Ὁ θεοκίνητος Παῦλος συμβουλεύει τοὺς ἀγωνιζόμενους χριστιανούς: «Εἰδέναι ἕκαστος ὑμῶν τὸ ἑαυτοῦ σκεῦος κτάσθαι ἐν ἁγιασμῷ καὶ τιμῇ». Πρέπει δηλαδὴ νὰ γνωρίζει ὁ καθένας ἀπὸ σᾶς, νὰ συγκρατεῖ στὴν κυριαρχία καὶ κατοχή του τὸ σῶμα του καὶ νὰ τὸ διατηρεῖ πάντοτε ἁγιασμένο καὶ τιμημένο. Μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ πλαίσια ἀγωνίστηκε καὶ ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ ἡγιασμένος.Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ (527 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Μουταλάσκη τῆς Καππαδοκίας καὶ ἦταν γιὸς εὐσεβῶν γονέων, τοῦ Ἰωάννη καὶ τῆς Σοφίας. Ἀπὸ μικρὸς εἶχε μοναχικὲς τάσεις καὶ μπῆκε στὸ μοναστήρι τῶν Φλαβιανῶν. Ἦταν τόσο ἐγκρατής, ὥστε γιὰ λόγους ἀσκήσεως ὁρισμένα συνηθισμένα τρόφιμα δὲν τὰ ἔβαλε ποτὲ στὸ στόμα του. Σὲ ἡλικία 16 χρονῶν πῆγε στὴν Ἱερουσαλήμ, στὴ Μονὴ τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου. Αὐτός, λόγω τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας τοῦ Σάββα, τὸν ἔστειλε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου. Ἐκεῖ, ὁ Σάββας προόδευσε ἀκόμα περισσότερο στὴν ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ ἔγινε πατέρας καὶ ποιμένας πολλῶν μοναχῶν τῆς ἐρήμου. Προσείλκυσε μὲ τὴ ζωή του πλήθη μοναχῶν στὴν περίφημη κτισθεῖσα ἀπὸ αὐτὸν Λαύρα. Γιὰ τὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς του καὶ γιὰ τὴν μεγάλη του φήμη, εἶχε σταλεῖ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων δυὸ φορὲς πρεσβευτὴς στὴν Κωνσταντινούπολη, πρὸς τὸ βασιλιὰ Ἀναστάσιο καὶ ἔπειτα πρὸς τὸν Ἰουστινιανό. Πέθανε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 94 χρονῶν.
Μέσα στὴ φωτιὰ τῶν διωγμῶν τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων χρόνων, ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ἀφιερώθηκε στὴν ὑπηρεσία τῶν μαρτύρων τῆς πίστης. Τοὺς ἐπισκεπτόταν στὶς φυλακές, τοὺς ἔφερνε τροφὲς καὶ περιποιεῖτο τὰ τραύματά τους. Ἐπίσης τοὺς παρακολουθοῦσε καὶ τοὺς ἐμψύχωνε κατὰ τὴν δίκη, τὰ μαρτύρια καὶ τὴν θανατικὴ ἐκτέλεση, προσευχόμενος γι᾿ αὐτοὺς καὶ τοὺς παρακαλοῦσε νὰ εὔχονται ὑπὲρ αὐτοῦ πρὸς τὸ Θεό, ὥστε νὰ τὸν ἀξιώσει ἴδιο μ᾿ αὐτοὺς τέλος. μ᾿ αὐτὸν τὸν πόθο θερμαινόμενος, παρουσιάστηκε κάποια μέρα μὲ τὴν θέλησή του καὶ δήλωσε στὸν δικαστή, ποὺ εἶχε διατάξει νὰ βασανιστοῦν μερικοὶ χριστιανοί, ὅτι μάταια κοπιάζει μὲ τέτοια μέσα νὰ καταπνίξει τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ἡ εἰδωλολατρικὴ λύσσα τότε, στράφηκε σ᾿ αὐτὸν τὸν ἴδιο. Βασανίστηκε ἀνελέητα καὶ ἀποκεφαλίστηκε. Ἀλλ᾿ ἡ μανία τῶν ἀπίστων δὲν ἀρκέστηκε σ᾿ αὐτό. Ἀφοῦ ἔβαλαν τὸ λείψανό του σὲ μία βάρκα, ἔδεσαν σ᾿ αὐτὸ μία βαριὰ πέτρα καὶ τὸ ἔριξαν στὸ πιὸ βαθὺ μέρος τῆς θάλασσας. Καὶ ἡ θάλασσα μὲν δέχτηκε τὸ σῶμα, ὁ δὲ Θεὸς παρέλαβε τὴν πιστὴ καὶ ἁγία ψυχή του.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Σὲ ὁρισμένους Συναξαριστὲς ἀναφέρεται σὰν ἐπίσκοπος Ἐφέσου καὶ μαζὶ μὲ τὸν ὅσιο Νόννο.
