Στὰ μέσα τοῦ 3ου αἰῶνα μ.Χ., ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ Δέκιος ἄναψε τὸ καμίνι τῶν διωγμῶν καὶ χωρὶς καμιὰ διάκριση βασάνιζε καὶ σκότωνε νέους καὶ γέρους, τότε καὶ ἑπτὰ παῖδες, Μαξιμιλιανός, Ἐξακουστωδιανός, Ἰάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ἀντωνῖνος καὶ Κωνσταντῖνος, γιὰ νὰ μὴν ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους, ἀφοῦ διαμοίρασαν τὰ ὑπάρχοντά τους στοὺς φτωχούς, ἔφυγαν ἀπὸ τὴν πόλη καὶ κρύφτηκαν σὲ κάποια σπηλιά, μέχρι νὰ πάψει ὁ διωγμός. Ἐπειδή, ὅμως, ὁ κίνδυνος ὁλοένα καὶ πλησίαζε στὴν κρυψῶνα τους, προσευχήθηκαν ὅλη τὴν νύκτα νὰ πάρει ὁ Θεὸς τὶς ψυχές τους, χωρὶς νὰ πέσουν στὰ χέρια τοῦ Δεκίου. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν δέησή τους, καὶ τὸ πρωὶ κοιμήθηκαν χωρὶς νὰ ξυπνήσουν. Μετὰ 194 χρόνια, ἐπὶ Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ, κάποια αἵρεση διακήρυττε ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀνάσταση νεκρῶν. Ἐκείνη, λοιπόν, τὴν ἐποχή, κάποιο παιδὶ στὴν ἀγορὰ τῆς Ἐφέσου ψώνισε ψωμὶ μὲ τὸ νόμισμα τῆς ἐποχῆς τοῦ Δεκίου. Αὐτὸ προκάλεσε ἔκπληξη. Πῆραν, λοιπὸν τὸ παιδὶ καὶ τὸ ἀνέκριναν. Κατόπιν, πῆγαν στὴ σπηλιὰ καὶ βρῆκαν ζωντανὰ καὶ τὰ ὑπόλοιπα παιδιά. Τότε ὅλοι κατάλαβαν ὅτι εἶναι θαῦμα Θεοῦ, γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι «ἀνάστασιν μέλλειν ἔσεσθαι νεκρῶν, δικαίων τε καὶ ἀδίκων». Δηλαδή, ὅτι μέλλει νὰ γίνει ἀνάσταση νεκρῶν, καὶ τῶν δικαίων καὶ τῶν ἀδίκων.
Ἡ Ὁσία Εὐδοκία καὶ ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων της
Καταγόταν ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς. Σὲ μία ὅμως ἐκστρατεία τους οἱ Πέρσες αἰχμαλώτισαν καὶ αὐτὴν καὶ τὴν μετέφεραν στὴν Περσία. Ἐκεῖ ὑποχρεώθηκε νὰ ὑπηρετεῖ τὴν οἰκογένεια ἑνὸς ἀξιωματικοῦ. Ἡ ζωὴ αὐτὴ δὲν δυσαρέστησε τὴν Εὐδοκία. Πίστευε ὅτι παντοῦ, ὅπου κι ἂν τύχουμε, μποροῦμε νὰ ἔχουμε μεγάλη ἀποστολὴ ὑπὲρ τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ὠφελείας τοῦ πλησίον μας. Ἔτσι, εὐπειθής, πρόθυμη καὶ διακριτικὴ καθὼς ἦταν, ἀλλὰ καὶ μὲ πολλὴ φρόνηση καὶ λεπτότητα, κατάφερε αὐτὴ ἡ αἰχμάλωτη νὰ αἰχμαλωτίσει τοὺς κυρίους της. Τὴν ἀγάπησαν ὅλοι καὶ ἔγιναν χριστιανοί. Κατόπιν, μὲ πυρῆνα τὸ σπίτι τοῦ ἀξιωματικοῦ, κατάφεραν νὰ ἐκχριστιανίσουν πολλὲς Περσίδες καὶ Πέρσες. Τὰ γεγονότα ὅμως αὐτὰ ἔφτασαν στ᾿ αὐτιὰ τῶν ἀρχόντων, ποὺ ἐξοργισμένοι συνέλαβαν τὴν Εὐδοκία καὶ τὴν μαστίγωσαν ἀλύπητα. Ἔτσι πληγωμένη τὴν ἔριξαν στὴ φυλακή. Ἀλλὰ μετὰ δυὸ μῆνες τὴν ἔβγαλαν, ἔσχισαν τὶς σάρκες της μὲ ἀκανθωτὰ ραβδιά, τρύπησαν τὸ σῶμα της μὲ μυτερὰ καλάμια καὶ κατόπιν ἕσφιξαν τόσο τὸ σῶμα της μὲ σχοινιά, ὥστε πολλὰ κόκκαλά της ἔσπασαν. