Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ἀπὸ τὴν Κιλικία
Ἦταν ἀπὸ τὴν Διοκαισάρεια τῆς Κιλικίας. Ὁ πατέρας του ἦταν εἰδωλολάτρης βουλευτής, ἀλλὰ ἡ μητέρα του εἶχε προσχωρήσει στὴ χριστιανικὴ θρησκεία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀνέθρεψε τὸ γιό της Ἰουλιανὸ σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Ἰουλιανὸς ἀγάπησε τόσο πολὺ τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο, ὥστε σὲ ἡλικία 18 χρονῶν ὁμολόγησε μὲ πολὺ θάῤῥος τὴν πίστη του στὸν ἔπαρχο Μαρκιανό, ἐνῷ γνώριζε ὅτι τὸν περίμεναν ἄγρια βασανιστήρια. Πράγματι, μόλις τὸ ἄκουσε αὐτὸ ὁ ἔπαρχος, διέταξε καὶ τὸν ἔδειραν ἀνελέητα, καὶ κατόπιν τὸν ἔριξαν στὴν πιὸ ἄθλια φυλακή. Ἔπειτα ὁ Μαρκιανὸς κάλεσε τὴν μητέρα τοῦ Ἰουλιανοῦ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ γιό της καὶ νὰ τὸν πείσει νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό. Ἡ χριστιανὴ γυναῖκα, ὅταν συνάντησε τὸ νεαρὸ σπλάχνο της, ἔκανε ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο. Προέτρεψε τὸν Ἰουλιανὸ νὰ μείνει στὸ ὕψος τοῦ χριστιανικοῦ του φρονήματος καὶ τὸν ἐνθάῤῥυνε νὰ ὑπομείνει ὅλα τὰ μαρτύρια. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὅταν ὁ ἔπαρχος ξανακάλεσε τὸν Ἰουλιανό, αὐτὸς μὲ περισσότερο θάῤῥος ὁμολόγησε μπροστά του καὶ πάλι τὸ Χριστό. Ἐξοργισμένος τότε ὁ ἔπαρχος Μαριανὸς ἔκλεισε τὸν Ἰουλιανὸ μέσα σὲ ἕνα σάκο μὲ δηλητηριώδη φίδια καὶ τὸν ἔριξε στὸ πιὸ βαθὺ σημεῖο τῆς θάλασσας, ὅπου μαρτυρικὰ ὁ Ἰουλιανὸς παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸ Θεό. Καὶ ἔτσι, δίκαια «λήψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς, ὃν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν». Ἄξια, δηλαδή, θὰ πάρει καὶ ὁ Ἰουλιανὸς τὸ λαμπρὸ καὶ ἔνδοξο στεφάνι τῆς αἰώνιας ζωῆς, ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν.
Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ὁ Αἰγύπτιος ἢ Λίβυος καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν μαρτυρήσαντες Βασίλισσα, Κέλσιος, Ἀναστάσιος, Ἀντώνιος ὁ Πρεσβύτερος, εἴκοσι δεσμοφύλακες καὶ Ἑπτὰ ἀδέλφια
Βλέπε βιογραφία τους στὶς 8 Ἰανουαρίου. Ἐδῶ, ἄγνωστο γιατί, ἐπαναλαμβάνεται ἡ μνήμη τους.
Δόξασε μὲ τὸ μαρτύριό του τὴν γῆ τῆς Κιλικίας. Γεμάτος θεῖο ζῆλο, ἐργάστηκε γιὰ τὸ φωτισμὸ τῶν ἀπίστων, ἀποκαλύπτοντας τὸ ψεῦδος τῆς εἰδωλολατρίας καὶ διδάσκοντας τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἄρχοντας Διονύσιος, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν ἐνέργεια αὐτὴ τοῦ Ἀφροδισίου, τὸν καταδίκασε σὲ θάνατο. Στὴν ἀρχὴ τὸν ἔριξαν τροφὴ σὲ κάποια λέαινα μέσα στὸ ἀμφιθέατρο. Ἀλλὰ συνέβη κάτι παράδοξο. Ἡ ὁρμὴ τῆς λέαινας σταμάτησε λίγα βήματα ἀπὸ τὸν Ἅγιο, καὶ τὸ πεινασμένο θηρίο τὸν προσπέρασε χωρὶς νὰ τὸν ἀγγίξει. Κατόπιν τὸν ἔκαψαν μὲ πυρακτωμένο σίδερο, καὶ τελικὰ βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο μεταξὺ δυὸ μεγάλων λιθαριῶν, ὅπου τὸν εἶχαν βάλει καὶ τὸν συνέθλιψαν. Τὸ σῶμα του κυριολεκτικὰ θρυμματίστηκε, ἀλλὰ ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς του καὶ ἡ πίστη του διατηρήθηκαν ἀκέραιες.
Ὁ Ἅγιος Τερέντιος ἐπίσκοπος Ἰκονίου
Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν θανάτωσαν μέσα σὲ ἀγκάθια.
