάτορες, ὅτι κατὰ τὴν βασιλεία τοῦ Ἡρώδη στὴν Ἱερουσαλήμ, ἔφθασε εἴδηση στοὺς Ἑβραίους τοῦ Μτσχέτ, ὅτι στὴν Ἱερουσαλὴμ πῆγαν οἱ βασιλεῖς τῆς Περσίας, καὶ ἀναζητοῦσαν ἕνα νεογέννητο ἀγόρι ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Δαβίδ, γεννημένο ἐκ γυναικὸς μόνο, δίχως πατέρα, καὶ τὸ ὀνόμαζαν ὁ Βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων. Τὸ βρῆκαν στὴν Βηθλεέμ, στὴν πόλη τοῦ Δαβίδ, σὲ πτωχικὴ οἰκία, καὶ τοῦ πρόσφεραν δῶρα, βασιλικὸ χρυσό, σμύρνα, καὶ εὐωδιαστὸ λιβάνι. Ἀφοῦ Τὸν προσκύνησαν, ἐπέστρεψαν στὴν πατρίδα τους.
Τριάντα χρόνια μετὰ ἀπὸ αὐτό, ὁ προπάππος μου Ἐλιόζ, ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα Ἄννα ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ αὐτὸ τὸ γράμμα· Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον οἱ βασιλεῖς τῆς Περσίας ἐπισκέφθηκαν μὲ δῶρα καὶ προσκύνησαν, ἔφθασε σὲ ὥριμη ἡλικία, και ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται ὡσὰν νὰ εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Μεσσίας καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἐλᾶτε λοιπὸν στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ δεῖτε τὸν θάνατό του, τὸν ὁποῖο θὰ γευθῆ κατὰ τὸν νόμο τοῦ Μωϋσέως. Ὅταν ὁ Ἐλιὸζ μὲ πολλοὺς ἄλλους ἑτοιμάστηκε νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα, τότε ἡ μητέρα του, εὐλογημένη γερόντισσα ἀπὸ τὸ γένος τοῦ ἀρχιερέως Ἠλία, εἶπε· πήγαινε παιδί μου στὴν βασιλικὴ πρόσκληση, ἀλλὰ σὲ ἱκετεύω νὰ μὴν συμμετάσχης στὴν καταδίκη ἐκείνων τῶν ἀδίκων κατὰ ἐκείνου τὸν ὁποῖον ἑτοιμάζονται νὰ θανατώσουν, γιατὶ Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος τῶν Προφητῶν, ἡ διδασκαλία τῶν σοφῶν, τὸ μυστήριο τὸ κεκρυμμένο ἀπ᾿ ἀρχῆς τῶν αἰώνων, τὸ φῶς τῶν ἐθνῶν καὶ ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος.
Ὁ Ἐλιὸζ μαζὶ μὲ τὸν Λογγῖνο Καρενίϊσκι, ταξίδεψε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἦταν παρὼν κατὰ τὴν Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία ἦταν στὸ Μτσχέτ, παραμονὲς τοῦ Πάσχα, ἔξαφνα ἔνιωσε στὴ καρδιά της ὡσὰν κτύπημα τσεκουριοῦ, τὸ ὁποῖο κόβει τὴν κληματαριά, καὶ ἔπεσε μὲ θόρυβο λέγοντας· τώρα ἔπεσε ἡ βασιλεία τοῦ Ἰσραήλ, γιατὶ παρέδωσαν στὸ θάνατο τὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτὴ τοῦ λαοῦ του, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τώρα θὰ εἶναι ἔνοχος γιὰ τὸ Αἷμα τοῦ τοῦ Δημιουργοῦ καὶ Κυρίου του. Ὀδυνηρὸ γιὰ μένα ποὺ δὲν πέθανα πρὶν ἀπὸ αὐτό! Δὲν θὰ ἄκουγα αὐτὸν τὸν φοβερὸ κτύπο! Ὤ, δὲν θὰ δῶ στὴν γὴ τὴν δόξα τοῦ Ἰσραήλ. Λέγοντας αὐτά, ξεψύχησε.
Ὁ δὲ Ἐλιόζ, ὁ ὁποῖος ἦταν μπροστὰ στὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ἔλαβε τὸν χιτῶνά Του ἀπὸ τὸν Ῥωμαῖο στρατιώτη, στὸν ὁποῖο ἔτυχε μὲ κλῆρο καὶ τὸν ἔφερε στὸ Μτσχέτ. Ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ἐλιὸζ Σιδωνία, χαιρέτησε τὸν ἀδελφό της ποὺ ἔφθασε ὑγιής, τοῦ διηγήθηκε γιὰ τὸν ξαφνικὸ καὶ θαυμαστὸ τρόπο ποὺ πέθανε ἡ μητέρα τους καὶ γιὰ ταὰ πρὸ τοῦ θανάτου λόγια της. Ὅτα ὁ Ἐλιὸζ ἐπιβεβαίωσε τὴν προαίσθηση τῆς μητέρας τους περὶ τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔδειξε στὴν ἀδελφή του τὸν χιτῶνα τοῦ Κυρίου, ἡ Σιδώνία τὸν πῆρε καὶ ἀφοῦ τὸν ἀσπάστηκε μὲ δάκρυα καὶ τὸν ἔσφιγγε στὸ στῆθός της, ἀμέσως ἔπεσε νεκρή. Καμιὰ ἀνθρώπινη δύναμη δὲν μπόρεσε νὰ πάρει ἀπὸ τὰ χέρια τῆς νεκρῆς αὐτὸ τὸ ἱερὸ ἔνδυμα. Οὔτε ὁ ἴδιος ὁ βασιλιὰς Ἀβέρκιος, ὁ ὁποῖος μὲ τοὺς ἀξιωματούχους του ἔφθασε γιὰ νὰ δῆ τὸν παράδοξο θάνατο τῆς κόρης, καὶ δὲν μπόρεσε νὰ πάρη ἀπὸ τὰ χέρια της τὸν χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς μέρες ὁ Ἐλιὸζ ἔθαψε τὴν ἀδελφή του καὶ μαζῖ μὲ αὐτην τὸν χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ ἔκανε κατὰ μυστικὸ τρόπο, ὥστε ὡς σήμερα κανεὶς νὰ μὴν γνωρίζει τὸν τόπο ποὺ εἶναι θαμμένη. Ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι αὐτὸς ὁ τόπος βρίσκεται στὸ κέντρο τοῦ βασιλικοῦ κήπου, ποὺ ἀπὸ ἐκείνον τὸν καιρὸ μεγάλωσε καὶ ὑπάρχει μὲχρι σήμερα δροσερὸς κέρδος. Καταφθάνουν οἱ ἄνθρωποι, πιστεύοντάς τον ὡσὰν κάποια μεγάλη δύναμη. Κατὰ τὰ λοιπά, δὲν γνωρίζω ἂν τὰ πράγματα εἶναι ἔτσι.
