Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος ἐπίσκοπος Κύπρου
Μεγάλωσε μέσα σὲ ἕνα φτωχόσπιτο, στὸ χωριὸ Βησαυδούκη (ἢ Βησανδούκ), κοντὰ στὴν Ἐλευθερούπολη τῆς Παλαιστίνης (310 μ.Χ.). Οἱ Ἰουδαῖοι γονεῖς του ἦταν φτωχοὶ γεωργοί. Μετὰ τὸ θάνατο τῶν γονέων του ὁ Ἐπιφάνιος προσελκύεται στὸ χριστιανισμὸ ἀπὸ δυὸ περίφημους γιὰ τὶς γνώσεις καὶ τὸν ἀσκητισμὸ μοναχούς, τὸ Λουκιανὸ καὶ τὸν Ἱλαρίωνα. Ἔπειτα, πηγαίνει στὴν ἔρημο καὶ ζεῖ κοντὰ στοὺς πνευματικότερους ἀσκητὲς τῆς Παλαιστίνης. Ἐκεῖ καταρτίζεται στὴν ἀρετὴ καὶ ἐμπλουτίζει σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸ μυαλό του μὲ θεολογικὲς γνώσεις. Ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς του ἀνέδειξε τὸν Ἔπιφανιο ἐπίσκοπο Κωνσταντίας στὴν Κύπρο. Ἀπὸ τότε, ἀγωνίστηκε μὲ θερμότερο ζῆλο γιὰ τὴν ἀνόθευτη καὶ γνήσια διατήρηση τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος. Καταπολέμησε ὅλες τὶς αἱρετικὲς πλάνες τῆς ἐποχῆς του, καὶ ἰδιαίτερα τὶς ἐσφαλμένες δοξασίες τοῦ Ὠριγένη. Συνεχῶς κήρυττε στὸ ποίμνιό του νὰ εἶναι προσεκτικὸ στοὺς ψευδοδιδασκάλους, χρησιμοποιώντας τὸ λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ λέει: «Ἀγαπητοί, μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε, ἀλλὰ δοκιμάζετε τὰ πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστίν, ὅτι πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τὸν κόσμον». Ἀγαπητοί, μὴ δίνετε ἐμπιστοσύνη στὸν καθένα ποὺ σᾶς λέει ὅτι ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ᾿ ἐξετάζετε καὶ διακρίνετε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐμφανίζονται ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, ἂν πράγματι προέρχονται αὐτοὶ ἀπὸ τὸ Θεό. Διότι πολλοὶ ψευδοπροφῆτες βγῆκαν στὸν κόσμο. Ό Ἐπιφάνιος πέθανε ἐν πλῷ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ εἶχε πάει γιὰ ἐκκλησιαστικὲς ὑποθέσεις πρὸς τὴν Κωνσταντία, στὶς 12 Μαΐου τοῦ 403, μετὰ ἀπὸ ἀρχιερωσύνη 36 χρόνων, καὶ ἀφοῦ ἄφησε ἀρκετὰ ἀντιαιρετικὰ συγγράμματα.
Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 640. Πατέρας του ἦταν ὁ πατρίκιος Ἰουστινιανός, ποὺ τὸν ἀνέθρεψε μὲ μεγάλη εὐσέβεια. Εἴκοσι χρονῶν ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, τὸν ὁποῖο σκότωσε ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Πωγωνάτος, ἀφοῦ τὸν συμπεριέλαβε μεταξὺ αὐτῶν ποὺ σκότωσαν τὸν πατέρα του. Τὸν Γερμανὸ ἀφοῦ τὸν εὐνούχισε, τὸν κατέταξε στὸν κλῆρο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτός, φημισμένος γιὰ τὴν ἀρετή, τὴν μόρφωση καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς του, ἐκλέχθηκε μητροπολίτης Κυζίκου, στὸ 37ο ἔτος τῆς ἡλικίας του. Ἀργότερα ὅταν χήρεψε ὁ πατριαρχικὸς θρόνος, μὲ τὴν γνώμη τοῦ βασιλιᾶ Ἀναστασίου καὶ τὴν ψῆφο τῆς συγκλήτου, τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, ἀνέβηκε στὸν οἰκουμενικὸ θρόνο (715). Ἀπὸ τὴν θέση αὐτή, ἀφιέρωσε ὅλες του τὶς πνευματικὲς καὶ ἠθικὲς δυνάμεις, διδάσκοντας καὶ νουθετῶντας μὲ τὰ συνεχῆ κηρύγματά του τὸ λαό. Κατόπιν, ὅταν ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτορας Λέων ὁ Ἴσαυρος, τοῦ εἶπε νὰ συμμορφωθεῖ μὲ τὰ ἀσεβῆ διατάγματά του, αὐτὸς ὄχι μόνο δὲν ὑπάκουσε, ἀλλὰ παρότρυνε καὶ τὸ λαὸ σὲ ἀντίσταση. Ἀναγκάστηκε ἔτσι νὰ παραιτηθεῖ, ἀφοῦ κατέθεσε τὸ ὠμοφόριό του πάνω στὴν ἁγία Τράπεζα. Ἀποσύρθηκε σ᾿ ἕνα πατρικό του κτῆμα, τὰ Πλατάνια, καὶ μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀῤῥώστια, πέθανε σὲ ἡλικία 100 ἐτῶν στὶς 12 Μαΐου τὸ 740.Ἡ ταφή του ἔγινε στὴ Μονὴ τῆς Χώρας.
