Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμονας, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο. Ἦταν γιὸς τοῦ ἄρχοντα Ἐπιφανίου, στὰ χρόνια τοῦ Βασιλιᾶ Ἡρακλείου (615 μ.Χ.). Ὅταν μεγάλωσε, νυμφεύθηκε καὶ ἀπέκτησε παιδιά, τὰ ὁποῖα ἀνέτρεψαν μὲ τὴν σύζυγό του σὰν ἀληθινοὶ χριστιανοὶ γονεῖς. Γρήγορα, ὅμως, ἡ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του πέθαναν. Ὁ Ἰωάννης εἶχε μεγάλη περιουσία καὶ τοῦ ἔγιναν πολλὲς προτάσεις νὰ κάνει καινούργια οἰκογένεια. Ὅμως τὶς ἀπέῤῥιψε ὅλες, ἀπαντῶντας: «Νομίζω, πρὸς ὅλους εἶμαι ὀφειλέτης. Καὶ δὲν τὸ νομίζω μόνο. Εἶμαι. Διότι οἱ χριστιανοὶ ἔχουμε ἀλληλεγγύη. Δὲν τὸ λέει ὁ Παῦλος; Εἴμεθα μέλη ἀλλήλων. Ἀφοῦ, λοιπὸν ἔχω τὴν δυνατότητα νὰ δώσω στοὺς ἀδελφούς μου, ἄρα εἶμαι καὶ ὑποχρεωμένος νὰ δώσω. Νά γιατί ἐργάζομαι καὶ δὲ θὰ πάψω νὰ τὸ κάνω. Ἡ περιουσία μου δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀνώτερη ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ χρέη μου». Γιὰ τὴν λαμπρότητα τῆς ζωῆς του, ὁ Ἰωάννης ἔγινε ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας. Διέπρεψε σὰν πνευματικὴ λυχνία στὴν πατριαρχία πολλὰ χρόνια, καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα. Ἐπειδὴ δὲ μοίραζε πλουσιοπάροχα στοὺς φτωχοὺς τὴν ἐλεημοσύνη, ὀνομάστηκε Ἐλεήμων. Εἶχε καταστεῖ τόσο σεβάσμιος, ὥστε καὶ αὐτοὶ οἱ εἰδωλολάτρες τὸν σέβονταν. Τελικά, εἰρηνικὰ παρέδωσε τὴν μακάρια ψυχή του στὸ Θεὸ (τὸ 620 μ.Χ.). Καὶ εἶναι μακάρια ἡ ψυχή του, διότι ὁ Κύριος λέει: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται». Μακάριοι, δηλαδή, εἶναι οἱ εὐσπλαχνικοὶ στὴ δυστυχία τοῦ πλησίον, διότι αὐτοὶ θὰ ἐλεηθοῦν ἀπὸ τὸ Θεό.
