Τὸ ὄνομά του σημαίνει «δοῦλος Κυρίου». Ἔζησε στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 6ου αἰῶνα π.Χ., (κατ᾿ ἄλλη ἐκδοχὴ τὸ 800 π.Χ.), καὶ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μικροὺς λεγόμενους προφῆτες. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Συχὲμ (ἐκ τοῦ ἀγροῦ Βηθοχαρὰμ ἢ Βαθαχαράμ), καὶ μὲ τὴν σύντομη προφητεία του αὐστηρὰ παρατηρεῖ μὲ ἰσχυρὲς ποιητικὲς ἐκφράσεις τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν πτώση τοῦ Ἰσραήλ. Νὰ τί λέει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια: «Ὑπερηφάνια τῆς καρδίας σου ἐπῆρε σε κατασκηνοῦντα ἐν ταῖς ὀπαῖς τῶν πετρῶν, ὑψῶν κατοικίαν αὐτοῦ, λέγων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ- τὶς κατάξει με ἐπὶ τὴν γῆν; ἐὰν μετεωρισθῆς ὡς ἀετὸς καὶ ἐὰν ἀνὰ μέσον τῶν ἄστρων θῇς νοσσιᾶν σου, ἐκεῖθεν κατάξω σε, λέγει Κύριος» Δηλαδή: ἡ ὑπερηφάνεια τῆς καρδιᾶς σου σὲ ἔκανε νὰ φρονεῖς πολὺ ὑψηλὰ γιὰ τὸν ἑαυτό σου, ὅτι τάχα κατοικεῖς σὲ φαράγγια καὶ σπηλιὲς τῶν ὀρέων καὶ γενικὰ ἀπόρθητες περιοχές. Ἔχεις κτίσει τὴν κατοικία σου σὲ πολὺ ὕψος, πιστεύεις ὅτι εἶσαι ἰσχυρὸς καὶ ἀνίκητος καὶ λὲς ἀπὸ μέσα σου: Ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ μὲ κατεβάσει στὴ γῆ; Καὶ ἂν ἀκόμα πετάξεις σὲ μεγάλα ὕψη σὰν τὸν ἀετό, καὶ ἂν στήσεις τὴν φωλιά σου ψηλὰ ἀνάμεσα στ᾿ ἀστέρια, ἀπὸ ἐκεῖ θὰ σὲ καταῤῥίψω καὶ θὰ σὲ κατεβάσω, λέγει ὁ Κύριος. Ἂς προσέξουμε, λοιπόν, τὰ λόγια του προφήτη καὶ ἂς καλλιεργοῦμε τὸ θεμέλιο τῶν ἀρετῶν, ποὺ εἶναι ἡ ταπείνωση. Νὰ ἀναφέρουμε ἐπίσης, ὅτι ὁ Ὁβδιοῦ ἦταν μαθητὴς τοῦ προφήτου Ἡλίου, ἐπὶ τῆς βασιλείας Ὀχοζία, ὁ ὁποῖος ἔστειλε τὸν Ὀβδιοῦ στὸν Ἠλία γιὰ νὰ τὸν πείσει νὰ κατέβει ἀπὸ τὸ βουνὸ πρὸς τὸν βασιλιά. Μετὰ τὴν μετάβαση τοῦ Ἠλία στὸν Ὀχοζία, ὁ Ὀβδιοῦ παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν θέση τοῦ πεντηκοντάρχου, ἀκολούθησε τὸν προφήτη Ἠλία καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε. Ὅταν πέθανε ἐτάφη στὸν τάφο τῶν πατέρων του.
Ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος θεώρησαν χρέος τους νὰ ἀσχοληθοῦν στὸ δίκαιο ἐγκώμιο τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ ἀθλητῆ τῆς πίστης. Παρὰ τὰ βαθιὰ γεράματά του, ὅταν τὸν ἔφεραν μπροστὰ στὸν ἔπαρχο Ἀντιοχείας, τὸν ἀντιμετώπισε μὲ θαυμαστὴ εὐψυχία. Ἔτσι τὸν μαστίγωσαν μὲ νεῦρα βοδιοῦ καὶ τοῦ ξερίζωσαν τὰ νύχια. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ὑποχωροῦσε ἄναψαν κάρβουνα καὶ ἑτοιμάστηκαν νὰ βάλουν τὰ χέρια του ἐπάνω σ᾿ αὐτά. Ἀλλὰ ἐκεῖνος τοὺς πρόλαβε. Βάδισε μόνος του καὶ ἔβαλε τὸ δεξί του χέρι στὴ φωτιά. Καὶ ἐνῷ καίγονταν οἱ σάρκες καὶ τὰ κόκκαλά του, ὁ γέροντας Βαρλαάμ, ὑμνοῦσε καὶ εὐλογοῦσε τὸν Κύριο. Μετὰ ἀπὸ λίγο παρέδιδε καὶ τὴν τελευταία του πνοή, ἀλλὰ κράτησε καὶ ἀμετακίνητη τὴν πίστη του (304 μ.Χ.).