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸν Σιναϊτικὸ Κώδικα 647, μαζὶ μὲ τὸν Ἔπιφανιο Κύπρου καὶ Γερμανὸ Ἀρχιεπίσκοπο (βλ. Τιμοθέου Θέμελη, Ἀρχιεπισκόπου Ἰορδανοῦ, Τὰ Μηναῖα ἀπὸ τοῦ 11ου μέχρι 13ου αἰῶνα, Ἀλεξάνδρεια 1931, σελ. 33). Ἐπίσης καὶ στὸν Κώδικα Δ. α. IX Κρυπτοφέρης ὅπου καὶ ἡ Ἀκολουθία του.
Γεννήθηκε στὴ Βλαχία καὶ καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανὲς γένος. Ἐπὶ Σουλτάνου Μεχμὲτ καὶ σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν, τὸν νεομάρτυρα αὐτὸν ἅρπαξαν οἱ Τάταροι, ποὺ εἶχαν εἰσβάλει στὴ Βλαχία γιὰ νὰ καταπνίξουν τὴν ἐπανάσταση τοῦ ἄρχοντα Μίχνα Βοεβόνδα Τζιβᾶν μπέη. Ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, εἶδε τὴν ὀμορφιὰ τοῦ νέου αὐτοῦ καὶ τὸν ἔδεσε σ᾿ ἕνα δένδρο γιὰ νὰ τὸν βιάσει. Ὁ Ἰωάννης ὅμως, βρῆκε τὴν εὐκαιρία, σκότωσε τὸν στρατιώτη αὐτὸ καὶ ἀπέφυγε τὸν βιασμό. Συνελήφθη ὅμως ἀπὸ ἄλλους Τούρκους καὶ παραδόθηκε στὴ σύζυγο τοῦ στρατιώτη ποὺ σκότωσε, στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ γυναῖκα αὐτὴ ὁδήγησε τὸν Ἰωάννη στὸν βεζίρη, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τὸν ἀνέκρινε τὸν παρέδωσε στὴ γυναῖκα αὐτή, γιὰ νὰ τὸν μεταχειρισθεῖ ὅπως ἤθελε. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὴ δὲν μπόρεσε μὲ κολακεῖες νὰ τὸν διαφθείρει καὶ νὰ τὸν ἐξισλαμίσει, τὸν παρέδωσε στὸν ἔπαρχο. Μετὰ ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια, στὰ ὅποια ἦταν παροῦσα καὶ ἡ ἀκόλαστη αὐτὴ γυναῖκα, ποὺ προέτρεπε συνεχῶς τὸν μάρτυρα νὰ ὑποκύψει στὶς ἐπιθυμίες της, ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἀποδείχτηκε ἀληθινὸ διαμάντι στὴν πίστη καὶ στὴν εὐσέβεια, δέχτηκε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀφοῦ τὸν θανάτωσαν μὲ ἀπαγχονισμὸ στὶς 12 Μαΐου 1662 στὸ Παρμὰκ Καπὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου συνέγραψε ὁ Ἰωάννης Καρυοφύλλης.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Θεοφόρος ποὺ ἀσκήτευσε στὰ Κύθηρα
Ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ῥωμανοῦ καὶ πατρίδα του ἦταν ἡ Κορώνη τῆς Πελοποννήσου. Ἡ μητέρα του προηγούμενα ἦταν στεῖρα καὶ ὅταν ὁ Θεὸς τῆς χάρισε παιδὶ τὸ ὀνόμασε Θεόδωρο. Ὁ Θεόδωρος λοιπὸν διδάχτηκε τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ παραδόθηκε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του στὸν τότε ἐπίσκοπο Κορώνης, ὁ ὁποῖος τὸν ἔκανε ἀναγνώστη. Ὅταν πέθαναν οἱ γονεῖς του, ὁ Θεόδωρος μπῆκε ὑπὸ τὴν προστασία ἑνὸς ἱερέα τοῦ Ναυπλίου, ποὺ ἦταν φίλος τῶν γονέων τοῦ Ἁγίου. Ὅταν ἔφτασε σὲ κατάλληλη ἡλικία, παντρεύτηκε καὶ ἀπόκτησε δυὸ παιδιά. Ὁ ἐπίσκοπος Ἄργους, βλέποντας τὶς ἀρετές του, τὸν χειροτόνησε Διάκονο. Ἀργότερα ὁ Θεόδωρος πῆγε στὴ Ῥώμη καὶ προσκύνησε τοὺς τόπους τῶν Μαρτύρων. Κατόπιν ἐπέστρεψε στὴ Μονεμβασία, ὅπου παρέμεινε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Ἔπειτα, παρὰ τὶς παρακλήσεις τῆς οἰκογένειάς του νὰ μείνει κοντά της, ὁ Θεόδωρος, ποθῶντας τὰ ἀνώτερα πνευματικὰ ἀγαθά, ἦλθε στὰ Κύθηρα. Ἐκεῖ ἀφοῦ ἔζησε ζωὴ πολὺ ἀσκητικὴ καὶ ἔφτασε σὲ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς, ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Μετὰ τὸν θάνατό του, ἔκανε καὶ ἀρκετὰ θαύματα. (Στοὺς Συναξαριστὲς ὁ Ἅγιος αὐτὸς δὲν ἀναφέρεται, τὰ βιογραφικά του στοιχεῖα μαθαίνουμε ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία του, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1747 στὴ Βενετία, τὸ 1841 στὴ Σμύρνη καὶ τὸ 1899 καὶ 1961 στὴν Ἀθήνα).
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸ Ἵεροσολυμιτικὸ Κανονάριο δυὸ φορὲς (12 Μαΐου καὶ 7 Νοεμβρίου).
Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ἐπίσκοπος Κύπρου
Εὕρεσις Ἱερῶν Λειψάνων (1961) τῆς Ἁγίας Παρθενομάρτυρος Εἰρήνης ἐν Καρυαῖς Λέσβου