Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος καὶ Ἱερομάρτυρας
Ὁ χρόνος γέννησης καὶ ἡ ἐθνικότητα τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου εἶναι ἀσαφῆ. Στὸ θρόνο τῆς Ἀντιοχείας ὁ Ἰγνάτιος ἀνέβηκε μεταξὺ 68-70 μ.Χ. Ποίμανε σὰν ἀποστολικὸς διδάσκαλος καὶ στάθηκε φρουρὸς τῶν ψυχῶν τοῦ ποιμνίου του. Ὅταν ὁ Τραϊανὸς διέταξε διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, θαῤῥαλέα ὁ Ἰγνάτιος, ἐνῷ ὁ βασιλιὰς περνοῦσε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, παρουσιάστηκε μπροστά του καὶ ὑπεράσπισε τὰ δίκαια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς πίστης. Τότε ὁ Τραϊανὸς διέταξε τὴν σύλληψη τοῦ Ἰγνατίου καὶ τὴν μεταφορά του στὴ Ῥώμη. Οἱ χριστιανοὶ τῆς Ῥώμης σκόπευαν νὰ τὸν ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὸ μαρτύριο, ἀλλὰ ὁ Ἰγνάτιος, μὲ φλογερὴ δίψα πρὸς τὸ μαρτύριο, ἔγραψε σ᾿ αὐτοὺς νὰ ἀφήσουν νὰ γίνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, τὴν 20ὴ Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 107 μ.Χ., τὸν ἔριξαν στὸ ἀμφιθέατρο, ὅπου πεινασμένα θηρία τὸν κατασπάραξαν. Διασώθηκαν μόνο τὰ μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ ὀστᾶ του, ποὺ μεταφέρθηκαν καὶ τάφηκαν μὲ τιμὲς στὴν Ἀντιόχεια. Ἀργότερα μετακομίσθηκαν στὴ Ῥώμη (Β´ ἀνακομιδὴ τὸ 540 μ.Χ. καὶ ἐναποτέθησαν στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος). Ἔτσι, ὁ Ἰγνάτιος ἔμεινε μέχρι τέλους πιστὸς στὴ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ, καὶ «ὁ μένων ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ, οὗτος καὶ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν ἔχει». Ἐκεῖνος δηλαδή, ποὺ μένει στὴ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸς καὶ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ ἔχει, διότι αὐτὸς ἔγινε ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἑπομένως φέρει μέσα του τὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἰγνάτιος ἐπονομάσθηκε Θεοφόρος.
Ὁ Ὅσιος Φιλογόνιος Πατριάρχης Ἀντιοχείας
Ὅπως ὁ Χρυσόστομος, ὁ Βασίλειος, ὁ Ἀμβρόσιος καὶ τόσοι ἄλλοι διαπρεπέστατοι ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, ἔτσι καὶ ὁ Φιλογόνιος διακρίθηκε στὴν ἀρχὴ σὰν δικηγόρος. Τόσο ἡ εὐγλωττία του, ὅσο καὶ ἡ ἀναμφισβήτητη καὶ ὑπέροχη εὐσέβεια καὶ χρηστότητά του, ἔκαναν τοὺς χριστιανούς, καθὼς λέει γι᾿ αὐτὸν ὁ θεῖος Χρυσόστομος, νὰ τὸν ἁρπάξουν μέσα ἀπὸ τὴν ἀγορὰ καὶ νὰ τὸν ἐξαναγκάσουν νὰ δεχτεῖ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς μεγάλης καὶ περίλαμπρης ἐκείνης πόλης. Ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο πάλι μαθαίνουμε, ὅτι ὁ Φιλογόνιος τὸ δικηγορικό του ἐπάγγελμα εἶχε ἐξασκήσει σὰν ἱερὴ διακονία, ὑπερασπίζοντας πάντοτε τοὺς ἀδικημένους καὶ προστατεύοντας αὐτοὺς ἀπὸ τὰ ἀδικήματα τῶν ἰσχυρότερων. Καὶ συνεχίζει ὁ Χρυσόστομος νὰ μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ λαμπρὸς αὐτὸς ἐπίσκοπός της Ἀντιοχείας ἦταν παντρεμένος καὶ χειροτονήθηκε ἔχοντας τὴν γυναῖκα του καὶ τὴν θυγατέρα του. Καὶ αὐτὸ δὲν τὸν ἐμπόδισε καθόλου, στὸ νὰ ἀφιερώσει ὅλες του τὶς δυνάμεις γιὰ τὴν ποίμνη ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκαν. Ὁ Φιλογόνιος ἔζησε ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ πέθανε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ ῥάφτης Νεομάρτυρας ἀπὸ τὴν Θάσο
