Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 24


Ἡ Ὁσία Ἐλισάβετ ἡ Θαυματουργός

Ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας της εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ὅτι ἡ Ἐλισάβετ θὰ γινόταν ἀστέρας ὑπέρλαμπρος τῆς χριστιανικῆς ἀρετῆς. Αὐτὸ ἔγινε μὲ τὴν ἐμφάνιση ἀγγέλου στὴ μητέρα της, ποὺ τῆς εἶπε ὅτι θὰ γεννήσει κόρη, ποὺ θὰ διακριθεῖ στὶς ἀρετὲς τοῦ Χριστοῦ. Πράγματι, ἡ Ἐλισάβετ ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἔδωσε τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα της στὴ διακονία τῶν πασχόντων συνανθρώπων της. Μὲ κάθε νόμιμο τρόπο, προσπαθοῦσε νὰ βρεῖ πόρους γιὰ τὴν συντήρηση τῶν φτωχῶν, καὶ συγχρόνως δωρεὰν μόρφωνε καὶ κατηχοῦσε τὰ παιδιά τους. Θύμιζε, ἔτσι, τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέει: «Πτωχῷ ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου, ἵνα τελειωθῇ ἡ εὐλογία σου»· Ἅπλωσε, δηλαδή, μὲ ἐλεημοσύνη τὸ χέρι σου στὸ φτωχό, γιὰ νὰ εἶναι τέλεια ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ σὲ σένα. Ἔπειτα, νύχτα-μέρα πρόσφερε τὴν ὑπηρεσία της στοὺς ἀῤῥώστους σὰν ἁπλὴ νοσοκόμα, ἐμπνεόμενη πάλι ἀπὸ τὸ θεῖο λόγο, ποὺ λέει: «Μὴ ὀκνεῖ ἐπισκέπτεσται ἄῤῥωστον, ἐκ γὰρ τῶν τοιούτων ἀγαπηθήση». Δηλαδή, μὴν εἶσαι ἀπρόθυμος στὸ νὰ ἐπισκέπτεσαι τὸν ἄῤῥωστο, διότι ἀπὸ κάτι τέτοια ἔργα θὰ ἀγαπηθεῖς ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐπίσης, δὲν παρέλειπε νὰ παρηγορεῖ τοὺς θλιβομένους καὶ στενοχωρημένους συνανθρώπους της, διότι ἡ ψυχή της ἄκουγε καὶ πάλι τὸ θεῖο λόγο, ποὺ λέει: «Μὴ ὑστερεῖ ἀπὸ κλαιόντων». Δηλαδή, μὴ παραλείπεις νὰ συμπαρίστασαι σ᾿ αὐτοὺς ποὺ κλαῖνε. Ἡ Ἐλισάβετ πέθανε εὐεργετῶντας, ἀλλὰ καὶ θαυματουργῶντας, διότι ὁ Θεὸς τῆς εἶχε δώσει καὶ αὐτὸ τὸ χάρισμα.


Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Στρατηλάτης, ὁ Γότθος

Στὴν καταγωγὴ ἦταν Γότθος καὶ ἔζησε τὸν 3ο αἰῶνα, στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ, καὶ ὑπηρετοῦσε στὴ Ῥώμη. Ὁ βασιλιὰς δὲν γνώριζε ὅτι ὁ Σάββας ἦταν χριστιανός, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς δὲν θεώρησε ὅτι ἔπρεπε νὰ προφυλαχθεῖ ὅταν διώκονταν καὶ φυλακίζονταν οἱ χριστιανοί. Ὁ ἴδιος πήγαινε τρόφιμα στοὺς φυλακισμένους καὶ τοὺς πρόσφερε τὴν ἀδελφική του ἀγάπη καὶ συμπαράσταση. Ὅμως, οἱ ἀξιωματικοὶ τῶν φυλακῶν τὸν κατήγγειλαν στὸν αὐτοκράτορα, ποὺ μάταια προσπάθησε νὰ τὸν πείσει νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Τότε διέταξε καὶ τοῦ ἔσχισαν τὶς πλευρὲς καὶ τὶς πληγές του ἔκαψαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Ἀλλ᾿ ἡ καρτερία τοῦ Σάββα, φάνηκε ἀντάξια τῆς πίστης του. Ἀφοῦ εἶδαν ὅτι δὲν μποροῦσαν νὰ κατορθώσουν τίποτα, ἀποφασίστηκε ὁ θάνατός του. Ἐπειδὴ ὅμως εἶχε μεγάλο ἀξίωμα, ἡ εἴδηση ὅτι θὰ θανατωθεῖ, ἔφερε στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσής του πλήθη θεατῶν. Ἀφοῦ ἔβρασαν λοιπὸν ἕνα καζάνι μὲ πίσσα, ὁ ἐπικεφαλὴς τοῦ ἀποσπάσματος διέταξε νὰ ῥίξουν τὸν μάρτυρα μέσα. Ἀλλὰ ἀπὸ θαῦμα ὁ Ἅγιος παρέμεινε ἀβλαβής. Τὸ θέαμα κίνησε μεγάλο θαυμασμό, καὶ 70 ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ εἰδωλολάτρες πίστεψαν στὸ Χριστὸ καὶ ἐπὶ τόπου ἀποκεφαλίστηκαν. Τὸν δὲ Σάββα, ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν μεγάλη πέτρα στὸ λαιμό, τὸν ἔριξαν στὸν ποταμὸ Τίβερη καὶ ἔτσι πῆρε τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.


