Ὁ Ὅσιος Ἀρτέμων ἐπίσκοπος Σελευκείας τῆς Πισιδίας καὶ Προεόρτια του Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου
Ὁ Ὅσιος Ἀρτέμων ἔζησε στοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους, ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ διαδιδόταν στὶς εἰδωλολατρικὲς κοινωνίες. Ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος πῆγε στὴ Σελεύκεια τῆς Πισιδίας, κήρυξε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ εἵλκυσε ἐκλεκτὲς ψυχές, ποὺ ἀποτέλεσαν τὴν πρώτη Ἐκκλησία τῆς πόλης ἐκείνης. Μεταξὺ τῶν νεοφωτισθέντων ἔλαμπε περισσότερο ὁ Ἀρτέμων, ποὺ ὁ Παῦλος τὸν ἀνέδειξε καὶ ἐπίσκοπο. Στὸ διάστημα τῆς ἐπισκοπῆς του, δικαίωσε τὴν προτίμηση καὶ τὶς ἐλπίδες ποὺ στήριξε σ᾿ αὐτὸν ὁ Παῦλος. Καλλιέργησε τὴν διδασκαλία, φρόντισε γιὰ τοὺς φτωχούς, ἦταν παράδειγμα στοὺς πιστούς με λόγια καὶ ἔργα, πατέρας αὐτῶν καὶ βοηθός, καύχημα καὶ παρηγοριά. Πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τὸν θρήνησε ὅλο τὸ ποίμνιό του, σὰν μία οἰκογένεια. Διότι ἔκανε πράξη, αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ». Γίνε, δηλαδή, παράδειγμα τῶν πιστῶν καὶ στὰ λόγια σου καὶ στὴ συμπεριφορά σου καὶ στὴν ἀγάπη ποὺ θὰ δείχνεις καὶ στὴν πνευματικὴ ζωὴ ποὺ θὰ ζεῖς καὶ στὴν πίστη καὶ στὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς.
Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων Ἱερομάρτυρας, πρεσβύτερος Λαοδικείας
Ἀναδείχτηκε στὰ χρόνια τοῦ διώκτη τοῦ χριστιανισμοῦ Διοκλητιανοῦ, καὶ ἦταν πάνω ἀπὸ 100 χρονῶν, Διότι εἶχε κάνει 16 χρόνια ἀναγνώστης, 28 διάκονος καὶ 33 χρόνια σὰν ἱερέας. Ὅταν λοιπὸν ἄρχισε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ αὐτοκράτορας ἔστειλε στὴ Λαοδίκεια ἔκτακτο ἀπεσταλμένο του, τὸν Πατρίκιο, γιὰ νὰ ἐφαρμόσει καὶ ἐκεῖ τὰ σκληρὰ μέτρα τοῦ κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Αὐτὸς λοιπὸν κάλεσε τὸν γέροντα Ἱερέα Ἀρτέμονα καὶ τοῦ εἶπε νὰ σταματήσει τὴν δραστηριότητα ἐμψύχωσης τῶν χριστιανῶν, διότι δὲν θὰ σεβαστεῖ καθόλου τὰ γεράματά του καὶ θὰ τὸν καταδικάσει σὲ θάνατο. Ὁ Ἀρτέμων ὄχι μόνο δὲν ὑπάκουσε στὰ ἀπειλητικὰ λόγια του Πατρικίου, ἀλλὰ συνέχισε μὲ περισσότερη ὁρμὴ τὴν δραστηριότητά του. Καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ κατορθώματά του ἦταν, ὅτι μπόρεσε νὰ φέρει στὴ χριστιανικὴ πίστη τὸν ἱερέα τῶν εἰδώλων Βιτάλιο. Καὶ ὄχι μόνο. Ἀλλὰ βγῆκε καὶ σ᾿ ἄλλες πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, στηρίζοντας τοὺς πιστοὺς καὶ προσελκύοντας στὴ χριστιανικὴ πίστη πολλοὺς εἰδωλολάτρες. Τελικὰ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο καὶ ἔτσι τελείωσε τὴν ζωή του στὴν πρώτη γραμμὴ τῆς χριστιανικῆς παράταξης, παρὰ τὰ βαθιὰ γεράματά του. (Ἡ μνήμη του, ἀπὸ ὁρισμένα Συναξάρια, ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 8η Ὀκτωβρίου).