Γι᾿ αὐτὸν ἀναφέραμε στὸ βιογραφικὸ σημείωμα τοῦ γιοῦ του Θεοδούλου, ποὺ ἡ μνήμη του γιορτάζεται τὴν 14η Ἰανουαρίου. Ἀλλὰ ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του γράφει καὶ τὰ ἑξῆς: «Οὗτος ἦν διάσημος ἐν λόγοις καὶ ἐν ἀξιώματι, ἔπαρχος Κωνσταντινουπόλεως καὶ εὐσεβέστατος, ζῶν ἐπὶ τῆς ἐποχῆς Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379-395) [εἰκάζω μᾶλλον ἐπὶ Θεοδοσίου τοῦ Β´ (408-450)], κατὰ δὲ τὸν Συναξαριστὴν Νικοδήμου (οὐχὶ ὀρθῶς) ἐπὶ Μαυρικίου (582-602)· συζευχθεὶς μετὰ γυναικὸς ἀπέκτησε τέκνα δυό, ἓν ἄῤῥεν καὶ ἓν θήλυ· ἀλλὰ ἄσβεστον ζῆλον ἔχων πρὸς τὴν μοναχικὴν πολιτείαν, κατέπεισε τὴν σύζυγον αὐτοῦ νὰ ἐγκαταλείψωσι τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ἦλθον εἰς Ἄλεξανδρειαν ἐκεῖ διεχωρίσθησαν ἀπ᾿ ἀλλήλων, καὶ ἡ μὲν γυνὴ ἔλαβε μεθ᾿ ἑαυτῆς τὸ θυγάτριον, ὁ δὲ Νεῖλος τὸν υἱὸν αὐτοῦ Θεόδουλον, μεθ᾿ οὗ ἀπῆλθεν εἰς τὸ ὄρος Σινᾶ πρὸς ἄσκησιν ἀλλ᾿ ἐκεῖ ἐπιπεσόντες βάρβαροι ἀπήγαγαν μεταξὺ ἄλλων καὶ τὸν υἱὸν αὐτοῦ, διὰ τὸν ὁποίον ἔκλαιε καὶ ἐθρήνει πικρῶς (ἴδ. Ἀββάδες τριάκοντα ὀκτὼ οἱ ἐν Σινᾷ, Ἰανουαρ. 14). Εἰς τὴν ἐρημικὴν ἐκείνην ἀνάπαυσιν ἠσχολήθη εἰς συγγραφὰς ἀσκητικῶν ἔργων, μαρτυρούντων τὴν σοφίαν αὐτοῦ καὶ τὸν πρὸς ἄσκησιν ἔρωτα. Ἐν νηστείαις καὶ προσευχαῖς διαβιώσας, ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ. Τὰ ἱερὰ αὐτοῦ ὀστᾶ μετακομίσθησαν ὑπὸ τοῦ βασιλέως Ἰουστίνου (518-527) καὶ κατετέθησαν ἐν τῷ ναῷ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἐν τῷ Ὀρφανοτροφείῳ κάτωθεν τοῦ θυσιαστηρίου. Ἂν τοῦτο ἀληθεύῃ, ἡ τοῦ Συναξαριστοῦ πληροφορία, ὅτι ἐπὶ Μαυρικίου ἤκμασε, δὲν στηρίζεται».
Αὐτὸς ἦταν ἀπὸ τὴν Κυνουρία καὶ ἀσκήτευε στὴ Μεγίστη Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ καὶ ἀργότερα τὸ ἱερό του λείψανο ἀνέβλυσε μύρο. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ γιορτάζεται ἡ κοίμηση τοῦ Ὁσίου αὐτοῦ, ἐνῷ τὴν 7η Μαΐου ἡ εὕρεση τῶν τιμίων λειψάνων του.
Ὁ Ὅσιος Μαρτῖνος ὁ θαυματουργὸς ἐπίσκοπος Φραγκίας
Ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα μετὰ Χριστὸν καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Σαβωρία τῆς Παννονίας. Μπῆκε στὴν τάξη τῶν κατηχουμένων σὲ ἡλικία 10 ἔτων. Στὸ 15ο ἔτος τῆς ἡλικίας του κατατάχθηκε στὸ στράτευμα, ὅπου ὑπηρέτησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Κωνσταντίνου καὶ Ἰουλιανοῦ. Ὅταν βρέθηκε στὴν Ἀμιένη, συνάντησε κάποια μέρα ἕναν ζητιάνο, ποὺ τοῦ ζήτησε ἐλεημοσύνη. