Τὸ Γενέθλιο τοῦ Τιμίου Προδρόμου
Ἔτσι προφήτευσε ὁ προφήτης Ἡσαΐας γιὰ τὸν Πρόδρομο τοῦ Κυρίου, Ἰωάννη: «Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὀδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ». Δηλαδή, φωνὴ ἀνθρώπου, ποὺ φωνάζει στὴν ἔρημο καὶ λέει: «Ἑτοιμάστε τὸ δρόμο, ἀπ᾿ ὅπου θὰ ἔλθει ὁ Κύριος σὲ σᾶς. Κάνετε ἴσιους καὶ ὁμαλούς τους δρόμους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ περάσει». Ξεριζῶστε, δηλαδή, ἀπὸ τὶς ψυχές σας τὰ ἀγκάθια τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν καὶ ῥῖξτε μακριὰ τὰ λιθάρια τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς πώρωσης καὶ καθαρίστε μὲ μετάνοια τὸ ἐσωτερικό σας, γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸν Κύριο. Ἡ φωνὴ αὐτή, ποὺ ἦταν ὁ Ἰωάννης, γεννήθηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο. Ὁ πατέρας του Ζαχαρίας ἦταν ἱερέας. Τὴν ὥρα τοῦ θυμιάματος μέσα στὸ θυσιαστήριο, εἶδε ἄγγελο Κυρίου, ποὺ τοῦ ἀνήγγειλε, ὅτι θὰ ἀποκτοῦσε γιὸ καὶ θὰ ὀνομαζόταν Ἰωάννης. Ὁ Ζαχαρίας σκίρτησε ἀπὸ χαρά, ἀλλὰ δυσπίστησε. Ἡ γυναῖκα του ἦταν στεῖρα καὶ γριά, πῶς θὰ γινόταν αὐτὸ ποὺ ἄκουγε; Τότε ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε ὅτι γιὰ νὰ τιμωρηθεῖ ἡ δυσπιστία του, μέχρι νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ βουλὴ τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς θὰ ἔμενε κωφάλαλος. Πράγματι, ἡ Ἐλισάβετ συνέλαβε, καὶ μετὰ ἐννιὰ μῆνες ἔκανε γιό. Μετὰ ὀκτὼ ἡμέρες, στὴν περιτομὴ τοῦ παιδιοῦ, οἱ συγγενεῖς θέλησαν νὰ τοῦ δώσουν τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα του, Ζαχαρία. Ὅμως, ὁ Ζαχαρίας, ἔγραψε ἐπάνω σὲ πινακίδιο τὸ ὄνομα Ἰωάννης. Ἀμέσως δέ, λύθηκε ἡ γλῶσσα του, καὶ ἡ χαρὰ γιὰ ὅλους ἦταν μεγάλη.
Ἡ Σύναξις τῶν Δικαίων Ζαχαρία καὶ Ἐλισάβετ
Ἡ Ἐκκλησία μας, συνήθως μετὰ τὸν ἑορτασμὸ κάποιου σημαντικοῦ γεγονότος, κατόπιν ἑορτάζει τὴν σύναξη τῶν προσώπων ποὺ πρωταγωνίστησαν σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός. (Βλέπε καὶ βιογραφικὸ σημείωμα 5ης Σεπτεμβρίου: ὁ πρόφ. Ζαχαρίας).
Ὁ Ἅγιος Παναγιώτης ὁ Καισαρεύς
Ὁ Νεομάρτυρας αὐτὸς μαρτύρησε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ τὴν χριστιανική του πίστη, τὸ ἔτος 1265 καὶ σὲ ἡλικία 20 χρονῶν. Σύμφωνα μὲ ἄλλες πληροφορίες, ὁ μάρτυρας αὐτὸς μαρτύρησε στὶς 24 Ἰουνίου 1767. Τὸ τίμιο λείψανό του ἐνταφιάστηκε ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς μὲ τιμὲς στὸν Ναὸ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἐπιφανὴς θεολόγος καὶ μέγας διδάσκαλος τοῦ Γένους, ἀπὸ τοὺς πολυγραφότερους καὶ σπουδαιότερους συγγραφεῖς τῆς ἐποχῆς του. Γεννήθηκε στὸ Κῶστο τῆς Πάρου τὸ 1721/2 καὶ πέθανε στὰ Ῥευστὰ Χίου τὸ 1813. Τὴν πρώτη παιδεία ἔλαβε στὴ γενέτειρά του καὶ συνέχισε στὴ Σμύρνη κοντὰ στὸν Ἱερόθεο Δενδρινὸ καὶ τὸν Ἰατροφιλόσοφο Χριστόδουλο. Τὸ 1752 ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ γράφτηκε στὴν περιώνυμη Ἀθωνιάδα Σχολή, ποὺ διηύθυνε ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης καὶ ἀργότερα ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης. Μαθήματα ἄκουσε ἀργότερα στὴν Κέρκυρα καὶ ἀπὸ τὸν Νικηφόρο Θεοτόκη. Μὲ παράκληση τοῦ Παν. Παλαμᾶ ἦλθε στὸ Μεσολόγγι, ἀλλὰ μετακλήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη γιὰ νὰ διδάξει (1767-1770). Ἀπὸ τὴν Ἀθωνιάδα Σχολή, ὅπου κλήθηκε γιὰ νὰ διδάξει, ἀναγκάστηκε νὰ ἀποχωρήσει ἐξαιτίας τῆς ἀναμίξεώς του στὶς ἔριδες τῶν Κολλυβάδων. Ἔφτασε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἀνέλαβε τὴν διεύθυνση τῆς ἐκεῖ Σχολῆς μέχρι τὸ 1786. Ἐπιθυμῶντας νὰ ἐπιστρέψει στὴν Πάρο, ἀναχώρησε στὰ τέλη τοῦ 1786 ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη, ἀλλὰ τελικὰ βρέθηκε στὴ Χίο. Διευθυντὴς τῆς Σχολῆς τῆς Χίου κατόρθωσε νὰ τὴν διευρύνει καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσει σὲ μεγάλη ἀκμὴ (1788-1811). Σὲ ἡλικία 90 περίπου χρόνων ἀποσύρθηκε στὸ μονίδριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Ῥευστῶν, ὅπου πέθανε στὶς 24 Ἰουνίου 1813. Ὁ Ἀθανάσιος ἀνήκει στὴ μεγάλη χορεία τῶν διδασκάλων τοῦ Γένους ποὺ μὲ ὅλη τους τὴν δύναμη ἐργάστηκαν ἀκαταπόνητα γιὰ τὴ μόρφωσή του. Πρέπει ὅμως νὰ σημειωθεῖ ἐδῶ ὅτι ὁ Πάριος διδάσκαλος ἦταν πολέμιος τῶν νέων ἰδεῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τῆς Γαλλικῆς ἐπαναστάσεως, σὲ τέτοιο μάλιστα βαθμό, ὥστε νὰ ξεσηκώσει τὴν σφοδρότατη διαμαρτυρία τοῦ Κοραῆ. Τὸ συγγραφικὸ ἔργο του καλύπτει εὐρύτατο χῶρο τῆς θεολογικῆς καὶ τῆς θύραθεν ἐπιστήμης. Τὰ ἔργα του, ἐκδομένα καὶ ἀνέκδοτα, θὰ μποροῦσαν νὰ καταταγοῦν στὶς παρακάτω γενικὲς κατηγορίες: Ἀπολογητικά, Ἱστορικοδογματικά, Λειτουργικά, Ὑμνολογικά, Φιλοσοφικά, Παιδαγωγικά, Ποιητικά, Βιογραφίες, Ὁμιλίες, λόγοι, ἐπιστολὲς κ.ἄ. Ἀπὸ τὰ πιὸ σπουδαία εἶναι τὰ παρακάτω: Ἀντιπάπας (1785)ὅπου ἐξυμνεῖ τὸ ἔργο τοῦ Μάρκου Εὐγενικοῦ καὶ κατακρίνει τὶς καινοτομίες τῶν Λατίνων, Χριστιανικὴ ἀπολογία (1798) ὅπου καταπολεμᾷ τὶς ἀρχὲς τῆς Γαλλικῆς ἐπαναστάσεως καὶ γράφτηκε μὲ ἀξίωση τοῦ Γρηγορίου Ε´. Μεταφράστηκε στὴ Ῥουμανική. Ἀλεξίκακον φάρμακον ἤτοι πνευματικὸν ἐγχειρίδιον, ποὺ γράφτηκε ἐναντίον τῶν ἰδεῶν τοῦ Βολταίρου, Πατρικὴ διδασκαλία (1798), τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Ἄνθιμο Ἱεροσολύμων. Προκάλεσε τὴν σφοδρότατη διαμαρτυρία τοῦ Κοραῆ, ποὺ ἀπάντησε μὲ τὸ ἔργο Ἀδελφικὴ διδασκαλία (1798), Ἀντιφώνησις πρὸς τὸν παράλογον ζῆλον τῶν ἀπὸ Εὐρώπης ἐρχομένων φιλοσόφων, δεικνύουσα ὅτι μάταιος καὶ ἀνόητος εἶναι ὁ ταλανισμὸς ὅπου κάμνουσι τοῦ Γένους μας καὶ διδάσκουσα ὁποία εἶναι ἡ ὄντως καὶ ἀληθινὴ φιλοσοφία...» ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1802 μὲ τὸ ψευδώνυμο Ναθαναὴλ Νεοκαισαρεύς. Ἀλλὰ ἔργα τοῦ Ἀθανασίου εἶναι: Ἐπιτομὴ γραμματικῆς τοῦ κυροῦ Νεοφύτου ἐκείνου (1787), Ῥητορικὴ πραγματεία, Στοιχεῖα μεταφυσικῆς.