Οἱ Ἅγιοι Τερέντιος, Ἀφρικανός, Μάξιμος, Πομπηΐος καὶ ἄλλοι 36
Ὁ καυτὸς ἄνεμος τῆς Ἀφρικῆς δὲν ἄργησε νὰ φέρει τὴν διαταγὴ τοῦ Δεκίου, ποὺ διέταξε ἀνελέητο διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν. Ἡ ἀφρικανικὴ χριστιανικὴ κοινότητα ὑπέστη φοβερὴ δοκιμασία. Μπροστὰ στὰ φρικτὰ βασανιστήρια, ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο ἔπεφταν στὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρείας. Μπροστὰ στὸ μεγάλο αὐτὸ κίνδυνο, 40 χριστιανοὶ μὲ ἐπικεφαλῆς τοὺς Τερέντιο, Ἀφρικανό, Μάξιμο καὶ Πομπήϊο, ἀποφάσισαν νὰ ἀντισταθοῦν στοὺς εἰδωλολάτρες καὶ νὰ ἐνθαῤῥύνουν, ἔτσι, τοὺς ὑπόλοιπους χριστιανούς. Παρουσιάστηκαν, λοιπόν, μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα Φουρτουνάτο καὶ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸ Χριστό. Χωρὶς καθυστέρηση ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ τοὺς βασανίσουν σκληρά. Τότε ὁ ἕνας ἐνίσχυε τὸν ἄλλο μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας: «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτενόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι». Μὴ φοβηθεῖτε, δηλαδή, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θανατώνουν τὸ σῶμα, ἀλλὰ δὲν ἔχουν τὴν δύναμη νὰ θανατώσουν τὴν ψυχή. Ὅταν ὁ ἡγεμόνας εἶδε ὅτι μὲ τὰ βασανιστήρια δὲν κατάφερνε τίποτα, διέταξε νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν. Καὶ ἐνῷ τοὺς ὁδηγοῦσαν στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης, αὐτοὶ ἔψαλλαν: «Ἔσωσας ἡμᾶς, Κύριε, ἐκ τῶν θλιβόντων ἡμᾶς καὶ τοὺς μισοῦντας ἡμᾶς κατήσχυνας», ποὺ σημαίνει, μᾶς ἔσωσες, Κύριε, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μᾶς θλίβουν καὶ καταντρόπιασες αὐτοὺς ποὺ μᾶς μισοῦν. (Ἡ μνήμη τους σὲ ὁρισμένους Συναξαριστὲς περιττῶς ἀναφέρεται στὴν 23η καὶ 28η Ὀκτωβρίου).
Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος, Ἀναξαμένης, Ἀνάξανδρος (ἢ Ἀνάξαρχος), Ἀριστείδης, Δημάρατος, Δημοκλῆς, Δημοσθένης, Διονύσιος, Ἐπαμεινώνδας, Ἐτεοκλῆς, Ζήνων, Ἠλίας, Ἡρακλῆς, Ἡσαΐας, Ἠφαιστίων, Θεμιστοκλῆς, Θεόδωρος, Θεόφραστος, Θησεῦς, Θωμᾶς, Ἰσοκράτης, Λουκᾶς, Μιλτιάδης, Μνήσαρχος, Ξενοφῶν, Ὅμηρος, Παρμενίων, Πελοπίδας, Περικλῆς, Πίνδαρος, Πολύβιος, Πολυνίκης, Προμηθεῦς, Σοφοκλῆς, Σωκράτης, Τιμόθεος, Τίτος, Φιλοποίμην, Φωκίων, Χρόνης, (ἢ Χρόνιος) οἱ 40 ἐξ Ἀφρικῆς Μάρτυρες (†249-251)
Ἡ μνήμη τους συναντᾶται ἐπιγραμματικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασματάριον» ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1959, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται ἡ μνήμη τους. Ἴσως νὰ εἶναι ἀπὸ τοὺς πιὸ πάνω 36 μάρτυρες, ποὺ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους Τερέντιο, Ἀφρικανό, Μάξιμο καὶ Πομπήιο.
Ἡ Ἅγια Γραφὴ ἀναφέρει τὴν Ὄλδα στὸ Βιβλίο Δ´ Βασιλειῶν κβ´ 15-17. Ἔζησε στὰ χρόνια Ἰωσίου καὶ κατοικοῦσε στὴν Ἱερουσαλὴμ ἐν τῇ Μασενᾷ.
