Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ἱεροσολυμίτης, Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης
«Ζηλοῦτε τὰ πνευματικά». Νὰ ἐπιθυμεῖτε μὲ ζῆλο τὰ πνευματικὰ χαρίσματα. Τέτοιο ζῆλο σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ εἶχε καὶ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας. Ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἐκκλησιαστικοὺς ποιητὲς ὁ Ἀνδρέας, γεννήθηκε στὴ Δαμασκὸ ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸ Γεώργιο καὶ τὴν Γρηγορία. Σὲ ἡλικία 15 χρονῶν, κατατάχθηκε στὸν κλῆρο (ἀναγνώστης) τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου τῶν Ἱεροσολύμων, ἀπὸ τὸν τότε Πατριάρχη Θεόδωρο. Στὴν Ἱερουσαλήμ, ὁ Ἀνδρέας διακρίθηκε γιὰ τὴν μόρφωση καὶ τὴν ἀρετή του μεταξὺ τῶν ἁγιοταφιτῶν πατέρων, γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸν προέκριναν νὰ σταλεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ τὴν ἕκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο κατὰ τῶν Μονοφυσιτῶν. Μετὰ τὸ τέλος τῆς Συνόδου, ὁ Ἀνδρέας παρέμεινε στὴ βασιλεύουσα, ὅπου χειροτονήθηκε διάκονος καὶ διορίσθηκε διευθυντὴς τοῦ ὀρφανοτροφείου « Ἅγιος Παῦλος». Ἡ ἔξοχη ἐπιμέλεια ποὺ ἀνέπτυξε στὸ φιλανθρωπικὸ αὐτὸ ἵδρυμα, τὸν ἀνέδειξε ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης. Ἀφοσιωμένος στὰ καθήκοντα τῆς νέας του θέσης, ἀναδείχθηκε μέγας ἐκκλησιαστικὸς διοικητής, ἀλλὰ καὶ λαμπρὸς διδάσκαλος καὶ ρήτορας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅλο του τὸ ποίμνιο τὸν θεωροῦσε πραγματικὰ πατέρα. Ἀλλ᾿ ὡς μητροπολίτης πῆρε μέρος στὴ σύνοδο ποὺ συγκάλεσε ὁ Φιλιππικὸς Βαρδάνης (712) καὶ ὑποστήριξε τὸν Μονοφυσιτισμό, ἀλλ᾿ ἐπανῆλθε στὴν ὀρθὴ πίστη μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Βαρδάνη. Στὸ γυρισμὸ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου εἶχε πάει γιὰ διάφορες ὑποθέσεις, πέθανε (740μ.Χ.) ἐπάνω στὸ καράβι. Τὸν ἔθαψαν στὴν Ἐρεσὸ τῆς Μυτιλήνης, στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. Νὰ σημειώσουμε ἐπίσης, ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας, συνέθεσε καὶ ἀρκετὰ μουσικὰ τροπάρια καὶ κανόνες. Ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαῖα ἔργα του εἶναι καὶ ὁ Μέγας Κανόνας, ποὺ ψάλλεται τὴν Πέμπτη της Ε´ ἑβδομάδος Νηστειῶν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος, ἐπίσκοπος Κυρήνης (τῆς Λυβύης)
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ὑπῆρξε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Διοκλητιανοῦ (284-304) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κυρήνη τῆς Λιβύης. Ἦταν ἀντιγράφος ἱερῶν βιβλίων, ποὺ τὰ μοίραζε στὶς ἐκκλησίες γιὰ τὸν φωτισμὸ τῶν πιστῶν. Τὸν κατάγγειλε ὁ ἴδιος ὁ γιός του Λέων, στὸν τοπικὸ ἡγεμόνα Διγνιανό, ὅτι προσηλυτίζει πολλοὺς εἰδωλολάτρες στὴ χριστιανικὴ πίστη μὲ τὰ βιβλία του. Τότε τὸν προσκάλεσε ὁ ἡγεμόνας καὶ ὁ Θεόδωρος παρουσιάστηκε μπροστά του, συνοδευόμενος ἀπὸ πολλοὺς χριστιανούς, μεταξὺ δὲ αὐτῶν ἦταν καὶ οἱ Ἁγίες Κυπρίλλα, Ἀρόα καὶ Λουκία. Ὁ ἡγεμόνας τοῦ ζήτησε νὰ παραδώσει τὰ βιβλία του καὶ ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, ἀλλ᾿ ὁ Θεόδωρος δὲν ὑπάκουσε στὴ διαταγὴ τοῦ ἡγεμόνα καὶ ἔτσι ὑπέστη σκληρὰ βασανιστήρια. Στὴν ἀρχὴ τὸν μαστίγωσαν ἀνελέητα, κατόπιν τὸν σταύρωσαν καὶ στὴ συνέχεια ἔξυσαν τὶς πληγές του μὲ δέρματα. Ἔπειτα ἀφοῦ ἔκοψαν τὴν γλῶσσα του, τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπου καὶ ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή. (Τελεῖται δὲ ἡ σύναξις αὐτοῦ ἐν τῷ μαρτυρείῳ τοῦ ἁγίου μάρτυρος Θεοδώρου ἐν τῷ Ρησίῳ).
