Οἱ Ἅγιοι Ἀκίνδυνος, Ἀφθόνιος, Πηγάσιος, Ἐλπιδοφόρος (ἢ Ἐλπιδηφόρος) καὶ Ἀνεμπόδιστος
Ἦταν ἀξιωματοῦχοι τοῦ Πέρση βασιλιᾶ Σαπὼρ τοῦ Β´. Ἐπειδή, ὅμως, ὁμολόγησαν ὅτι εἶναι χριστιανοί, συνελήφθησαν καὶ μαστιγώθηκαν σκληρά. Ἔπειτα, τοὺς ἔριξαν στὶς φλόγες μίας μεγάλης φωτιᾶς. Ἀλλὰ οἱ θερμὲς δεήσεις τους πρὸς τὸ Θεὸ προκάλεσαν φοβερὴ θύελλα μὲ βροχή, ποὺ ἔσβησε τὴν φωτιά. Αὐτὸ προκάλεσε φόβο στοὺς Πέρσες, καὶ τὸν ἴδιο τὸ Σαπώρ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀναβάλει τὸ θάνατο τῶν γενναίων χριστιανῶν. Ἀλλὰ μετὰ μερικὲς μέρες, τοὺς ἔφερε καὶ πάλι στὸ κριτήριο. Ἀφοῦ εἶδε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ ἀλλάξει τὸ χριστιανικό τους φρόνημα, ἀποκεφάλισε πρῶτο τὸν Ἀφθόνιο. Ἔπειτα, ἀπευθυνόμενος στὸν Ἐλπιδοφόρο, τοῦ εἶπε νὰ φανεῖ λογικός, σὰν ἐγγράμματος ποὺ ἦταν καὶ μποροῦσε νὰ διακρίνει τὸ ψέμα ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Ὁ Ἐλπιδοφόρος τοῦ ἀποκρίθηκε ὅτι γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς πιστεύει στὸ Χριστό, διότι Αὐτὸς εἶναι «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». Δηλαδὴ ὁ σωστὸς δρόμος, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπόλυτη ἀλήθεια καὶ στὴν πραγματικὴ καὶ πηγαία ζωή, ποὺ ἀξίζει κανεὶς νὰ πεθάνει γι᾿ αὐτή. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἐλπιδοφόρου ἐξαγρίωσε τὸν Σαπὼρ καὶ ἀμέσως τὸν ἀποκεφάλισε. Οἱ θυσίες αὐτὲς ἐνθάῤῥυναν ἀκόμα περισσότερο τοὺς ὑπολοίπους μάρτυρες, καὶ ἔμειναν ἀκλόνητοι στὴν πίστη τους. Τότε ὁ Σαπὼρ διέταξε νὰ τοὺς ῥίξουν μέσα σὲ ἀναμμένο καμίνι. Ἔτσι, μαρτυρικὰ καὶ ἔνδοξα, παρέδωσαν ὅλοι τὴν μακαρία ψυχή τους στὸ ζωοδότη Χριστό.
Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Σεβάστεια καὶ μαρτύρησαν ἐπὶ ἄρχοντος αὐτῆς Αὐξάνοντος, δούκα Μαρκέλλου καὶ Μάρκου Ἀγρικολάου. Τὰ ὀνόματά τους δὲν διασώθηκαν στὴ γῆ, λάμπουν ὅμως ἀθάνατα στὸν οὐρανό. Ὅταν ὁ Λικίνιος (315 μ.Χ.), ἀντιμαχόμενος τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο κήρυξε βαρὺ διωγμὸ κατὰ τῆς χριστιανικῆς πίστης, ὁμάδα συγκλητικῶν εἶχε τὸ θάῤῥος νὰ πεῖ φανερὰ στὸ βασιλιὰ ὅτι ἡ διαταγή του ἦταν ἔγκλημα ἀπέναντι στὸ Θεό, ποὺ δὲν θ᾿ ἀργοῦσε νὰ στείλει τὴν διδακτικὴ τιμωρία. Ὁ Λικίνιος τοὺς ἀποκάλεσε θρασεῖς καὶ διέταξε νὰ τοὺς θανατώσουν. Ἐκεῖνοι δέχτηκαν μὲ γενναιότητα, ἂν καὶ ἄφηναν πίσω οἰκογένειες, ἐκτεθειμένες καὶ αὐτὲς στὴ μανία τοῦ θανάτου. Πέθαναν ὅλοι μαζί, ἐνθαῤῥύνοντας καὶ μακαρίζοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, μέσα στὴ φωτιά.
Ὅλοι ἦταν στρατιῶτες στὴν πόλη Σεβάστεια, κατὰ τὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Λικινίου. Ὅταν ἐξετάστηκαν ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς Σεβάστειας Αὐξάνιο καὶ ἀπὸ τὸν δούκα Μάρκελλο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν Μᾶρκο Ἀγρικόλαο, ὁμολόγησαν μὲ θάῤῥος τὴν χριστιανική τους πίστη καὶ βασανίστηκαν σκληρὰ μὲ διάφορους τρόπους. Στὸ τέλος τοὺς ἔριξαν στὴ φωτιὰ καὶ τοὺς ἔκαψαν ζωντανούς, παίρνοντας ἔτσι ὅλοι τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. (Πιθανὸν νὰ εἶναι ἀπὸ τοὺς πιὸ πάνω ἁγίους μάρτυρες Συγκλητικούς).
Οἱ Ἁγίες Κυριακή, Δομνίνα καὶ Δόμνα
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ὁ Ὅσιος Μαρκιανός «ὁ ἐν τῇ Κύρῳ»
Ἦταν γέννημα καὶ θρέμμα τῆς πόλης Κύρου. Περιφρόνησε τὰ ἐγκόσμια, ἀναχώρησε στὴν ἔρημο καὶ κλείστηκε μέσα σ᾿ ἕνα στενότατο κελί, ὅπου ἀσκήτευε μὲ αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχή. Ἔτσι, ἀπόκτησε τὴν φήμη ἁγίου σ᾿ ὅλην τὴν γύρω περιοχὴ καὶ ἀφοῦ ἔκανε καὶ ἀρκετὰ θαύματα μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Τὸ βίο του συνέγραψε ὁ Θεοδώρητος Κύρου στὴ Φιλόθεο Ἱστορία του.
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ Ἰβηροσκητιώτης
(Βλέπε βιογραφία του τὴν 1η Νοεμβρίου, ὅπου καὶ ἡ ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του).