Οἱ Ἅγιοι Στάχυς, Ἀπελλῆς, Ἀμπλίας, Οὐρβανός, Νάρκισσος καὶ Ἀριστόβουλος οἱ Ἀπόστολοι ἀπὸ τοὺς 70
Καὶ οἱ ἕξι ἀνῆκαν στοὺς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου, καὶ ὅλοι τους ὑπῆρξαν «Χριστοῦ εὐωδία τῷ Θεῷ ἐν τοῖς σωζομένοις». Δηλαδὴ εὐωδιὰ Χριστοῦ, εὐχάριστη στὸ Θεό, καὶ εὐωδιὰ μεταξὺ τῶν σωζόμενων ποὺ ἄκουγαν ἀπ᾿ αὐτοὺς τὸ σωτήριο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Στάχυς ἔγινε πρῶτος ἐπίσκοπος Βυζαντίου, καὶ ἀφοῦ διάνυσε 16 χρόνια στὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα, εἰρηνικὰ ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ. Ὁ Ἀπελλῆς ἔγινε ἐπίσκοπος Ἡράκλειας καὶ πολλοὺς ἔφερε στὴ χριστιανικὴ πίστη. Ὁ Ἀμπλίας ἔγινε ἐπίσκοπος Ὀδυσσουπόλεως καὶ ὁ Οὐρβανός, ἐπίσκοπος Μακεδονίας. Ἐπειδὴ καὶ οἱ δυὸ γκρέμιζαν τὰ εἴδωλα, θανατώθηκαν μαρτυρικά. Ὁ Νάρκισσος χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν. Ἡ ἀλήθεια, ὅμως, τοῦ Εὐαγγελίου, τὴν ὁποία δίδασκε μὲ ζῆλο, ἐξήγειρε τοὺς εἰδωλολάτρες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν βασανίσουν καὶ νὰ παραδώσει τὴν ψυχή του μαρτυρικά. Ὁ Ἀριστόβουλος, καὶ αὐτὸς ὑπῆρξε ἐπίσκοπος καὶ πέθανε εἰρηνικά, κηρύττοντας μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του τὸ Χριστό. (Γιὰ τὸν Ἀριστόβουλο βλέπε σχετικῶς καὶ τὴν 15η Μαρτίου).
Ἦταν ἐκ πόλεως Πηλουσίου τῆς Αἰγύπτου καὶ διέπρεψε μεταξὺ τῶν ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ, τοὺς ὁποίους τόσο πολλοὺς καὶ λαμπροὺς μεγάλωσε ἡ Αἴγυπτος κατὰ τοὺς σκληροὺς διωγμοὺς τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἐπίμαχος μοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχοὺς καὶ κατέφυγε ἀρχικὰ στὴν ἔρημο, ὅπου ἔκανε ἄσκηση στὴν τελειότερη πνευματικὴ ζωή. Ἀλλ᾿ ἔπειτα, κατὰ τὴν ἔκρηξη τοῦ διωγμοῦ, ἀποφάσισε νὰ πάει στὴν Ἀλεξάνδρεια, γιὰ νὰ συμμετέχει ἀπὸ κοντὰ στὴ σκληρὴ καὶ φλογερὴ πάλη. Καὶ σὲ πρώτη φάση, ἐνίσχυε μὲ τὰ θερμὰ καὶ τολμηρὰ λόγια του τοὺς μάρτυρες, τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου. Γι᾿ αὐτὸ τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν φυλάκισαν. Κατόπιν τοῦ ἔσχισαν τὶς σάρκες μὲ σιδερένια νύχια καὶ τέλος τὸν θανάτωσαν μὲ ξίφος. Τὸ λείψανό του παρέλαβαν εὐσεβεῖς χριστιανοὶ καὶ τὸ ἔθαψαν μὲ μεγάλη εὐλάβεια.
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη (361) καὶ ἦταν γιὸς ἱερέα τῶν εἰδώλων. Στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ τὸν ἔφερε κάποια εὐσεβὴς χριστιανὴ Διακόνισσα, ποὺ ἦταν φίλη τῆς μητέρας του. Ὁ νέος αὐτὸς στὴν ἀρχή, ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ πατέρας του, ὑπέστη ἀπ᾿ αὐτὸν σκληρὰ βασανιστήρια. Διὰ θαύματος ὅμως σώθηκε καὶ ὅταν πέθανε ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, κατόρθωσε νὰ φέρει στὴ Χριστιανικὴ πίστη καὶ τὸν γέροντα πατέρα του, καθὼς καὶ πολλοὺς εἰδωλολάτρες νέους. Ἀφοῦ στὴ συνέχεια ἔζησε ἀνώτερη πνευματικὴ ζωή, ἀπεβίωσε εἰρηνικά. (Τὸ περιστατικὸ εἶναι παρμένο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία τοῦ Θεοδώρητου).
Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ἐπίσκοπος Μυγδονίας
Ἔγινε ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας τῆς Μυγδονίας, ποὺ ὀνομάζεται καὶ Νίσιβις καὶ βρίσκεται μεταξὺ τῶν ποταμῶν Τίγρη καὶ Εὐφράτη. Μετεῖχε στὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας καὶ μετὰ τὴν λήξη τῆς Συνόδου πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου παρέστη στὴν κηδεία τοῦ Πατριάρχη Μητροφάνη τοῦ Α´. Ὁ Ἰάκωβος ἔγραψε καὶ βιβλίο ψυχωφελέστατο, γιὰ τὸ ὁποῖο ἀναφέρει ὁ ἐπίσκοπος Θεοδώρητος.
