Ἦταν ἀπὸ τὸ ἔθνος τῶν Γότθων, ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ πέραν τοῦ Ἴστρου ποταμοῦ, στὰ χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου. Ἀπὸ παιδὶ ὁ Νικήτας διδάχθηκε τὴν ἁγία πίστη ἀπὸ τὸ Γότθο ἐπίσκοπο Θεόφιλο, ὁ ὁποῖος συχνὰ ὑπενθύμιζε στὸ Νικήτα τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Μένε ἐν οἷς ἔμαθες... ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Δηλαδή, μένε ἀκλόνητος σ᾿ ἐκεῖνα ποὺ ἔμαθες. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ γνωρίζεις τὶς Ἅγιες Γραφές, ποὺ μποροῦν νὰ σοῦ μεταδώσουν τὴν ἀληθινὴ σοφία, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία διὰ μέσου τῆς πίστεως στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ ἔτσι ἔγινε. Ὅταν ὁ ἡγεμόνας Ἀθανάριχος συνέλαβε τὸ Νικήτα καὶ τὸν ἀπείλησε γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό, αὐτὸς ἔμεινε ἀμετακίνητος σ᾿ αὐτὰ ποὺ ἔμαθε ἀπὸ παιδί. Ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὸ Χριστὸ μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος ὅταν τὸν ἄκουσε ἐξαγριώθηκε πολύ. Διέταξε ἀμέσως καὶ τοῦ ἔσπασαν τὰ κόκαλα μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο. Ἀλλὰ τὸ μῖσος τῶν Βαρβάρων ἦταν τόσο, ὥστε μετὰ τὸν ἔριξαν στὴ φωτιά, ὅπου βρῆκε τὸ θάνατο. Ἡ φωτιά, ὅμως, μὲ τὴν θεία θέληση σεβάστηκε τὸ λείψανό του. Τὸ πῆρε κάποιος εὐσεβὴς χριστιανὸς καὶ τὸ διαφύλαξε σὲ θήκη.
Αὐτοὶ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Νικήτα.
Γεννήθηκε ἀπὸ μῖμο καὶ ἔκανε καὶ αὐτὸς τὸ ἐπάγγελμα τοῦ μίμου (ἠθοποιοῦ). Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη (361) καὶ ὅταν κάποτε ὁ βασιλιὰς αὐτὸς γιόρταζε τὰ γενέθλια του, ὁ Ἅγιος αὐτὸς προστάχθηκε νὰ μιμηθεῖ καὶ νὰ περιπαίξει τὰ Μυστήρια τῶν Χριστιανῶν. Ὅποτε ὁ Ἅγιος μπῆκε στὴν κολυμβήθρα καὶ φώναξε: «Βαπτίζεται Πορφύριος, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Καὶ ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὸ νερό, φόρεσε λευκὰ ἐνδύματα καὶ ὁμολόγησε μπροστὰ σ᾿ ὅλο τὸ κοινὸ ποὺ τὸν παρακολουθοῦσε, ὅτι εἶναι χριστιανὸς καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ πεθάνει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὅποτε ὁ βασιλιάς, ἐξαγριωμένος, διέταξε καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος ὁ Πρεσβύτερος καὶ θαυματουργός
Ἄοκνος ἀγωνιστὴς τῆς ἀρετῆς σ᾿ ὅλη του τὴν ζωή, ἡ ὁποία τελικὰ τὸν ἔκανε Ἅγιο. Ἦταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Μύρμηξ τῆς ἐπαρχίας Ὀψικίου. Παντρεύτηκε γυναῖκα, ποὺ προῖκα εἶχε τὴν μεγάλη καὶ ἀθάνατη εὐσέβεια. Ἀπόκτησε παιδιά, τὰ ὁποῖα ἀνατράφηκαν κάτω ἀπὸ τὴν ἄγρυπνη ἐπιμέλεια τῶν γονιῶν τους ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου. Ἔτσι, ὑπόδειγμα ἀπὸ τὴν ὅλη του διαγωγὴ καὶ ἀπὸ τὴν χριστιανικώτατη ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν του, χειροτονήθηκε Ἱερέας μετὰ ἀπὸ ἐπίμονη παράκληση τῶν συγχωριανῶν του. Ἀπέναντι στὸ ποίμνιό του, φέρθηκε ὅπως καὶ ἀπέναντι τῆς οἰκογενείας του. Δηλαδὴ μὲ εὐσέβεια, μὲ ἀγάπη, μὲ ἀγρυπνία καὶ διδαχή. Πολλὲς φορὲς μάλιστα, μέσα στὴ βροχὴ καὶ τὸ κρύο, ἄφηνε τὸ ἴδιο του τὸ σπίτι, γιὰ νὰ πάει στὰ σπίτια τῶν ἐνοριτῶν του γιὰ νὰ τοὺς εὐεργετήσει μὲ ὑλικὴ βοήθεια ἢ μὲ ἠθικὴ ἐνίσχυση καὶ παρηγοριά. Ὁ Θεός, ποὺ ἔβλεπε τὴν πνευματικὴ προκοπὴ τοῦ Φιλόθεου, τὸν ἀξίωσε καὶ νὰ θαυματουργεῖ. Ἔτσι αὐτός, ἀκόμα περισσότερο εὐεργετοῦσε τὸ ποίμνιό του καὶ ἔτσι συνέχισε μέχρι ποὺ παρέδωσε στὸ Θεὸ τὴν δίκαια ψυχή του.
