Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Ὁμολογητὴς ἐπίσκοπος Παρίου
Ἀπτόητος πρόμαχος τῆς τιμητικῆς προσκύνησης τῶν εἰκόνων ὁ Βασίλειος, ἀποδοκίμασε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις τοὺς ἐπιζήμιους - γιὰ τὴν Ἐκκλησία - εἰκονομάχους αὐτοκράτορες. Ἡ μεγάλη θεολογική του κατάρτιση σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἐνάρετη ζωή του τὸν ἀνέδειξαν ἐπίσκοπο τῆς πόλης Παρίου στὶς ἀκτὲς τῆς Προποντίδας. Ἡ στάση του ὅμως αὐτὴ ἔναντι τῶν εἰκονομάχων αὐτοκρατόρων ἔγινε αἰτία νὰ διωχθεῖ σκληρά. Ὑπέστη πολλὰ δεινὰ καὶ πέρασε «ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι», δηλαδή, μὲ πείνα καὶ δίψα, μὲ νηστεῖες πολλὲς φορές, μὲ κρύο καὶ γυμνότητα. Ἀλλὰ ὁ Βασίλειος, ὅπου καὶ ἂν τὸν ἐξόριζαν οἱ αὐτοκράτορες, ποτὲ δὲν ἔχανε τὴν εὐκαιρία νὰ ὑπερασπίζει τὴν Ὀρθοδοξία. Τέλος, τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ δεῖ τὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ συγχρόνως τὸ ναυάγιο τῆς εἰκονομαχίας. Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν ἐπισκοπή του, τὸν ὑποδέχθηκαν μὲ μεγάλες τιμὲς καὶ ἐκεῖ παρέδωσε εἰρηνικὰ τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.
Μεταφορὰ τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου
Ἡ μετακόμιση ἔγινε ἀπὸ τὴν ἐπισκοπὴ Ζήλα (στὴν Καππαδοκία) στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ ἔτος 942, ὅταν βασιλεῖς ἦταν οἱ Κωνσταντῖνος καὶ Ῥωμανὸς οἱ Προφυρογέννητοι. Κατόπιν ἐναποτέθηκε στὴν ἁγία σορὸ τῶν Χαλκοπρατείων στὶς 12 Ἀπριλίου.
Στοὺς συναξαριστὲς ἡ μνήμη τους ἀναφέρεται χωρὶς ὑπόμνημα. Στὸ Λαυριωτικὸ ὅμως Κώδικα 70 ἡ μνήμη τους ἀναφέρεται στὶς 19 Μαρτίου, καὶ ὑπάρχουν κάποια βιογραφικὰ στοιχεῖα, ὄχι ὅμως ὁλοκληρωμένα. Οἱ ἅγιοι αὐτοὶ λοιπόν, ὑπῆρξαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Μαξιμιανοῦ (286-305) καὶ παρουσιάστηκαν αὐθόρμητα στὸν ἡγεμόνα τῆς χώρας τους καὶ ὁμολόγησαν μὲ θάῤῥος τὸν Χριστό. Ὁ ἡγεμόνας τότε τοὺς γύμνωσε καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδεσε μὲ ἁλυσίδες, τοὺς μαστίγωσε ἀνελέητα μὲ μαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν καὶ τοὺς χτύπησε μὲ ἀκανθωτὰ ῥαβδιὰ τόσο, ποὺ πετάχτηκαν τὰ σπλάχνα τους ἀπὸ τὴν κοιλιά. Ἔτσι μισοπεθαμένους τους ἔριξε γιὰ 30 μέρες μέσα στὴ φυλακή, χωρὶς νερὸ καὶ ψωμί. Ἀλλὰ ἄγγελος Κυρίου τοὺς ἐπισκέφθηκε, ἴασε τὶς πληγές τους καὶ τοὺς ἔδωσε μπόλικο νερὸ καὶ φαγητό. Ὅταν ὁ ἡγεμόνας τοὺς κάλεσε μπροστά του καὶ τοὺς εἶδε ὑγιεῖς, ἀντὶ νὰ συνέλθει ἀπὸ τὸ θαῦμα, ῥώτησε τοὺς μάρτυρες μὲ ὀργὴ ἂν ἐπιμένουν στὴ χριστιανική τους πίστη. Αὐτοὶ μὲ μία φωνὴ ἀπάντησαν: «Χριστιανοί ἐσμεν». Τότε αὐτὸς διέταξε καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ἡ Ὁσία Ἀνθοῦσα θυγατέρα Κων/νου τοῦ Κοπρωνύμου
Ἦταν θυγατέρα τοῦ βασιλιᾶ Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου. Γεννήθηκε μέσα στὴν ἀνακτορικὴ δόξα καὶ λαμπρότητα, ἀλλ᾿ αὐτὴ ζήτησε ἀλλοῦ τὴν εὐχαρίστηση καὶ παρηγοριὰ τῆς ψυχῆς της. Μάταια ὁ βασιλιὰς πατέρας της (741-775) θέλησε νὰ τὴν παντρέψει μὲ νέο ποὺ εἶχε ὅλα τὰ πλεονεκτήματα τοῦ γένους, τοῦ κάλλους καὶ τοῦ πλούτου. Αὐτὴ ἔφερε στὴν καρδιά της βαθειὰ τὴν θλίψη, ὅτι ὁ πατέρας της ἦταν ἐχθρὸς τῶν εἰκόνων καὶ δὲν ἤθελε σύζυγο ποὺ εἶχε τὰ ἴδια φρονήματα μ᾿ αὐτόν. Παρέμεινε λοιπὸν ἄγαμη καὶ χρησιμοποιοῦσε τὸν καιρό της σὲ ἔργα ἐλέους καὶ φιλανθρωπίας. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα της, μοίρασε τὰ ὑπάρχοντά της σὲ φτωχούς, φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα καὶ ναούς. Ἡ ἴδια ἔγινε μοναχὴ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ταράσιο. Στὸ μοναστήρι ἡ ζωή της ἦταν ἀσκητική, γεμάτη ταπεινοφροσύνη καὶ ἀγάπη. Σὲ ἡλικία 52 ἐτῶν ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, σ᾿ ὅλα ἄξια τοῦ ἀμάραντου στεφάνου τῆς αἰώνιας βασιλείας, ἡ παρθένος ἡ σεμνή, ποὺ καταφρόνησε τὶς ψεύτικες λάμψεις καὶ τὶς ἀπατηλὲς τιμὲς τῶν πρόσκαιρων βασιλειῶν τῆς γῆς.
