Οἱ Ἁγίες Μηνοδώρα, Μητροδώρα καὶ Νυμφοδώρα
Ἦταν ἀδελφὲς καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Βιθυνία. Ἡ λάμψη τῆς παρθενίας καὶ ἡ ὡραιότητα τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων τοὺς ἔκαναν τὶς τρεῖς ἀδελφὲς νὰ εἶναι καύχημα τῶν χριστιανῶν. Οἱ φροντίδες καὶ οἱ συνήθειες τοῦ κόσμου δὲν τὶς ἀπασχολοῦσαν. Ἡ μόνη τους φροντίδα ἦταν «μετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσμεῖν ἑαυτάς, ἢ ἐν πλέγμασιν ἢ χρυσῷ ἢ μαργαρίταις ἢ ἰματισμῷ πολυτελεῖ». Δηλαδὴ φρόντιζαν νὰ στολίζουν τὸν ἑαυτό τους μὲ συστολὴ καὶ σωφροσύνη καὶ ὄχι μὲ φιλάρεσκα πλεξίματα τῶν μαλλιῶν τους ἢ μὲ χρυσὰ ἢ μαργαριτένια κοσμήματα ἢ μὲ ροῦχα πολυτελῆ. Γιὰ τὴν ἀγάπη, λοιπὸν τοῦ Χριστοῦ, ἄφησαν τὴν πατρίδα τους καὶ πῆγαν νὰ κατοικήσουν σὲ ἕνα λόφο, κοντὰ στὰ Πύθια θερμὰ λουτρά. Ἐκεῖ ἀσκήτευαν καὶ καλλιεργοῦσαν ἀκόμα περισσότερο τὴν σωφροσύνη τους. Γι᾿ αὐτὸ ἀξιώθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ θεραπεύουν ἀσθένειες, καὶ ἔτρεχε κοντά τους πλῆθος κόσμου. Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ ἔπαρχος Φρόντων, ἔστειλε καὶ συνέλαβε τὶς τρεῖς ἀδελφές. Βλέποντας, ὅμως τὴν φρόνηση καὶ τὴν σύνεση, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀφοβία μὲ τὴν ὁποία τὸν ἀντιμετώπισαν, διέταξε καὶ τὶς βασάνισαν μὲ τὰ πιὸ φρικτὰ βασανιστήρια. Ὅλες ὑπέμειναν μὲ ἀνδρεία τὰ μαρτύρια καὶ ἔτσι ἔνδοξα παρέδωσαν τὶς ψυχές τους στὸ νυμφίο τους Χριστὸ (290 μ.Χ.). Ὁ ἔπαρχος θέλησε νὰ κάψει τὰ σώματά τους, ἀλλὰ οἱ φλόγες ἔκαψαν τὸν ἴδιο καὶ ἔπειτα καταρρακτώδης βροχὴ ἔσβησε τὴν φωτιά. Τὰ σώματα τῶν τριῶν παρθένων τάφηκαν μὲ σεβασμὸ ἀπὸ τοὺς χριστιανούς.
Γιὰ τὸν Ἅγιο αὐτὸ λέγεται, ὅτι πῆρε ἀπὸ ἕναν ἐρημίτη τὸ Τίμιο Αἷμα ποὺ ἔτρεξε ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Κυρίου καὶ γιάτρευε πολλὲς ἀρρώστιες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ ἄπιστοι τὸν θανάτωσαν μὲ ξύλα κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας. Ὁ δὲ τίμιος θησαυρὸς τοῦ Δεσποτικοῦ Αἵματος ἔμεινε πάλι σῶος καὶ ἀκέραιος, φυλαττόμενος ἀπὸ τὸν μαθητὴ τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ἐπίσκοπος Νικαίας
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Βλέπε βιογραφικό της σημείωμα τὴν 17η Φεβρουαρίου, μαζὶ μὲ τὸν σύζυγό της Μαρκιανό.
Οἱ Ἅγιοι Ἀπελλῆς, Λουκᾶς καὶ Κλήμης οἱ Ἀπόστολοι
Ὁ Ἀπελλῆς ἦταν ἀπὸ τὰ ἐκλεκτότερα μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δούλευε πολὺ παραγωγικὰ γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ θεῖος ζῆλος τὸν ἔφερε μέχρι καὶ τὴν Ρώμη, ὅπου ἔγινε στήριγμα τῶν ἐκεῖ πιστῶν. Ἐκεῖ τὸν γνώρισε καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἔγραψε στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του ἀργότερα, νὰ ἀσπαστοῦν «Ἀπελλῆν τὸν δόκιμον ἐν Χριστῷ» (Ρωμ. στ´ 10). Ὁ Ἀπελλῆς πέθανε σὰν καλὸς στρατιώτης Χριστοῦ στὴ Σμύρνη, ἐργαζόμενος μέχρι τελευταίας πνοῆς του στὴ διάδοση καὶ στερέωση τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Λουκᾶς, ἄλλος τοῦ Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ, ἔζησε καὶ αὐτὸς στὰ ἀποστολικὰ χρόνια. Ἀναδείχτηκε ἐπίσκοπος στὴ Λαοδίκεια τῆς Συρίας καὶ τελείωσε τὴν ζωή του ἀγωνιζόμενος, μὲ ἀγάπη καὶ τόλμη, γιὰ τὸ ποίμνιό του καὶ τὸν ἀρχιποιμένα Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ Κλήμης ἀναφέρεται στὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολὴ (στ´ 3) σὰν συναθλητὴς τοῦ ἀπ. Παύλου. Ἔγινε ἐπίσκοπος Σάρδεων καὶ πέθανε μετὰ ἀπὸ πολλὰ παθήματα γιὰ τὴν στήριξη τοῦ ποιμνίου του καὶ τὴν διάδοση τῆς ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου.
Καταγόταν ἀπὸ τὸ Κάστρο τοῦ λεγομένου Βιζάλης. Συνελήφθηκε αἰχμάλωτη μαζὶ μὲ 9.000 χριστιανοὺς καὶ ὁδηγήθηκε στὴν Περσία. Ἐκεῖ ἀπὸ τὸν βασιλιὰ τῶν Περσῶν Σαβώρ, παραδόθηκε στοὺς σοφοὺς τῆς Περσίας προκειμένου νὰ τὴν πείσουν ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν τὸ κατάφεραν, τὴν φυλάκισαν καὶ μετὰ 15 μῆνες τὴν ἔβγαλαν, καὶ ἀφοῦ τὴν βασάνισαν σκληρὰ τελικὰ τὴν ἀποκεφάλισαν. (Ἡ μνήμη της ἐπαναλαμβάνεται -μᾶλλον περιττῶς- σὰν Ἴας καὶ τὴν 11η Σεπτεμβρίου, ἀλλὰ καὶ 4 καὶ 5 Αὐγούστου).
Ἡ μνήμη τοῦ μικροῦ αὐτοῦ κοριτσιοῦ, ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο σελ. 107 καὶ εἶναι ἄγνωστη στοὺς Συναξαριστές.
Μνήμη τῆς εὑρέσεως τῆς σεπτῆς εἰκόνος τῆς Θεοτόκου
Ὑπὸ τὰς ρίζας ἐλαίας, ἐν τῇ ἐν τῷ Παγασητικῷ κόλπῳ Νήσῳ Μαλαιῶν Τρικκέρων (1825).