Οἱ Ἅγιοι 70 Στρατιῶται

Αὐτοὶ πίστεψαν στὸν Χριστὸ διὰ τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.


Οἱ Ἅγιοι Ἀχιλλέας καὶ Εὐτέξιος ὁ ἱερομάρτυρας

Ἡ μνήμη τους ἀναφέρεται ἐπιγραμματικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασματάριον» ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1959, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται ἡ μνήμη τους.


Οἱ Ἅγιοι Πασικράτης καὶ Βαλεντίων

Κατάγονταν ἀπὸ τὸ Δορύστολο τῆς Μυσίας (περιοχὴ τῆς Βαλκανικῆς χερσονήσου) καὶ ἦταν στρατιῶτες χριστιανοί, κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔπαρχος ἦταν ὁ Αὐλοζάνης. Ἐπειδὴ δὲν ἀνέχονταν τὴν προσκύνηση τῶν εἰδώλων ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, ἔκαναν δριμύτατη παρατήρηση σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὰ πίστευαν καὶ ὁμολόγησαν Θεὸ ἀληθινὸ τὸν Χριστό. Ὁπότε συνελήφθηκαν καὶ ὁδηγήθηκαν στὸν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος τοὺς παρότρυνε νὰ προσφέρουν θυσία στὸν Ἀπόλλωνα. Ὁ μὲν Πασικράτης ἀρνήθηκε καί, ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν μὲ ἁλυσίδες, τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Ἐκεῖ ἦλθε ὁ ἀδελφός του καὶ τὸν συμβούλευσε νὰ προσφέρει ἔστω λίγο θυμίαμα γιὰ νὰ σωθεῖ. Ἀλλ᾿ ὁ Πασικράτης τὸν ἔδιωξε καὶ δέχτηκε μὲ χαρὰ τὴν ἀπόφαση τοῦ ἡγεμόνα ν᾿ ἀποκεφαλιστεῖ. Ὁ δὲ Βαλεντίων, ὅταν ῥωτήθηκε ἂν συμφωνεῖ μὲ αὐτὰ ποὺ πιστεύει ὁ Πασικράτης, ἀπάντησε πὼς καὶ αὐτὸς ἐμμένει στὴ Χριστιανική του πίστη καὶ δὲν πρόκειται νὰ θυσιάσει ποτὲ στὰ ἄψυχα εἴδωλα. Τότε καὶ οἱ δυὸ ἀποκεφαλίστηκαν, σὲ ἡλικία, ὁ μὲν Πασικράτης 22 ἐτῶν, ὁ δὲ Βαλεντίων 30.


Οἱ Ἅγιοι Εὐσέβιος, Νέων, Λεόντιος, Λογγῖνος, Χριστοφόρος, Δημήτριος, Δάναβος καὶ Νέσταβος

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ προσῆλθαν στὴ χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἐνδόξου μαρτυρίου του. Ὁπότε ὅλοι ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ καὶ φυλακίστηκαν. Ἔπειτα μὲ πρόσταγμα τοῦ Διοκλητιανοῦ (284-304), τοὺς κρέμασαν, ξέσχισαν τὶς σάρκες τους καὶ τέλος τοὺς ἀποκεφάλισαν, παίρνοντας ἔτσι ὅλοι τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.