Μαρτύρησε διὰ λιθοβολισμοῦ.
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Πατρίδα του ἦταν τὸ Μοναστήρι τῆς Μακεδονίας καὶ γεννήθηκε τὸ 1406. Σὲ κάποια ἐπιδρομὴ τῶν Ἀγαρηνῶν, γιὰ νὰ ἀποφύγουν οἱ γονεῖς του τὴν σύλληψη, κατέφυγαν σὲ κάποιο βουνό. Κατόπιν ὁ πατέρας τοῦ Νεκταρίου, μὲ τὴν συγκατάθεση τῆς γυναίκας του, πῆρε τὰ δυὸ ἀγόρια του καὶ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Παχώμιος, στὸ μοναστήρι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, ποὺ βρισκόταν στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ ποὺ εἶχαν κρυφτεῖ. Κατόπιν ὅμως, κάποιος μοναχὸς Διονύσιος Ἰάγαρις, ποὺ ἀνῆκε στὸ κελὶ τῶν Ἀρχαγγέλων, κοντὰ στὶς Καρυὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πῆρε τὸν Νικόλαο - αὐτὸ ἦταν τὸ βαπτιστικό του ὄνομα - καὶ τὸν πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸν ὄνομα Νεκτάριος (1470) καὶ προσκολλήθηκε στὸν Πνευματικὸ Γέροντα Φιλόθεο, ποὺ εἶχε διορατικὸ χάρισμα. Ἀπὸ τότε ὁ Νεκτάριος ἀρχίζει μία ἀξιοζήλευτη ἀσκητικὴ ζωή, ποὺ οἱ σπάνιες ἀρετές του ἔγιναν γνωστὲς σ᾿ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ σατανᾶς πολλὲς φορὲς θέλησε καὶ μέσῳ τῶν συνασκητῶν του, νὰ τὸν ῥίξει στὴν ἁμαρτία, ἀλλ᾿ ὁ Νεκτάριος μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μεγάλη του ταπεινοφροσύνη, κατόρθωνε καὶ ἀντιμετώπιζε τὶς δοκιμασίες αὐτές. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ στὶς 5 Δεκεμβρίου τοῦ 1500.
Ὑπῆρξε πνευματικὸς πατέρας τοῦ πιὸ πάνω ὁσίου Νεκταρίου, εἶχε προορατικὸ χάρισμα καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Οἱ Ἅγιοι Ὁσιομάρτυρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους
Ἦταν Ἁγιορεῖτες μοναχοί, ἀπὸ διάφορα κελιὰ (τῆς σκήτης τῶν Καρυῶν), οἱ ὁποῖοι ἀντιστάθηκαν στὸν βασιλιὰ Μιχαὴλ καὶ τὸν λατινόφρονα Πατριάρχη Ἰωάννη Βέκκο (1275 -1282) καὶ ὑπέστησαν μαρτυρικὸ θάνατο. Ὁ μὲν Πρῶτος του Ἁγίου Ὄρους ἀπαγχονίστηκε, οἱ δὲ ὑπόλοιποι ἀποκεφαλίστηκαν.
Ὁ Ἅγιος Νιζέριος (Λουξεμβούργιος)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωμένη Εὐρώπη», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἔκδ. Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.