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν εἶχε τίποτα, παρὰ μόνο τὰ ὅπλα του, ἔδωσε στὸ φτωχὸ τὸν μανδύα του. Τὴν ἑπομένη νύχτα, ἐμφανίστηκε σ᾿ αὐτὸν ὁ Κύριος, καὶ τοῦ εἶπε: «Μαρτίνε, ἂν καὶ κατηχούμενος ἀκόμα, μὲ ἐνεδύθης δώσας εἰς τὸν ἐπαίτην τὸ φόρεμα αὐτό». Ὁ Μαρτίνος βαπτίστηκε καὶ πῆγε στὸν περίφημο ἅγιο Ἱλάριο ἐπίσκοπο τῆς πόλης Ποατιὲρ τῆς Γαλλίας. Ἐκεῖ, ἐκπαιδεύτηκε καλὰ στὶς ἀλήθειες τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ χειροτονήθηκε κληρικός. Ὑπηρέτησε στὸ ἀξίωμα αὐτὸ μὲ πολὺ ζῆλο καὶ αὐταπάρνηση. Κατόπιν, ἔγινε ἐπίσκοπος τῆς πόλης Τοὺρ ἐπίσης τῆς Γαλλίας καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγία του ζωὴ καὶ τὶς ὑπηρεσίες του στὴν πίστη. Ἐνίσχυε τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα τοῦ ποιμνίου του, μεριμνοῦσε γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ τὰ ὀρφανὰ καὶ μάλιστα κατάρτισε 80 μαθητές, ποὺ ἐγκατάστησε σὲ Μονή. Σὲ κάποιο χωριὸ τῆς ἐπισκοπῆς του ὅμως, τὴν Κάνδη, ἀῤῥώστησε καὶ ἀπεβίωσε σὲ ἡλικία 81 ἐτῶν. Ἄλλη πηγὴ ὅμως, ἔχει διαφορετικὸ τὸ βιογραφικό του σημείωμα. Ἀναφέρει ὅτι ἦταν κόμης καὶ στρατηγὸς ἐπὶ βασιλείας Τραϊανοῦ (98-117). Ἀπαρνήθηκε τὰ ἀξιώματα καὶ τὴν κοσμικὴ δόξα καὶ ἔγινε μοναχός. Γιὰ ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια ἀσκήθηκε στὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ στὴν ἀνάγνωση τῶν Ἁγίων Γραφῶν. Γιὰ τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς του καὶ τὶς μεγάλες του ἀρετές, ἐκλέχτηκε ἐπίσκοπός της πόλης Κωνσταντῖνος τῆς Γαλλίας. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἔζησε σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου πέθανε εἰρηνικὰ σὰν θαυματουργός.
Ἔζησε ἐπὶ τῶν βασιλέων Σολομῶντος καὶ Ἱεροβοάμ, καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Σηλώμ. Σ᾿ αὐτὸν ἀποδίδονται οἱ λόγοι, ποὺ «ἐλαλήθησαν ἐν ὀνόματι Κυρίου» πρὸς τὸν Σολομῶντα, ὅταν ἔκτιζε τὸν ναὸ στὴν Ἱερουσαλήμ. Τότε δηλαδὴ θὰ πραγματοποιοῦσε ὁ Θεὸς καὶ στὸ δικό του πρόσωπο, ὅσα εἶχε ἐξαγγείλει στὸν πατέρα του Δαβίδ, ὅταν βέβαια καὶ αὐτὸς θὰ βάδιζε στὰ διδάγματά Του καὶ ἐκτελοῦσε τὶς κρίσεις Του καὶ τηροῦσε ὅλες τὶς ἐντολές Του. Ὅταν ὅμως κάποτε ὁ Σολομῶν παρεξέκλινε τοῦ θεϊκοῦ δρόμου, διὰ τοῦ Ἀχία πάλι ὁ Κύριος γνωστοποίησε σ᾿ αὐτὸν ὅτι θὰ τὸν τιμωροῦσε κάνοντας κομμάτια τὴν βασιλεία του. Κατόπιν ὁ προφήτης ἐστάλη στὸν Ἱεροβοάμ, τὸν γιὸ τῆς χήρας Σερουᾶ. Μόλις τὸν συνάντησε, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, τοῦ πῆρε τὸ καινούργιο του ἱμάτιο καὶ τὸ ἔσχισε σὲ δώδεκα τεμάχια. Ὁ Ἱεροβοάμ, παρακολουθοῦσε ἔκπληκτος τὴν πράξη αὐτὴ τοῦ προφήτη. Αὐτὸς δέ, ἔδωσε σ᾿ αὐτὸν τὰ δέκα τεμάχια καὶ τοῦ εἶπε, ὅτι μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Σολομῶντα ἔτσι ὁ Θεὸς θὰ κομματίαζε τὴν βασιλεία του, γιὰ νὰ δώσει τὶς δέκα φυλὲς στὴν ἐξουσία τοῦ Ἱεροβοάμ. Αὐτὰ ἀφοῦ προφήτευσε ὁ Ἀχία, πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τὸν ἔθαψαν κοντὰ στὴ Βελανιδιὰ τοῦ Σιλώμ.