Οἱ Ἅγιοι Ἰάκωβος ὁ Πρεσβύτερος καὶ Ἄζας ὁ Διάκονος
Ἔζησαν καὶ αὐτοὶ ἐπὶ τοῦ χριστιανομάχου βασιλιᾶ τῶν Περσῶν, Σαπὼρ τοῦ Β´. Ὁ πρεσβύτερος Ἰάκωβος ἦταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Φαραθά, καὶ ὁ διάκονος Ἄζας ἀπὸ τὸ χωριὸ Βιθυκορά. Καταγγέλθηκαν σὰ χριστιανοὶ καὶ ἀνακρίθηκαν μπροστὰ στὸν ἀρχιμάγο Ἀχοσχαργάν. Ἐπειδὴ ὅμως παρέμειναν στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἀρχὴ τοὺς κτύπησαν σκληρὰ καὶ κατόπιν τοὺς ἄφησαν γυμνοὺς τὴν νύκτα, μέσα σὲ δριμὺ καὶ ἀφόρητο ψῦχος. Τὸ πρωΐ, ποὺ μόλις ἀνέπνεαν, ἀλλὰ ἡ ζωὴ τῆς πίστης διατηροῦσε ὅλο τὸ σφρῖγος καὶ τὴν ἀκμή της στὶς ψυχές τους, τοὺς ῥώτησαν: - Ἀπαρνεῖστε ἐπὶ τέλους τὸν Ἰησοῦ; - Νὰ πεθάνουμε θέλουμε γι᾿ Αὐτόν, ἀπάντησαν οἱ μάρτυρες. Τότε ὁ ἄρχοντας, διέταξε καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν.
Οἱ Ἅγιοι Μακάριος, Ζήνων, Ἀλέξανδρος καὶ Θεόδωρος
Μαρτύρησαν στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Δεκίου (249-251) καὶ ἡγεμόνα Φουρτουνάτου στὴν Ἀφρική. μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους μάρτυρες (40) ἀποφάσισαν νὰ ἀντισταθοῦν στὴν προσταγὴ τοῦ ἡγεμόνα ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Συνελήφθησαν καὶ ἀφοῦ ὑπέστησαν πολλὰ καὶ σκληρὰ βασανιστήρια, στὸ τέλος τοὺς ἀποκεφάλισαν τὴν ἴδια μέρα μὲ τοὺς Τερέντιο, Ἀφρικανό, Μάξιμο καὶ Πομπήιο, ποὺ μνημονεύονται αὐτὴ τὴν μέρα, ἀλλὰ καὶ τὴν 28η Ὀκτωβρίου.
Ὁσιομάρτυρες Ἱερᾶς Μονῆς Νταοῦ Πεντέλης
(Βλέπε βιογραφία τους στοὺς Α.Χ.Ε.Χ.).
Ὁ Νεομάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ὀζοὺν Κιουπροὺ (μακριὰ γέφυρα) τῆς ἐπαρχίας Ἀδριανουπόλεως. Ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ψαρᾶ καὶ ἐργαζόταν σὲ κάποιο ἰχθυοτροφεῖο τῆς Σμύρνης. Ἦλθε σὲ προστριβὴ μὲ τὸν Τοῦρκο ἰδιοκτήτη τοῦ ἰχθυοτροφείου, ὁ ὁποῖος τὸν συκοφάντησε ὅτι δῆθεν ὁ Δῆμος ὁρκίστηκε νὰ γίνει Τοῦρκος. Ὁδηγήθηκε μὲ ψευδομάρτυρες στὸν κριτὴ καὶ ἀφοῦ ἐπέμενε σταθερὰ στὴν πίστη του, ῥίχτηκε στὴ φυλακὴ καὶ βασανίστηκε φρικτὰ μὲ διάφορα ξύλα καὶ ἄλλα μέσα. Ὅταν τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ (τρεῖς φορές), ὁ Δῆμος συνεχῶς ὁμολογοῦσε τὸν Χριστό. Τότε ὁ κριτὴς τὸν καταδίκασε σὲ θάνατο μὲ ἀποκεφαλισμό, γεγονὸς ποὺ συνέβη στὶς 10 Ἀπριλίου 1763, ἡμέρα Πέμπτη, στὴ Σμύρνη. Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἐνταφιάστηκε μὲ τιμὲς στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὴ Σμύρνη. Ὁ τάφος του ἔγινε προσκύνημα τῶν πιστῶν, ποὺ τοὺς παρεῖχε πολλὰ ἰάματα.