Ὁ Ἅγιος Δούκας ὁ ῥάπτης, ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη

Ὁ νεομάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη καὶ ἦταν νέος ὡραῖος, ἐνάρετος καὶ ἐργαζόταν σὰν ῥάφτης σὲ κάποιο ῥαφεῖο στὴν Κωνσταντινούπολη. Κάποτε ὅμως ποὺ πῆγε νὰ προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του στὸ σπίτι κάποιου μεγιστᾶνα Τούρκου, δέχτηκε ἄσεμνη ἐπίθεση ἀπὸ τὴν ἀκόλαστη γυναῖκα αὐτοῦ τοῦ μεγιστᾶνα, καὶ σὰν ἄλλος σώφρων Ἰωσὴφ ἔφυγε μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι της. Τότε αὐτή, γιὰ νὰ προλάβει τὴν ντροπή της, πῆγε καὶ συκοφάντησε τὸν μάρτυρα στὸν Βεζίρη, ὅτι δῆθεν αὐτὸς προσπάθησε νὰ τὴν βιάσει μέσα στὸ σπίτι της. Ὁ ἔπαρχος ἀμέσως συνέλαβε τὸν Δούκα καὶ τὸν ὁδήγησε μπροστὰ στὸν Βεζίρη, ὅπου ἦταν καὶ ἡ πονηρὴ αὐτὴ γυναῖκα. Παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις ποὺ τοῦ ἔγιναν, ὁ Δούκας δὲν ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ ὑπέστη φρικτὰ βασανιστήρια. Οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ τὸν ἔγδαραν ζωντανό, ἔριξαν τὸ δέρμα του στὴ θάλασσα καὶ συνέχισαν τὰ βασανιστήρια τοὺς στὸ ἄψυχο καὶ ἄμορφο σῶμα τοῦ νεομάρτυρα. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔγινε στὶς 24 Ἀπριλίου 1564 στὴν Κωνσταντινούπολη ἀποδεικνύοντας τὸν θεῖο ἔρωτα τοῦ μάρτυρα στὴ Χριστιανικὴ πίστη.


Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ποὺ μαρτύρησε στὴ Μαγνησία

Κατοικοῦσε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του Χατζῆ Κανέλο στὴν πόλη Γιαγιὰ Κιόϊ (τουρκιστί). Ὁ πατέρας του ἦταν ἐπιστάτης στὰ κτήματα τοῦ Ἀγὰ τῆς πόλης αὐτῆς, ποὺ ὀνομαζόταν Καρὰ Ὀσμάνογλου καὶ ἀπολάμβανε μεγάλων τιμῶν τῶν ἐκεῖ Τούρκων. Σὲ ἡλικία 22 ἐτῶν ὁ Νικόλαος ἀῤῥαβωνιάστηκε καὶ μὲ τὴν ἄδεια τοῦ πατέρα του καὶ τοῦ Ἀγά, πῆγε στὴ Μαγνησία γιὰ διάφορες ὑποθέσεις. Ὅταν μπῆκε στὴν πόλη, λόγω ἐκτίμησης ἀπὸ τοὺς Τούρκους, φοροῦσε τούρκικα ὑποδήματα καὶ κόκκινο φέσι στὸ κεφάλι. Οἱ ὑπηρέτες τοῦ δικαστῆ Μαγνησίας, ἂν καὶ γνώριζαν τὸν νέο αὐτό, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν δικαστὴ (μουσελίμη). Ὁ δικαστὴς προσποιούμενος ὅτι δὲν γνώριζε τὸν νέο, ῥώτησε ἂν θέλει νὰ γίνει μωαμεθανὸς μὲ τὸ νὰ φοράει τούρκικα ὑποδήματα καὶ κόκκινο φέσι. «Ἐγὼ τὰ ῥοῦχα τὰ φορῶ μὲ δική σας ἄδεια, ἀπάντησε ὁ Νικόλαος, διότι ὁ πατέρας μου εἶναι δικός σας ἐργάτης». Τότε ὁ δικαστὴς διέταξε καὶ τὸν μαστίγωσαν τέσσερις διαδοχικὲς φορές, ἀλλὰ ὁ Νικόλαος καὶ τὶς τέσσερις φορὲς παρέμεινε σταθερὸς στὴν πίστη του, ὁμολογῶντας τὸν Χριστὸ Θεὸ ἀληθινό. Τελικὰ μισοπεθαμένος ἀπὸ τὰ βασανιστήρια ῥίχτηκε στὴ φυλακή, ὅπου παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὶς 24 Ἀπριλίου 1796 (κατ᾿ ἄλλους 1776).


Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Ῥῶσος ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ


Ὁ Ἅγιος Θαυμαστός (†6ος αἰ.)


Ὁ Ὅσιος Θωμᾶς ὁ διὰ Χριστὸν Σαλὸς (†6ος αἰ.)


Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ὁ Ῥῶσος (†13ος αἰ.)


Ὁ Ἅγιος Meilitus (Ἄγγλος)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.