Ὁ Ὅσιος Ἰωαννίκιος ὁ Μεγάλος, «ὁ ἐν Ὀλύμπῳ»
Γεννήθηκε στὴ Βιθυνία τὸ 740 μ.Χ. Τὸν πατέρα του ἔλεγαν Μυριτρίκη καὶ τὴν μητέρα του Ἀναστασώ. Καὶ οἱ δυὸ ἦταν εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ παιδαγώγησαν τὸ γιό τους σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅταν ὁ Ἰωαννίκιος στρατεύτηκε, αὐτοκράτορας ἦταν ὁ τραχὺς εἰκονομάχος Κωνσταντῖνος ὁ Ε´. Αὐτὸς διέπρεψε στοὺς ἀγῶνες του κατὰ τῶν Βουλγάρων καὶ εἶχε μεγάλη ἐκτίμηση ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες του. Ἡ ψυχολογία ποὺ καλλιεργήθηκε στὰ πεδία τῶν μαχῶν, παρέσυρε τὸν Ἰωαννίκιο καὶ στὸ θρησκευτικὸ ἔδαφος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνει εἰκονομάχος, σὰν τὸν αὐτοκράτορα. Ὅταν, ὅμως, ἀπολύθηκε ἀπὸ τὶς τάξεις τοῦ στρατοῦ, δὲν ἄργησε νὰ καταλάβει τὴν πλάνη του καὶ σὲ τί μεγάλα σφάλματα τὸν εἶχε ὁδηγήσει αὐτή. Τί νὰ κάνει ὅμως; Μὰ τί ἄλλο. Νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ἐπανέλθει στὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία ποὺ τοῦ πρόσφεραν οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του. Ἀμέσως, μάλιστα, ἦλθε στὴ σκέψη του ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «Μνημόνευε οὖν πόθεν πέπτωκας, καὶ μετανόησον καὶ τὰ πρῶτα ἔργα ποίησον». Θυμήσου, δηλαδή, ἀπὸ ποιὸ ἠθικὸ ὕψος ἔχεις πέσει καὶ μετανόησε καὶ κᾶμε πάλι τὰ ἔργα τῆς πρώτης ἀγάπης σου. Καὶ ὁ Ἰωαννίκιος μετενόησε εἰλικρινά. Ἐξομολογήθηκε τὸ ὀλίσθημά του, καταρτίσθηκε ἀνάλογα, ἔγινε μοναχὸς στὸν Ὄλυμπο καὶ πέθανε 94 χρονῶν στὴ Μονὴ Ἀντιδίου, διδάσκοντας στὸν κόσμο τὴν Ὀρθοδοξία.
Οἱ Ἅγιοι Νίκανδρος ἐπίσκοπος Μύρων καὶ Ἑρμαῖος ὁ πρεσβύτερος
Μαθητὲς καὶ οἱ δυὸ τοῦ ἀποστόλου Τίτου, τοῦ τόσο ἀγαπημένου συνεργάτη τοῦ ἀπ. Παύλου. Ἐμπνέονταν ἀπὸ θερμὸ ζῆλο τῶν μεγάλων ἀθλητῶν τῆς πίστης, καὶ ἦταν ἀφοσιωμένοι ὁλόψυχα στὸν ἱερὸ ἀγῶνα της. Μὲ τὸ κήρυγμά τους, πολλοὶ εἰδωλολάτρες δέχτηκαν τὸ ἅγιο βάπτισμα. Καταγγέλθηκαν λοιπὸν στὸν ἔπαρχο Λιβάνια, ἔμειναν στὴ χριστιανικὴ ὁμολογία τους, καὶ μπροστὰ στὸν ἴδιο ὑπεράσπισαν τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἔλεγξαν τὴν πλάνη τῶν ἐθνικῶν. Τότε ὁ Λιθάνιος διέταξε νὰ σχίσουν τὶς σάρκες τους μὲ σιδερένια ὄργανα, καὶ κατόπιν τοὺς ἔκλεισε ζωντανοὺς μέσα σὲ τάφο. Ἐκεῖνοι ὑπέμειναν μὲ καρτερία τὸ τρομερὸ μαρτύριο, καὶ μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀνέβηκαν στὰ αἰώνια σκηνώματα τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὁ Μῖμος (ἠθοποιός)