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ε´ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Γεννήθηκε στὴ Δημητσάνα τῆς Ἀρκαδίας τὸ 1745 ἀπὸ φτωχοὺς γονεῖς, τὸν Ἰωάννη Ἀγγελόπουλο καὶ τὴν Ἀσημίνα τὸ γένος Παναγιωτόπουλου. Τὸ πρῶτο του ὄνομα ἦταν Γεώργιος. Ἔμαθε τὰ πρῶτα του γράμματα στὴ Δημητσάνα ἀπὸ τὸν διδάσκαλο Ἱερομόναχο Μελέτιο, θεῖο καὶ ἀνάδοχο αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τὸν Ἱερομόναχο Ἀθανάσιο Ῥουσόπουλο. Κατόπιν, στὰ εἴκοσί του χρόνια, πῆγε στὴν Ἀθήνα καὶ μαθήτευσε γιὰ δυὸ χρόνια κοντὰ στὸν μεγάλο διδάσκαλο Δημήτριο Βόδα. Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, τὸ 1767, πῆγε στὴ Σμύρνη καὶ παράμεινε κοντὰ στὸν θεῖο του Ἐκκλησιάρχη Μελέτιο, παρακολουθῶντας μαθήματα στὴν Εὐαγγελικὴ Σχολή. Στὴ συνέχεια ἔφυγε γιὰ τὴν Πάτμο, ὅπου ἄκουσε μαθήματα φιλοσοφικῆς ἀπὸ τὸν Δανιὴλ τὸν Κεραμέα. Ἀπὸ τὴν Πάτμο, πῆγε γιὰ λίγο σὲ κάποια Μονὴ τῶν Στροφάδων, ὅπου ἐκάρη μοναχός με τὸ ὄνομα Γρηγόριος καὶ ξαναγύρισε στὴν Πάτμο. Κατόπιν, ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος (ποὺ ἦταν Μεσσήνιος), τὸν κάλεσε καὶ τὸν χειροτόνησε ἀρχιδιάκονό του. Ὅταν ἀργότερα ἔγινε Πρεσβύτερος, ἦλθε στὴ Δημητσάνα καὶ ἔδωσε διὰ τοῦ διδασκάλου Ἀγαπίου Λεονάρδου 1500 γρόσια, προκειμένου νὰ γίνουν δωμάτια γιὰ τὴν στέγαση τῶν ἀπόρων σπουδαστῶν καὶ ἔπειτα ἐπέστρεψε στὴ Σμύρνη. Στὶς 19 Αὐγούστου 1785 ἐξελέγη οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ ἐνθρονίστηκε τὴν 9η Μαΐου τοῦ ἴδιου χρόνου. Στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο ἔμεινε μέχρι τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1798. Ἐπέδειξε ζῆλο καὶ δραστηριότητα γιὰ τὴν ἀνύψωση τῆς παιδείας τοῦ Γένους καὶ τὴν παγίωση τοῦ θρησκευτικοῦ φρονήματός του. Ἀνακαίνισε τὰ κτίρια τοῦ Πατριαρχείου, ἵδρυσε μεγάλο τυπογραφεῖο, ποὺ ἐξέδιδε κοινωφελῆ συγγράμματα, ἕνα ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἡ Κιβωτὸς τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας. Θεωρήθηκε ἀπὸ τὴν Πύλη ἀνίκανος νὰ διατηρήσει τὴν ὑποταγὴ τῶν λαῶν κάτω ἀπὸ τὸν τούρκικο ζυγό, καθαιρέθηκε τὸν Δεκέμβριο 1798 καὶ ἐξορίστηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου παρέμεινε μέχρι τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1806, γενόμενος διδάσκαλος καὶ σύμβουλος τῶν μοναχῶν. Ἐπὶ Σουλτάνου Σελήμ, ἀνακλήθηκε στὸν Πατρ. Θρόνο (Σεπτέμβριος 1806) καὶ παρέμεινε μέχρι τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1808. Κατὰ τὴν δεύτερη Πατριαρχία του, ὁ Γρηγόριος ἀπελάθηκε καὶ πάλι τοῦ Π.