Οἱ Ἅγιες Κυπρίλλα, Ἀρόα καὶ Λουκία
Ἡ ἁγία Κυπρίλλα, καταγόταν ἀπὸ τὴν ἴδια πατρίδα, μ᾿ αὐτὴ τοῦ ἁγίου Θεοδώρου ἐπισκόπου Κυρήνης, δηλαδὴ τὴν Κυρήνη. Παντρεύτηκε καὶ ἔζησε μὲ τὸ σύζυγό της μόνο δυὸ χρόνια. Διότι αὐτὸς πέθανε καὶ ἔτσι ἔμεινε χήρα 28 χρόνια. Ἐπειδὴ ὅμως εἶχε φοβεροὺς πονοκεφάλους, πῆγε στὸν ἅγιο Θεόδωρο, ποὺ τότε ἦταν φυλακισμένος γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν θεράπευσε. Ἀπὸ τότε ἡ Κυπρίλλα, μαζὶ μὲ τὴν Λουκία καὶ τὴν Ἀρόα, ἔμεινε ἐκεῖ καὶ ὑπηρετοῦσε τὸν Ἅγιο. Μετὰ τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, καταγγέλθηκε στὸν ἡγεμόνα καὶ ἡ Κυπρίλλα. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ δὲν κατόρθωσαν νὰ τὴν κάνουν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, τὴν κρέμασαν σ᾿ ἕνα ξύλο, ὅπου τῆς ξέσχισαν τὶς σάρκες, καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν μακάρια ψυχή της. Τὸ τίμιο λείψανό της παρέλαβαν καὶ ἔθαψαν μὲ τιμὲς ἡ Λουκία καὶ ἡ Ἀρόα. Ἀργότερα ὁ ἡγεμόνας Διγνιανὸς θανάτωσε καὶ τὶς δυὸ αὐτὲς γυναῖκες.
Ἡ Ἁγία Ἀσκληπιὰς ἡ θαυματουργή
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ὁ Ἱερομάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἡ Ἁγία Μάρθα (κατ᾿ ἄλλους Μαρία) μητέρα του ὁσίου Συμεών, ποὺ ἀσκήτευσε στὸ ὄρος Θαυμαστό
Ἦταν στολισμένη μὲ πολλὲς χριστιανικὲς ἀρετὲς καὶ γέννησε τὸν Ἅγιο Συμεὼν κατόπιν ἐπαγγελίας τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ. Ὑπῆρξε σὲ μεγάλο βαθμὸ φιλάνθρωπη καὶ βοήθησε τὸν πλησίον ἀπεριόριστα. Ὅταν ἀπεβίωσε εἰρηνικά, ἐνταφιάστηκε στὴ Δάφνη τῆς Ἀντιοχείας. Ἀργότερα, λέγεται, ὁ γιός της μετέφερε τὸ ἅγιο λείψανό της κοντὰ στὸν στῦλο ὅπου ἀσκήτευε. Ἐκεῖ μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἁγίου γιοῦ της, ὁ τάφος της θαυματουργοῦσε. (Ἡ μνήμη τῆς φέρεται καὶ κατὰ τὴν 1η Σεπτεμβρίου).
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται ἐπιγραμματικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασματάριον» ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1956, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται ἡ μνήμη της.
Ὁ Ἅγιος Δονᾶτος, ἐπίσκοπος Λιβύης καὶ Ἱλαρίων ὁσιομάρτυρας
Σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψη τοῦ Μ. Γαλανοῦ, πρόκειται γιὰ τὸν Δονᾶτο ἐπίσκοπο Arerro τῆς Ἐτρουρίας. Οἱ γονεῖς του εἶχαν πεθάνει καὶ αὐτοὶ γιὰ τὸν Χριστό, ὁ δὲ γιός τους, μαζὶ μὲ κάποιο μοναχὸ Ἱλαρίωνα, εἶχε καταφύγει στὴ προαναφερθεῖσα συγκεκριμένη πόλη, τῆς ὁποίας ἀναδείχθηκε ποιμενάρχης. Ἐπὶ διωγμοῦ ὅμως, ποὺ κίνησε ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, ὁ ἔπαρχος Κουαδρατιανὸς διέταξε καὶ τοὺς δυὸ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Ἐκεῖνοι ὄχι μόνο ἀρνήθηκαν, ἀλλὰ καὶ διαμαρτυρήθηκαν ἔντονα στὶς δημόσιες ἀρχὲς γι᾿ αὐτή τους τὴν πλάνη. Τότε τὸν μὲν Ἱλαρίωνα χτύπησαν μὲ ραβδιὰ μέχρι θανάτου, τὸν δὲ Δονάτο μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια ἀποκεφάλισαν. Τὰ ἅγια λείψανά τους παρέλαβαν οἱ χριστιανοὶ ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης, ὅπου εἶχαν ἀφεθεῖ, καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ τιμές.
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Χωνιάτης, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται, μαζὶ μὲ αὐτὴ τοῦ Ἀνδρέα Κρήτης, στὸν Βατοπεδινὸ Κώδικα μὲ κοινὴ Ἀκολουθία (βλ. Δημητριεύσκη τυπικὰ Β´ σελ. 754).