Ἀκούγοντας αὐτὰ ἡ Ἁγία Νίνα, πήγαινε τὴν νύκτα γιὰ προσευχὴ στὴν σκιὰ αὐτοῦ τοῦ κέδρου. Ἀλλὰ εἶχε ἀμφιβολία ἂν στὶς ῥίζες του βρισκόταν κρυμμένος ὁ χιτώνας τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως, ἀπὸ ἕνα μυστηριώδες ὅραμα, τὸ ὁποῖο εἶδε ἐκεῖ, βεβαιώθηκε ὅτι ἐκεῖνος ὁ τόπος εἶναι ἅγιος καὶ κρύβει κάτι θαυμαστό. Ἔτσι, ὅταν κάποτε τελείωσε τὶς μεοσονύκτιες προσευχές της, ἡ Ἁγία Νίνα εἶδε ὅτι ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς πετοῦσαν στὸν βασιλικὸ κῆπο σμήνη μαύρων πουλιῶν, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πήγαιναν στὸν ποταμὸ Ἄραβγι[8], καὶ λούζονταν στὰ νερά του. Κατόπιν πετοῦσαν ψηλά, ἀλλὰ φαίνονταν λευκὰ σὰν τὸ χιόνι. Τότε κατέβαιναν στὰ κλαδιὰ τοῦ κέδρου καὶ γέμιζαν τὸν κῆπο μὲ παραδείσιους ὕμνους.
Αὐτὸ ἦταν φανερὸ σημάδι ὅτι οἱ γύρω λαοὶ θὰ ἁγιασθοῦν στὸ νερὸ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, καὶ ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ κέδρος, θὰ γίνῃ ναὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὅπου παντοτινὰ θὰ δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἐπίσης, εἶδε σὰν νὰ γίνεται σεισμὸς στὰ βουνὰ Ἀρμὰζ καὶ Ζαντέν, καὶ ἰσοπεδώθηκαν. Ἀκόμα, ἄκουσε φοβεροὺς θορύβους καὶ τριγμοὺς πολυάριθμων δαιμόνων, μὲ μορφὴ Περσῶν στρατιωτῶν, σὰν νὰ ἔφτασαν στὴν πρωτεύουσα καὶ ἀκούστηκε φοβερὴ κραυγή, σὰν τὴν φωνὴ τοῦ βασιλιᾶ Χοσρόη, ὁ ὁποῖος διέταζε νὰ διαλυθοῦντὰπάντα. Ὅταν ἡ Ἁγία Νίνα ὕψωσε τὸν σταυρό, καὶ ἔκανε στὸν ἀέρα τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, εἶπε: Σιωπήστε δαίμονες, ἔληξε ἡ βασιλεία σας, γιατὶ ἰδοῦ ὁ Νικητής! ὅλοι οἱ θόρυβοι διαλύθηκαν μὲ μιάς.
Μὲ τὰ σημεῖα αὐτὰ βεβαιώθηκε ὅτι εἶναι κοντὰ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ σωτηρία τοῦ λαοῦ τῆς Γεωργίας, ἡ Ἁγία Νίνα δὲν σταμάτησε νὰ κηρύττει στοὺς ἀνθρώπους τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Μαζί της κήρυτταν τὸ Εὐαγγέλλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ μαθητές της, ἰδιατέρως ἡ Σιδωνία καὶ ὁ πατέρας Ἀβιάθαρ. Αὐτὸς μὲ τέτοια δύναμη καὶ ζῆλο ἐμάχετο γιὰ τὸν Ίησοῦ Χριστό, μὲ τοὺς ὑψηλοὺς ὁμόθρησκους Ἑβραίους, ὥστε καὶ διωγμὸ ἀπὸ αὐτοὺς ὑπέμεινε, καὶ πῆραν ἀπόφαση νὰ ταν θανατώσουν μὲ λιθοβολισμό. Μόνο ὁ βασιλὲας Μιριὰν τὸν ἔσωσε ἀπὸ τὸν θάνατο. Γιατὶ καὶ ὁ βασιλέας ἤδη εἶχε ἀποδεκτῆ στὴν καρδιά του τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Γνώριζε, ὅτι ἡ πίστη αὐτὴ θεμελιώθηκε ὄχι μόνο στὸ βασίλειο τῆς Ἀρμενίας ἄλλὰ ὅτι καὶ στὸ Ῥωμαϊκὸ κράτος μὲ τὸν βασιλέα Κωνσταντῖνο[9] μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν δύναμη τοῦ Σταυροῦ Του νίκησε ὅλους τοὺς ἐχθρούς του, καὶ ἔγινε Χριστιανὸς καὶ ὑπερασπιστὴς αὐτῶν.
Ἡ Γεωργία ἐκεῖνο τὸν καιρὸ βρισκόταν ὑπὸ τὴν ἐξουσία τῶν Ῥωμαίων καὶ στὴν Ῥώμη βρισκόταν ὡς ὅμηρος ὁ γιὸς τοῦ Μιριὰν Μπακάρ, γιὰ αὐτὸ ὁ Μιριάν, δὲν ἀπαγόρευσε στὴν Ἁγία Νίνα νὰ κηρύξει τὸν Χριστὸ στὴν πόλη του. Μόνο ἡ σύζυγος τοῦ Μίριαν, ἡ βασίλισσα Νάνα, γυναίκα δόλια, καὶ ἐπιπλέον φανατικὰ πιστὴ τῶν ἄψυχων εἰδώλων, ἦταν γεμάτη ἀπὸ κακία πρὸς τοὺς Χριστιανούς. Αὐτὴ καθιέρωσε ὑποχρεωτικὰ στὴν Γεωργία τὴν εἰδωλολατρικὴ θεότητα Ἀφροδίτη[10]. Ἀλλὰ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποῖα τοὺς ἀδυνάτους θεραπεύει καὶ δίδει αὐτὸ ποὺ προσδοκᾶνε, γρήγορα θεράπευσε καὶ αὐτὴν τὴν πνευματικὴ ἀῤῥώστια τῆς βασίλισσας. Ἡ βασίλισσα ἀῤῥώστησε, καὶ ὅσο οἱ γιατροὶ τὴν περιποιόντουσαν, τόσο ἡ ἀῤῥώστιά της χειροτερεύε καὶ ἡ βασίλισσα ἦταν ἕως θανάτου. Τότε οἱ συγγενεῖς της, βλέποντας τὸν μεγάλο κίνδυνο, τὴν παρεκάλεσαν νὰ καλέση τὴν ξένη ἐκείνη Νίνα, ἡ ὁποία μὲ τὴν προσυεχή της στὸν Θεὸ ποὺ κήρυττε, θεράπευε κάθε μώλωπα καὶ κάθε ἀσθένεια.