Διέπρεψε στὴ μοναχικὴ ζωή, τῆς ὁποίας ἀποτέλεσε καύχημα. Ἀπαράμιλλη πρὸ πάντων ὑπῆρξε ἡ ταπεινοφροσύνη του, χάρη τῆς ὁποίας ὁ Θεός, τὸν στόλισε μὲ μεγάλη πνευματικὴ ὑπεροχή. Τόσο ὥστε καὶ αὐτοὶ οἱ περίφημοι ἀββάδες Μακάριος καὶ Μωϋσῆς τὸν πλησίαζαν μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ ἔρχονταν πάντοτε νὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὰ λόγια του, τὰ φωτισμένα ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, ὁ ὁποῖος ἦλθε ἥσυχος καὶ γαλήνιος, θάνατος ἀληθινοῦ δικαίου, τὸν περιστοίχιζαν ἀδελφικὰ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀββάδες. Κατὰ τὶς τελευταῖες του δὲ στιγμές, ἐνῷ ὁ Ζαχαρίας ἦταν σιωπηλός, ἀνέβλεψε κάπως μυστήρια πρὸς τὰ πάνω, ἀνέβλεψε τότε καὶ ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος καὶ θαῤῥεῖς ἀπὸ κάποια οὐράνια ἔμπνευση, εἶπε: «Εὐφραίνου, τέκνον μου Ζαχαρία, ὅτι ἠνεώχθησάν σοι αἱ πύλαι τῆς οὐρανῶν βασιλείας».
Οἱ Ἅγιοι ὀκτὼ Μάρτυρες οἱ ἐν Καισαρείᾳ τῆς Παλαιστίνης
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. (Σ᾿ ἄλλα Μηνολόγια ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐν λόγῳ Μαρτύρων ἀνέρχεται σὲ 35 καὶ ὅτι μαρτύρησαν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ ἐπὶ Ἰουλιανοῦ του Παραβάτου (360-363). Ἐνῷ σ᾿ ἄλλα Συναξάρια ὁ ἀριθμός τους ἀνεβαίνει στοὺς 50).
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Ἀβραὰμ ποὺ μόνασε στὸ ὄρος Λάστρος
Ἐλάχιστα βιογραφικὰ στοιχεῖα γιὰ τὸν Ὅσιο αὐτό, βρίσκουμε στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα 70. Ὁ Ὅσιος Ἀβραάμ, ἀπὸ μικρὸ παιδὶ διάλεξε τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ καὶ ἔτσι μοίρασε στοὺς φτωχοὺς ὅ,τι περιουσία εἶχε καὶ ἔγινε ὑπόδειγμα μοναχοῦ. Ἡ φήμη τῆς μεγάλης του ἀρετῆς δὲν ἄργησε νὰ διαδοθεῖ στὴ χώρα ὅπου ἀσκήτευε καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔτρεχαν πολλοὶ κοντά του γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν πνευματικά. Ἀλλ᾿ ὁ Ἀβραάμ, ἐπειδὴ δὲν τοῦ ἄρεσε ἡ ἐπίδειξη καὶ ἡ φασαρία, ἀνέβηκε στὸ ὄρος τοῦ Λάτρου, ὅπου μὲ αὐστηρότερη ἐγκράτεια, ἀγρυπνία καὶ προσευχή, προόδευε σὲ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς καὶ ὠφελοῦσε τοὺς ἐκεῖ ἀσκητές. Ἔτσι, μ᾿ αὐτὸ τὸν θεάρεστο τρόπο ἀφοῦ ἔζηοε, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἰδιαίτερο βιογραφικὸ ὑπόμνημα γιὰ τὸν Ὅσιο αὐτό, ὑπάρχει στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα 70 καὶ τὸ ὁποῖο παραθέτουμε αὐτολεξεῖ ὅπως ἔχει: «Ὁ δὲ τίμιος Στέφανος, οὗ τὸ ἐπικλὴν Ξυλινίτης, καὶ αὐτὸς τὴν ἀσκητικὴ πολιτεία ἑαυτὸν ἐκδοὺς περιῆλθε γυμνὸς τὸ σῶμα καὶ ἀνυπόδητος τόπους ἐκ τόπων περιερχόμενος καὶ πελαζόμενος κατὰ Κύριον καὶ ὕπνον τοῖς ὄφθαλμοις τὸ καθόλου μὴ προσενεγκῶν, μηδὲ τοῖς κροτάφοις ἀνάπαυσιν παρ᾿ ὅλον τὸν τῆς ζωῆς αὐτοῦ χρόνον ἐντεῦθεν ἠξιώθη καὶ προφητικῶν χαρισμάτων τοῦ προλέγειν τοῖς ἄνθρωποις τὰ συμβησόμενα, προεΐδε τοίνυν καὶ τὴν αὑτοῦ τελευτὴν καὶ πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς αὐτοῦ ἐν τῷ ὄρει τοῦ Λάτρου καὶ αὐτὸς ἀπελθῶν ἀσκητικῶς ἔκεισε τὸν βίον διήνυσε καὶ πολλοῖς τύπος καὶ ὑπογραμμὸς ἀναδειχθεὶς καὶ τὰ πρὸς σωτηρίαν καθοδηγήσας πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν».
Ὁ Ἅγιος Παρθένιος ὁ Γ´ (ἢ Παρθενάκης) Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ νέος αὐτὸς Ἱερομάρτυρας, καταγόταν ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη καὶ ἦταν γιὸς θεοσεβῶν γονέων. Ὁ Παρθένιος ἀφοσιώθηκε στὶς μελέτες καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς σοφοὺς τοῦ 17ου αἰῶνα, Χειροτονήθηκε ἱερέας καὶ ἀργότερα ἔγινε Ἀρχιερέας καὶ ποιμένας τῆς Χίου. Στὰ τέλη τοῦ 1656 ἔγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, σὰν διάδοχος τοῦ Πατριάρχη Παρθενίου τοῦ Β´. Σὰν Μητροπολίτης, ἀλλὰ καὶ σὰν Πατριάρχης ἀναδείχτηκε ἄνδρας εὐλαβής, χρηστός, λόγιος καὶ ζηλωτὴς τῶν καλῶν πραγμάτων καὶ τῆς εὐσέβειας. Σὰν Πατριάρχης, ἀνέπτυξε ἰδιαίτερα τὴν Ἑλληνικὴ παιδεία. Κάποια ἐπιστολή του ὅμως, ἔπεσε στὰ χέρια τῆς ὑψηλῆς Πύλης, ποὺ θεώρησε τὸ περιεχόμενό της ἐπαναστατικό. Ἔτσι ὁ τότε Σουλτάνος Ἰμπραὴμ ὁ Α´, διέταξε τὴν θανάτωση τοῦ Πατριάρχη Παρθενίου. Ἔτσι συνελήφθη καὶ τὸν πίεζαν νὰ δεχτεῖ τὸν ἰσλαμισμὸ γιὰ νὰ σωθεῖ. Ἀλλ᾿ ὁ Παρθένιος ἔμεινε ἀμετακίνητος στὴν πίστη του. Τότε τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου, στὶς 24 Μαρτίου 1657, τὸν κρέμασαν στὴν Καγκελωτὴ πύλη Παρμὰκ - Καπου. Μὲ διαταγὴ τοῦ Μ. Βεζίρη Μεχμὲτ Κιουπουλοῦ τὸ λείψανο, παρέμεινε κρεμασμένο γιὰ τρεῖς μέρες καὶ κατόπιν τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα. Ἀργότερα τὸ παρέλαβαν οἱ χριστιανοὶ καὶ τὸ ἔθαψαν σ᾿ ἕνα νησὶ «τὴ λεγομένη τῶν Πριγκίπων». Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ, συνέγραψε ὁ Συρίγου Μελέτιος.
Οἱ Ἅγιοι Στέφανος καὶ Πέτρος μάρτυρες
Οἱ ἐν Καζάν (†1552).