Ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἱεροὺς Ἀποστόλους, ὁ μὲν Ἄγαβος ἦταν ἐκεῖνος ποὺ ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ πῆρε τὴν ζώνη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τοῦ ἔδεσε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ προφήτευσε γι᾿ αὐτὸν αὐτά: «Τάδε λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Τὸν ἄνδρα, οὗ ἐστὶν ἡ ζώνη αὐτή, οὕτω δήσουσιν εἰς Ἱερουσαλὴμ οἱ Ἰουδαῖοι καὶ παραδώσουσιν εἰς χεῖρας ἐθνῶν». Πράγματι, ἔτσι καὶ ἔγινε. Διότι ὄχι μόνο ἔδεσαν τὸν Παῦλο οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ καὶ προσπάθησαν νὰ τὸν σκοτώσουν. Ὁ Ἄγαβος, ἀφοῦ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὸ μέρος ὅπου ζοῦσε, ἀποδήμησε εἰρηνικὰ στὸν Κύριο. Τὸν δὲ Ῥοῦφο ἀναφέρει ὁ Παῦλος στὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολή: «Ἀσπάσασθε Ῥοῦφον τὸν ἐκλεκτὸν ἐν Κυρίῳ καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἐμοῦ». Αὐτὸς ἀργότερα ἔγινε ἐπίσκοπος Θηβῶν στὴν Ἑλλάδα. Οἱ δὲ Φλέγων καὶ Ἀσύγκριτος, ἀφοῦ κήρυξαν τὸ Εὐαγγέλιο σὲ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου, ἔφεραν πολλοὺς ἀπίστους στὴν ἀληθινὴ πίστη. Τελικὰ βασανίστηκαν μὲ διάφορους τρόπους ἀπὸ Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πεθάνουν καὶ οἱ δυὸ τὴν ἴδια μέρα. Ἔτσι, πῆραν ἀπὸ τὸν Κύριο τὰ οὐράνια ἀγαθά, ποὺ προορίζονται γιὰ τοὺς ἀληθινοὺς ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου. (Γιὰ δὲ τὸν Ἑρμῆ βλέπε 8 Μαρτίου καὶ γιὰ τὸν Ἡρῳδίωνα τὴν 28η Μαρτίου).
Ὁ Ὅσιος Κελεστίνος Πάπας Ῥώμης
Ὁ Κελεστίνος γεννήθηκε στὴ Ῥώμη καὶ τὸν πατέρα του ἔλεγαν Πρίσκο. Νωρίς, σὰ διάκονος, εἶχε διακριθεῖ γιὰ τὴν παιδεία του, τὴν εὐσέβεια καὶ τὸ θερμὸ ζῆλο. Γι᾿ αὐτὸ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Πάπα Βονιφατίου τὸ 422, τὸν διαδέχτηκε στὸν Ποντιφικὸ θρόνο. Ἀμέσως τότε παρενέβη στὴν Ἀφρική, στὴ Γαλατία καὶ στὴ Καλαβρία, γιὰ νὰ ἐπιβάλει τοὺς Ἱεροὺς κανόνες στὴν ἐκλογὴ τῶν ἐπισκόπων. Ὑπῆρξε ἐνεργητικότατος στὴν καταστολὴ διαφόρων αἱρέσεων. Ἐργάστηκε γιὰ τὴν ἐξαφάνιση τοῦ πελαγιανισμοῦ ἀπὸ τὴν Μεγάλη Βρεττανία, καὶ συγχρόνως μὲ κατάλληλη Ἱεραποστολή, πέτυχε νὰ προσέλθει στὸ χριστιανισμὸ ἡ Ἰρλανδία. Στὴν 3η Οἰκ. Σύνοδο, ὁ Πάπας Κελεστίνος μὲ ἀντιπροσωπεία του, καταδίκασε τὴν πλάνη τοῦ Νεστορίου. Γενικὰ ἐπιμελήθηκε τὰ πράγματα τοῦ κλήρου καὶ αὐτὰ τῆς θείας λατρείας, εὐπρεπίζοντας τοὺς ναοὺς μὲ εἰκόνες καὶ διάφορα ἱερὰ σκεύη. Πέθανε, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Θεοδόσιος ὁ Β´ τὸ 432 μ.Χ. τὴν 26η ἢ 27η Ἰουλίου, κατὰ τὴν πιὸ πιθανὴ γνώμη.
