Ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Νουμεριανοῦ. Οἱ πλούσιοι ἀλλὰ εὐσεβεῖς γονεῖς Βερούκιος καὶ Ῥωμυλία, σὲ κάποια πόλη τοῦ Λιβάνου, ἀνέθρεψαν τὸ γιό τους Θαλλέλαιο σύμφωνα μὲ τὰ πρότυπά τους, δηλαδὴ τὸ νόμο τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Θαλλέλαιος, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, πράγματι ἀποκρίθηκε στὴ διαπαιδαγώγηση τῶν γονιῶν του καὶ ἔγινε ἄνθρωπος πιστός, φιλεύσπλαχνος καὶ πολὺ ἐγκρατής. Εὐφυέστατος καὶ πολὺ ἐπιμελὴς καθὼς ἦταν στὶς σχολικές του σπουδές, ἀκολούθησε τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Σὰν γιατρός, ἀκολούθησε τὰ χνάρια τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ του Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐξασκοῦσε τὴν ἰατρικὴ ὄχι σὰν ἐπάγγελμα γιὰ τὴν ἀπόκτηση χρημάτων, ὅπως ἔκαναν οἱ περισσότεροι συνάδελφοί του, ἀλλὰ σὰν γνήσιος χριστιανὸς καὶ μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ. Ὅπου καὶ ἂν πήγαινε, «ἐλάλει αὐτοῖς περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καὶ τοὺς χρείαν ἔχοντας θεραπείας ἰάσατο». Δηλαδή, μιλοῦσε στοὺς ἀνθρώπους γὰ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ γιάτρευε ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἀνάγκη θεραπείας. Ἔτσι, ἀνακούφιζε τοὺς ἀνθρώπους σωματικά, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ψυχικὰ τοὺς στήριζε στὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα. Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὁ Θαλλέλαιος, πολλοὺς εἰδωλολάτρες ἀπὸ τὸ κρεβάτι τοῦ πόνου ὁδήγησε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Ὅμως, ἡ δραστηριότητά του αὐτὴ καταγγέλθηκε στὸν ἔπαρχο Τιβεριανό, πρὶν ὅμως τὸν συλλάβει, ὁ Θαλλέλαιος κατόρθωσε νὰ τοῦ ξεφύγει στὴν Κιλικία, ὅπου συνέχισε τὶς χριστιανικές του δραστηριότητες. Ἐκεῖ ὅμως συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ποικιλοτρόπως τὸν βασάνισε, τελικὰ τὸν Μάιο τοῦ 289 τὸν ἀποκεφάλισε.
«Διαβὰς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν» (Πράξ. 16,9), εἶναι ἡ ἔκκληση τοῦ Μακεδόνα ποὺ βλέπει σὲ ὅραμα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐνῷ βρίσκεται στὴν Τρωάδα. Τὴ φωνὴ αὐτὴ τὴν θεωρεῖ ὡς φωνὴ Θεοῦ καὶ χωρὶς ἀναβολὴ ἀποφασίζει νὰ διαπεραιωθεῖ στὸ ἐκλεκτότερο τμῆμα τῆς Εὐρώπης, τὴν Μακεδονία. Μαζί του παίρνει καὶ τοὺς ἐκλεκτούς του συνεργάτες, Τιμόθεο, Σίλα καὶ Λουκᾶ. Ἀποβιβάζονται στὴ Νεάπολη, σημερινὴ Καβάλα, κι ἀπὸ κεῖ ἀναχωροῦν γιὰ τοὺς Φιλίππους. Ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Φιλίππων καὶ κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ Ζυγάκτου ποταμοῦ εἶναι ὁ τόπος προσευχῆς τῶν Ἰουδαίων. Στὶς συγκεντρωμένες ἐκεῖ γυναῖκες ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κηρύττει, γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Εὐρώπη, τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Οἱ θεοφοβούμενες γυναῖκες ἀκοῦν μὲ προσοχὴ καὶ εὐλάβεια τὰ λόγια του ἀγνώστου Ἰουδαίου. Ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλες ἐνθουσιάζεται εἶναι ἡ Λυδία, ἡ προσήλυτος πορφυρόπωλις ἀπὸ τὰ Θυάτειρα. Μέσα της γίνεται ἕνας σεισμός. Ἡ καρδιὰ τῆς Λυδίας ἦταν πάντα ἀνήσυχη. Δὲν μποροῦσε νὰ λατρεύει θεοὺς καὶ θεὲς ποὺ ὀργίαζαν μεταξύ τους. Ἔτσι ὁδηγήθηκε στὸν κῆπο προσευχῆς τῶν Ἰουδαίων. Γνώρισε τὸ νόμο τοῦ Ἰσραὴλ κι ἄναψε μέσα της ἡ δίψα γιὰ τὴν ἀναζήτηση τοῦ Μεσσία. Καὶ τώρα ἀκούει γιὰ πρώτη φορὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο νὰ μιλάει γιὰ τὸ Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου. Ἡ Λυδία ἀποδέχεται χωρὶς καμιὰ ἀντίῤῥηση τὴν νέα διδασκαλία. Πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ δηλώνει κατηγορηματικὰ πὼς καὶ αὐτὴ θέλει νὰ γίνει Χριστιανή. Καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁλοκληρώνει τὸ ἔργο του. Στὰ γάργαρα νερὰ τοῦ ποταμοῦ Ζυγάκτου βαπτίζει τὴν Λυδία. Ἡ πρώτη χριστιανὴ τῆς Μακεδονίας πολιτογραφεῖται στὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τώρα εἶναι τὸ πρῶτο μέλος τῆς πρώτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ καρδιά της πλημμυρίζει ἀπὸ αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης πρὸς αὐτοὺς ποὺ ἄνοιξαν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς της καὶ ζητᾶ νὰ τοὺς φιλοξενήσει στὸ σπίτι της. «Καὶ τις γυνὴ ὀνόματι Λυδία, πορφυρόπωλις πόλεως Θυατείρων, σεβόμενη τὸν Θεόν, ἤκουεν, ἧς ὁ Κύριος διήνοιξε τὴν καρδίαν προσέχειν τοῖς λαλουμένοις ὑπὸ τοῦ Παύλου, ὡς δὲ ἐβαπτίσθη καὶ ὁ οἶκος αὐτῆς, παρεκάλεσε λέγουσα· εἰ κεκρίκατέ με πιστὴν τῷ Κυρίῳ εἶναι, εἰσελθόντες εἰς τὸν οἶκον μου μείνατε· καὶ παρεβιάσατο ἡμᾶς» (Πράξ. 16,14-15).
Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος καὶ Ἀστέριος
Αὐτοὶ ἦταν ὑπηρέτες τοῦ ἄρχοντα Θεοδώρου καὶ διατάχτηκαν νὰ τρυπήσουν τοὺς ἀστράγαλους τοῦ Ἁγίου Θαλλελαίου. Πίστεψαν ὅμως διὰ τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ στὸν Χριστό, τὸν ὁμολόγησαν καὶ στὴ συνέχεια τοὺς ἀποκεφάλισαν.
Ὁ Ἅγιος Ἀσκλᾶς ἢ Ἀκλᾶς ἢ Ἀσκαλᾶς
Καταγόταν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν Θηβαΐδα. Ἐργαζόταν δραστηριώτατα ὑπὲρ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, γι᾿ αὐτὸ καὶ καταγγέλθηκε στὸν ἔπαρχο Ἀῤῥιανό. Ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἄνοιξαν τὰ πλευρά του καὶ ἔκαψαν τὶς πληγές του μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Ἐπειδή, ὅμως καὶ πάλι τὸ φρόνημά του παρέμεινε ἄκαμπτο, ὁ Ἀῤῥιανός, ἔδεσε μία μεγάλη πέτρα στὸ σῶμα τοῦ μάρτυρα, τὸν ἔῤῥιξε στὰ νερὰ τοῦ Νείλου, ὅπου καὶ βρῆκε τὸν θάνατο ὁ λαμπρὸς ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ Ὅσιοι Νικήτας, Ἰωάννης καὶ Ἰωσὴφ οἱ κτήτορες τῆς Νέας Μονῆς Χίου
Οἱ ὅσιοι αὐτοὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Χίο καὶ ἔζησαν στὰ τέλη τοῦ 10ου αἰῶνα καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου. Ἀσκήτευαν σὲ μία σπηλιὰ τοῦ ὄρους λεγομένου Προβατείου, στὴ Χίο. Ἐκεῖ κοντά, βρῆκαν σ᾿ ἕνα δένδρο μυρσίνης κρεμασμένη τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καὶ ἀνήγειραν πρὸς τιμήν της εὐκτήριο οἶκο, ὅπου καὶ διέμεναν. Ἀργότερα μὲ τὴν συνδρομὴ τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μονομάχου (1042-1054), ἔκτισαν τὴν μεγαλοπρεπῆ Νέα Μονή, στὴν ὁποία ὁ αὐτοκράτορας δώρισε κτήματα καὶ ἀφιερώματα, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση ποὺ εἶχε δώσει στοὺς συγκεκριμένους Ὁσίους. Ἐκεῖ λοιπὸν πέρασαν τὴν ζωή τους ἀσκητικὰ καὶ ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Μετακομιδὴ Λειψάνου Ἁγίου Νικολάου, ἐπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας τοῦ Θαυματουργοῦ
Ἡ μετακομιδὴ τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἔγινε στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Α´ τοῦ Κομνηνοῦ (1081 -1118) καὶ Πατριάρχου Νικολάου Γ´ τοῦ Κυρδινιάτη (1084-1111). Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου μετακομίστηκε στὸ Μπάρι τῆς Ἰταλίας, ἐπειδὴ οἱ Τοῦρκοι κατέλαβαν τὴν πόλη τῶν Μύρων καὶ οἱ κάτοικοι φοβήθηκαν μήπως οἱ ἄπιστοι τὸ καταστρέψουν.
Ὁ Ὅσιος αὐτός, ἔγινε Πρεσβύτερος καὶ ἔπειτα ἡγούμενος. Ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Κωνσταντίνου Δ´ τοῦ Πωγωνάτου (668-685). Αὐτὸς ὑπῆρξε ἀσκητικὸς συγγραφέας (ἔργα του ὑπάρχουν στὴ Φιλοκαλία), σύγχρονός του Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ. Συνέγραψε 400 κεφάλαια περὶ Ἀγάπης καὶ Ἐγκράτειας καὶ τῆς κατὰ Νοῦν πολιτείας. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 648.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Εὕρεσις Λειψάνων Ἁγίου Ἀλεξίου (Ρώσου) Μητροπολίτη Μόσχας καὶ πάσης Ῥωσίας
Τοῦ Θαυματουργοῦ.