Ἡ βασίλισσα διέταξε νὰ τῆς φέρουν ἐκείνη τὴν ξένη, Ἀλλὰ ἡ Ἁγία, δοκιμάζοντας τὴν πίστη τῆς βασίλισσας καὶ τὴν ταπείνωσή της, εἶπε στοὺς ἀπεσταλμένους: Ἄν ἡ βασίλισσα θέλει νὰ θεραπευθῆ, ἄς ἔρθει σὲ μένα ἐδῶ σὲ αὐτὴν τὴν καλύβα καὶ πιστεύω ὅτι μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μου θὰ θεραπευθῆ. Ὑπάκουσε ἡ βασίλισσα και διέταξε νὰ τὴν μεταφέρουν μὲ φορεῖο στὴν καλύβα τῆς Ἁγίας. Γιὰ τὸ φορεῖο μερίμνησε ὁ γιός της Ρέβ, καὶ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ. Ὅταν ἔφθασαν, ἡ Ἁγία Νίνα εἶπε νὰ ἀφήσουν τὴν ἄῤῥωστη βασίλισσα πάνω στὸ κρεβάτι της ποὺ ἦταν ἀπὸ φυλλώματα, γονατίζει καὶ προσεύχεται θερμὰ στὸν Κύριο, τον ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων. Κατόπιν πῆρε τὸν σταυρό της, τὸν ἔβαλε στὸ κεφάλι ταῆς ἄῤῥωστης, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὰ πόδια, στοὺς ὤμους καὶ στὴν πλάτη της, κάνοντας ἔτσι τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Μετὰ ἀπὸ αὐτό, ἡ βασίλισσα σηκώθηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ κρεβάτι ὑγιής. Καὶ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, ἡ βασίλισσα ἀπέδωσε εὐχαριστίες στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Κατόπιν καὶ στὸν οἶκό της, ἐνώπιον τοῦ συζύγου της, ὁμολόγησε δημοσίως ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Τὴν Ἁγία Νίνα τὴν ἔκανε ἔμπιστη καὶ παντοτεινή της φίλη, τρέφοντας τὴν ψυχή της μὲ τὶς ἅγιες διδασκαλίες της. Τὸ ἴδιο ἡ βασίλισσα ἔφερε κοντά της καὶ τὸν σοφὸ γέροντα Ἀβιάθαρ καὶ τὴν κόρη του Σιδωνία, καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους δίδαξε τὴν πίστη καὶ τὴν εὐσέβεια.
Ὁ βασιλὲας Μίριαν, γιὸς τοῦ Σάχη τῆς Περσίας Χοσρόη καὶ διάδοχος στὴν Γεωργία τῆς δυναστείας τῶν Σασανιδῶν, ἀκόμα ταλαντευόταν νὰ ὁμολογήση τὸν Χριστὸ ὡς Θεό, καὶ ἐμφανιζόταν ὡς ζηλωτὴς τῶν εἰδωλολατρῶν. Κάποτε δέ, θέλησε νὰ ἐξαφανίση τοὺς ὁμολογητὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Ἁγία Νίνα. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἔγινε γιὰ τὴν ἑξῆς αἰτία:
Ὁ κοντινὸς συγγενὴς τοῦ βασιλέα τῆς Περσίας, ἄνδρας λόγιος καὶ γνήσιος ὑποστηρικτὴς τῆς διδασκαλίας τοῦ Ζωροάστρου, ἐπισκέφθηκε ὡς φιλοξενούμενος τὸν βασιλέα Μιριάν. Ἀλλὰ στὸ σπίτι του ἀῤῥώστησε ἀπὸ βαριὰ ἀσθένεια, ἀπὸ τρέλλα. Φοβούμενος τὸν Πέρση βασιλεὰ ὁ Μίριαν ἔστειλε νὰ παρακαλέσουν τὴν Ἁγία Νίνα νὰ ἔρθη καὶ νὰ θεραπεύσῃ τὸν πρίγκηπα. Ἐκείνη, διέταξε νὰ φέρουν τὸν ἄῤῥωστο κοντὰ στὸ κέδρο. Τὸν τοποθέτησε μὲ τὸ πρόσωπο πρὸς τὴν Ἀνατολή, μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα πρὸς τὸν οὐρανό, καὶ τὸν διέταξε νὰ πῆ τρεῖς φορές: Σὲ ἀρνοῦμαι σατανά, καὶ παραδίδομαι στὸν Χριστό, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ. Ὅταν εἶπε αὐτὰ ὁ μιαρός, τὰ πονηρὰ πνεύματα τὸν ἐτάραξαν καὶ τὸν ἔριξαν κάτω στὸ χώμα ὡσὰν νεκρό, ἀλλὰ μὴ ὑποφέροντας τὶς προσευχὲς τῆς Ἁγίας, ἐξῆλθε ἀπὸ αὐτόν. Ὁ πρίγκηπας ἔγινε καλά, καὶ πίστεψε στὸν Χριστό, καὶ ὡς χριστιανὸς πλέον ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του. Ὁ βασιλὲας Μίριαν, φοβήθηκε ἀπὸ αὐτὸ περισσότερο παρὰ ἀπ᾿ ὅτι ὁ πρίγκηπας θὰ πέθαινε, γιατὶ φοβήθηκε τὸν θυμὸ τοῦ Σάχη τῆς Περσίας ἐξαιτίας τῆς ἐπιστροφῆς στὸν Χριστὸ τοῦ συγγενοῦς του, στὸ σπίτι του. Ὁ Σάχης ἦταν ειδωλολάτρης. Γιὰ αὐτο ἀποφάσισε καὶ τὴν Ἀγία Νίνα νὰ θανατώσῃ και ὅλους τοὺς χριστιανοὺς τῆς πόλεως νὰ ἐξαφανίσῃ.
Κυριευμένος ἀπὸ θυμό, καὶ μὲ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ βασιλὲας γιὰ νὰ ξεθυμάνει, ἔφυγε γιὰ κυνήγι στὸ δάσος Μουχράν, 20 χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ Μτσχέτ. Ἐκεῖ εἶπε στοὺς συνοδούς του: Ἐμεῖς ἐπισύραμε πάνω μας τὸν φοβερὸ θυμὸ τῶν θεῶν μας, γιατὶ ἐπιτρέψαμε στοὺς ἀνηλεεῖς χριστιανούς, νὰ κηρύττουν στὴν πατρίδα μας τὴν πίστη τους. Ἀλλὰ σήμερα μὲ τὴν μαχαίρα θὰ τοὺς ἐξαφανίσω ὅλους αὐτοὺς ποὺ προσκυνοῦν τὸν Σταυρὸ καὶ τὸν Ἐσταυρωμένο. Θὰ διατάξω καὶ τῆν βασίλισσα νὰ ἀρνηθῆ τὸν Χριστό. Ἄν δὲ ὑπακούση, θὰ τὴν θανατώσω καὶ αὐτὴν μὲ ἄλλους χριστιανούς.
