Ὁ Ἅγιος Αἰμιλιανὸς ὁ Ὁμολογητής, ἐπίσκοπος Κυζίκου
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θέλοντας νὰ τονίσει τὴν μεγάλη σημασία τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεώς μας πρὸς τὸ Χριστό, εἶπε: « Ἔχοντες οὖν ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς, Ἰησοῦν τὸν υἷόν του Θεοῦ, κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας». Ἀφοῦ, δηλαδή, ἔχουμε μεγάλο Ἀρχιερέα, ποὺ ἔχει πλέον περάσει ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ μπῆκε στὴν αἰώνια κατάπαυση, ὅπου μᾶς περιμένει, ποὺ δὲν εἶναι ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἂς κρατᾶμε καλὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστης μας πρὸς Αὐτόν, τὸν Κύριο καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἕνα τέτοιο παράδειγμα ὁμολογίας ἦταν καὶ ὁ Ἅγιος Αἰμιλιανός, ποὺ ἔζησε μεταξὺ 8ου καὶ τοῦ 9ου αἰῶνα. Ὁ Αἰμιλιανὸς ἦταν ἐπίσκοπος Κυζίκου μετὰ τὸ Νικόλαο, στὰ χρόνια 787-815. Ἀγωνίστηκε μὲ ὅλη τὴν δύναμη ποὺ τοῦ παρεῖχε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ εἰκονομάχος Λέων ὁ Ε´. Ἀθλητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας, μιλοῦσε θερμότατα γι᾿ αὐτὴν καὶ ἐνίσχυε τοὺς πιστοὺς νὰ ὑπομένουν καρτερικὰ τοὺς ἀσεβεῖς διωγμούς. Ὑπέφερε πολλὲς κακοπάθειες καὶ θλίψεις καὶ πέθανε τελικὰ ἐξόριστος, σὰν γνήσιος Ὁμολογητὴς τῆς ὀρθῆς πίστεως.
Ὁ Ἅγιος Μύρων ὁ Θαυματουργός, ἐπίσκοπος Κρήτης
Ὁ Ἅγιος Μύρων γεννήθηκε κοντὰ στὴν Κνωσὸ τῆς Κρήτης. Εὐσεβὴς ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία, παντρεύτηκε καὶ ὑπῆρξε πρότυπο συζύγου καὶ πατέρα. Διέπρεψε σ᾿ ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ ἀναδείχτηκε ἀπαράμιλλος στὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴν φιλανθρωπία. Μία νύκτα, ὅταν πῆγε νὰ δεῖ τοὺς ἀγρούς του, τὴν ἐποχὴ τοῦ θέρους, βρῆκε μέσα κλέφτες νὰ κλέβουν τὸ βιός του. Ὁ Ἅγιος Μύρων λυπήθηκε, ὄχι ἐπειδὴ ἔκλεβαν τὸ βιός του, ἀλλὰ γιατὶ δὲν ἦρθαν νὰ τοῦ ζητήσουν νὰ δώσει ὁ ἴδιος ὅ,τι ἤθελαν νὰ κλέψουν. Καὶ ὄχι μόνο δὲν κατήγγειλε τὴν ἀδικία, ἀλλὰ καὶ προστάτεψε κατόπιν τοὺς δρᾶστες. Ἐκεῖνοι συγκινημένοι μπροστὰ σὲ τόση ἀγαθότητα, ἔγιναν ἀργότερα ἀπὸ τοὺς καλύτερους χριστιανούς. Ὁ Μύρων χάρηκε ὑπερβολικά, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔλεγε: «Ἂν οἱ πλούσιοι ἦταν καλύτεροι, δηλαδὴ πιὸ φιλάνθρωποι, οἱ φτωχοὶ δὲν θὰ εἶχαν τὴν ἀνάγκη νὰ ζητήσουν στὴν κλοπὴ τὸ ψωμί τους. Γι᾿ αὐτὸ ὅπου ἡ κλοπὴ ἀκμάζει, νὰ θεωρήσετε σὰ βέβαιο, ὅτι ἐκεῖ προηγήθηκε ἡ ὠμότητα καὶ ἡ πλεονεξία». Τὰ χρόνια ὅμως ἦταν σκληρὰ γιὰ τοὺς χριστιανούς. Συχνοὶ ἦταν οἱ διωγμοὶ ἐναντίον τους. Ὁ Μύρων διακρίθηκε στὴν ἐμψύχωση τῶν πιστῶν, καὶ τὸ ἔτος 180 μ.