Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κιλικία. Μὲ ἰδιαίτερη εὐφράδεια λόγου, ἀλλὰ καὶ μὲ πολὺ ζῆλο, δίδασκε τὸ Εὐαγγέλιο. Ὅταν ἔφθασε στὴν Αἴγυπτο, φανατικοὶ εἰδωλολάτρες ἐξεγέρθηκαν ἐναντίον του, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἡγεμόνα Σακέρδωνα. Αὐτός, ὑποκρινόμενος, ἔδειξε ὅτι λυπᾶται, καὶ γιὰ νὰ κάμψει τὸ φρόνημα τοῦ Καλλινίκου, ἀνέφερε δῆθεν περιστατικὰ πρώην γενναίων χριστιανῶν, ποὺ ὅταν ἀντίκρισαν τὰ σκληρὰ βάσανα, ἀρνήθηκαν τὴν πίστη τους. Ὁ Καλλίνικος, ἀντιλαμβανόμενος τὴν ὑποκρισία τοῦ ἡγεμόνα, μειδίασε καὶ τοῦ εἶπε: «Μὴν ἀναβάλλεις, ἔπαρχε, νὰ λάβεις πεῖρα τῆς δύναμης μὲ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς ὁπλίζει τοὺς γνήσιους πιστούς Του. Γρήγορα ἑτοίμασε ὅλα σου τὰ κολαστήρια ὄργανα, φωτιά, ξίφη, τροχούς, μαχαίρια, μαστίγια καὶ ὅ,τι ἄλλο σκληρὸ μαρτύριο ἔχεις. Ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα περισσότερα καὶ σκληρότερα βασανιστήρια ποθῶ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ». Πράγματι, ὁ ἔπαρχος τὸν μαστίγωσε σκληρά. Ἔσκισε τὶς σάρκες του μὲ σιδερένια νύχια καὶ ὅπως ἦταν μισοπεθαμένος, τὸν ἔδεσε πίσω ἀπὸ ἕνα ἄγριο ἄλογο, ποὺ τὸν ἔσυρε γιὰ πολλὰ χιλιόμετρα. Τόση ἦταν ἡ λύσσα τοῦ ἐπάρχου, ποὺ πρὶν ὁ Καλλίνικος ἀφήσει τὴν τελευταία του πνοή, τὸν ἔριξε μέσα στὴ φωτιά. Ἔτσι ἔνδοξα πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ἡ Ἁγία Θεοδότη καὶ τὰ τρία παιδιά της
Ἡ ἁγία Θεοδότη ἦταν ἀπὸ τὴν Νίκαια καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν θερμότητα τῆς εὐσέβειάς της. Ἔμεινε χήρα καὶ ἀφοσιώθηκε στὴν ἀνατροφὴ τῶν τριῶν παιδιῶν της, χωρὶς νὰ δώσει καμιὰ προσοχὴ στὶς προτάσεις δεύτερου γάμου. Μὲ τὴν φιλόστοργη φροντίδα της, μεγάλωσαν οἱ γιοί της καὶ ἀναδείχτηκαν παιδιὰ πιστὰ καὶ μὲ μεγάλη φρόνηση. Τὰ χρόνια ὅμως ἐκεῖνα, ἦταν δύσκολα καὶ ἐπικίνδυνα. Ἡ εἰκονομαχία ἦταν στὸ ἀποκορύφωμά της. Ἡ ἁγία Θεοδότη μὲ τοὺς γιούς της, ἦταν στὴν πρώτη τάξη τῶν ὑπερμάχων ἀθλητῶν τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐκείνη μεταξὺ τοῦ γυναικείου κόσμου, αὐτοὶ μεταξὺ τῶν συνομηλίκων τους, συμβούλευαν καὶ διήγειραν κατὰ τῶν ἀσεβῶν προσταγμάτων τῶν εἰκονομάχων βασιλέων. Τὸ καθῆκον αὐτό, ἔφερε μητέρα καὶ γιοὺς στὸ μαρτύριο, ποὺ τὸ ὑπέστησαν μὲ ἀξιοθαύμαστη καρτερία. Ἔτσι ὅλοι μαζί, πῆραν τὰ ἀθάνατα στεφάνια, ποὺ παρέχει στοὺς καλοὺς ἀθλητὲς ὁ ἀγωνοθέτης Θεός. Ναὸ στὴν ἁγία Θεοδότη ἔκτισε ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανός. (Ἡ μνήμη τῆς ἁγίας Θεοδότης καὶ τῶν τριῶν παιδιῶν της ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 22α Δεκεμβρίου μὲ διαφορετικὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα).
Μαρτύρησε διὰ πνιγμοῦ, ἀφοῦ τὸν ἔριξαν μέσα στὴ θάλασσα.