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Διοκλητιανοῦ (289 μ.Χ.) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν χώρα τῶν Ἰσαύρων. Ἦταν στρατιωτικὸς στὸ ἐπάγγελμα, ἀλλὰ ἄφησε τὴν στρατιωτικὴ ζωὴ καὶ ζοῦσε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔκανε πολλὰ θαύματα. Τὸν κατάγγειλαν ὅμως κάποιοι κυνηγοί, ποὺ τὸν εἶχαν δεῖ, καὶ στάλθηκε στρατιωτικὸ ἀπόσπασμα γιὰ νὰ τὸν συλλάβει. Ὅταν τὸν συνέλαβαν βαθιὰ μέσα στὴν ἔρημο, οἱ στρατιῶτες δίψασαν καὶ δὲν ἔβρισκαν πουθενὰ νερό. Τότε ὁ Ἄζης, διὰ τῆς προσευχῆς, ἔκανε νὰ πεταχθεῖ μπροστά τους νερὸ καὶ ἔτσι ξεδίψασαν. Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔκανε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες νὰ πιστέψουν στὸν Χριστό. Ὅταν τελικὰ ὁ Ἄζης ὁδηγήθηκε στὸν ἔπαρχο Ἀκυλίνο, ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὸν Χριστό. Τότε τὸν ἔδεσαν σ᾿ ἕνα τροχὸ καὶ ἀπὸ κάτω ἄναψαν φωτιά. Ἀλλὰ ἐνῷ ἡ φλόγα ὑψώθηκε, μὲ μιᾶς ἀμέσως ἔσβησε. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ προσείλκυσε στὸν χριστιανισμὸ τὴν σύζυγο καὶ τὴν θυγατέρα τοῦ ἔπαρχου. Ὁ Ἀκυλίνος γιὰ νὰ ξεφορτωθεῖ ὁριστικὰ τὸν Ἄζη, διέταξε καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν.
Οἱ Ἅγιοι 150 Μάρτυρες Στρατιῶται
Αὐτοὶ πίστεψαν διὰ τοῦ Ἁγίου Ἄζη στὸν Χριστὸ καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ἦταν σύζυγος καὶ κόρη τοῦ ἔπαρχου Ἀκυλίνου, ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστὸ διὰ τοῦ Ἁγίου Ἄζη καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι 12 Μάρτυρες Στρατιῶται
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους, ἴσως τὴν ἐποχὴ τῶν πιὸ πάνω 150 Ἁγίων μαρτύρων στρατιωτῶν.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισαρεία τῆς Παλαιστίνης καὶ διέπρεψε γιὰ τὴν σεμνότητα τῆς ζωῆς του. Συνελήφθη ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Μαξιμίνο (311-313), ἐπὶ δούκα Οὐρβανοῦ, γιὰ τὸ λόγο ὅτι ἦταν χριστιανός. Τότε τὸν διαπόμπευσαν μέσα στὸ στάδιο καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἄφησαν γιὰ τροφὴ στὰ ἄγρια θηρία. Αὐτὰ τὸν κατασπάραξαν, ἀλλὰ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο. σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση τὸν ἔριξαν στὴ φυλακὴ καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα τὸν ἔπνιξαν στὴ θάλασσα.
Ὁ Ἅγιος Ἡλιόδωρος ἀπὸ τὴν Μαγιδὼ τῆς Παμφιλίας
Μαρτύρησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ (272) στὴ Μαγιδὼ τῆς Παμφυλίας, καὶ ὅταν ἡγεμόνευε στὴν πόλη αὐτὴ ὁ Ἀέτιος. Ὁ Ἠλιόδωρος λοιπόν, συνελήφθη καὶ ἐπειδὴ δὲν πείστηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, στὴν ἀρχὴ ξέσχισαν τὶς πλευρές του μὲ σιδερένια νύχια καὶ ἔπειτα ἔκαψαν τὶς πληγές του μὲ ἀναμμένες ἀπὸ ῥητίνη λαμπάδες. Παρὰ λίγο ὁ Ἅγιος νὰ λιποψυχήσει. Ἀλλὰ διὰ τῆς προσευχῆς πρὸς τὸν Κύριο, ἡ ψύχή τουστερεώθηκε. Ἀκολούθησε σειρὰ σκληρῶν καὶ φρικτῶν βασανιστηρίων, ἀλλ᾿ ἡ σταθερότητα τῆς πίστης τοῦ Ἠλιόδωρου δὲν κάμφθηκε. Τελικὰ ὁδηγήθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ ἐκεῖ ὑπέστη τὸν δι᾿ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο.