Λέγοντας αὐτὰ, ὁ βασιλέας ἀνέβηκε στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ Τχότι. Καὶ ἰδού, ἡ λαμπρὴ ἡμέρα ξαφνικὰ μεταβλήθηκε σὲ σκότος· ἔγινε ταραχὴ παρόμοια μὲ ἐκείνη ποὺ κατέστρεψε τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀρχάζ, ἡ ἔκλειψη τοῦ ἡλίου τύφλωσε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ βασιλέα, καὶ ἡ βροντὴ διεσκόρπισε ὅλους τοὺς ὀφθαλμούς του. Ὅλος ἔντρομος ὁ βασιλέας κάλεσε σὲ βοήθεια τοὺς θεούς του. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι δὲν τὸν ἄκουσαν. Τότε, αἰσθάνθηκε πάνω του τὴν ἄκρη τῆς χειρὸς τοῦ ζῶντος Θεοῦ, καὶ ὁ βασιλέας φώναξε: Θεὲ τῆς Νίνας, ἀποδίωξε τὸ σκότος ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ ἐγὼ θὰ ὁμολογήσω καὶ θὰ δοξάζω τὸ ὄνομά Σου. Καὶ εὐθὺς εἶδε, καὶ ἡ καταιγίδα κόπασε. Θαυμάζοντας τὴν τόσο μοναδικὴ δύναμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ὁ βασιλέας στράφηκε πρὸς τὴν ἀνατολή, ὕψωσε τὰ χέρια του πρὸς τὸν οὐρανιὸ και μὲ δάκρυα ἔλεγε: Θεέ, Ἐσένα τὸν ὁποῖο ἡ δούλη Σου Νίνα Σὲ κηρύττει, Εσὺ πράγματι εἶσαι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός, ὑπεράνω ὅλων τῶν Θεοτήτων! Νὰ τώρα βλέπω τὴν μεγάλη ἀγαθότητά Σου σὲ μένα καὶ ἡ καρδιά μου αἰσθάνεται τὴν χαρά, τὴν παράκληση και τὴν ἐγγύτητά Σου σὲ μένα. Θεὲ φιλεύσπλαγχνε, σὲ αὐτὸν τὸν τόπο θὰ ὑψώσω τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ, ὥστε πάντοτε νὰ θυμίζη τὴν ἐμφάνισή Σου σὲ μένα κατὰ τὴν σημερινὴ ἡμέρα! Τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνέβη κατὰ μία μαρτυρία στὶς 6/5/319. Στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους Τχότι ὣς σήμερα ὑπάρχει ναὸς τὸν ὁποῖον ἔκτισε ὁ βασιλέας Μίριαν.
Ἐπιστρέφοντας στὴν πρωτεύουσα καὶ προχωρώντας στὶς ὁδοὺς τῆς πόλης, ὁ βασιλέας φώναζε δυνατά: Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ ἀσπασθεῖτε τὸν Θεὸ τῆς Νίνας, τὸν Χριστό, γιατὶ αὐτὸς εἶναι ὁ αἰώνιος Θεός, καὶ Σὲ Αὐτὸν μόνο ἀνήκει κάθε δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας! Ποῦ εἶναι ἐκείνη ἡ γυναίκα ἡ ξένη, τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς εἶναι ὁ σωτήρας μου; Ἡ Ἁγία ἐκείνη τὴν ὥρα τελείωνε τὴν ἑσπερινὴ προσευχή της στὴν καλύβα της. Ὁ βασιλέας μαζὶ μὲ τὴν βασίλισσα ἡ ὁποία εἶχε βγεῖ σὲ προϋπάντησή του, καὶ πλῆθος λαοῦ, ποὺ γιὰ αὐτὸν εἶχε βγῆ στοὺς δρομους, ἔφτασαν ἕως τὴν καλύβα. Ὅταν ὁ βασιλέας εἶδε τὴν Ἁγία, ἔπεσε στὰ γόνατα, λέγοντας: Ὤ μητέρα μου δίδαξέ με καὶ κάνε με ἄξιο νὰ ἐπικαλοῦμαι τὸ ὄνομα τοῦ μεγάλου Θεοῦ σου, τοῦ Σωτῆρός μου! Σὲ ἀπάντησή του, δάκρυα ἀσυγκράτητα ἔτρεξαν ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς Ἁγίας Νίνας. Ὅταν τὴν εἶδε νὰ κλαίει, ἔκλεγε καὶ ὁ βασιλιάς, καὶ ἡ βασίλισσα καὶ ὅλος ὁ λαός ποὺ ἦταν ἐκεῖ. Λέγει ἡ Σιδωνία, αὐτόπτης μάρτυς καὶ μετέπειτα συγγραφέας ὅλων αὐτῶν τῶν γεγονότων: Σὰν θυμᾶμαι αὐτὲς τὶς ἱερὲς στιγμές, κάθε φορὰ δάκρυα πνευματικῆς χαρᾶς ἀπὸ μόνα τους τρέχουν ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς μου.
Ἡ στροφὴ στὸν Χριστὸ τοῦ βασιλέα Μίριαν, ὑπῆρξε ἀποφασιστικὴ καὶ ἀμετάκλητη. Αὐτὸν ὁ Θεὸς ἐξέλεξε γιὰ καθοδηγητὴ καὶ διαφωτιστὴ ταῦ λαοῦ τῆς Γεωργίας, μὲ τὸ φῶς τῆς ἁγίας πίστεως, ὅπως κατὰ τὸ ἴδιο χρονικὸ διάστημα ἐξέλεξε γιὰ τοὺς Ῥωμαίους καὶ τοὺς Ἕλληνες τὸν βασιλέα Μεγάλο Κωνσταντῖνο. Χωρὶς καθυστέρηση, ὁ Μίριαν ἔστειλε στὸν Κωνσταντῖνο τοὺς ἀπεσταλμένους του, παρακαλώντας νὰ τοῦ στείλη ἀρχιερέα καὶ ἱερεῖς, γιὰ νὰ βαπτίσουν τον λαό, νὰ τὸν διδάξουν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἱδρύσουν καὶ νὰ θεμελιώσουν στὴν Γεωργία, τὴν Ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἁγία Νίνα, ἕως νὰ ἔλθουν οἱ ἀπεσταλμένοι μὲ τοὺς ἱερεῖς, ἀκούραστα δίδασκε στὸν λαὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, μαθαίνοντάς τους ἔτσι τὴν ἀληθινὴ ὁδὸ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν καὶ τὴν κληρονομία τῆς οὐρανίου βασιλείας. Τοὺς δίδασκε νὰ προσεύχονται στὸν Θεὸ καὶ Χριστό, προετοιμάζοντάς τους μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο γιὰ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα.
Ὁ βασιλέας, θέλησε μέχρι νὰ ἔρθουν οἱ ἱερεῖς, νὰ οἰκοδομήσῃ ναὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅπως τοῦ ὑπέδειξε ἡ Ἁγία Νίνα, ἐξέλεξε γιὰ αὐτό, τὸν τόπο στὸν κῆπο, ὅπου ὑπῆρχε ἐκεῖνος ὁ μεγάλος κέδρος. Ἡ Ἁγία τοῦ εἶπε: Ἄς μεταβληθῇ αὐτὸς ὁ φθαρτὸς καὶ πρόσκαιρος κῆπος σὲ πνευματικὸ καὶ ἀθάνατο κῆπο, ὁ ὁποῖος θὰ παράγῃ καρποὺς γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή.