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Πρόκειται γιὰ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντῖνο τὸν Α´, ποὺ διαδέχτηκε τὸν Ἰωάννη τὸν Ε´ τὸ ἔτος 674. Εἶχε διατελέσει προηγουμένως διάκονος καὶ σκευοφύλακας. Πατριάρχευσε δυὸ χρόνια καὶ τρεῖς μῆνες. Δὲν ἔχουμε πολλὰ βιογραφικά του στοιχεῖα. Βέβαιο εἶναι ὅμως, ὅτι διακρινόταν γιὰ τὸ αὐστηρὰ Ὀρθόδοξο φρόνημά του, τὸν ζῆλο γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τῶν κακοδόξων, τῶν μονοθελητῶν, ἐπίσης γιὰ τὸν ἀφιλοχρήματο καὶ φιλόπτωχο χαρακτῆρα του. Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης ὅμως, ἔχει ἄλλη ἄποψη περὶ τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ καὶ εἰκάζει ὅτι πρόκειται περὶ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου Γ´ τοῦ Λειχούδη, γράφοντας περὶ αὐτοῦ τὰ ἑξῆς: «Ὁ Νικόδημος καὶ κατ᾿ αὐτὸν καὶ ὁ Γεδεῶν ἀποδέχονται ὅτι οὗτος εἶναι ὁ Κωνσταντῖνος Α´ ὁ πατριαρχεύσας ἀπὸ τοῦ 674-676 ὁ ἀπὸ διακόνου καὶ σκευοφύλακος τῆς μεγάλης ἐκκλησίας εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον ἀναβὰς εἰς διαδοχὴν Ἰωάννου τοῦ Ε´. Ἀλλ᾿ ἐν τῷ Συναξαριστῇ Delehaye «μνήμη Κωνσταντίνου τοῦ νέου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως»· γίνεται λοιπὸν διάκρισις μεταξὺ παλαιοτέρου ὁμωνύμου πατριάρχου καὶ νεωτέρου· καὶ ὡς τοιοῦτον θὰ δεχθῶμεν Κωνσταντῖνον τὸν Γ´ (ὁ Β´ ἦν εἰκονομάχος) τὸν Λειχούδην, ἱερατεύσαντα ἀπὸ τοῦ 1059-1063, τὸν ἄλλοτε πρωτοβεστιάριον καὶ πρόεδρον τῆς συγκλήτου, καὶ εἶτα εὐνοῦχον καὶ μοναχόν, τὸν διαδεχθέντα Μιχαὴλ τὸν Κηρουλάριον. Ὑπῆρξεν ἐνάρετος καὶ Ἱδρυτὴς μονῆς τῆς Θεοτόκου ἐν Κωνσταντινουπόλει, ὡς μαρτυρεῖ ὁ Ψελλὸς ἐν τῷ πρὸς τὸν πατριάρχην ἐπιταφίῳ αὐτοῦ λόγῳ (ἴδ. Σάθα, Μεσαίων. Βιβλ. Δ´, σ. 445) καὶ ἑπομένως δικαιολογεῖται ἡ μετὰ τῶν ὁσίων κατάταξις αὐτοῦ».
Οἱ Ἅγιοι Πατέρας, Μητέρα καὶ τὰ δυὸ παιδιά τους
Μαρτύρησαν διὰ πυρός.
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Ἰουλιανοῦ του Παραβάτη (361) καὶ ἦταν στρατιώτης «εἰς τὰ νούμερα τῶν καλουμένων Ταϊφάλων». Αὐτὸς λοιπόν, εἶχε σταλεῖ μαζὶ μὲ ἄλλους στρατιῶτες νὰ καταδιώξει χριστιανούς. Φαινομενικά τους καταδίωκε, ἐνῷ στὰ κρυφὰ τοὺς βοηθοῦσε νὰ διαφύγουν, νὰ ἀντέχουν τὰ βασανιστήρια, νὰ ἔχουν τὰ στοιχειώδη γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἀσθενειῶν τους καὶ ἄλλα. Ἔτσι θεάρεστα ἀφοῦ πέρασε τὴν ζωή του ὁ Ἰωάννης, ἀναπαύθηκε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὸν Πανδέκτη, τόπο ποὺ καὶ οἱ ξένοι ἐνταφιάζονταν. Ἡ δὲ σύναξή του γινόταν στὸν πρῶτο ἀποστολικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.
Ἡ σύναξή τους γινόταν κοντὰ στὰ παλάτια τοῦ «Ἑβδόμου».
Ὁ εὐσεβὴς Βασιλιᾶς Θεοδόσιος Β´ ὁ Νέος ἢ Μικρὸς
Βασίλευσε τὸ ἔτος 408 σὲ ἡλικία μόλις ἑπτὰ χρονῶν, διάδοχος τοῦ πατέρα του Ἀρκαδίου. Ὀνομάστηκε Μικρὸς γιὰ νὰ διακρίνεται ἀπὸ τὸν παπποῦ του τὸν μεγάλο. Τοῦ μετέδωσε τὴν χριστιανικὴ εὐσέβεια ἡ ἀδελφή του Πουλχερία καὶ ἔτσι ἔτρεφε μεγάλη εὐλάβεια καὶ ἀφοσίωση στὴν ὀρθόδοξη πίστη. Ὅταν ὁ Θεοδόσιος ὁ Μικρὸς ἀνέλαβε τὸ βασιλικὸ σκῆπτρο, μὲ τὴν βοήθεια τῆς ἀδελφῆς του Πουλχερίας, ὑποστήριξε θερμὰ τὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης καὶ τὴν ἀσφάλεια τοῦ συμβόλου της. Ἔτσι, μὲ βασιλικὸ θέσπισμα τῆς 19ής Νομεθρίου τοῦ 430, συνῆλθε τὴν 22α Ἰουνίου τοῦ 431 στὴν Ἔφεσο ἡ τρίτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ποὺ καταδίκασε τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ Νεστορίου. Ἡ Ἐκκλησία, γιὰ τὴν θερμὴ εὐσέβεια καὶ τὴν σπουδαία αὐτὴ ὑπηρεσία τοῦ Θεοδοσίου Β´ πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία, τὸν κατάταξε στὸν χορὸ τῶν Ἁγίων της.