Ἑβραῖος ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα ὁ Θαδδαῖος καὶ πολὺ μορφωμένος στὶς θεῖες Γραφές, εἶχε ἀνεβεῖ στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ προσκύνημα τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Ὅταν ἄκουσε τὸ κήρυγμά του καὶ εἶδε τὴν ἀγγελική του ζωή, τόσο πολὺ ἐντυπωσιάστηκε, ὥστε ἐπεδίωξε καὶ βαπτίστηκε ἀπ᾿ αὐτόν. Μετὰ ὅμως, ὅταν ἄκουσε τὴν διδασκαλία καὶ εἶδε τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ἀκολούθησε μέχρι τὸ σωτήριο Πάθος. Μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του Ἔδεσσα. Ἐκεῖ καθάρισε ἀπὸ τὴν λέπρα τὸν τοπάρχη Αὔγαρο καὶ κατόπιν τὸν βάπτισε χριστιανό. Ἀφοῦ δίδαξε καὶ φώτισε μὲ τὸ λόγο τῆς ἀληθείας πολλοὺς καὶ ἵδρυσε πολλὲς ἐκκλησίες στὶς πόλεις τῆς Συρίας, ἔφθασε στὴ Βηρυττό. Ὁ Θαδδαῖος καὶ ἐκεῖ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ δίδαξε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ βάπτισε πολλούς. Τελικά, ἐκεῖ παρέδωσε εἰρηνικὰ τὸ πνεῦμα του, ἀφοῦ στὴ ζωή του ἐφάρμοσε πλήρως τὴν ἐντολὴ ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντας αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Πηγαίνετε, δηλαδή, καὶ κάνετε μαθητές σας ὅλα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντας αὐτοὺς στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ Μ. Γαλανός, γιὰ τὸν Ἀπόστολο αὐτὸ ἀναφέρει: «Μερικοὶ ὑποθέτουν, ὅτι πρόκειται γιὰ ἕναν ἀπὸ τοὺς 70 ἀποστόλους, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα, ἦταν ὅμως Ἰουδαῖος. Ἀλλὰ βέβαιο μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ, ὅτι ὁ ἀπόστολος Θαδδαῖος εἶναι ὁ ὑπὸ τὸ ὄνομα αὐτὸ φερόμενος μεταξὺ τῶν 12. Ὀνομαζόταν δὲ ἀλλιῶς καὶ Λεββαῖος καὶ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ. σ᾿ αὐτὸν ἀνήκει καὶ ἡ ἐπιστολὴ Ἰούδα στὸ Εὐαγγέλιο. Διότι καθ᾿ αὐτὸ Ἰούδας ὀνομαζόταν, τὰ δὲ ἄλλα δυὸ ὀνόματα ἦταν πρόσθετα, ὅπως συμβαίνει πάντοτε στοὺς Ἰουδαίους μέχρι καὶ σήμερα. Ὁ Θαδδαῖος κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴ Μεσοποταμία, ὅπου καὶ ἔλαβε μαρτυρικὸ θάνατο».
Ἡ Ἁγία Βάσσα καὶ τὰ παιδιά της Θεόγνιος, Ἀγάπιος καὶ Πίστος
Ἡ ἁγία Βάσσα ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ, καὶ κατοικοῦσε στὴν Ἔδεσσα (τὸ πιθανότερο τῆς Μακεδονίας). Εἶχε παντρευτεῖ εἰδωλολάτρη ἱερέα, τὸν Οὐαλέριο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀπέκτησε τρεῖς γιούς, τὸν Θεόγνιο, τὸν Ἀγάπιο καὶ τὸν Πίστο. Στὴ Βάσσα ὅμως, ψυχὴ ποὺ ἀγαποῦσε τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀρετή, δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ διδαχθεῖ καὶ νὰ προσέλθει στὴ χριστιανικὴ πίστη. Μαζί της ἔφερε καὶ τοὺς τρεῖς γιούς της, ποὺ τὴν ἀγαποῦσαν μὲ ὅλη τους τὴν καρδιά. Ὅταν πληροφορήθηκε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ὁ Οὐαλέριος, προσπάθησε μὲ ποικίλα τεχνάσματα νὰ τοὺς ἐπαναφέρει στὴν εἰδωλολατρία. Μάταια ὅμως. Διότι ἀντίθετα ἡ Βάσσα, ἀγωνιζόταν αὐτὴ νὰ διαφωτίσει τὸν εἰδωλολάτρη ἄντρα της. Ἐξοργισμένος τότε ὁ Οὐαλέριος, κατάγγειλε καὶ τοὺς τέσσερις στὸν ἀνθύπατο Βικάριο, ποὺ ἀμέσως διέταξε τὴν σύλληψή τους. Καὶ ὁ μὲν πρωτότοκος Θεόγνιος, ὅταν ὁμολόγησε τὸν Ἰησοῦ ἀμέσως πέθανε, ἀφοῦ τοῦ ἔσχισαν τὰ στήθη καὶ τὶς πλευρές. Οἱ δὲ ὑπόλοιποι ρίχτηκαν στὴν φυλακή. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ δὲν κάμφθηκε τὸ φρόνημά τους, τὸν μὲν Ἀγάπιο τὸν σκότωσαν, ἀφοῦ τοῦ ἔγδαραν τὸ δέρμα ἀπὸ τὸ κεφάλι μέχρι τὸ στῆθος καὶ κατόπιν ἔκαψαν τὸ γδαρμένο σῶμα. Τὸ μαρτύριο ἦταν φρικτό, ἀλλ᾿ ὁ νεαρὸς ἀθλητὴς φώναξε: «οὐδὲν οὕτως ἡδύ, ὡς τὸ πάσχειν ὑπὲρ Χριστοῦ». Τὸν δὲ τρίτο γιό, τὸν Πίστο, τὸν ἀποκεφάλισαν. Τὴ μητέρα τὴν ἄφησαν ἐλεύθερη. Κατόπιν ὅμως τὴν συνέλαβε ὁ ἔπαρχος Κυζίκου, καὶ ἀφοῦ τῆς ἔσπασε πόδια καὶ χέρια, τὴν ἀποκεφάλισε.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος «ὁ ἐν Ἰκονίῳ»
Ἡ μνήμη του ἀναγράφεται στὸ Σιναϊτικὸ κώδικα 631.