Ὁ κέδρος κόπηκε, καὶ ἀπὸ τοὺς 6 κλάδους του ἔγιναν 6 στῦλοι, ὅπου εὔκολα τοὺς τοποθέτησαν σὲ καίρια σημεῖα γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση. Ὅταν ὅμως ξεκίνησαν νὰ πάρουν τὸν ἕβδομο στύλο, ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν κορμὸ τοῦ κέδρου, ὥστε νὰ τὸν τοποθετήσουν ὡς θεμέλιο τοῦ ναοῦ, καμιὰ δύναμη δὲν μπόρεσε νὰ τὸν μετακινήσῃ ἀπὸ τὸν τόπο. Ὅλοι παραξενεύτηκαν μὲ αὐτό. Ἐπειδὴ ἡ ἡμέρα ἔκλινε πρὸς στὴν δύση, ὁ βασιλιὰς ἀναχώρησε λυπημένος γιὰ τὸ σπίτι του, διερωτώμενος: Τί νὰ σημαίνει αὐτό;
Διασκορπίστηκε καὶ ὁ λαός. Ἔμεινε μόνο ἡ Ἁγία Νίνα μὲ τοὺς μαθητές της ἱκετεύοντας ἀδιαλείπτως καὶ μὲ δάκρυα βρέχοντας τὸν κορμὸ τοῦ κέδρου. Πρὶν τὴν αὐγὴ ἐμφανίστηκε στὴν Ἁγία ἕνας θαυμάσιος νέος, καὶ τῆς ψιθύρισε στὸ αὐτὶ τρεῖς μυστηριώδεις λέξεις, τὶς ὁποῖες ὅταν τὶς ἄκουσε, ἔπεσε στὴν γῆ καὶ τὸν προσκύνησε. Τότε ὁ νεανίσκος πλησίασε στὸν στύλο, τὸν ἄρπαξε καὶ τὸν ὕψωσε ψηλὰ στὸν ἀέρα. Ὁ στύλος ἄστραπτε ὅπως ἡ ἀστραπὴ καὶ φώτιζε ὅλη τὴν πόλη. Ὁ βασιλιὰς καὶ ὁ λαὸς παρατηροῦσαν μὲ φόβο καὶ χαρὰ θαυμάζοντας πὼς αὐτὸς ὁ βαρὺς στύλος, δίχως νὰ κρατιέται ἀπὸ κανέναν, μὲ μιᾶς ὑψώθηκε ψηλὰ στὰ 12 μέτρα, τὴν ἄλλη ἔπεσε κάτω καὶ ἀκουμποῦσε στὴν ῥίζα ὥσπου μεγάλωσε καὶ τέλος στάθηκε καὶ θεμελιώθηκε στὸν τόπο του μόνος του ἀκλόνητος. Ἀπὸ τὸ κάτω μέρος τοῦ στύλου ἄρχισε νὰ τρέχει θαυματουργὸ μύρο, καὶ θεραπεύονταν κάθε εἴδους ἀσθενεῖς, οἱ ὁποῖοι μὲ πίστη πήγαιναν νὰ τὸ μαζέψουν. Ἕνας Ἑβραῖος, τυφλὸς ἐκ γενετῆς, μόλις ἄγγιξε τὸν στύλο, ἀμέσως εἶδε, καὶ πίστεψε. Ἕνα παιδί, τὸ ὁποῖο βρισκόταν γιὰ ἑπτὰ χρόνια στὸ κρεβάτι παράλυτο, ἡ μητέρα του τὸ ἔφερε στὸ στύλο καὶ ἱκέτευσε τὴν Ἁγία νὰ τὸ θεραπεύσῃ. Ἡ Ἁγία Νίνα, μόνο ἄγγιξε τὸν στύλο μὲ τὸ χέρι της, κατόπιν τὸ ἔβαλε στὸ κεφάλι τοῦ ἄῤῥωστου παιδιοῦ καὶ αὐτὸ ἀμέσως ἔγινε καλά. Ἐπειδὴ πλῆθος λαοῦ κατέφθανε, ὁ βασιλιὰς διέταξε νὰ τὸν περιτειχίσουν μὲ τεῖχος. Καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴν μέρα, ἐκεῖνον τὸν τόπον εὐλαβοῦντο πολλοὶ ὄχι μόνο οἱ χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ οἱ εἰδωλολάτρες. Γρήγορα τελείωσε καὶ ὁ ξύλινος ναὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ πρῶτος στὴν γῆ τῆς Γεωργίας.[11]
Τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ βασιλιᾶ Μίριαν, ὁ βασιλιὰς Κωνσταντῖνος τοὺς δέχτηκε μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ τιμή. Τοὺς ἔδωσε πολλὰ δώρα, καὶ ἐκείνοι ἐπέστρεψαν στὴν Γεωργία. Μαζί τους πῆγε καὶ ἀπεσταλμένος τοῦ βασιλιὰ Κωνσταντῖνου ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας Εὐστάθιος[12], μὲ 2 ἱερεῖς καὶ 3 διακόνου καὶ ὅλα ταὰ ἐκκλησιαστικὰ λειτουργικὰ σκεύη. Τότε ὁ Μίριαν ἀμέσως ἐξέδωσε διάταγμα σὲ ὅλους τοὺς ἐπισήμους καὶ ἀξιωματούχους, νὰ ἔλθουν ὅλοι κοντά του στὴν πρωτεύουσα.
Ὅταν συγκεντρώθηκαν, ὁ βασιλιάς, ἐνώπιον ὅλων εὐθὺς ἔλαβε τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, ὅπως καὶ ἡ βασίλισσα καὶ ὅλα τὰ τέκνα τους. Στὸ τέλος τῆς γέφυρας τοῦ ποταμοῦ Κούρα, ὅπου πρὶν ἦταν τὸ σπίτι τοῦ Ἑβραίου Ἐλιόζ, καὶ κατόπιν εἰδωλολατρικὸς ναός, ἔφτιαξαν βαπτιστήριο, καὶ ἐκεῖ ὁ ἀρχιεπίσκοπος βάπτισε τοὺς ἄρχοντες καὶ μεγιστᾶνες τοῦ τόπου. Γιὰ αὐτὸ καὶ ὀνομάστηκε ἐκεῖνο τὸ μέρος: Μτάβαρτα Σανατλάβη, δηλαδή· Βαπτιστήριο τῶν ἀρχόντων. Λίγο πιὸ κάτω οἱ ἱερεῖς βάπτιζαν τὸν λαό, ὁ ὁποῖος μὲ μεγάλη θέρμη καὶ χαρὰ προσερχόταν στὸ βάπτισμα, ἐνθυμούμενος τὰ λόγια τῆς Ἁγίας Νίνας: Ὅποιος δὲν γεννηθὴ ἐξ ὕδατος καὶ πνεύματος ἁγίου, δὲν πρόκειται νὰ δῆ ἐκείνη τὴν ζωή, καὶ τὸ αἰώνιο φῶς, ἀλλὰ ἡ ψυχή του θὰ χαθῆ στὸ σκότος τῆς ἀβύσσου. Οἱ ἱερεῖς ταξίδευαν στὶς γύρω πόλεις καὶ στὰ χωριά, καὶ βάπτιζαν τὸν λαό. Ἔτσι γρήγορα καὶ ἐν εἰρήνῃ βαπτίστηκε ὅλη ἡ γῆ τῆς Καρτάλης[13], ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ὑψώματα τοῦ Καυκάσου ποὺ δὲν δέχτηκαν τὸ βάπτισμα, ὡς καὶ οἱ Ἑβραῖοι τοῦ Μτσχέτ, πλὴν τοῦ Ἀβιάθαρ, τῆς οἰκογένειάς του καὶ ἑτέρων 50 οἰκογενειῶν, οἱ ὅποιες ὅπως ἔλεγαν ἦταν ἀπόγονοι τοῦ Βαραββᾶ. Καὶ σὲ αὐτοὺς ὡς ἔνδειξη εὐαρέσκειας ὁ βασιλιὰς τοὺς δώρισε τὴν περιοχὴ Τσιχε-ντίντι.
