Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μικροὺς λεγόμενους προφῆτες. Ἦταν γιὸς τοῦ Βαθουήλ, ἀπὸ τὴν φυλὴ Ῥουβὴμ (αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι σαφές, διότι ἄλλοι τὸν θέλουν καταγόμενο ἀπὸ τὴν φυλὴ Γάδ), καὶ προφήτευσε ὅταν βασιλιὰς στὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα ἦταν ὁ Ἰώας (878-838 π.Χ). Τὸ προφητικό του βιβλίο, ἔχει λεχθεῖ ὅτι τὸ διακρίνει ὕφος ποιητικότατο, περίκομψο, ζωηρὸ καὶ ἀποτελεῖ κόσμημα τῆς ἐβραϊκῆς φιλολογίας. Νὰ τί λέει περὶ μετανοίας: «Καὶ νῦν λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐπιστράφητε πρός με ἐξ ὅλης τῆς καρδίας ὑμῶν καὶ ἐν νηστείᾳ καὶ ἐν κλαυθμῷ καὶ ἐν κοπετῷ καὶ διαῤῥήξατε τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ μὴ τὰ ἱμάτια ὑμῶν καὶ ἐπιστράφητε πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ὑμῶν, ὅτι ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων ἐστι, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος». Καὶ τώρα, λέει ὁ Κύριος καὶ Θεός σας: «Ἐπιστρέψτε μὲ μετάνοια σ᾿ ἐμένα μὲ ὅλη σας τὴν καρδιά, μὲ νηστεία καὶ μὲ δάκρυα μετανοίας. Σχίστε τὶς καρδιές σας ἀπὸ πόνο μετανοίας καὶ συναίσθηση τῆς ἐνοχῆς σας, καὶ ὄχι τὰ ἐνδύματά σας. Ἐπιστρέψτε στὸν Κύριο καὶ Θεό σας, διότι αὐτὸς εἶναι ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος». Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ προφητικὸ βιβλίο τοῦ Ἰωήλ, ἀποτελεῖται ἀπὸ τρία κεφάλαια, ποὺ ἐκεῖ μέσα προφηεύει τὴν ἔκχυση τῶν δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Πράξ. στ´ 17) στὴ χριστιανικὴ ἐκκλησία, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ σημεῖα, ποὺ θὰ προηγηθοῦν τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου. Ὁ προφήτης Ἴωηλ ἀπεβίωσε εἰρηνικά. (Ὁρισμένοι Συναξαριστές, περιττῶς ἐπαναλαμβάνουν τὴν μνήμη του καὶ τὴν 31η Μαρτίου).
Μέτοχος τῆς θερμῆς καὶ γενναίας πίστης, ποὺ ἀνθίζει καὶ θαυματουργεῖ στοὺς μεγάλους ἀγῶνες καὶ στὶς σκληρὲς δοκιμασίες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Οὐάρος, ἦταν στρατιώτης ἀπὸ τὰ Τύανα στὰ χρόνια τῶν διωγμῶν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ. Ἐκτελοῦσε καθήκοντα φρουροῦ στὶς φυλακές, ὅπου ἔκλειναν χριστιανοῦς. Τὰ παθήματά τους τὸν ἔθλιβαν καὶ ἡ γενναιότητά τους ἄναβε περισσότερο τὴν πίστη του. Ἦταν καὶ αὐτὸς χριστιανός, ἀλλὰ οἱ ἀνώτεροί του καὶ οἱ συστρατιῶτες του δὲν τὸ ἤξεραν. Ἑπομένως δὲν ὑπῆρχε ἐναντίον του καμία ὑποψία καὶ ἐπωφελούμενος ἀπ᾿ αὐτὸ κατόρθωνε νὰ φέρνει τροφὲς στοὺς μάρτυρες, νὰ τοὺς ἐνισχύει καὶ νὰ τοὺς παρηγορεῖ. Κάποτε ἔφεραν στὴν φυλακὴ ἕξι πιστοὺς σεβάσμιους ἀσκητές. Ἦταν καὶ ἕβδομος, ἀλλὰ πέθανε στὸ δρόμο λόγω γήρατος ἀπὸ τὶς κακουχίες. Οἱ ἔγκλειστοι αὐτοί, μὲ τὴν φυσιογνωμία τῶν λόγων καὶ τῶν τρόπων τους, ἐπηρέασαν πολὺ τὴν ψυχὴ τοῦ Οὐάρου, ὥστε θέλησε νὰ πεθάνει μαζί τους. Ὅταν λοιπὸν τοὺς ῥώτησε ὁ δικαστὴς ποὺ εἶναι ὁ ἕβδομος σύντροφός τους, ὁ Οὐάρος φώναξε «ἰδοὺ ἐγώ». Καὶ συγχρόνως ἄρχισε νὰ διακηρύττει ὅτι εἶναι Χριστιανός. Μάταια προσπάθησαν οἱ ἀξιωματικοί του νὰ τὸν μεταπείσουν. Αὐτὸς παρακαλοῦσε τοὺς ἀσκητές, νὰ προσευχηθοῦν στὸ Θεὸ νὰ τοῦ δώσει δύναμη ν᾿ ἀντέξει στὰ βασανιστήρια ποὺ ἦταν πολὺ ἄγρια. Τελικὰ νίκησε. Πέθανε χωρὶς ν᾿ ἀλλαξοπιστήσει. Τὴν ἑπομένη κόπηκαν καὶ τὰ κεφάλια τῶν ἀσκητῶν. Τὴ νύχτα χριστιανικὰ χέρια, ἔθαψαν εὐλαβικὰ τοὺς ἑπτὰ μάρτυρες τῆς πίστης.