Οἱ Ἅγιοι Ἄνθιμος, Θαλλελαῖος, Χριστοφόρος, Εὐφημία καὶ τὰ παιδιά τους καὶ Παγχάριος
Δὲν βρίσκουμε κανένα στοιχεῖο γιὰ τὴ ζωή τους καὶ τὸ μαρτύριό τους.
Ὁ Ὅσιος Βαρλαάμ ἡγούμενος τοῦ Σπηλαίου (Ρῶσος) (†1065)
Ἡ τοῦ ὁσίου Σίμωνος μνήμη δὲν ἀπαντᾷ οὔτε εἰς τὰ ἔντυπα Μηναῖα οὔτε εἰς τὸν Συναξαριστὴν Νικόδημου· ἀπαντᾷ εἰς τὸν Παρισινὸν Κώδ. 1621 (αἰών. ιγ´), ἔνθα περὶ αὐτοῦ ἀναγινώσκομεν ταῦτα: Οὗτος ἦν ἐκ Καλαβρίας μοναχὸς μονῆς μεγάλης καὶ θαυμαστῆς· ὅτε ποτὲ ἐστάλησαν εἰς διακονίαν μοναχοί τινες ἐκ τῆς μονῆς παρὰ τὴν θάλασσαν συνελήφθησαν ὑπὸ πειρατῶν Τούρκων καὶ ὡδηγήθησαν εἰς τὴν Ἀφρικήν· πρὸς ἐξαγορὰν τῶν αἰχμαλώτων ἀδελφῶν ἐλθὼν οὗτος καὶ εὑρὼν αὐτοὺς διηρώτα ἐν συγκινήσει τὰ κατ᾿ αὐτούς, ὅτε πλησιάσας Ἀγαρηνὸς ἐξέτεινε τὴν χεῖρα αὐτοῦ νὰ ῥαπίση τὸν ὅσιον, ἀλλ᾿ ἐξηράνθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ· τὸ αὐτὸ ἐπανελήφθη καὶ εἰς τὸν δεύτερον ἐλθόντα, ὅτε οἱ ἄλλοι οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἀπήγαγαν αὐτὸν εἰς τὸν ἄρχοντα τοῦ τόπου καὶ διηγήθησαν τὰ διατρέξαντα· ἐκ τούτων ὁ ἄρχων κατεπλάγη καὶ παρεκάλεσε τὸν ὅσιον δι᾿ εὐχῆς ν᾿ ἀποκαταστήσῃ τὰς ἐξηραμένας τῶν στρατιωτῶν χεῖρας· καὶ τούτου γενομένου, διέταξε νὰ μεταφέρωσιν ἐν τιμῇ τοὺς αἰχμαλώτους μοναχοὺς εἰς τὸν τόπον αὐτῶν. Κατὰ δὲ τὸ ταξίδιον, ἀπολιπόντος τοῦ ὕδατος διὰ προσευχῆς τὸ τῆς θαλάσσης ὕδωρ μετέβαλεν εἰς γλυκύτητα ὅπερ ἐκίνησεν εἰς θαυμασμὸν τοὺς ἀπίστους· ἐγένετο αὐτουργὸς καὶ ἄλλων θαυμάτων καὶ ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ (Ἁγιολόγιο Σ. Εὐστρατιάδη, σελ. 425).
Ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων ὁ Ἴβηρ, ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ
Ἔζησε τὸν 9ο αἰῶνα. Ἔπαιξε σπουδαῖο ῥόλο στὴ θρησκευτικὴ ζωὴ τοῦ τόπου του (Γεωργία). Ταξίδευσε στοὺς Ἁγίους Τόπους, στὴ Κωνσταντινούπολη καὶ στὴ Βιθυνία, ὅπου γνωρίστηκε μὲ ἄλλους πνευματικοὺς πατέρες. Κατόπιν ταξίδευσε στὴ Ῥώμη διὰ Θεσσαλονίκης, ὅπου ἔκανε θαύματα. Ἐπανερχόμενος ἔμεινε στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ἔκτισε καὶ ἱερὸ ναὸ τὸ 870. Τὸ ἔργο του, ποὺ ἦταν κυρίως διδακτικό, ὑπῆρξε ἐξαιρετικὸ γιὰ τοὺς Θεσσαλονικεῖς. Πέθανε τὸ 875.