Ἔτσι, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Εὐστάθιος μαζὶ μὲ τὴν Ἁγία Νίνα κήρυξε γιὰ ἀρκετὰ χρόνια τὸν Χριστὸ στὴν γῆ τῆς Γεωργίας. Καὶ ἀφοῦ ὅρισε ὡς λειτουργικὴ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἐγκαινίασε τὸν πρωτόκτιστο ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στὸ Μτσχέτ, ἔθεσε τὸν πρεσβύτερο Ἰωάννη ἐπίσκοπο Γεωργίας ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία τοῦ θρόνου τῆς Ἀντιοχείας καὶ ἐπέστρεψε πίσω[14].
Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια ὁ Μίριαν ἔστειλε στὴν βασιλεύουσα νέα ἀποστολὴ, παρακαλώντας τὸν Μεγάλο Κωνσταντῖνο νὰ στείλη στὴν Γεωργία περισσότερους ἱερεῖς, ὥστε στὸ βασίλειό του καθένας νὰ μπορέσει νὰ ἀκούσει τὸν λόγο τῆς σωτηρίας, καὶ σὲ ὅλους νὰ γίνῃ προσιτὴ ἡ εἴσοδος στὴν χάρη καὶ στὴν αἰώνια βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Παρεκάλεσε ἐπίσης νὰ στείλη δόκιμους ναοδόμους καὶ ἐργάτες, ὥστε νὰ χτίσουν τὶς ἐκκλησίες ἀπὸ πέτρες. Κάποιοι λέγουν ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Μίριαν εἶχε προσωπικὴ συνάντηση μὲ τὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο, καὶ ταξίδεψε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ παρεκάλεσε ἐκεῖ στὸν τόπο τῶν Θαυμάτων τοῦ Λώτ, νὰ ἱδρύση μοναστήρι στὸν Τίμιο Σταυρό. Μὲ ἁγία ἀγάπη καὶ χαρὰ ἐκπλήρωσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὸ αἴτημα τοῦ Μίριαν. Μαζὶ μὲ πολὺ χρυσό, καὶ ἄργυρο, ἔδωσε στοὺς ἀπεσταλμένους του τεμάχιο ἀπὸ τὸν Ζωοποιὸ Ξύλο τοῦ Σταυροῦ, τὸν ὁποίο τότε ἡ Ἁγία Ἑλένη εἶχε βρεῖ (τὸ 326 μ. Χ.). τοὺς ἔδωσε καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ καρφιὰ μὲ τὰ ὁποῖα σταυρώθηκαν τὰ πανάχραντα χέρια τοῦ Κυρίου στὸν Σταυρό. Ἐπίσης, τοὺς ἔδωσε σταυρούς, και εἰκόνες τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ και τῆς Παναγίας καθὼς καὶ λείψανα Ἁγίων Μαρτύρων γιὰ τὸν ἐγκαινιασμὸ τῶν ἐκκλησιῶν. Τότε ἀφέθηκε καὶ ἐπέστρεψε στὸν πατέρα του Μίριαν, ὁ γιὸς καὶ διάδοχος Μπακάρ, ὁ ὁποῖος ἦταν ὄμηρος στὴν Ῥώμη.
Ἐπιστρέφοντας στὴν Γεωργία μὲ πολλοὺς ἱερεῖς καὶ ναοδόμους, οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Μίριαν θεμελίωσαν τὸν πρῶτο ναὸ στὸ χωριὸ Ἐρουσέτη (σήμερα Ἀχαλτσίσκο), στὰ σύνορα τῆς γῆς τῶν Καρταλινῶν, καὶ ἄφησαν ἐκεῖ τὸ καρφὶ ἀπὸ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Αὐτὸς ὁ ναὸς ἔχει ἀπὸ καιρὸ γκρεμιστεῖ.
Δεύτερο ναὸ οἰκοδόμησαν στὸ χωριὸ Μανγλίς, 50 χιλιόμετρα νοτίως τῆς Τιφλίδος, καὶ ἐκεῖ ἄφησαν τὸ τεμάχιο τοῦ Τιμίου Ξύλου. Στὸ Μτσχὲτ κατὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ βασιλιὰ καὶ τῆν καθοδήγηση τῆς Ἁγίας Νίνας, ἀνοικοδομήθηκε ὁ πέτρινος ναὸς πρὸς δόξα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, στὸν βασιλικὸ κῆπο, κοντὰ στὴ καλύβη τῆς Ἁγίας Νίνας.
Ἡ Ἁγία Νίνα δὲν εἶδε τὴν ὁλοκλήρωση αὐτοῦ τοῦ μεγαλοπρεπέστατου ναοῦ, γιατὶ ἀποφεύγοντας τὴν δόξα καὶ τὴν τιμή, τὴν ὁποία τῆς ἀπέδιδε ὁ βασιλιὰς καὶ ὁ λαός, ἀλλὰ καὶ γεμάτη ζῆλο ὥστε νὰ συνεχίσει νὰ δοξάζει τὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν πολυάνθρωπο πόλη στὸ ὄρος, στὰ ἄνυδρα ὕψη τοῦ Ἀράβγου, στὰ σύνορα τῆς περιοχῆς τῆς Καρτάλης. Βρῆκε μία μικρὴ σπηλιά, καλυμμένη μὲ καρδιὰ δένδρων καὶ παρέμεινε σὲ αὐτήν. Ἐκεῖ μὲ δακρύῤῥοη προσευχή, ἀνέβλυσε γιὰ τὶς ἀνάγκες της νερὸ ἀπὸ τὸν βράχο. Ἕως σήμερα ἀπὸ αὐτὴ τὴν πηγὴ τὸ νερὸ στάζη ὡσὰν δάκρυα, καὶ ὁ λαὸς τὴν ὀνομάζει πηγὴ τῶν Δακρύων, καὶ γαλακτοῤῥεοῦσα πηγή, γιατὶ δωρίζει γάλα στὰ στεῖρα στήθη τῶν μητέρων.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ οἱ κάτοικοι τοῦ Μτσχὲτ εἶδαν ἕνα θαυμαστὸ σημεῖο: Μερικὲς νύχτες ἔλαμπε ἕνας σταυρὸς στὸν οὐρανό, μὲ στεφάνι ἀπὸ ἀστέρια καὶ φώτιζε τὸν πρωτόκτιστο ναό. Πρὶν τὴν αὐγή, διαχωρίζονται ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν σταυρὸ τὰ τέσσερα λαμπρότερα ἀστέρια, καὶ ἀπέρχονταν, τὸ πρῶτο στὴν Ἀνατολή, τὸ δεύτερο στὴν Δύση, τὸ τρίτο φώτιζε τὴν ἐκκλησία, ἐνὼ τὸ τέταρτο φώτιζε τὸ ἀσκητήριο τῆς Ἁγίας Νίνας καὶ εἰσήρχετο στὸ ὕψος τοῦ βράχου ὅπου βρισκόταν ἑνα ψηλὸ δένδρο. Οὔτε ὁ ἐπίσκοπος Ἰωάννης, οὔτε ὁ βασιλιὰς μποροῦσαν νὰ ἐννοήσουν αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ἡ Ἁγία Νίνα ἔκοψε ἐκεῖνο τὸ δένδρο και ἔφτιαξε ἀπὸ αὐτὸ τέσσερις σταυρούς. Τὸν πρῶτο τὸν τοποθέτησε σὲ ἐκεῖνο τὸν βράχο, τὸ δεύτερο στὰ δυτικὰ στὸ ὄρος Τχὸτ ὅπου εἶχε τυφλωθῆ ὁ βασιλιάς, τὸν τρίτο στὴν ἐνάρετη Σαλώμη σύζυγο τοῦ πρίγκηπα Ῥέβ, γιὰ νὰ τὸν στήσῃ στὴν πόλη Οὐτζάρμι, καὶ τὸν τέταρτο τὸ ἔδωσε στὴν περιοχὴ Μπόνμπε ὅπου διοικοῦσε ἡ βασίλισσα Σοφία, καὶ μόλις εἶχε ἀρχίσει νὰ τὴν φωτίζει μὲ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ.