Γεννήθηκε στὴ Νίσυρο τὸ 1716 (κατ᾿ ἄλλους 1717) ἀπὸ γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ἦταν προύχοντες στὴν κωμόπολη Μανδράκι τῆς Νισύρου. Ὁ πατέρας του, δημογέροντας τοῦ νησιοῦ αὐτοῦ, ἔπεσε στὴ δυσμένεια τῶν Τούρκων καὶ γιὰ νὰ ἀποφύγει τὶς τιμωρίες τους, ἐξισλαμίστηκε μὲ ὅλη του τὴν οἰκογένεια καὶ μετακόμισε στὴ Ῥόδο. Ὁ μικρότερος γιός τους ὀνομάστηκε Μεχμέτ. Κάποτε ὅμως, ὁ Μεχμέτ, τυχαῖα ἔμαθε πὼς ἦταν χριστιανὸς καὶ ἀπὸ τὴν μητέρα πληροφορήθηκε πὼς τὸν ἔλεγαν Νικήτα. Τότε σὲ ἡλικία 14 ἐτῶν ὁ Νικήτας, πῆγε στὴ Νέα Μονὴ τῆς Χίου, ὅπου στὸν ἡγούμενο ἐξομολογήθηκε τὰ συμβαίνοντα μ᾿ αὐτόν. Ὁ ἡγούμενος τὸν παρέπεμψε στὸν ἐκεῖ ἐφησυχάζοντα, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἀρχιερέα, πρώην Θηβῶν Μακάριο, ὁ ὁποῖος τὸν μύρωσε καὶ τοῦ ἔδωσε χρήσιμες συμβουλές. Τότε ὁ Νικήτας ἔμεινε στὴ Μονὴ αὐτὴ κατηχούμενος καὶ ἐπέδειξε θαυμαστὸ ζῆλο στὴν προσευχὴ καὶ τὴν νηστεία. Ἐκεῖ τὸν κατέλαβε ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου καὶ μὲ τὶς συμβουλὲς τοῦ ἀσκητῆ Ἀνθίμου Ἁγιοπατερίτη καὶ τὴν εὐχὴ τῶν ἄλλων πατέρων τῆς Μονῆς, ἀναχώρησε γιὰ τὴν Χίο. Ὅταν ἔφτασε, τοῦ ζητήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους ὁ κεφαλικὸς φόρος, τὸν ὁποῖο δὲν εἶχε πληρώσει. Τὸν παρέλαβε ὁ ὑπάλληλος Τοῦρκος, Κριμλὴς ὀνομαζόμενος, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴ φυλακὴ στὴ θέση Βουνάκι. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη, πέρασε ἀπὸ ἐκεῖ κάποιος Ἱερέας, Δανιὴλ ὀνομαζόμενος, χαιρέτησε τὸν Νικήτα μὲ τὸ ὄνομα Μεχμέτ. Ὁ Κριμλὴς ὅταν τὸ ἄκουσε, ἔμαθε περὶ τίνος πρόκειται καὶ τὸν ὁδήγησε στὸν Ἀγά. Ἐκεῖ ὁ Νικήτας ὁμολόγησε μὲ πολὺ θάῤῥος τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Οἱ Τοῦρκοι, μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες προσπάθησαν νὰ συγκρατήσουν τὸν μάρτυρα στὴ θρησκεία τους. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ καταφέρουν, τὸν ὑπέβαλαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια, ποὺ διήρκησαν δέκα μερόνυκτα. Κατόπιν τὸν ἔσυραν σὲ κάποια ἄκρη τῆς πόλης, «Κάτω Γιαλό» ὀνομαζόμενη, ὅπου οἱ δήμιοι τὸν ἔστησαν κάτω ἀπὸ τὸ Ἰβηρίτικο Μετόχι καὶ ἄρχισαν πάλι μὲ κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις, μήπως μπορέσουν καὶ τὸν μεταπείσουν. Ἀλλ᾿ ὁ Ἅγιος ἀπάντησε: «Χριστιανὸς εἶμαι, Νικήτας ὀνομάζομαι καὶ Νικήτας θὰ πεθάνω». Τότε τὸν ἀποκεφάλισε ὁ ἴδιος ὁ Κριμλὴς στὶς 21 Ἰουνίου 1732, σὲ ἡλικία 16 ἢ 17 χρονῶν στὴ Χίο. Οἱ Τοῦρκοι, γιὰ νὰ μὴ πάρουν οἱ χριστιανοὶ κάτι ἀπὸ τὸ ἱερό του λείψανο, ἀφοῦ τὸ ἄλειψαν μὲ ἀκαθαρσίες τὸ πέταξαν στὴ θάλασσα. Σήμερα στὴ γενέτειρα τοῦ Ἁγίου, τὸ Μανδράκι τῆς Νισύρου, ὑψώνεται βυζαντινὸς ναός, ποὺ τιμᾶται στὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νικήτα.