Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἰουνία οἱ Ἀπόστολοι
Τὰ σαρκικὰ πάθη, ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας, δύσκολα ἀφήνουν νὰ ἀναπτυχθεῖ ἁγνὴ φιλία, καὶ εἰδικότερα ἁγνὴ συνεργασία, μεταξὺ ἑνὸς ἄνδρα καὶ μίας γυναίκας. Ὅμως, δὲν εἶναι ἀκατόρθωτο. Κατορθώνεται, ὅταν μέσα στὶς ψυχὲς καὶ τῶν δυὸ φίλων ῥιζώσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τότε νεκρώνεται τὸ σαρκικὸ φρόνημα καὶ ἐνδιαφέρει μόνο τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς. Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο συνεργάσθηκαν καὶ οἱ ἀπόστολοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἰουνία. Μὲ τὴν ἁγνή τους συνεργασία, πέτυχαν νὰ ἀποσπάσουν πολλοὺς εἰδωλολάτρες ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ νὰ κτίσουν πολλὲς ἐκκλησίες. Συνεργάσθηκαν μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, γιὰ τοὺς ὁποίους γράφει στὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολή του: «Ἀσπάσασθε Ἀνδρόνικον καὶ Ἴουνιάν τους συγγενεῖς μου καὶ συναιχμαλώτους μου, οἵτινες εἰσὶν ἐπίσημοι ἐν τοῖς ἀποστόλοις, οἳ καὶ πρὸ ἐμοῦ γεγόνασιν ἐν Χριστῷ». Δηλαδή, χαιρετῆστε τὸν Ἀνδρόνικο καὶ τήν Ἰουνία, τοὺς συμπατριῶτες μου, ποὺ καταδιώχθηκαν καὶ φυλακίσθηκαν μαζί μου καὶ εἶναι διακεκριμένοι μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἀσκοῦν τὴν ἀποστολὴ τοῦ κηρύγματος, καὶ οἱ ὁποῖοι μάλιστα προσῆλθαν στὸ Χριστὸ πρωτύτερα ἀπὸ μένα. Ὁ Ἀνδρόνικος καὶ ἡ Ἰουνία, ἀφοῦ ἔλαμψαν μὲ τοὺς ἀγῶνες τους γιὰ τὴν πίστη, εἰρηνικὰ ἀποδήμησαν στὴν αἰώνια ζωή. (Κατ᾿ ἄλλους Συναξαριστὲς ἡ Ἰουνία λαμβάνεται σὰν Ἰουνίας, δηλ. ἀρσενικοῦ γένους).
Οἱ Ἅγιοι Σολόχων, Παμφαμὴρ καὶ Παμφυλὼν ἢ Παμφαλών
Ἔζησαν στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα καὶ μαρτύρησαν ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Γαλέριος Μαξιμιανός. Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, καὶ ὑπηρετοῦσαν στὸ στρατό. Βρίσκονταν ὅλοι στὴ Χαλκηδόνα, ὅταν ὁ διοικητής τους Καμπάνας ἄρχισε ἀνακρίσεις, γιὰ νὰ μάθει ποιοὶ ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες ἦταν τυχὸν Χριστιανοί. Καὶ οἱ τρεῖς ἅγιοι, ὁμολόγησαν ἀπὸ τὴν πρώτη ἐρώτηση ὅτι πράγματι ἦταν. Μάλιστα, ἐπέμειναν στὴν ὁμολογία τους αὐτὴ καὶ πέθαναν μετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια. Ἰδιαίτερα τοῦ Σολόχωνος ὁ θάνατος, ἐπῆλθε διὰ σίδηρου ὀργάνου, τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ τοποθετήθηκε στ᾿ αὐτί του, διαπέρασε τὸ κεφάλι του!