Παίρνοντας μαζί της τὸν πρεσβύτερο Ἰάκωβο καὶ ἕναν διάκονο, ἔφυγε βόρεια, ὀρεινά, πρὸς τὶς πηγὲς τῶν ποταμῶν Ἄραβγι καὶ Ὑιόρι, καὶ γέμισε τὶς ῥεματιὲς τοῦ Καυκάσου μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Οἵ ἄγριοι κάτοικοι τοῦ Τσαλέτι, Ἐρτσό, Τιονέτι καὶ πολλοὶ ἄλλοι, ἀποδέχθηκαν τὸ Εὐαγγέλιον, κατέστρεψαν τὰ εἴδωλά τους καὶ ἔλαβαν τὸ Ἅγιο Βάπτισμα. Ἀπὸ ἐκεῖ ταξίδεψε γιὰ τὸ Κοκαμπέτι καὶ ἔφερε ὅλους τοὺς κατοίκους στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Κατόπιν κατευθύνθηκε στὴν νότια Καχετία, ἔφθασε στὴν περιοχὴ Μπόντμπε καὶ ἐκεῖ παρέμεινε. Ἔφτιαξε στὸ ὕψωμα μιὰ καλύβα γιὰ κατάλυμα. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ζοῦσε στὸ Μπόντμπε ἡ βασίλισσα τῆς Καχετίας Σόντζα (Σοφία). Καὶ ἐκείνη πῆγε νὰ ἀκούσῃ τὴν ὑπέροχη διδασκαλία της. Ὅταν τὴν ἄκουσε δὲν μπόρεσε νὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ αὐτήν. Πίστεψε εἰλικρινὰ στὰ σωτηριώδη λόγια της. Καὶ γρήγορα, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀξιωματούχους της καὶ πλῆθος λαοῦ, ἔλαβε τὸ Βάπτισμα.
Ἀφοῦ καὶ στὴν Καχετία ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο ης, πῆρε τὴν πληροφορία ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὅτι πλησάζει τὸ τέλος της. Ἐνημέρωσε σχετικὰ μὲ γράμμα τὸν βασιλέα Μίριαν, καὶ ἐπικαλουμένη γιὰ αὐτὸν καὶ τὴν βασιλεία του τὴν αἰώνια εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου καὶ τὴν προστασία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἡ Ἁγία ἔγραψε: Ἐγὼ τώρα, ὡς ξένη καὶ παρεπίδημος, ἀποχωρῶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, καὶ θὰ ἀκολουθήσω τὴν ὁδὸ τῶν πατέρων μου. Σὲ παρακαλῶ βασιλέα, ὅρισε νὰ ἔλθη σὲ μένα ὁ ἐπίσκοπος Ἰωάννης, γιὰ νὰ μὲ προετοιμάση γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή, γιατὶ ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου μου εἶναι κοντά.
Διαβάζοντας αὐτὸ τὸ γράμμα το ὁποῖο τὸ ἔφερε ἡ ἴδια ἡ βασίλισσα Σοφία, ὁ βασιλιάς, ὅλο τὸ ἀνάκτορο καὶ ὁ ἱερὸς κλῆρος ξεκίνησαν γιὰ τὴν ἑτοιμοθάνατη καὶ τὴν πρόλαβαν ἀκόμα ζωντανή. Πλῆθος λαοῦ συγκεντρώθηκε γύρω ἀπὸ τὸ κρεββάτι τῆς ἀσθενοῦς, καὶ τὸ περιέχυσε μὲ δάκρυα καὶ πολλοὶ ἄῤῥωστοι ποὺ τὸ ἄγγιζαν θεραπεύονταν. Τὶς τελευταίες ἡμέρες τῆς ζωῆς της, μὲ τὴν παράκληση τῶν μαθητριῶν της, οἱ ὁποῖες θρηνοῦσαν, ἡ Ἁγία Νίνα τοὺς διηγήθηκε γιὰ τὸ γένος και τὴν ζωῆ της. Ἡ Σαλώμη κατέγραψε τὴν διήγησή της, ἡ ὁποῖα ἐδῶ μὲ συντομία ἀναπτύσσεται, λέγοντας: Ἄς γραφῆ ἡ πτωχὴ καὶ ταπεινὴ ζωή μου, ὥστε νὰ γίνῃ γνωστὴ καὶ στὰ παιδιά σας, ὁπως ἡ πίστης σας καὶ ἡ ἀγάπη μὲ τὴν ὁποία μὲ περιβάλατε. Ἰδιαιτέρως, γιὰ νὰ γίνουν γνωστὲς στὶς μελλοντικὲς γενιές, ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα μὲ τὰ ἴδια σας τὰ μάτια εἴδατε καὶ ἐσεῖς καὶ γίνατε ζωντανοὶ μάρτυρές τους.
Τοὺς εἶπε καὶ κάποιες διδαχὲς ἀκόμα περὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς. Κατόπιν, ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἐπισκόπου μὲ εὐλάβεια κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Παρήγγειλε τὸ σῶμά της νὰ ταφῇ σὲ κείνη τὴν πτωχὴ καλύβη, ὥστε νὰ μὴν μείνη ὀρφανὴ ἡ νεοσύστατη ἐκκλησία τῆς Καχετίας. Καὶ ἔτσι ἐν εἰρήνῃ παρέδωσε τὸ πνεῦμά της στὰ χέρια τοῦ ζῶντος Θεοῦ, τὸ 335 μ. Χ.