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Αὐρηλιανοῦ (270) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔφεσο. Ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ μίμου, τοῦ ἠθοποιοῦ ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, καὶ ἀκολουθοῦσε τὸν κόμη Ἀλεξανδρείας. Μαζὶ μ᾿ αὐτὸν λοιπὸν ἔφτασε στὴν Καισαρεία καὶ σὲ κάποια παράστασή του, ὑποκρίθηκε τὴν τελετὴ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Ἡ παράσταση ἦταν τόσο ἄψογη, ὥστε μὲ θαυματουργικὸ τρόπο, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς θεατὲς βαπτίστηκαν χριστιανοί. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Πορφύριος, ὁμολόγησε δημόσια πὼς εἶναι πλέον χριστιανός. Ὁ κόμης διέταξε τὸν Ἅγιο νὰ ἀρνηθεῖ ἀμέσως τὴν πίστη τῶν χριστιανῶν, πρᾶγμα ποὺ ὁ Πορφύριος δὲν ἔπραξε. Τότε ὁ κόμης διέταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν καὶ ἔτσι ὁ Ἅγιος ἔλαβε τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. (Μᾶλλον πρόκειται γιὰ τὸν ἴδιο Ἅγιο, ποὺ ἡ μνήμη του φέρεται τὴν 15η Σεπτεμβρίου).
Διήγηση στὸ θρῆνο τοῦ προφήτου Ἰερεμίου
Λεπτομέρειες βλέπε στὸ «Μέγα Συναξαριστή» τοῦ Ματθαίου Λαγγῆ, τόμος ΙΑ´, σελίδα 147, ἔκδοση 1993. Βιογραφικὸ σημείωμα τοῦ Προφήτη Ἱερεμία βλέπε τὴν 1η Μάιου.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βατατζὴς ὁ ἐλεήμονας βασιλιάς
Γεννήθηκε στὴν Ἀδριανούπολη της Θρᾴκης ἀπὸ γένος μεγάλο. Γαμπρὸς τοῦ βασιλιᾶ Θεοδώρου Λασκάρεως, παντρεύτηκε τὴν θυγατέρα του Εἰρήνη καὶ τὸν διαδέχτηκε στὸν θρόνο τῆς Νικαίας (1222-1255). Ὁ Ἰωάννης ἦταν εὐσεβὴς καὶ φιλελεήμων βασιλιάς, καὶ ὁ λαὸς τὸν ἀγαποῦσε πολὺ γιὰ τοὺς χριστιανικούς του τρόπους, τὴν πραότητα, τὴν ταπεινοφροσύνη, τὴν χρηστότητα τοῦ ἤθους καὶ τὴν προσήλωσή του στὰ θεῖα. Ἀφοῦ βασίλευσε μὲ χριστοήθεια, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ στὶς 30 Ὀκτωβρίου 1255. Τὸν ἔθαψαν μὲ μεγάλες τιμὲς στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε κτίσει, τὴν ἐπιλεγόμενη τῶν Σωσάνδρων.
Πιθανὸν νὰ εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο μ᾿ αὐτὸ τῆς 29ης Ἀπριλίου.
Ὄνομα Βασιλέων τῶν Γεράρων. Φιλοξένησε τὸν Ἀβραάμ, ποὺ τοῦ παρουσίασε τὴν γυναῖκα του Σάρα ὡς ἀδελφή του. Ὁ Ἀβιμελὲχ ὅμως δὲν τὴν ἰδιοποιήθηκε, ἐπειδὴ πληροφορήθηκε τὴν ἀλήθεια ἀπὸ ὄνειρο ποὺ εἶδε. Τὸ περιστατικὸ στὸ βιβλίο τῆς Π.Δ. Γεν. κεφ. 20, στίχ. 21.