Ὁ ἅγιος αὐτὸς ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ἀδριανοῦ (117-138 μ.Χ.) καὶ ἦταν εὐγενὴς καὶ πλούσιος στὴν πόλη τῆς Ῥώμης. Ἐπειδὴ ὅμως ἐνθάῤῥυνε καὶ ὑποστήριζε τοὺς χριστιανοὺς ποὺ βάδιζαν γιὰ τὸ μαρτύριο, συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸ βασιλιά. Αὐτὸς τὸν ῥώτησε ἂν πιστεύει στὸν Χριστὸ καὶ ὁ Παυσίλυπος ἀπάντησε ὅτι ὄχι μόνο πιστεύει ἀλλὰ εἶναι ἕτοιμος καὶ τὸ αἷμα του νὰ χύσει γι᾿ αὐτόν. Τότε τὸν χτύπησαν τόσο πολὺ στὴν κοιλιά, ποὺ φάνηκαν τὰ ἔντερά του. Ἔπειτα τὸν παραχώρησαν στὸν ἔπαρχο Πράκτο, ποὺ καὶ αὐτὸς τὸν βασάνισε φρικτά. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος ἐπέμενε στὴν πίστη του, καταδικάστηκε σὲ ἀποκεφαλισμό. Τελικὰ ὅμως, ἀφοῦ ἔσπασε τὴν ἁλυσίδα ποὺ τοῦ εἶχαν βάλει, δραπέτευσε καὶ ζῶντας μὲ ἀρετὴ παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Θεό.
Ὁ Κῶος αὐτὸς ναύκληρος ἐξισλαμίστηκε μὲ τὴν βία ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὴν Κῶ. Αὐτὸς ὅμως, πέταξε τὰ Τούρκικα ῥοῦχα καὶ ζοῦσε χριστιανικά. Οἱ Τοῦρκοι τὸν ἀντελήφθησαν, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν μαστίγωσαν ἀνελέητα, καὶ κατόπιν τὸν φυλάκισαν. Μέσα στὴ φυλακή, οἱ Τοῦρκοι προσπαθοῦσαν νὰ τὸν μεταπείσουν στὸν μουσουλμανισμό, ἀλλὰ ὁ νεομάρτυρας ἀπαντοῦσε: «Ἐγὼ στὸν Κύριό μου Ἰησοῦ Χριστὸ πιστεύω καὶ αὐτὸν ὁμολογῶ γιὰ Θεὸ ἀληθινό, μὲ ὅλη μου τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά. Τὴ δὲ δική σας θρησκεία ἀποστρέφομαι καὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ ὑπομείνω ὅσα βασανιστήρια καὶ ἂν μοῦ κάνετε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μου». Βλέποντας τὸ ἀμετάθετο τῆς γνώμης του οἱ βασανιστές του, τὸν ὁδήγησαν μὲ βασανισμοὺς στὸν κριτή, ποὺ διέταξε τὸν ἀνηλεῆ δαρμό του καὶ τὸν καταδίκασε νὰ καεῖ ζωντανός. Ἔτσι, μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, στὶς 8 Ἀπριλίου 1669, μαρτύρησε ὁ Ἅγιος αὐτὸς νεομάρτυρας τῆς Κῶ. Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου συνέταξε ὁ Γεράσιμος Μοναχὸς Μικραγιαννανίτης. Ἐπίσης, τὸ Ἱστορικὸ ἐκκλησίδιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου, μετονομάστηκε ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Νεομάρτυρα αὐτοῦ, καθὼς καὶ ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὸ Ναΰδριο αὐτὸ φέρει τὸ ὄνομά του.
Ὁ Νεομάρτυρας αὐτός, ἦταν ἄνθρωπος πολὺ φρόνιμος καὶ ζηλωτής. Κάποια μέρα ὅμως, εἶχε ἔντονη συζήτηση γιὰ τὴν πίστη μὲ τοὺς Τούρκους. Αὐτοὶ ἀπὸ φθόνο, τὸν κατηγόρησαν στὸν κριτή, ὅτι δῆθεν ἔβρισε τὴν μουσουλμανικὴ θρησκεία. Ὁ κριτὴς πρότεινε στὸν Ἰωάννη νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ γίνει μουσουλμάνος γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὸν θάνατο. Ὁ Ἰωάννης ἀποκρίθηκε θαῤῥαλέα, ὅτι δὲν ἀρνεῖται τὸν Χριστὸ καὶ ἂν μύριους θανάτους ὑποστεῖ. Τότε ὁ κριτὴς διέταξε καὶ τὸν ἔριξαν μέσα σὲ τσιγγέλια (γάντσους), ὅπου ὁ Νεομάρτυρας βρῆκε φρικτὸ ἀλλὰ ἔνδοξο τέλος στὶς 8 Ἀπριλίου 1564. (Τὸ Μ. Εὐχολόγιο στὴ σελίδα 442 ἀναφέρει τὴν μνήμη τοῦ μάρτυρος τὴν 8η καὶ 18η Ἀπριλίου, στὴ δὲ σελ. 470 τὴν 1η Ἀπριλίου (1564). Οἱ δὲ Σ. Εὐστρατιάδης καὶ Ἁγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης, ἀναφέρουν τὴν μνήμη του κατὰ τὴν 18η Ἀπριλίου. Ἑπομένως ὑπάρχει πρόβλημα ὅσον ἀφορᾷ τὴν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του).
Ὁ Ὅσιος Νήφων ὁ Ῥῶσος ὁ θαυματουργός
Ἐπίσκοπος Νοβογοροδίας ἐν τῷ Σπηλαίῳ.