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἡ Εὐδοκία μὲ γενναῖο φρόνημα ἐξακολουθοῦσε νὰ ὁμολογεῖ τὸν Χριστό, τὴν ἀποκεφάλισαν, γιὰ νά λάβει ἔτσι τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης ὅμως, ἔχει ἄλλη ἄποψη γιὰ τὸ Συναξάρι αὐτὸ καὶ λέει τὰ ἑξῆς: «Ἐν τῷ Συναξαριστῇ τοῦ Νικοδήμου γίνεται σύγχυσις τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τῆς μάρτυρος ταύτης, τῆς ἑορταζόμενης τὴν 1η Μαρτίου, πρὸς ἄλλην ὁμώνυμον μάρτυρα τῆς 4ης Αὐγούστου, ὅτι περὶ τῆς ἀνωτέρω πρώην πόρνης καὶ εἶτα ὁσιομάρτυρος Εὐδοκίας ὁ λόγος τῆς ἀνακομιδῆς, μαρτυρεῖ ὁ ἀρχαῖος Παρισινὸς Κῶδιξ 13, ὅστις ἐν φ. 356α περὶ τῆς ἑορτῆς τῶν ἐν Ἐφέσῳ ἑπτὰ παίδων καὶ τῆς ἀνωτέρω μάρτυρος Εὐδοκίας ταῦτα σημειοῖ: Ἴστεον ὅτι τινὰ τῶν Τυπικῶν κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν (ἤγουν τὴν 4ην Αὐγούστου) ἑορτάζουσι τοὺς ἁγίους τούτους (ἑπτὰ παῖδας)· ἕτερα δὲ κατὰ τὴν β´ ἡμέραν τοῦ μηνός· κατὰ δὲ ταύτην τὴν ἁγίαν ὁσιομάρτυρα Εὐδοκίαν, ἣς ἀκολουθία ψάλλεται τὴν α´ τοῦ Μαρτίου μηνός, εἶγε ἐστὶν αὕτη καὶ οὐχ ἑτέρα· ἐπεὶ ἡ τῆς μάρτυρος ἀκολουθία ταύτην εἶναι παρίστησιν ἡμεῖς δὲ τῷ πλείονι τῶν ψήφων νικώμενοι, ἐνταῦθα τοὺς ἁγίους ἑπτὰ παῖδας τεθείκαμεν ἐναπομένει δὲ εἰς τὴν διάκρισιν». Πράγματι δὲ ἡ εἰς τὴν ἁγίαν Εὐδοκίαν ἀκολουθία τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων, ἡ σωζόμενη εἰς τοὺς Λαυριωτικοὺς Κώδικας Δ 17 φ. 31 καὶ Δ 14 καὶ εἰς τὸν Παρισινὸν 1575 φ. 186α τοῦ Θεοφάνους ποίημα, ἀναφέρεται εἰς τὴν πρώην πόρνην Εὐδοκίαν (της 1ης Μαρτίου) καὶ οὐχὶ εἰς τὴν ἀνωτέρω τῆς 4ης Αὐγούστου, ἣς τὴν μνήμην καὶ τὴν ἀνακομιδὴν συγχρόνως ἀναγράφει ὁ Νικόδημος. Φρονῶ, ὅτι ἡ Εὐδοκία αὐτὴ τοῦ Νικοδήμου εἶναι φανταστικὸν πρόσωπον, ἐκλαμβανόμενη ἀντὶ τῆς μάρτυρος Ἴας, τὴν ὁποίαν πολλοὶ Συναξαρισταὶ κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην σημειοῦσιν, ἥτις ἔχει καὶ τὸ αὐτὸ ἀπαραλλάκτως ὑπόμνημα· φαίνεται ὅτι ὁ ἀντιγραφεὺς τὸ ὄνομα Ἴα ἐθεώρησε ἀκέφαλον καὶ συνεπλήρωσε αὐτὸ διὰ τῆς προσθήκης τῶν πέντε πρώτων γραμμάτων Εὐδοκ. Ἢ τὸ καὶ πιθανότερον ἐπειδὴ κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην μνεία γίνεται τοῦ ὀνόματος τῆς Εὐδοκίας διὰ τὴν ἀνακομιδὴν αὐτῆς, καὶ μνεία τῆς μάρτυρος Ἴας, τὸ συναξάριον τῆς τελευταίας ταύτης ἀπεδόθη ἐκ συγχύσεως εἰς τὴν Εὐδοκίαν καὶ οὕτω προῆλθε νέα μάρτυς ἀνύπαρκτος Εὐδοκία· διότι δὲν ἐξηγεῖται ἄλλως τὸ κοινὸν Συναξάριον τῆς Ἴας τῶν Συναξαριστῶν καὶ τῆς Εὐδοκίας τοῦ Νικοδήμου. (Πρβλ. Συναξαριστὴν Delehaye, σ. 868, 38 καὶ Νικοδήμου, σ. 235-236, Ἀπριλίου 4).
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν κρέμασαν σὲ μία μηλιά.
Ἐγκαίνια τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παντοκράτορος στὴν Κωνσταντινούπολη