Ὁ Ὅσιος Μωϋσῆς ἔζησε στὴν Αἴγυπτο καὶ στὴν ἀρχὴ ἦταν λῃστής. Ἀλλὰ τὸ φῶς τῆς γνώσης καὶ τῆς μετάνοιας δὲν ἄργησε νὰ φωτίσει τὸ δρόμο του. Ἡ μεγάλη ἐπιείκεια ποὺ ἔδειξε πρὸς αὐτὸν κάποιος χριστιανός, ἐνῷ αὐτὸς τὸν εἶχε βλάψει, ἐπέφερε στὸν Μωϋσῆ ψυχικὴ ἀνακαίνιση. Πίστεψε, ἔγινε χριστιανὸς καὶ κατόπιν μοναχός. Ἀγωνίστηκε σκληρὰ μέσα στὴν ἔρημο καὶ ἀπέκτησε μεγάλη πνευματικὴ σύνεση καὶ ἀρετή. Ἡ φήμη του ἔφερνε στὸ ἐρημητήριό του πολλοὺς χριστιανούς, ποὺ ἄκουγαν μὲ δέος τὴν διδασκαλία του κατὰ τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τῆς κατάκρισης. Εἶμαι, ἔλεγε, ὁ χειρότερος τῶν ἁμαρτωλῶν. Τὰ περασμένα μας ἁμαρτήματα πρέπει νὰ τὰ ἔχουμε πάντα μπροστά μας καὶ νὰ λυπούμαστε γι᾿ αὐτά. Αὐτὸ εἶναι ἡ καλύτερη μέθοδος γιὰ νὰ φυλάξουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀσφαλῆ. Ἂν νομίσουμε ὅτι εἴμαστε πνευματικὰ ὄρθιοι, τότε ἀκριβῶς εἶναι ὁ μεγάλος κίνδυνος μήπως πέσουμε. Γιὰ νὰ μὴ φοβόμαστε τὸ Θεό, ὀφείλουμε νὰ φοβόμαστε πολὺ τὸν ἑαυτό μας, δηλαδὴ τὶς ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη μας. Μὲ τέτοια ἁγία ζωή, ὁ Μωϋσῆς ἔφθασε στὸ 75ο ἔτος τῆς ἡλικίας του. Ὥσπου ξαφνικά, εἰδωλολάτρες λῃστὲς εἰσέβαλαν στὸ σπήλαιό του καὶ τὸν σκότωσαν μὲ μαχαίρια. (Σύμφωνα ὅμως μὲ τὴν Συναξαριακὴ πηγὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, ὁ Ὅσιος Μωϋσῆς ἀπεβίωσε εἰρηνικά).
Οἱ Ἅγιοι Διομήδης καὶ Λαυρέντιος
Μαρτύρησαν, ἀφοῦ τοὺς θανάτωσαν μὲ βέλη, δεμένους σ᾿ ἕνα πλάτανο.
Ἦταν γιὸς τοῦ ἀποστάτη βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα Ἄχαζ, ποὺ μὲ τόση μανία ὑποστήριζε τὴν λατρεία τῶν εἰδώλων. Ἀλλὰ ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν ἀγκαθιά, ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς καὶ βγῆκε λουλούδι. Διότι ὁ γιὸς καὶ διάδοχός του ἀκολούθησε δρόμο ἐντελῶς ἀντίθετο ἀπὸ τὸν πατρικό. Καταπολέμησε τὴν εἰδωλολατρία, ἔδωσε στὴ γιορτὴ τοῦ ἰουδαϊκοῦ Πάσχα περισσότερη μεγαλοπρέπεια, καὶ ὑποστήριξε μὲ τὸ προσωπικό του παράδειγμα καὶ τὸ βασιλικό του κῦρος τὴν λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Θεὸς ὅμως, βοήθησε τὸν ἐκλεκτό του βασιλιᾶ σ᾿ ὅλα τὰ ἔργα του. Ἔτσι ὁ Ἐζεκίας, ὄχι μόνο τοὺς Φιλισταίους κατόρθωσε νὰ νικήσει, ἀλλὰ καὶ τὸ ζυγὸ τῶν Ἀσσυρίων ἀποτίναξε, κατατροπώνοντας τὸ βασιλιά τους Σεναχιρεὶμ σὲ κάποια ἐκστρατεία του. Συμβούλους στὴ δημόσια ζωή του ὁ Ἐζεκίας, εἶχε τοὺς προφῆτες Ἡσαΐα καὶ Μιχαία. Ἐπίσης, ὑποστήριξε τὴν γεωργία καὶ τὸ ἐμπόριο, ὀχύρωσε τὴν Ἱερουσαλήμ, ἐμπλούτισε τὸ πόσιμο νερό της, ἔφερε σὲ ἀνθηρότατη θέση τὸ βασιλικὸ θησαυρό, δηλαδὴ τὸ δημόσιο ταμεῖο, καὶ στόλισε λαμπρὰ τὸν ναὸ τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἀλλὰ στὸν Ἐζεκία ὀφείλεται καὶ ἡ σύσταση ἐπιτροπῆς, ποὺ συνάθροισε τὰ διάφορα μνημεῖα τῆς ἰουδαϊκῆς ἐθνικῆς γραμματολογίας. Ὁ Ἐζεκίας πέθανε τὸ 696 π.Χ. καὶ τάφηκε μὲ μεγάλη πομπὴ στὸν ὑψηλότερο τάφο τῶν υἱῶν τοῦ Δαβίδ. Διότι ὑπῆρξε ὁ καλύτερος, μοναδικὰ καλύτερος, ἀπὸ ὅλους τους βασιλεῖς τοῦ Ἰούδα.
Ἡ Ἁγία Ἄννα θυγατέρα τοῦ Φανουήλ
Βλέπε βιογραφικό της σημείωμα στὶς 3 Φεβρουαρίου, ὅπου καὶ ἡ κυρίως μνήμη της.
Οἱ Ἅγιοι 33 Μάρτυρες ἀπὸ τὴν Ἡράκλεια
Μαρτύρησαν διὰ πυρός.
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀναγράφεται στὸ Σιναϊτικὸ Κώδικα 631, ὅπου ὑπάρχουν καὶ δυὸ Στιχηρὰ (τροπάρια) στὸν Ἅγιο Δάμωνα.