Ὁ βασιλέας, ὁ ἐπίσκοπος, καὶ ὁ λαός, λυπημένοι, θέλησαν νὰ μεταφέρουν τὸ πολύτιμο λείψανο τῆς Ἁγίας στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Μτσχέτ, καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσουν δίπλα στὸν ζωηφόρο ἐκείνον στύλο. Ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν μὲ κανέναν τρόπο νὰ μετακινήσουν τὸ φορεῖο τῆς ἀσκήτριας ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο ποὺ ἡ ἴδια διάλεξε γιὰ τὴν ἀνάπαυσή της, γιὰ αὐτὸ καὶ τὸ ἐνταφίασαν ἐκεῖ στην πτωχὴ καλύβη.
Πάνω στὸν τάφο της ὁ Μίριαν ἄρχισε νὰ οἰκοδομῆ ναὸ τὸν ὁποῖο ὁλοκλήρωσε ὁ γιός του Μπακάρ[15], τὸ 342 μ. Χ. καὶ τὸ ἀφιέρωσε στὸ ὄνομα τοῦ συγγενοῦς τῆς Ἁγίας Νίνας, τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου. Αὐτὸς ὁ ναὸς ποτὲ δὲν καταστράφηκε ἐντελῶς, ὑπάρχει μέχρι σήμερα. Δίπλα σὲ αὐτὸν ἀνοικοδομήθηκε ἡ Μητρόπολη Μπόντμπε, ἡ ἀρχαιότερη σὲ ὅλη τὴν Καχετία, ἀπὸ τὴν ὁποία τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου διαδόθηκε ἕως τὰ πέρατα τῶν ὀρέων τοῦ ἀνατολικοῦ Καυκάσου.
Τὸ σῶμα τῆς Ἁγίας Νίνας ὁ Θεὸς τὸ δόξασε μὲ τὴν ἀφθαρσία· στὸ μνῆμά της γινόνταν πολλὰ καὶ συνεχῆ σημεῖα καὶ θαύματα. Αὐτὰ τὰ εὐλογημένα σημεῖα, ἡ ἰσάγγελος ζωὴ καὶ ὁ ἀποστολικὸς ζῆλός της, παρεκίνησε τὴν νεόφυτη ἐκκλησία τῆς Γεωργίας, μὲ τὴν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας νὰ τὴν ὀνομάσουν ἰσαπόστολο καὶ φωτίστρια τῆς Γεωργίας, νὰ τὴν ἐπισημοποιήσουν στὸν χορὸ τῶν Ἁγίων καὶ νὰ θεσπίσουν πρὸς τιμή της ἑτήσια ἑορτὴ στὶς 14 Ἰανουαρίου τὴν ἡμέρα τῆς μακαρίας κοιμήσεώς της. Ἕως σήμερα ὑπάρχει μικρὴ πέτρινη ἐκκλησία στὸ ὄνομα ταῆς Ἁγίας Νίνας στὸ Μτσχέτ, τὴν ὁποία ὁ βασιλιὰς Βαχτανγκ Γούργκασλαν[16] οἰκοδόμησε σὲ ἐκεῖνο το ὄρος, στὸν ὁποῖο ἡ Ἁγία Νίνα στὴν ἀρχὴ μὲ τὶς προσευχές της γκρέμισε τὸ εἴδωλο τοῦ Ἀρμάζ.
[1] Ἰβηρία ἢ Γεωργία, εἶναι χώρα στὴ Καυκασία, ἡ ὁποία εἶχε ἕως καὶ τὴν συνένωσή της μὲ τὴν Ῥωσία, στὶς 18-012-1801 μ. Χ. μοναρχικὴ βασιλεία, καὶ κατὰ τοὺς διάφορους καιροὺς εἶχε διαφορετικὰ σύνορα. Μὲ τὴν στενὴ ὀνομασία τοῦ ὀνόματος Γεωργία στοὺς σύγχρονους καιροὺς, γίνεται ἀναφορὰ συχνότερα γιὰ τὸ κράτος τῆς Τιφλίδας, ποὺ κατοικεῖται ἀπὸ ἕνα σημαντικὸ μέρος πληθυσμοῦ.
[2] Μτσχέτ, παλαιὰ πρωτεύουσα τῆς Γεωργίας, τώρα μικρὸ χωριὸ μὲ τὸ ὄνομα Ντουσέτσκογκ στὸ κράτος τῆς Τιφλίδας. Τὸν 5ον αἰῶνα ἔγινε ἕδρα τοῦ Πατριάρχη ὁ ὁποῖος ἔφερε τὸν τίτλο πάσης Μτσχέτ, ἤ καθολικὸς Μτσχέτ.
[3] Καρτβέλοι, φυλὴ τῶν Καυκασίων, Γεωργιανοί.
[4] Ἀρμενία, χώρα γεμάτη βουνά, μεταξὺ τοῦ ποταμοῦ Κούρα καὶ τῶν πηγῶν τῶν Τίγρη καὶ Εὐφράτη.[5] Ὁ Τηριδάτης ἀνῆλθε στὸν θρόνο τὸ 286 μΧ. Ἀδίστακτος διώκτης τῶν χριστιανῶν. Μετεστράφη ἀπὸ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο, α´ ἐπίσκοπο Ἀρμενίας. Καὶ τὸ 302 μΧ, μετεστράφη καὶ ὅλη ἡ Ἀρμενία.
[6] Την μνήμην τους ἑορτάζουμε στὶς 30/10.[7] Κούρ, ὁ μεγαλύτερος ποταμὸς τῆς περιοχῆς τῶν Καυκασίων.
[8] Ἄραβγι, ἀριστερὸ ποταμάκι τοῦ Κούρα, τὸ ὁποῖο χύνεται κοντὰ στὸ Μτσχέτ.[9] Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος βασίλευσε ἀπὸ τὸ 306-337 μ. Χ.
[10] Ἀφροδίτη, ἑλληνορωμαϊκὴ θεότητα, τῆς ὁμορφιᾶς καὶ τῆς ἀγάπης. Οἱ ἑορτές διεξάγονταν σὲ πλήρη ἀκόλαστη φαυλότητα.
[11] Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἔγινε στὶς 6/5/319. Σώζεται ἕως σήμερα στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους Τόχτι ὁ ναὸς ποὺ ἵδρυσε ὁ βασιλιὰς Μίριαν.
[12] Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος ποὺ ἐκοιμήθη τὸ 377 μ.Χ, καὶ ἑορτάζει στὶς 21 Φεβρουαρίου.[13] Καρτάλη, ὀνομάζεται ἡ γῆ ποὺ ἐκτείνεται κατὰ μῆκος τοῦ ποταμοῦ Κούρα
[14] Ἐννοῦμε τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας.
[15] Μπακάρ, γιὸς τοῦ Μίριαν καὶ διάδοχός του, βασίλευσε ἀπὸ τὸ 342-364 μ. Χ.
[16] Βασίλευε στὴν Γεωργία ἀπὸ το ἔτος 446 ἕως τὸ 459 μ. Χ.