Τὸ ἡρωικὸ αὐτὸ παιδὶ γεννήθηκε στὸ χωριὸ Μαριαῖς τοῦ νησιοῦ Θάσου. Σὲ ἡλικία 14 ἐτῶν ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μάθαινε τὴν τέχνη τοῦ ῥάφτη στὸ Γαλατᾶ. Κάποτε πῆγε σ᾿ ἕνα κατάστημα Ἑβραίου ἐμπόρου γιὰ ν᾿ ἀγοράσει κλωστὲς καὶ φιλονίκησε μ᾿ αὐτόν. Ὁ Ἑβραῖος βρῆκε τὴν εὐκαιρία τὴν ὥρα ποὺ ὁ Χόντζας βρισκόταν πάνω στὸν μιναρέ, κατηγόρησε τὸν Ἰωάννη ὅτι βρίζει τὴν πίστη καὶ τὸ προσκύνημα τῶν Τούρκων. Ὅταν τὸ παιδὶ ὁδηγήθηκε μπροστὰ στὸν βεζίρη καὶ πιεζόταν ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, μὲ γενναιότητα ἀπάντησε: «Δὲν θ᾿ ἀρνηθῶ ποτὲ τὸν γλυκύτατό μου Ἰησοῦ Χριστό, καὶ ἂν ἀκόμα μύρια βάσανά μου κάνετε καὶ τὸ βασίλειό σας ὅλο μου χαρίσετε». Βλέποντας ὁ βεζίρης τὴν ἀμετάθετη γνώμη τοῦ παιδιοῦ, διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμό του. Ἔτσι στὴν τοποθεσία «Τσαρσὶ τῶν γουναράδων» ὁ δήμιος ἔκοψε μαρτυρικὰ λίγο-λίγο τὸ κεφάλι τοῦ ἡρωικοῦ παιδιοῦ στὶς 20 Δεκεμβρίου 1652. Τὸν βίο τοῦ Ἁγίου συνέγραψε ὁ Ἰωάννης Καρυοφύλλης καὶ ὁ Μελέτιος Συρίγου.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης (Ρῶσος)
Στοιχεῖα γιὰ τὴ ζωή του παίρνουμε ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης» τοῦ ἐπισκ. Ἀλεξάνδρου Σεμενὼφ - Τιαν - Σάνσκυ, ποὺ τὸ μετέφρασε ὁ Ἀρχιμ. Τιμόθεος Καθηγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ καὶ τὸ ἐξέδωσε ἡ ἴδια ἡ Μονή. Αὐτὸς ὁ ἅγιος Ἰωάννης λοιπόν, γεννήθηκε στὶς 18 Ὀκτωβρίου τοῦ 1829 στὸ χωριὸ Σούρα τοῦ νομοῦ Ἀρχάγγελκ καὶ τὸ πρῶτο του ὄνομα ἦταν Ἰβὰν Ἠλὶτς Σέργιεφ. Οἱ γονεῖς του ὀνομαζόταν Ἠλίας Μιχαήλοβιτς Σέργιεφ καὶ ἦταν ἱεροψάλτης, ἡ δὲ μητέρα του Θεοδώρα Βλάσιεβνα. Στὴν ἀρχὴ τὰ γράμματα τὰ «ἔπαιρνε» δύσκολα, ἀλλὰ κατόπιν προχώρησε καὶ μὲ κρατικὴ ὑποτροφία. Τὸ 1851, μπῆκε στὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία τῆς Πετρουπόλεως. Μετὰ τὴν ἀποφοίτησή του ἀπὸ τὴν Σχολή, παντρεύτηκε τὴν Ἐλισάβετ Κωνσταντίνοβα καὶ τοῦ πρότειναν νὰ ἀναλάβει θέση ἱερέα στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κρονστάνδης ἀφιερωμένο στὸν Ἁγ. Ἀνδρέα τὸν Πρωτόκλητο. Στὶς 11 Νοεμβρίου 1855 ἔγινε ἡ χειροτονία του σὲ διάκονο καὶ τὴν ἑπομένη σὲ πρεσβύτερο. Χειροτονήθηκε στὴν Πετρούπολη ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Βιννίσκυ Χριστόφορο στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Πέτρου καὶ Παύλου. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἀρχίζει μία τέτοια πνευματικὴ ἀνοδικὴ πορεία, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ περιγράψει κανεὶς μέσα σὲ λίγες γραμμές. Ὑπῆρξε φωτεινὸ παράδειγμα λειτουργοῦ ἱερέως, ἄριστος ποιμένας, ἀφοῦ ἵδρυσε πολλὰ εὐαγῆ ἱδρύματα καὶ ἔδωσε ὅλο τοῦ τὸν ἑαυτὸ στὴ βοήθεια τῶν συνανθρώπων του. Ἐπίσης συνέγραψε πολὺ πνευματικὰ ἔργα καὶ ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε δωρίσει τὸ χάρισμα νὰ θαυματουργεῖ διὰ τῶν θερμῶν τοῦ προσευχῶν. Πέθανε στὶς 7.40 τὸ πρωὶ τῆς 20ῆς Δεκεμβρίου τοῦ 1908 σὲ ἡλικία 80 χρονῶν, ἀφήνοντας πίσω του ἕνα τεράστιο πνευματικὸ ἀλλὰ καὶ ὑλικὸ ἔργο γιὰ τὸ ποίμνιό του.