Θρόνου. Πῆγε στὴν Πριγκηπόνησο σὰν ἐξόριστος, ἀσχολήθηκε μὲ διάφορες μελέτες καὶ ἔπειτα πῆγε πάλι στὸ Ἅγιον Ὄρος. Στὶς 14-12-1818 κλήθηκε γιὰ τρίτη φορὰ ὁ Γρηγόριος στὸν Οἰκουμενικὸ θρόνο, ὅπου παρέμεινε μέχρι 10 Ἀπριλίου 1821. Κατὰ τὴν τρίτη αὐτὴ πατριαρχία του, ἵδρυσε «κιβώτιον ἐλέους», ἀναδιοργάνωσε τὸ Πατριαρχικὸ τυπογραφεῖο καὶ μερίμνησε γιὰ τὴν ἀνόρθωση τῆς παιδείας, ποὺ τότε κινδύνευε ἀπὸ νεωτερίζοντα φιλοσοφικὰ ῥεύματα. Μετὰ τὴν ἔναρξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως καὶ τὸν θάνατο πολλῶν Ἑλλήνων ἐπισήμων, καὶ προβλέποντας τὸ δικό του θάνατο νὰ πλησιάζει, ὁ Γρηγόριος ἔμενε ἀτάραχος, ἀπτόητος καὶ πιστὸς στὸ ποιμαντικό του καθῆκον, ἀποκρούοντας τὶς συνεχεῖς συστάσεις τῆς Ῥῶσικης πρεσβείας, καθὼς καὶ τῶν ὁμογενῶν προκρίτων στὴν Κωνσταντινούπολη, νὰ δραπετεύσει ἀπὸ ἀσφαλῆ δρόμο γιὰ τὸ καλό του Ἔθνους. Μετὰ τὴν τέλεση τῆς Πασχαλινῆς θείας Λειτουργίας, καὶ κατὰ τὴν 10η πρωινή, συνελήφθη μέσα στὸ Πατριαρχεῖο ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Οἱ δήμιοι τὸν ὁδήγησαν στὶς φυλακές, ὅπου τὸν ὑπέβαλαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ τὸν πίεζαν νὰ δεχτεῖ τὸν Ἰσλαμισμό. Ὁ Πατριάρχης ἀπάντησε: «Μάταια κοπιάζετε. Ὁ Πατριάρχης τῶν Χριστιανῶν, Χριστιανὸς γεννήθηκε καὶ Χριστιανὸς θὰ πεθάνει». Τότε τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν ὁδήγησαν δεμένο στὴν ἀποβάθρα τοῦ Φαναριοῦ. Ἐκεῖ ὁ Γρηγόριος γονάτισε, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ περίμενε τὸν ἀποκεφαλισμό του. Ἀλλὰ κάποιος δήμιος τὸν κλώτσησε, τὸν σήκωσε ἐπάνω καὶ τὸν μετέφεραν στὶς Πύλες τοῦ Πατριαρχείου, ὅπου σὲ μία ἀπ᾿ αὐτές, μὲ φρικτὸ τρόπο τὸν κρέμασαν. Κατόπιν παραδόθηκε στὸν τούρκικο ὄχλο, ποὺ ἀλαλάζοντας τὸν ἔσυρε μέχρι τὴν ἀποβάθρα τοῦ Φαναριοῦ. Ἐκεῖ τὸν παρέλαβαν οἱ δήμιοι, καὶ ἀφοῦ τρύπησαν ὅλο τὸ σῶμα του, ἔδεσαν στὸν λαιμό του ὀγκολίθους καὶ τὸν πέταξαν μέσα στὸν Κεράτιο κόλπο. Μὲ θεία οἰκονομία ὅμως, οἱ ὀγκόλιθοι λύθηκαν καὶ τὸ λείψανο τοῦ Πατριάρχη ἐθεάθη κάτω ἀπὸ τὶς γέφυρες κοντὰ στὸν Γαλατᾶ. Τὸ παρέλαβε κρυφὰ ὁ πλοίαρχος Ἰωάννης Σκλάβος ἀπὸ τὴν Κεφαλλονιὰ καὶ τὸ μετέφερε στὴν Ὀδησσό, ὅπου κηδεύτηκε μὲ αὐτοκρατορικὲς τιμές. Τὸ 1871 μεταφέρθηκε στὴν Ἀθήνα καὶ ἐναποτέθηκε μὲ τιμὲς στὸ ναΐσκο τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος στὸν Ναὸ τῆς Μητροπόλεως Ἀθηνῶν μέσα σὲ μεγαλοπρεπῆ τύμβο. Στὶς 10-4-1921 αὐτὸς ὁ νέος Ἱερομάρτυρας τῆς πίστης μας, διακηρύχθηκε Ἅγιος ἀπὸ σύνοδο 25 ἀρχιερέων στὴν Ἀθήνα καὶ παραμένει στὴ συνείδηση τοῦ Ὀρθόδοξου Ἑλληνικοῦ λαοῦ φωτεινὸ ἀστέρι αὐτοθυσίας γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν Πατρίδα.