Οἱ Ἅγιοι ἕξι Ὁσιομάρτυρες οἱ ἐρημῖτες
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους, μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Οὐάρο.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Περιποιήθηκε τὸν Ἅγιο Οὐάρο, ὅταν τὸν βασάνιζαν.
Ὁ Ἅγιος Σαδὼθ (ἢ Σαδὼκ ἢ Σαδώχ) ὁ ἐπίσκοπος καὶ οἱ 120 Μάρτυρες ἀπὸ τὴν Περσία
Ὁ Σαδὼθ ἦταν ἐπίσκοπος τῆς μικρῆς χριστιανικῆς ποίμνης στὴν πρωτεύουσα τῆς Περσίας, ὅταν βασίλευε σ᾿ αὐτὴν ὁ Σαπὼρ ὁ Β´ (330). Ὁ Σαδὼθ διακρινόταν γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν φιλανθρωπία του, ποὺ ἐξασκοῦσε μὲ ἀγαθοεργίες ὄχι μόνο στοὺς δικούς του ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀλλόδοξους. Οἱ ἱερεῖς ὅμως τῶν Περσῶν, ἡ τάξη δηλαδὴ τῶν λεγόμενων Μάγων, δὲν ἀνέχονταν τὸ ἔργο τοῦ Σαδὼθ καὶ ἔτσι τὸν συκοφάντησαν στὸν βασιλέα, ὅτι δῆθεν τὸν εἰρωνεύεται. Ὁ βασιλιὰς διέταξε τὸν Σαδὼθ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ σώσει τὴ ζωή του, ἀλλ᾿ ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε σθεναρά. Τότε ὁ βασιλιάς, ἔδωσε διαταγὴ καὶ ἀποκεφάλισαν τὸν Σαδώθ, μαζὶ μὲ ἄλλους 120 Χριστιανούς. (Ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων αὐτῶν ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 20ή Φεβρουαρίου).
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Οἱ Ἅγιοι Φήλιξ ὁ Πρεσβύτερος καὶ Εὐσέβιος ὁ Διάκονος
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. Βλέπε καὶ 7 Ὀκτωβρίου, βιογραφία Ἁγίων Ἰουλιανοῦ πρεσβυτέρου καὶ Καισαρίου Διακόνου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ θαυματουργὸς ποὺ ἀσκήτευσε στὸ ὄρος τοῦ Ῥίλα
Ἦταν Βούλγαρος στὴν καταγωγὴ καὶ γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σκρίνο, κοντὰ στὴ Σόφια (Βουλγαρίας), ἐπὶ βασιλείας Πέτρου τοῦ Βούλγαρου. Ἔχοντας μοναχικὴ κλίση, πῆγε πρῶτα σὲ κάποια Μονὴ καὶ κατόπιν ἀνέβηκε στὸ ὄρος Ῥίλα. Ἐκεῖ ἔκτισε πρῶτα μικρὴ καλύβα, ποὺ μὲ τὸ χρόνο ἔγινε καταφύγιο πολλῶν μοναχῶν. Στὴ συνέχεια, ἔκτισε τὴν Μονὴ τοῦ Ῥίλα, στὴν ὁποία ἀσκητικὰ ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτῆς τῆς ἁγίας τῆς Ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστοφόρου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.