Οἱ Ἅγιοι Μηνᾶς, Δαβὶδ καὶ Ἰωάννης Ἀββᾶδες καὶ Ὁσιομάρτυρες
Μαρτύρησαν ἀφοῦ ἐκτελέστηκαν τοξευόμενοι.
Ὁ Ἅγιος Σέργιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Γεδεὼν στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο σελ. 91 καὶ τὸ ἔχει πάρει ἀπὸ χειρόγραφο Εὐαγγέλιο (τοῦ Ἁγιοταφίτικου μετοχίου 426), ὅπου καὶ μόνο ἐκεῖ σημειώνεται. Ὅπως φαίνεται, γινόταν τὸ μνημόσυνό του στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ συγκεκριμένα στὴ Μονὴ τοῦ Μανουήλ, τῆς ὁποίας ἔκανε ἡγούμενος, διότι πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται στοὺς Συναξαριστὲς ἡ μνήμη του. Ὁ Σέργιος λοιπόν, καταγόταν ἀπὸ ἐπίσημη οἰκογένεια. Ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Πατριάρχη Φωτίου, ἐνάρετος καὶ πολὺ μορφωμένος. Τὸ 999 καὶ σὲ ἡλικία σχετικῶς μεγάλη, κλήθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Βασίλειο τὸν Β´ (976-1025) στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο, σὲ διαδοχὴ τοῦ Σισινίου τοῦ Β´. Κυβέρνησε τὸν πατριαρχικὸ θρόνο θεοφιλῶς γιὰ 20 χρόνια καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1019.
Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ ἔγκλειστος ποὺ ἀσκήτευσε στὴν Κύπρο
Ἀπὸ τοὺς Συναξαριστὲς ἀγνοεῖται ἡ μνήμη του. Αὐτὸς ἦταν Κύπριος, ποὺ γεννήθηκε στὰ Λεύκαρα (ἐπαρχία Ἀμαθοῦντος) τὸ 1134. Λόγω τοῦ μεγάλου ἀσκητικοῦ του ἀγῶνα, ἀναδείχτηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἀσκητὲς τῆς Κύπρου. Ἔκτισε τὴν διάσημη Ἐγκλείστρα, ποὺ σῴζεται μέχρι σήμερα, ὅπου πέρασε ὅλη του τὴν ζωὴ μὲ νηστεία, προσευχὴ καὶ μελέτη. Ἐπίσης ἀναδείχτηκε γλαφυρὸς συγγραφέας καὶ πέθανε εἰρηνικά. Τὸν ἔθαψαν μέσα στὴ σπηλιὰ τῆς Ἐγκλείστρας. (Ἡ μνήμη του περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται, ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, ὡς μάρτυρας καὶ τὴν 28η Σεπτεμβρίου).
Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Νέος, ὁ Καυσοκαλυβίτης
Ὁ Ὅσιος αὐτὸς γεννήθηκε στὸ χωριὸ Γόλιτσα τῆς ἐπαρχίας Φαναρίου (Ἀγράφων) στὰ τέλη τοῦ 17ου αἰῶνα. Προσῆλθε πρῶτα στὴ μονὴ τῆς Σουρβίας (κοντὰ στὴ Μακρινίτσα Βόλου), ὅπου ἐκάρη μοναχός, μετονομασθεὶς σὲ Ἀκάκιο ἀπὸ Ἀναστάσιο ποὺ ἦταν τὸ κοσμικό του ὄνομα. Ἀσκήτευσε στὴ σκήτη τοῦ Καυσοκαλυβίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπως ἀναφέρεται στὴ βιογραφία του, ποὺ συνέγραψε ὁ μαθητής του παπα-Ἰωνᾶς. Διέπρεψε στὶς ἀρετὲς καὶ ἔγινε σύμβουλος καὶ διδάσκαλος πολλῶν μαρτύρων τῆς πίστης μας. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ στὶς 12 Ἀπριλίου 1730.