Ὁ προφήτης Μιχαίας ἔζησε στὴν Ἱερουσαλὴμ τὸ 748-696 πρὸ Χριστοῦ, ἐπὶ τῶν βασιλέων Ἰωαθάμ, Ἄχαζ καὶ Ἐζεκίου. Ἀνῆκε στὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ γεννήθηκε στὴ Μορασθῆ, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε καὶ Μορασθίτης. Ὁ Μιχαίας, σχεδὸν σύγχρονος μὲ τὸν προφήτη Ἡσαΐα, εἶναι ἕκτος ἀπὸ τοὺς μικροὺς λεγόμενους προφῆτες. Ἡ προφητεία του ἀποτελεῖται ἀπὸ ἑπτὰ κεφάλαια. Στὰ πρῶτα τρία, προαναγγέλλει τὴν καταστροφὴ τῆς Σαμάρειας. Στὰ ἑπόμενα δυὸ μιλάει γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία καὶ στὰ δυὸ τελευταῖα ἐλέγχει τὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ γιὰ νὰ ἐξιλεωθεῖ ζῆτα νὰ κάνει διάφορες θυσίες στὸ Θεό, ἐνῷ ὁ Μιχαίας τοῦ ὑπενθυμίζει τὸ πραγματικὸ καθῆκον ποὺ ἔχει στὸ Θεό, μὲ τὴν ἑξῆς ἐρώτηση: «Τί Κύριος ἐκζητεῖ παρὰ σοῦ ἀλλ᾿ ἢ τοῦ ποιεῖν κρῖμα καὶ ἀγαπᾶν ἔλεον καὶ ἕτοιμον εἶναι τοῦ πορεύεσθαι μετὰ Κυρίου Θεοῦ σου;». Δηλαδή, τί ζητάει ἀπὸ σένα ὁ Θεός, παρὰ μόνο νὰ εἶσαι δίκαιος, εὐσπλαγχνικὸς καὶ πρόθυμος νὰ πορεύεσαι σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου; Μία διαχρονικὴ ὑπενθύμιση, ποὺ ἀνταποκρίνεται φυσικὰ καὶ στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας. Γενικά, τὸ βιβλίο τοῦ Μιχαία, ποὺ γράφηκε στὴν ἑβραϊκή, διακρίνεται γιὰ τὴν γλαφυρότητα καὶ τὴν σαφήνεια τῶν φράσεών του. Νὰ ἀναφέρουμε ἐπίσης, ὅτι ὁ Μιχαίας, λόγω τοῦ ὅτι ἦταν σφοδρὸς ἐλεγκτὴς τῶν παρανομιῶν τοῦ Ἀχαάβ, βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα, καταδιώκετο ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ σῳζόταν φεύγοντας στὰ ὄρη. Ἀλλ᾿ ὅταν βασίλευσε ὁ γιὸς τοῦ Ἀχαὰβ Ἰωράμ, συνελήφθη ἀπ᾿ αὐτόν, μὴ ἀνεχόμενος τοὺς ἐλέγχους του, κρεμάστηκε καὶ ἔτσι θανατώθηκε. Τὸ δὲ σῶμα του περισυνέλεξαν οἱ συγγενεῖς του καὶ τὸ ἔθαψαν στὴ Μορασθῆ, κοντὰ στὸ πολυανδρίο Ἐνακείμ.
Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος Ἱερομάρτυρας ἐπίσκοπος Ἀπαμείας
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ μεγάλου Θεοδοσίου (379 μ.Χ.). Ἀνεπτυγμένος, εὐσεβής, δίκαιος, καὶ μὲ μεγάλη διοικητικὴ ἱκανότητα ὁ Μάρκελλος, στὴν ἀρχὴ διακρίθηκε στὴν πολιτική, ὅπου θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε λαμπρὸ μέλλον. Ἀλλ᾿ αὐτὸς προτίμησε νὰ ἀφιερώσει τὸν ἑαυτό του στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Τέτοιος ταλαντοῦχος κληρικός, ἑπόμενο ἦταν ὅτι θὰ καταλάμβανε ἀρχιερατικὸ θρόνο. Ἔγινε λοιπὸν ὁ Μάρκελλος ἐπίσκοπος τῆς Ἀπαμείας, ποὺ βρίσκεται στὴ Συρία. Καὶ διακρίθηκε ὄχι μόνο γιὰ τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς του καὶ τὴν διδακτικότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ἀρχηγικὰ καὶ διοικητικά του χαρίσματα. Γνωρίζοντας νὰ ἐμπνέει καὶ νὰ διεγείρει τὸ εὐσεβὲς φρόνημα, μόρφωσε πιστοὺς ἔνθερμους καὶ ἀνδρείους, ἕτοιμους νὰ χύσουν καὶ τὸ αἷμα τους γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Μπόρεσε ἀκόμα, νὰ ἑλκύσει στὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου πολλοὺς ἐθνικούς. Ὅμως οἱ ἐπιτυχίες του αὐτές, προκάλεσαν ἐναντίον του τὴν μανία τῶν εἰδωλολατρῶν. Καὶ κάποια μέρα, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φωτιά. Ἔτσι ὁ Μάρκελλος, ἀφοῦ στὴ ζωή του πολιτεύτηκε σὰν ἅγιος, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ πεθάνει καὶ σὰν μάρτυρας. (Κατὰ τὸν Delehaye, ἀναφέρεται σὰν ἐπίσκοπος Ἀπαμείας τῆς Συρίας μετὰ τῶν 70 μαθητῶν αὐτοῦ).