Γιὰ τὴν μαρτυρικὴ μορφὴ καὶ αὐτοθυσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου Ε´ ἔχουν γραφεῖ πλεῖστα ὅσα. Ἐδῶ, ἁπλὰ καὶ συνοπτικά, ἀναφερόμαστε στὴ σχέση του μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ζακύνθου. Ὁ κατὰ κόσμον Γεώργιος Ἀγγελόπουλος, φτωχόπαιδο ἀπὸ τὴν Δημητσάνα σὲ νεαρὴ ἡλικία φτάνει στὴ Μονὴ τῶν Στροφάδων ὅπου κείρεται Μοναχός, λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Γρηγόριος. Ἕνα χρόνο μετὰ τὸν ἀπαγχονισμὸ ἀνήμερα τοῦ Πάσχα τὸ 1821, τὸν ἐξευτελισμὸ καὶ τὴν μεταφορὰ τοῦ Λειψάνου Του στὴν Ὀδησσό, ὁ Ζακυνθινὸς ἱερωμένος Οἰκονόμος Νικόλαος Κοκκίνης (μετέπειτα Μητροπολίτης Ζακύνθου), ἐφημέριος τότε τοῦ παλαίφατου Ναοῦ τῆς Ὁδηγήτριας στὸ Τζάντε καὶ φλογερότατος Φιλικός, συνθέτει Ἀκολουθία πρὸς τιμὴν τοῦ νέου Ἱερομάρτυρα. Τὸ 1871 ὁ λόγιος Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου Νικόλαος Κατραμὴς συμμετέχει στὴν Ἐπιτροπὴ γιὰ τὴν μετακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ Του Λειψάνου στὴν Ἀθήνα ἀπὸ τὴν Ὀδησσό. Πρὶν τὴν ἀναχώρηση ὁ Κατραμὴς ἐκφωνεῖ λογύδριο, κατ᾿ ἀπαίτησιν τῶν Ὁμογενῶν. Τὴν ἴδια χρονιά, ἕνα ἄλλο μέλος τῆς Συνοδικῆς ἐκείνης Ἐπιτροπῆς γιὰ τὴν Μετακομιδή, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀβέρκιος Λαμπίρης ἐκδίδει στὴν Ἀθήνα γιὰ λειτουργικὴ χρήση τὴν Ἀκολουθία τοῦ Κοκκίνη του 1822. Ἀξιοσημείωτο εἶναι, ὅτι ὁ Διονύσιος Σολωμὸς στὸ πολύστιχο ποίημά του «Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν» ἀποτυπώνει μὲ τὴν ἀπαράμιλλη δύναμη τοῦ λόγου του, τὴν κοινή του Γένους πεποίθηση γιὰ τὴν συμβολικὴ ἀξία τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου: «..Κειες τὲς δάφνες ποὺ ἐσκορπίστε τώρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ, καὶ τὸ χέρι ὅπου ἐφιλῆστε πλέον, ἅ! πλέον δὲν εὐλογεῖ. Ὅλοι κλαῦστε. Ἀποθαμένος ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιᾶς κλαῦστε, κλαῦστε κρεμασμένος ὡσὰν νἄτανε φονιάς. Ἔχει ὀλάνοικτο τὸ στόμα π᾿ ὧρες πρῶτα εἶχε γευθῆ τ᾿ Ἅγιον Αἷμα, τ᾿ Ἅγιον Σῶμα λὲς πὼς θὲ νὰ ξαναβγῇ ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθῇ εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήση καὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμῇ. ... ». [στροφὲς 134-139].
Ὁ Ἅγιος Χρύσανθος ὁ Ξενοφωντινός
Ὁ Νεομάρτυρας αὐτὸς μαρτύρησε γιὰ τὴν πίστη του στὶς 10 Ἀπριλίου 1821, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, διὰ ξίφους. Ἦταν γέρων στὴν ἡλικία, καὶ ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου του ἡ Κωνσταντινούπολη.