Δὲν βρίσκουμε τίποτε σχετικό με τὴ ζωὴ καὶ τὸ μαρτύριό τους.
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸ θανάτωσαν σπάζοντας τὸ κεφάλι του μὲ ὀγκόλιθο.
Μαρτύρησαν, ἀφοῦ τὶς κρέμασαν στὴ μέση μίας στοᾶς.
Οἱ Ἅγιοι Σέλευκος καὶ Στρατονίκη οἱ σύζυγοι
Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἑνώθηκαν μὲ τὰ δεσμὰ τοῦ γάμου. Ἦταν γνήσιο χριστιανικὸ ζευγάρι, ποὺ μὲ τόση τελειότητα παρουσιάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἔφεσιους Ἐπιστολήν του. Ἦταν μία ψυχὴ καὶ μία καρδιά. Ἀλλὰ ὅταν κλήθηκαν νὰ διαλέξουν μεταξὺ τῆς ζωῆς τους καὶ τῆς πίστης τους, δὲν δίστασαν οὔτε στιγμή. Γιὰ νὰ μείνουν ἑνωμένοι, ἔπρεπε νὰ δεχτοῦν τὸν θάνατο γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ ἔτσι ἔπεσαν ἱερὰ σφάγια, γιὰ νὰ ἀνατείλουν περίλαμπροι τὴν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως.
Μαρτύρησε διὰ ξίφους. (Μᾶλλον πρόκειται γιὰ τὸν μάρτυρα Γορδιανό, ποὺ μαρτύρησε μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἐπίμαχο, βλέπε σχετικῶς τὴν 9η Μαΐου).
Μαρτύρησε διὰ ἀποκεφαλισμοῦ, μαζὶ μὲ τὸν πιὸ πάνω Ἅγιο Γορδιανό, ὅταν τοὺς συνέλαβε ὁ ἄρχοντας τοῦ τόπου καὶ αὐτοὶ ὁμολόγησαν μὲ θάῤῥος τὴν χριστιανική τους πίστη. (Εἶναι ἐπανάληψη μνήμης ἀπὸ τὴν 9η Μαΐου).
Οἱ Ἅγιοι Τρεῖς Μάρτυρες «οἱ ἐν Μελιτινῇ»
Μαρτύρησαν, ἀφοῦ τοὺς συνέτριψαν τὰ σκέλη.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἀπὸ τὴν Χίο ὁ Νεομάρτυρας
Γεννήθηκε στὶς Καρυαῖς τῆς Χίου ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς χριστιανούς, τὸν Πέτρο καὶ τὴν Σταματοῦ. Ἀνατράφηκε ὀρφανὸς χωρὶς πατέρα καὶ ἔγινε ὑπόδειγμα χρηστοῦ καὶ ἐναρέτου νέου. Σὲ ἡλικία 20 χρονῶν πῆγε στὴ Μαγνησία, ὅπου ἐργαζόταν σὰν οἰκοδόμος. Σὲ κάποια στιγμὴ ὅμως, ὁ Νικόλαος, ἄγνωστο γιὰ ποιὸ λόγο, τρελάθηκε. Οἱ Τοῦρκοι ἐκμεταλλευόμενοι τὴν κατάστασή του θέλησαν νὰ τὸν ἐξισλαμίσουν. Τελικὰ ὅμως δὲν τὰ κατάφεραν καὶ οἱ συμπατριῶτες του τὸν συνόδεψαν καὶ πάλι στὴ Χίο. Ἐκεῖ οἱ Τοῦρκοι τὸν ἔντυσαν μὲ τούρκικα ῥοῦχα καὶ τὸν ὀνόμασαν Μεχμέτ. Κάποτε τὸν συνάντησε ἕνας ἀρχιμανδρίτης, ποὺ ὀνομαζόταν Κύριλλος καὶ πῆρε τὸ Νικόλαο στὸν ναὸ τοῦ Σωτῆρος στὸ Παλαιόκαστρο. Ἐκεῖ μὲ τὴν θεία δύναμη, ἀποκαταστάθηκε ἡ ὑγεία του καὶ ἀπὸ τότε ζοῦσε αὐστηρὴ χριστιανικὴ ζωή. Γιὰ τὴ ζωή του αὐτὴ συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους, φυλακίστηκε καὶ βασανίστηκε μὲ τὸν πιὸ βάρβαρο τρόπο. Ἐπειδὴ ὅμως ἐπέδειξε ἀκεραιότητα στὴν πίστη του, οἱ δήμιοί του ἔκοψαν σιγὰ-σιγὰ (δηλαδὴ περισσότερο μαρτυρικά) τὸ κεφάλι στὶς 31 Ὀκτωβρίου 1754, στὴ θέση Βουνάκι τῆς Χίου καὶ ὥρα ἕκτη. Τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου ῥίχτηκε ἀπὸ τοὺς δήμιους στὴ θάλασσα.
Ἐγκαίνια τοῦ Πατριάρχου Εὐκτηρίων
Μᾶλλον γιὰ ἐγκαίνια ναοῦ πρόκειται, κατὰ τὸν Πατμιακὸ Κώδικα.