Ἡ Εὕρεσις τοῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ἐπισκόπου Μελιτινῆς
Βλέπε βιογραφικό του σημείωμα τὴν 31η Μαρτίου.
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ἡ Εὕρεσις τοῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνέβη στὰ χρόνια ποὺ οἱ μεγάλοι διωγμοὶ τῶν πρώτων χριστιανῶν εἶχαν κοπάσει καὶ αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Τότε, ὁ Ἅγιος Στέφανος φανερώθηκε τρεῖς φορὲς σὲ κάποιον εὐσεβῆ γέροντα Ἱερέα, τὸ Λουκιανό, καὶ τοῦ ἀποκάλυψε τὸν τόπο, ὅπου ἦταν κρυμμένο τὸ λείψανό του. Αὐτὸς ἀμέσως τὸ ἀνέφερε στὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰωάννη, ποὺ μὲ τὴν σειρά του πῆγε στὸν ὑποδεικνυόμενο τόπο καὶ πράγματι βρῆκε τὸ Ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου. Κατὰ τὴν εὕρεση ἔγινε μεγάλος σεισμός, καὶ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου πλημμύρισε εὐωδιὰ τοὺς παρευρισκόμενους στὸν τόπο ἐκεῖνο. Λέγεται ὅτι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἀκούστηκαν ἀγγελικὲς φωνές, ποὺ ἔλεγαν «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Δηλαδή, δόξα ἂς εἶναι στὸ Θεό, στὰ ὕψιστα μέρη τοῦ οὐρανοῦ καὶ στὴν ταραγμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία γῆ ἂς βασιλεύσει ἡ θεία εἰρήνη, διότι ὁ Θεὸς φανέρωσε τὴν εὐαρέσκειά Του στοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ Του. Φανέρωναν, ἔτσι, οἱ ἄγγελοι περίτρανα ὅτι ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος μαρτύρησε γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου μεταφέρθηκαν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐναποτέθηκαν στὸν ἐπ᾿ ὀνόματι αὐτοῦ ἀνεγερθέντα Ναὸ ὑπὸ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου.
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μόνο στὸ Σιναϊτικὸ Τυπικὸ ὑπ᾿ ἀριθ. 1094 φ. 35 ὡς ἑξῆς: «Μηνὶ Σεπτεμβρίῳ ιε´ ἐκοιμήθη ὁ Ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Μελέτιος καὶ κτήτωρ τῆς Μονῆς τοῦ Σεργίου» (βλ. Δημητριεύσκη Τυπικὸ Β´ σελ. 30).
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Ἔζησε τὸν 15ο αἰῶνα καὶ γιὰ τὴν ζωή του δὲν ὑπάρχουν πολλὰ στοιχεῖα. Πρέπει νὰ ἦταν Ἱερομόναχος καὶ Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης πρέπει νὰ ἔγινε μετὰ τὸ 1410. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σπουδαῖο ποιμαντικό του ἔργο, ἀνέπτυξε καὶ πλούσια συγγραφικὴ ἐργασία. Ἔγραψε ἐπιστολές, ἑρμηνεῖες, ἐγκώμια, διάλογους καὶ ὑμνογραφικὰ κείμενα. Πέθανε τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1429. Ἁγιοποιήθηκε στὶς 14 Ἀπριλίου 1981.