Χ. ἔγινε ἐπίσκοπος Κρήτης. Τὴν ἐπισκοπὴ διοίκησε ὅπως καὶ τὴν οἰκογένειά του, δηλαδὴ μὲ εὐσέβεια καὶ στοργή. Πέθανε 100 χρονῶν καὶ τὸν θρήνησε τόσο ἡ οἰκογένειά του, ὅσο καὶ τὸ ποίμνιό του, ποὺ ἐπίσης ἦταν οἰκογένειά του.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἡγούμενος Ὀρόβων
Ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του ἔμαθε νὰ ἀγωνίζεται γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ σημαίνει γιὰ τὴν ἀγάπη ὑπὲρ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον. Ὅταν πῆγε στὸ μοναστήρι ἐργάστηκε φιλότιμα γιὰ τὴν εὐσέβεια μέσα στὴ μοναχικὴ ἀδελφότητα, καθὼς ἐπίσης καὶ ὑπὲρ τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς φιλαδελφείας. Καί, ὅταν ἔγινε ἡγούμενος, ἀνέδειξε τὸ μοναστήρι του κέντρο φιλανθρωπικῆς ὑπηρεσίας.
Οἱ Ἅγιοι Ἐλευθέριος, Λεωνίδης καὶ τὰ Ἅγια Νήπια
Μαρτύρησαν διὰ πυρός. Ἡ σύναξή τους γίνεται στὴν Ἁγία Εἰρήνη στὶς Ἰουστινιαναῖς.
Οἱ Ἅγιοι Δέκα Ὅσιοι καὶ ἀσκητὲς ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο
Ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Οἱ Ἅγιοι Δύο Μάρτυρες ἀπὸ τὴν Τύρο
Μαρτύρησαν, ἀφοῦ θανατώθηκαν συρόμενοι κατὰ γῆς.
Μαρτύρησε διὰ ξίφους. (Ὁρισμένα ἁγιολόγια μαζὶ μὲ τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου Στυρακίου, ἀναφέρουν καὶ αὐτὴ κάποιου μάρτυρα Ἑρμολάου).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ ἀνάμνησις τῶν ἐγκαινίων τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ ἀνάμνησις τῶν ἐγκαινίων τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, ἐν τῷ περιτειχίῳ, τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἔνδον τοῦ σεπτοῦ οἴκου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τοῖς Μαρναίου καὶ τοῦ Ὁσίου Κασσιανοῦ. Καὶ ἡ ἀνάμνησις, ὅτε ἐγένετο ἡ τοῦ ἡλίου ἔκλειψις ἀπὸ ἕκτης ὥρας ἕως ἐνάτης, ὥστε καὶ τοὺς ἀστέρας φανῆναι, ἐν ἔτει ἀπὸ κτίσεως Κόσμου ἑξακισχιλιοστῷ τριακοσιοστῷ ἐνενηκοστῷ ἐνάτῳ, ἡλίου ἔχοντος κύκλους πεντεκαίδεκα, καὶ σελήνης κύκλους τοὺς αὐτούς, Ἰνδικτιῶνος ἐνάτης ἐπὶ τῆς βασιλείας Λέοντος τοῦ σοφοῦ καὶ Ἀλεξάνδρου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, τῶν εὐσεβῶν καὶ φιλοχρίστων βασιλέων.
Ἐγκαίνια ναοῦ τῆς Θεοτόκου (ἐν Ἱεροσολύμοις)
Σύμφωνα μὲ τὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Γ 74 (φ. 100β).
