Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ἀπόστολος, ὁ Πρωτόκλητος
Ὁ Ἀνδρέας, ψαρὰς στὸ ἐπάγγελμα καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ἦταν ἀπὸ τὴν Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας. Ἐπειδὴ κλήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο πρῶτος στὴν ὁμάδα τῶν μαθητῶν, ὀνομάστηκε πρωτόκλητος. Ἡ ἱστορία τῆς ζωῆς τοῦ Ἀνδρέα μέχρι τὴν Σταύρωση, τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ὑπῆρξε σχεδὸν ἴδια μὲ ἐκείνη τῶν ἄλλων μαθητῶν. Μετὰ τὸ σχηματισμὸ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ὁ Ἀνδρέας κήρυξε στὴ Βιθυνία, Εὔξεινο Πόντο, Θρᾴκη, Μακεδονία καὶ Ἤπειρο. Τελικά, κατέληξε στὴν Ἀχαΐα. Ἐκεῖ ἡ διδασκαλία του καρποφόρησε καὶ μὲ τὶς προσευχές του θεράπευσε θαυματουργικὰ πολλοὺς ἀσθενεῖς. Ἔτσι, ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια εἶχε μεγάλες κατακτήσεις στὸ λαὸ τῆς Πάτρας. Ἀκόμα καὶ ἡ Μαξιμίλλα, σύζυγος τοῦ ἀνθυπάτου Ἀχαΐας Αἰγεάτου, ἀφοῦ τὴν θεράπευσε ὁ Ἀπόστολος ἀπὸ τὴν βαρειὰ ἀῤῥώστια ποὺ εἶχε, πίστεψε στὸ Χριστό. Τὸ γεγονὸς ἐκνεύρισε τὸν ἀνθύπατο, καὶ μὲ τὴν παρότρυνση τῶν εἰδωλολατρῶν ἱερέων συνέλαβε τὸν Ἀνδρέα καὶ τὸν σταύρωσε σὲ σταυρὸ σχήματος Χ. Ἔτσι, ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας «παρέστησε τὸν ἑαυτό του στὸ Θεὸ δόκιμον ἐργάτην», δηλαδὴ δοκιμασμένο καὶ τέλειο ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου. Τὸ λείψανό του ἔθαψε μὲ εὐλάβεια ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος Πατρῶν Στρατοκλῆς.
Ὁ Ἅγιος Φρουμέντιος ἀρχιεπίσκοπος Ἀβησσυνίας (Αἰθιοπίας)
Στὰ χρόνια τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου (330), κάποιος φιλόσοφος ἀπὸ τὴν Τύρο, ποὺ ὀνομαζόταν Φρουμέντιος, πῆγε στὴν Ἀβησσυνία (Αἰθιοπία) γιὰ νὰ συλλέξει ἱστορικὰ στοιχεῖα γι᾿ αὐτὴν τὴ χώρα. Ἔγινε γνωστὸς στὴ βασιλικὴ αὐλὴ γιὰ τὴν λογιότητά του καὶ διορίστηκε σὲ ἀνώτερη διοικητικὴ θέση. Τὴ θέση καὶ τὴν ἐπιῤῥοή του χρησιμοποίησε γιὰ τὴν ἔναρξη διάδοσης τοῦ χριστιανισμοῦ. Κατόπιν ἐπέστρεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου ἀνακοίνωσε στὸν τότε ἀρχιεπίσκοπο Μέγα Ἀθανάσιο, ὅτι μία πιὸ συστηματικὴ χριστιανικὴ ἐργασία σ᾿ αὐτὴν τὴ χώρα θὰ εἶχε ἀποτελέσματα καρποφόρα. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος συμφώνησε καὶ τοῦ ἀνέθεσε τὴν ἱεραποστολὴ ἐκείνη, ἀφοῦ τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο (τὸ ἔτος 341) μὲ τὸν τίτλο «Ἀξώμης». Καὶ ἡ ἱεραποστολὴ ἐκείνη, μὲ βοηθὸ τοῦ Φρουμεντίου τὸν Αἰδέσιο, ἔφερε πράγματι ἀρκετὴ καρποφορία.
Ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ἦτο ἐπίσκοπος Μηθύμνης, ὁ πρῶτος ἴσως ἐπίσκοπος αὐτῆς τῆς Μητροπόλεως, καὶ μάλιστα ἔλαβε μέρος στὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ ἔτος 325 μ.Χ. Ἐπίσης, λέγεται, ὅτι ἵδρυσε μοναστήρι στὴν περιφέρεια τῆς Κοινότητος Λαφιώνας, ὅπου πέρασε τὰ τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του. Γιὰ τὸ ἔργο, ἐπίσης, τοῦ ἁγίου Ἀλεξάνδρου δὲν ἔχομε ἄλλες πληροφορίες, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὲς ποὺ μᾶς δίνει ἡ ἀκολουθία ποὺ ψάλλεται τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου, στὶς 30 Νοεμβρίου. Ἐκεῖ ἐγκωμιάζεται ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος «φωστὴρ ἀκοίμητος, ποιμὴν ὁ πραότατος, ἐν εὐσεβείᾳ συγκρατήσας τὸ ποίμνιον, ὁδηγήσας τε καὶ ποιμάνας ἐν χάριτι, λύκους ὡς τροπωσάμενος δεινῶς αἱρετίζοντας» καὶ στὴ συνέχεια ὡς «πολύφωτος ἀστὴρ μοναζόντων» καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο ὅτι «ἰατρεῖον παθῶν ἀναδέδεικται ἡ σορὸς τῶν ἁγίων λειψάνων αὐτοῦ».