Οἱ Ἅγιοι Βησσαρίων ὁ Α´ καὶ Βησσαρίων ὁ Β´ Ἀρχιεπίσκοποι Λαρίσης (1490-1541)
Γιὰ τὸν Βησσαρίωνα Α´ δὲν ἔχουμε ἄρκετες καὶ σαφεῖς πληροφορίες γιὰ τὴν ζωή του. Ὁ δὲ Βησσαρίων Β´, καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Μεγάλες Πόρτες τῆς Θεσσαλίας, καὶ οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς ἄνθρωποι. Ἀπὸ μικρὸς εἶχε κλίση στὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ μπῆκε στὴν ὑπηρεσία τοῦ Μητροπολίτη Λαρίσης Μάρκου. Κατόπιν χειροτονήθηκε ἀπ᾿ αὐτὸν διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Ἔπειτα ἀναδείχθηκε ἐπίσκοπος Δομενίκου καὶ Ἐλασσῶνος. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὑπῆρχαν ὁρισμένα στημένα σκάνδαλα στὴν ἐπισκοπὴ αὐτή, ὁ Βησσαρίων δὲν πῆγε καὶ ἔλαβε ἐξαρχικῶς τὴν ἐπισκοπὴ Σταγῶν καὶ μετὰ ἕξι χρόνια, ἀφοῦ πέθανε ὁ Λαρίσης Μᾶρκος, ἀναδείχτηκε Μητροπολίτης Λαρίσης. Ἀφοῦ ποίμανε τὸ ποίμνιό του μὲ ὁσιότητα καὶ δικαιοσύνη, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ στὸ 50ό ἔτος τῆς ἡλικίας του.
Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος κτίτωρ Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος Σουρβίας
Χωρὶς βιογραφικὸ ὑπόμνημα στοὺς Συναξαριστές. Ἀπὸ τὴν Β´ ἔκδοση ὅμως τῆς Ἀκολουθίας του στὴν Ἀθήνα τὸ 1901, μαθαίνουμε ὅτι ἦταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Λεοντάρι τῆς Πελοποννήσου καὶ περὶ τὸ 1740 ἔκτισε τὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Τριάδος Σουρβίας, τῆς Κωμοπόλεως Μακαριωτίσσης ἢ Μακρηνίτσης. Ἐκεῖ μὲ ὁσιότητα καὶ πνευματικὴ ἄσκηση ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικά, κάνοντας πολλὰ θαύματα.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ἀπὸ τὴν Κρήτη
Τὰ Σφακιὰ τῆς Κρήτης ἦταν ἡ πατρίδα του καὶ ἐργαζόταν σὰν γεωργὸς στὴ Νέα Ἔφεσο. σ᾿ ἕνα πανηγύρι πρὸς τιμὴν τοῦ Τιμίου Προδρόμου (29 Αὐγούστου 1811) ἔξω ἀπὸ τὴν Ν. Ἔφεσο, ὁ Ἰωάννης μὲ δυὸ πατριῶτες τοῦ διασκέδαζαν. Σὲ κάποια στιγμὴ ἦλθαν ἀπεσταλμένοι τοῦ ἀγὰ καὶ τοὺς ζήτησαν τὸν κεφαλικὸ φόρο. Οἱ τρεῖς Σφακιανοὶ ἀρνήθηκαν νὰ τὸν πληρώσουν καὶ συνεπλάκησαν μὲ τοὺς φοροεισπράκτορες. Ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ σκοτωθεῖ, ἀπὸ τοὺς συντρόφους τοῦ Ἰωάννη, ἕνας Τοῦρκος καὶ οἱ ἄλλοι νὰ τραυματιστοῦν. Οἱ δυὸ πατριῶτες τοῦ Ἰωάννη ἀπομακρύνθηκαν, ἐνῷ ὁ ἴδιος ἐπειδὴ ἦταν ἀθῷος ἔμεινε. Ἀλλ᾿ οἱ Τοῦρκοι, ποὺ ζητοῦσαν ἐκδίκηση συνέλαβαν τὸν Ἰωάννη καὶ ἀφοῦ τὸν βασάνισαν τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπου ἔμεινε χωρὶς τροφὴ γιὰ 16 ἡμέρες. Στὶς προτάσεις τῶν Τούρκων νὰ ἐξισλαμιστεῖ γιὰ νὰ γλιτώσει τὸ θάνατο, ὁ Ἰωάννης ἀπάντησε: «Χριστιανὸς γεννήθηκα χριστιανὸς θέλω νὰ πεθάνω, Ἰωάννης ὀνομάζομαι, δὲν ἀλλάζω τὴν πίστη μου οὔτε τ᾿ ὄνομά μου». Τότε οἱ Τοῦρκοι τὸν ἀπαγχόνισαν στὶς 15-9-1811. Κατόπιν ἀδείας οἱ Χριστιανοὶ τὸν ἔθαψαν στὴν αὐλὴ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στὴν Ἔφεσο. Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου συνέγραψε ὁ Ἀθανάσιος Πάριος, τὴν δὲ Ἀκολουθία του ὁ μοναχὸς Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἐπίσκοπος Χυτρῶν Κύπρου
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Μνημονεύεται ἀπὸ τὸν Χάκκετ (Ἱστορία τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τ. Β´, σελ. 202, μετάφραση Χ. Παπαϊωάννου).