Ὁ Ἅγιος Τριαντάφυλλος ἀπὸ τὴν Ζαγορά
Ὁ ἔνδοξος νεομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ Τριαντάφυλλος ἦταν ἀπὸ τὴν Ζαγορὰ τῆς Μαγνησίας, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ Βόλο. Γεννήθηκε τὸ 1663. Ἐργαζόταν σὰ ναύτης στὰ πλοῖα, καὶ ὅταν ἦταν 17 χρονῶν συνελήφθη γιὰ ἄγνωστη σὲ μᾶς αἰτία, ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ποὺ τὸν ἐκβίαζαν νὰ γίνει μωαμεθανός. Ὁ Τριαντάφυλλος ὅμως, τὸ εὐωδιαστὸ αὐτὸ λουλούδι τῆς Ὀρθοδοξίας, προτίμησε μύριους θανάτους παρὰ ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Βασανίστηκε ποικιλοτρόπως, ἀλλ᾿ ἔμεινε ἀμετακίνητος στὴν πίστη του φωνάζοντας: «Χριστιανὸς εἶμαι, δὲν ἀρνοῦμαι τὸν Σωτῆρα μου Χριστό». Τελικὰ τὸν θανάτωσαν στὸν ἱππόδρομο τῆς Κωνσταντινουπόλεως μὲ ἀποκεφαλισμὸ στὶς 8 Αὐγούστου 1680. Ἦταν τότε 18 χρονῶν. Ἔτσι ἡ μακαρία ψυχή του ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ καὶ πῆρε ἀπὸ τὸν ἀθλοθέτη Χριστὸ τὸ ἀμάραντο στεφάνι τῆς νίκης.
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ἀπὸ τὴν Βουλγαρία
Πατρίδα του ἡ πόλη Ροδοβίσι τῆς ἐπαρχίας Στρούμιτζα τῆς Βουλγαρίας. Εἴκοσι χρονῶν ἦλθε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ δούλευε σὰν ὑπάλληλος σὲ κάποιο ἐμπορικὸ κατάστημα. Κάποια μέρα, βοήθησε τὸ ἀφεντικό του γιὰ τὴν λαθραῖα ἐξαγωγὴ ἐνδυμάτων ἔξω ἀπὸ τὸ Κάστρο τῆς Θεσ/νίκης, γιὰ νὰ μὴ πληρώσει φόρους. Ὁ Ἀναστάσιος μάλιστα, φόρεσε καὶ μία τούρκικη στολὴ προκειμένου νὰ περάσει τὸ ἐμπόρευμα. Ἀλλ᾿ ἐνῷ περνοῦσε τὴν πύλη, Τοῦρκοι φοροειοπράκτορες, τὸν ρώτησαν ἂν εἶχε ἀνάλογα ἔγγραφα γιὰ τὴν ἐξαγωγὴ τῶν ἐνδυμασιῶν. Αὐτὸς μὲ ἀφέλεια ἀπάντησε ὅτι ἦταν Τοῦρκος. Γιὰ νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσει αὐτό, οἱ Τοῦρκοι ὑπάλληλοί του ζήτησαν νὰ κάνει «σαλαβάτι» (ὁμολογία). Ὁ νέος στὸ ἄκουσμα τοῦ αἰτήματος αὐτοῦ ἔμεινε ἄφωνος. Ἀμέσως τότε τὸν ἅρπαξαν οἱ Τοῦρκοι καὶ μὲ ἄγρια χτυπήματα τὸν ὁδήγησαν στὸν ἀγά. Ἐκεῖ ὁ Ἀναστάσιος, παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τὶς φοβέρες τοῦ ἀγά, ἔμεινε ἀκλόνητος στὴ χριστιανικὴ πίστη. Κατόπιν ὁδηγήθηκε στὸν κριτὴ καὶ ἔπειτα σ᾿ ἄλλον ἄρχοντα, ὅπου φυλακίστηκε καὶ βασανίστηκε ἀνελέητα. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ καὶ πάλι ὁμολογοῦσε τὸν Χριστὸ τὸν καταδίκασαν σὲ θάνατο. Στὸ δρόμο γιὰ τὴν ἀγχόνη, ὁ Ἀναστάσιος ὑπέκυψε στὰ τραύματά του καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό, ἔξω ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη κοντὰ στὴν «καινούργια πόρτα», στὶς 8 Αὐγούστου 1794.