Ὁ Ὅσιος Μιχαὴλ ὁ Ὁμολογητὴς ἐπίσκοπος Συνάδων
Ὑπῆρξε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Λέοντος τοῦ Ἀρμενίου (814 μ.Χ). Μοναχογιὸς πλουσίων γονέων ὁ Μιχαήλ, ἀπὸ τὰ Σύναδα τῆς Φρυγίας, σπούδασε τὰ θεολογικὰ γράμματα καὶ ἔπειτα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ συνδέθηκε μὲ ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο, τὸ Θεοφύλακτο. Καὶ οἱ δυὸ μαζὶ κατοίκησαν σὲ ἕνα μοναστήρι στὸν Εὔξεινο Πόντο, ποὺ εἶχε ἱδρύσει ὁ Πατριάρχης Ταράσιος, ὁ ὁποῖος εἶδε τὸ θεῖο φωτισμὸ καὶ τὴν ἁγία ζωὴ τῶν δυὸ ἀνδρῶν καὶ τοὺς χειροτόνησε ἱερεῖς. Ἔπειτα, τὸν μὲν Θεοφύλακτο ἔκανε ἐπίσκοπο Νικομήδειας, τὸν δὲ Μιχαὴλ ἐπίσκοπο Συνάδων. Στὴ νέα του θέση, ὁ Μιχαὴλ ἔλαμψε πνευματικὰ σὰν ὑπέρλαμπρη πόλη ἐπὶ τοῦ ὄρους κειμένη. Δυναμικὸς μαχητὴς τῆς πίστεως, δίδασκε τακτικὰ τὸ θεῖο λόγο. Ὑπεράσπιζε ἄγρυπνα τὸ ὀρθὸ δόγμα ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες καὶ διακρίθηκε γιὰ τὰ φιλάνθρωπο αἰσθήματά του, συντρέχοντας τοὺς φτωχοὺς καὶ ἀσθενεῖς τοῦ ποιμνίου του. Ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ Λέων ὁ Ἀρμένιος κήρυξε διωγμὸ ἐνάντια στὶς ἱερὲς εἰκόνες, ὁ Μιχαὴλ ἀντιτάχθηκε μὲ θάῤῥος σ᾿ αὐτὴ τὴν προκλητικὴ ἐνέργεια τοῦ αὐτοκράτορα. Ἀλλὰ ὁ Λέων μὲ θρασύτητα τὸν ἔκλεισε σὲ ἕνα φρούριο, ποὺ ὀνομαζόταν Εὐδοκίας. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Μιχαὴλ δὲν ἔπαυε νὰ διδάσκει τὴν ἀλήθεια, τὸν περιέφερε ἀπὸ φυλακὴ σὲ φυλακή, μὲ ἀποτέλεσμα ἀπὸ τὶς κακουχίες νὰ παραδώσει τὸ πνεῦμα τοῦ «ὡς καλὸς στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ». (Τὴν κάρα τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ ἀποθησαυρίζει ἡ Ἱ. Μονὴ Μεγίστης Λαύρας στὸ Ἅγιον Ὄρος, ποὺ τῆς παραχωρήθηκε μὲ χρυσόβουλο ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς Βασίλειο καὶ Κωνσταντῖνο).
Ἡ Ἁγία Μαρία τοῦ Κλωπᾶ ἡ Μυροφόρος
Ἦταν σύζυγος τοῦ Κλωπᾶ καὶ μία ἀπὸ τὶς γυναῖκες, ποὺ ἀκολούθησαν τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ὑπηρετοῦσαν στὸ ἔργο Του. Ὅταν γινόταν ἡ φρικτὴ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ καὶ οἱ μαθητὲς κρύβονταν καὶ διασκορπίζονταν, αὐτὴ συμπαρακολουθοῦσε στὸν τόπο τῆς καταδίκης καὶ συμπαραστεκόταν στὴν σταυρικὴ ἀγωνία καὶ τὴν ταφὴ ἔπειτα τοῦ Ἰησοῦ. Ἀλλὰ ἦταν καὶ μία ἀπὸ τὶς μυροφόρες, ποὺ εὐτύχησε ν᾿ ἀκούσει τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς, τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως. Γιοὶ τῆς Μαρίας αὐτῆς ἦταν ὁ Ἰωσὴς καὶ ὁ Ἰάκωβος. Ὁ τελευταῖος συγκαταλέχθηκε μεταξὺ τῶν 12 ἀποστόλων, ὀνομαζόταν μάλιστα Μικρὸς γιὰ νὰ διακρίνεται ἀπὸ τὸν ἄλλο Ἰάκωβο, τὸν ἀδελφό του Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου. Ἐπίσης ἡ Μαρία ἦταν παροῦσα καὶ κατὰ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸ ὑπερῷο. Ὅταν σχηματίστηκε ἡ πρώτη Ἐκκλησία στὴν Ἱερουσαλήμ, ἡ Μαρία ἐξακολούθησε νὰ προσφέρει σ᾿ αὐτὴ τὶς ὑπηρεσίες της, γιὰ τὴν ἐπέκταση τῆς ἀληθινῆς πίστεως καὶ γιὰ κάθε καλὸ καὶ φιλάνθρωπο ἔργο.
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν θανάτωσαν μὲ πριόνισμα.
Ὁ Ἅγιος Συνέσιος, ἐπίσκοπος Καρπασίας Κύπρου
Περιλαμβάνεται μεταξὺ τῶν Ἁγίων της Κυπριακῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ ἀναφέρουν τίποτα οἱ Συναξαριστὲς γι᾿ αὐτόν. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Λεόντιο Μαχαιρὰ (σελ. 68, ἐκδ. Σάθα). καὶ τὸν Delehaye (Les Saints de Chypre, σελ. 255-270). Στὴν Ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου τοῦ Χάκκετ, τόμ. Β´, σελ. 209, μετάφραση Χ. Παπαϊωάννου, λέγεται, ὅτι «τιμᾶται ἐν Ῥιζοκαρπάσῳ διὰ τοῦ κυριοτέρου ναοῦ τῆς κωμοπόλεως καὶ μνημονεύεται καθ᾿ ὅλην τὴν Καρπασίαν ἐν ταῖς Λειτουργείαις μετὰ τοῦ Φίλωνος καὶ Θύρσου».
Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη Πόλοτας, ἡγουμένη τοῦ Σωτῆρος καὶ ἡ εὕρεση τῶν τιμίων λειψάνων τοῦ Ἁγίου Λεοντίου Ἐπισκόπου Ῥοστοβίας, τοῦ Θαυματουργοῦ (Ῥῶσοι)