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ὅσιος Μαρτῖνος ἐπίσκοπος Ταρακίνης
Βλέπε βιογραφικό του σημείωμα τὴν 10η Νοεμβρίου.
Οἱ Ἅγιοι Ἀντώνιος, Ζεβινᾶς, Γερμανός, Νικηφόρος καὶ Μαραθὼ ἡ παρθένος
Ἔλαβαν ὅλοι τὰ μαρτυρικὰ στεφάνια στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ. Οἱ μὲν τέσσερις πρῶτοι ἀποκεφαλίστηκαν στὴν Καισαρεία, ἡ δὲ Μαραθὼ ἡ παρθένος στὴ Σκυθούπολη τῆς Κοίλης Συρίας, ὅπου τὴν ἔριξαν μέσα στὴ φωτιὰ καὶ κάηκε ζωντανή.
Ὁ Ἅγιος Λέων Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐπονομάστηκε Στυππῆς. Πατριάρχευσε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Ἰωάννη Κομνηνοῦ τὰ ἔτη 1134-1143 κατὰ τὸν Μελέτιο (σελ. 17 τοῦ Γ´ τόμου). Προηγουμένως ἦταν πρεσβύτερος καὶ οἰκονόμος τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ διαδέχτηκε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὸν Ἰωάννη τὸν Ἀγαπητό. Ἀφοῦ κυβέρνησε μὲ θεοπρέπεια τὸ ποίμνιό του, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Σάββας Νιγδελὴς ὁ Σαμολαδᾶς, Νεομάρτυρας
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Νίγδη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ μαρτύρησε γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀφοῦ τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 12 Νομεβρίου 1726 στὴν τοποθεσία Κουτσοὺκ Καραμάνι. Ὁ λόγος τῆς συλλήψεώς του ὑπῆρξε ὁ φθόνος τῶν Τούρκων, διότι ὁ Ἅγιος, μὲ τὴν τίμια ἐργασία του, εἶχε γίνει πολὺ πλούσιος καὶ ἤθελαν νὰ τοῦ ἁρπάξουν τὴν περιουσία.
Ὁ Ἅγιος Νικόλας ὁ Νεομάρτυρας ἀπὸ τὴν Ἐνορία τῶν Ἕξι Μαρμάρων
Πολλὲς πληροφορίες γιὰ τὴ ζωή του δὲν ἔχουμε. Ὁ ἔνδοξος αὐτὸς Νεομάρτυρας τῆς χριστιανικῆς πίστης, μαρτύρησε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ τὴν εὐσέβειά του τὸ ἔτος 1732. Ἡ μνήμη του καθιερώθηκε νὰ γιορτάζεται στὶς 12 Νοεμβρίου.
Τῇ πρώτῃ Κυριακῇ μετὰ τὴν 11ην τοῦ παρόντος μηνός, μνήμην ποιοῦμεν τῆς εὑρέσεως καὶ ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου ἐπισκόπου Ἀσσοῦ (Μυτιλήνης), τοῦ θαυματουργοῦ (1935-6)