Ἡ Ἁγία Ματρώνα ἡ ἐν Θεσσαλονίκῃ
Ἡ Ματρώνα ἔζησε στὰ ἀρχαῖα χριστιανικὰ χρόνια καὶ ἦταν ὑπηρέτρια, στὸ σπίτι ἑνὸς ἀνωτέρου ἀξιωματούχου Ἑβραίου, στὴ Θεσσαλονίκη. Αὐτὸς ἦταν παντρεμένος μὲ μία, ἐπίσης Ἑβραία, ποὺ ὀνομαζόταν Παντίλλα. Ἡ Ματρώνα, χωρὶς νὰ τὸ ξέρουν οἱ κύριοί της, ἔγινε χριστιανή. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔμεινε κρυφὸ γιὰ πολὺ καιρό, διότι ἐκτελοῦσε μὲ πολλή ἀκρίβεια τὴν ὑπηρεσία της καὶ εἶχε τὴν εὐμένεια τῆς κυρίας της. Μὲ τὸν καιρό, ὅμως, ἀποκαλύφθηκε. Ἐνῷ ἡ Ἑβραία κυρία πήγαινε στὴ συναγωγή, ἡ Ματρώνα ἐκμεταλλευόμενη τὴν εὐκαιρία ἐκτελοῦσε τὰ θρησκευτικά της καθήκοντα στὴ χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Τὴν κατασκόπευσαν, ὅμως, οἱ ἄλλες ὑπηρέτριες καὶ τὴν πρόδωσαν στὴν Παντίλλα. Ἡ σκληρὴ Ἑβραία τὴν κάλεσε νὰ τῆς πεῖ ἂν ὅλα αὐτὰ ἀληθεύουν. Ἡ Ματρώνα τότε ὁμολογεῖ τὴν πίστη της καὶ κακοποιεῖται ἄγρια ἀπὸ τὴν Παντίλλα. Χωρὶς καμιὰ μνησικακία ἡ Ματρώνα, ὁμολογεῖ καὶ πάλι ὅ,τι ὑπαγορεύει ἡ συνείδησή της, δηλαδὴ Χριστὸν Ἐσταυρωμένον. Διότι ἡ ψυχή της εἶχε μέσα «ἀγάπη ἐκ καθαρᾶς καρδίας καὶ συνειδήσεως ἀγαθῆς καὶ πίστεως ἀνυπόκριτου». Δηλαδή, ἀγάπη ἀπὸ καθαρὴ καὶ ἀνιδιοτελῆ καρδιὰ καὶ συνείδηση ἀγαθή, ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε τύψη, καὶ πίστη ἀληθινή. Ἡ Παντίλλα τότε μὲ περισσότερη ὠμότητα τὴν μαστιγώνει καὶ τὴν ρίχνει στὴ φυλακή. Ἐκεῖ μέσα ἡ Ματρώνα παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸ Θεό.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Σὲ καιρὸ διωγμοῦ, καὶ ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Ἀδριανὸς (117-138), ὁ Φίλητος μὲ τὴν σύζυγό του Λυδία καὶ τὰ δυό τους παιδιά, συνελήφθησαν καὶ τοὺς ζητήθηκε ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Ἀλλὰ γονεῖς καὶ παιδιά, ἔμειναν πιστοὶ στὴν ὁμολογία Του. Οὔτε ταράχτηκαν καθόλου, ὅταν δόθηκε ἡ διαταγὴ νὰ τοὺς θανατώσουν μὲ βασανιστήρια. Ἀντίθετα, τὰ ἀπέμειναν μὲ θαυμαστὴ καρτερία. Τέτοια δὲ ὑπῆρξε ἡ σταθερότητα καὶ ἡ πραότητά τους ἀπέναντι στοὺς δημίους, ὥστε οἱ παρευρισκόμενοι ἄρχοντες, Ἀμφιλόχιος καὶ Κρονίδης, ἦλθαν καὶ αὐτοὶ στὴ χριστιανικὴ θρησκεία. Καὶ ἐπειδὴ ἐπέμεναν, διατάχθηκε νὰ θανατώσουν μαρτυρικὰ καὶ αὐτούς. Κατόπιν, σειρὰ βασανιστηρίων ἐφαρμόστηκαν ἐναντίον τῆς οἰκογένειας, ποὺ μὲ παρέμβαση τῆς θείας δυνάμεως δὲν εἶχαν ἀποτέλεσμα. Τελικά τους βρῆκε ὁ θάνατος καὶ κατατάχθηκαν ὅλοι στὸν ἔνδοξο μαρτυρικὸ χορό.
Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης καὶ Βαρούχιος
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ἰούδα (955 π.Χ.). Ὁ βασιλιὰς Ἀσὰ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶχε στὴν ἀρχὴ ἀποκρούσει νικηφόρα τὴν ἐναντίον του ἐπιδρομὴ τοῦ βασιλιᾶ τῆς Συρίας. Κατόπιν ὅμως ὁ Ἀσὰ συνθηκολόγησε μὲ τὸν βασιλιὰ τῆς Συρίας καὶ τοῦ ἔστειλε χρυσὸ καὶ ἀσῆμι, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει στὸν πόλεμο ἐναντίον τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ. Τότε ὁ Προφήτης Ἀνάνι, παρουσιάστηκε στὸν Ἀσὰ καὶ τοῦ ἔκανε δριμύτατη παρατήρηση (Β´ Παραλειπ. ιστ´ 7-10). Ὁ Ἀσὰ ὀργισμένος, φυλάκισε τὸν Προφήτη. Τελικὰ ὅμως αὐτὸς ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ἐπίσκοπος Κορίνθου
Ἦταν ἀδελφὸς τοῦ ἐπισκόπου Ἄργους καὶ Ναυπλίου Πέτρου, βλέπε σχετικῶς 3 Μαΐου.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.