Μνήμη Ἁλώσεως καὶ Πυρπολήσεως τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Πέρσες
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔγινε τὸ ἔτος 614 καὶ τὸ περιέγραψε λεπτομερῶς ὁ ἁγιοσαββίτης μοναχὸς Ἀντίοχος Στρατήγιος, καὶ τὸ μετέφερε στὴν Ἑλληνικὴ ὁ Ἀρχιμανδρίτης Κάλλιστος.
Οἱ Ὅσιοι Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης, οἱ αὐτάδελφοι κτήτορες τῆς Μονῆς Βαρλαὰμ Μετεώρων
Ἦταν ἀδέλφια μεταξύ τους καὶ γεννήθηκαν τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 15ου αἰῶνα στὰ Ἰωάννινα τῆς Ἠπείρου. Ἡ οἰκογένειά τους ἦταν πλούσια καὶ ἀρχοντική, ἀπὸ τὸ γένος τῶν Ἀψαράδων. Ἔγιναν μοναχοὶ ὑπὸ τὴν χειραγωγίαν κάποιου σοφοῦ γέροντα Σάββα ὀνομαζόμενου, μὲ τὸν ὁποῖο ἔμειναν μαζὶ 10 ὁλόκληρα χρόνια. Λίγο πρὶν τὸ θάνατό του τοὺς ἔκανε ἱερεῖς καὶ ἔπειτα αὐτοὶ πῆγαν στὴ Μονὴ Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου συνάντησαν τὸν Ἅγιο Νήφωνα, πρώην Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Κατόπιν ἐπέστρεψαν στὸ προηγούμενο ἀσκητήριό τους (Νησὶ Ἰωαννίνων), γιὰ νὰ τὸ ἐγκαταλείψουν ἀργότερα καὶ νὰ ἔλθουν τὸ 1511 στὰ Μετέωρα. Ἐκεῖ, μετὰ τὴν προσωρινή τους διαμονὴ στὸν ἀπόκρημνο βράχο, ὀνομαζόμενο Στῦλο τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τὸ 1518 ἀνέβηκαν στὴν ἀπρόσιτη κορυφή, ὀνομαζομένη Πέτρα τοῦ Βαρλαὰμ καὶ ἔκτισαν ναὸ στὸ ὄνομα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν (πάνω στὰ παλιὰ ἐρείπια, ποὺ ὑπῆρχαν ἐκεῖ) καὶ ἀργότερα οἰκοδόμησαν καὶ ἄλλο ναὸ στὸ ὄνομα τῶν Ἁγίων Πάντων, ποὺ ἀποπερατώθηκε τὸ 1544 καὶ ἀποτέλεσε τὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς Βαρλαάμ. Ἐκεῖ λοιπὸν οἱ Ἅγιοι αὐτοί, ἀφοῦ ἔζησαν ζωὴ ἀσκητική, μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχή, ἀπεβίωσαν εἰρηνικά. Ὁ μὲν Θεοφάνης 17 Μαΐου 1544, ὁ δὲ Νεκτάριος 7 Ἀπριλίου 1550.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἀπὸ τὸ Μέτσοβο
Γεννήθηκε στὸ Μέτσοβο ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ νέος ἀκόμα ἀναχώρησε στὰ Τρίκαλα, ὅπου ἐργαζόταν ὑπάλληλος σὲ ἀρτοπωλεῖο. Ἐκεῖ τὸν ἐξαπάτησαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Συναισθανόμενος τὸ ἁμάρτημα τῆς ἀποστασίας του, ἐπέστρεψε στὸ Μέτσοβο καὶ ζοῦσε ζωὴ χριστιανική. Κάποτε ὅμως ἦλθε στὰ Τρίκαλα γιὰ νὰ πουλήσει δαδὶ καὶ κάποιος Τοῦρκος κουρέας τὸν ἀναγνώρισε, καὶ τὸν ἀπειλοῦσε ὅτι θὰ τὸν προδώσει. Ὁ Νικόλαος γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν σιωπὴ τοῦ Τούρκου κουρέα, παρέδωσε σ᾿ αὐτὸν ὅλο τὸ φορτίο ἀπὸ δαδὶ καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε κάθε χρόνο νὰ τοῦ φέρνει τὸ ἴδιο φορτίο. Ἀργότερα ὅμως ὁ Νικόλαος μετανόησε, προσῆλθε σὲ πνευματικό, ἐξομολογήθηκε καὶ ἐπεζήτησε τὸ μαρτύριο. Τὴν ἑπόμενη λοιπὸν χρονιά, ἦλθε στὰ Τρίκαλα καὶ δὲν ἔφερε στὸν Τοῦρκο κουρέα τὸ ὑποσχόμενο φορτίο δαδιοῦ. Ὁ Τοῦρκος τὸν πρόδωσε καὶ ὁ Νικόλαος ὁδηγήθηκε στὸν κριτή. Στὸ κριτήριο ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὴν πίστη του στὸν Χριστό, παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τοὺς φοβερισμοὺς τῶν Τούρκων. Τότε τὸν ἔριξαν στὴ φυλακὴ καὶ ὑπέμεινε καρτερικά, βασανιστήρια, πεῖνα καὶ δίψα. Ὅταν ὁδηγήθηκε γιὰ δεύτερη φορὰ σὲ ἀνάκριση στὸ κριτήριο, ἀποδείχτηκε ἀσάλευτος στὴν πίστη του. Τότε οἱ Τοῦρκοι πῆραν τὴν ἀπόφαση καὶ τὸν ἔκαψαν ζωντανὸ στὴ φωτιά, στὶς 17 Μαΐου 1617. Τὴν κάρα τοῦ Ἁγίου, ἀγόρασε ἀντὶ πολλῶν χρημάτων κάποιος χριστιανὸς κεραμέας καὶ τὴν ἀποθησαύρισε μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια στὴ Μονὴ Βαρλαὰμ Μετεώρων. Ναὸς τοῦ Ἁγίου ὑπάρχει στὸν Τύρναβο καὶ πανηγυρίζει τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ.
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Νέος, ὁ Θαυματουργὸς ἐπίσκοπος Χριστιανουπόλεως
Στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου εἶναι ἄγνωστος. Βιογραφικά του στοιχεῖα παίρνουμε ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία του, ποὺ συνέταξε ὁ ἐπίσκοπος Γορτύνης καὶ Μεγαλουπόλεως Ἰωάννης Μαρτῖνος. Σύμφωνα λοιπόν, μὲ τὰ στοιχεῖα αὐτά, ὁ Ἀθανάσιος γεννήθηκε στὴν Κέρκυρα τὸ 1664 ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Ἀνδρέα καὶ τὴν Εὐφροσύνη. Οἱ γονεῖς του θέλησαν νὰ τὸν παντρέψουν μὲ τὴν βία, ἀλλὰ ὁ Ἀθανάσιος, ποὺ εἶχε ἱερατικὴ κλήση, ἔφυγε ἀπ᾿ αὐτοὺς κρυφὰ καὶ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Γαβριὴλ καὶ ἔπειτα, τὸ 1711, ἐξελέγη ἐπίσκοπος Χριστιανουπόλεως (τωρινὴ ἐπαρχία Τριφυλίας, μὲ ὁμώνυμη πρωτεύουσα ποὺ βρισκόταν στὸ τωρινὸ χωριὸ Χριστιάνοι). Ὁσίως ἀφοῦ ποίμανε γιὰ 24 χρόνια τὸ ποίμνιό του, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸν Νοέμβριο 1735, σὲ ἡλικία 71 ἐτῶν.
Ὁ Ἅγιος Θεοδώρητος ὁ Πρεσβύτερος
Πρεσβύτερος στὴν Ἀντιόχεια τὸν 4ο αἰῶνα, ποὺ μαρτύρησε κατὰ τὴν περίοδο τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη (360-363).