Ἀνακομιδὴ Τιμίου Σταυροῦ στὸ Παλάτι
Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἀπετίθετο καὶ πάλι ὁ Τίμιος Σταυρὸς στὰ ἀνάκτορα, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐκτεθειμένος ἀπὸ τοῦ τέλους Ἰουλίου ἢ τὶς ἀρχὲς Αὐγούστου προκειμένου νὰ τὸν προσκυνήσουν οἱ πιστοί.
Ὑπῆρξε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Μαξιμιανοῦ (286-305) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Σιβεντοὺ τῆς Ἄνω Ἰλλυρίας. Ἦταν στρατιωτικὸς καὶ εἶχε φτάσει μέχρι καὶ τὸ βαθμὸ τοῦ τριβούνου. Καταγγέλθηκε στὸν Μαξιμιανὸ ἀπὸ κάποιον Οὔαλεντα ὅτι εἶναι χριστιανὸς καὶ παραπέμφθηκε στὸν ἔπαρχο Ἀριστείδη γιὰ ἀνάκριση. Ἀλλ᾿ ὁ Οὔρσικιος ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὴν χριστιανική του πίστη καὶ βασανίστηκε σκληρὰ καὶ ποικιλοτρόπως. Ἐπειδὴ ὅμως ἐπέμενε νὰ ὁμολογεῖ τὸν Χριστό, ἀποκεφαλίστηκε καὶ ἔτσι ἔλαβε ἔνδοξα τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Μαρτύρησε διὰ πυρός.
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Τραπεζούντιος, ὁ χρυσοχόος
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα, ἀλλὰ ζοῦσε καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ χρυσοχόου στὴν Κωνσταντινούπολη. Κάποτε λοιπὸν βρέθηκε σὲ μία συμπλοκή, μεταξὺ χριστιανῶν καὶ τουρκοεβραίων, καὶ συκοφαντήθηκε ὅτι δῆθεν μαχαίρωσε ἕνα τουρκοεβραῖο. Ὁπότε συνελήφθη καὶ κλείστηκε στὴ φυλακή, ὅπου παρέμεινε γιὰ 40 ἡμέρες. Μόλις βελτιώθηκε ἡ ὑγεία τοῦ τραυματισμένου τουρκοεβραίου, ὑποχρεώθηκε ὁ Συμεὼν νὰ καταβάλει στὸν παθόντα γιὰ νοσήλια 280 γρόσια. Μετὰ 10 ἡμέρες ἀπὸ τὴν ἀποφυλάκιση τοῦ Συμεών, ὁ τουρκοεβραῖος, παρὰ τὴν βελτίωση τῆς ὑγείας του, ὑπέκυψε στὰ τραύματά του. Τότε ὁ Συμεὼν συνελήφθη καὶ πάλι, καὶ ὁ κριτὴς τὸν πίεζε νὰ γίνει μωαμεθανὸς προκειμένου ν᾿ ἀποφύγει τὴν θανατικὴ καταδίκη. Ἀλλ᾿ ὁ μάρτυρας θαρραλέα ἀπάντησε: «Ἂν καὶ μύριους θανάτους μοῦ δώσετε, ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν Κύριό μου καὶ Θεό μου δὲν χωρίζω». Τότε στὶς 14-8-1653 τὸν κρέμασαν κάτω ἀπὸ ἕναν πλάτανο στὴν Κωνσταντινούπολη. Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ νεομάρτυρα συνέγραψε ὁ Ἰωάννης Καρυοφύλλης.
Ἡ Ἀνακομιδὴ τῶν τιμίων Λειψάνων τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου ἡγουμένου τοῦ Σπηλαίου (Ρῶσος)