ΟΙ Ἅγιοι αὐτοὶ ἔζησαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Νουμεριανοῦ (284). Ὁ Χρύσανθος, γιὸς εἰδωλολάτρη ἄρχοντα τῆς Ἀλεξανδρείας (τοῦ Πολέμωνος), κατηχήθηκε στὴ χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ ἕνα χριστιανὸ ἐπίσκοπο. Ἡ πληροφορία αὐτὴ ἐξόργισε πολὺ τὸν πατέρα του, ποὺ προσπάθησε μὲ πολλοὺς τρόπους νὰ τὸν μεταπείσει. Μάταια ὅμως. Τότε, μὲ τὴν βία τοῦ δίνει σύζυγο μία Ἑλληνίδα εἰδωλολάτρισσα κόρη, τὴν Δαρεία, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἐπηρεάσει καὶ θὰ ἐπαναφέρει τὸ γιό του στὴν εἰδωλολατρία. Ἀλλὰ ὁ Χρύσανθος εἶχε καὶ αὐτὸς τὸ σχέδιό του. Στὶς συζητήσεις ποὺ εἶχε μὲ τὴν σύζυγό του, κατάφερε τελικὰ νὰ τὴν πείσει ὅτι ἡ ἀλήθεια βρίσκεται στὴ χριστιανικὴ πίστη, ἐπαληθεύοντας τὰ λόγια του Κυρίου μας, ποὺ εἶπε: «κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἑμαυτόν», δηλαδή, ἂν ἐγὼ ὑψωθῶ διὰ τοῦ σταυροῦ ἀπὸ τὴν γῆ καὶ ἀναληφθῶ στοὺς οὐρανούς, θὰ ἑλκύσω πρὸς τὸν ἑαυτό μου ὅλους, ὄχι μόνο τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ τοὺς Ἕλληνες εἰδωλολάτρες, ποὺ θὰ πιστέψουν σ᾿ ἐμένα. Πράγματι, ἡ Ἑλληνίδα εἰδωλολάτρισσα Δαρεία, ἑλκυόμενη ἀπὸ τὸ ἠθικὸ ἄρωμα τῆς χριστιανοσύνης, ποὺ τόσο στόλιζε τὸ σύζυγό της, μόνη της παρακάλεσε καὶ τὴν βάπτισαν χριστιανή. Συμφώνησαν τότε νὰ μείνουν καὶ οἱ δυὸ παρθένοι καὶ ἐπιδόθηκαν στὴ χριστιανικὴ Ἱεραποστολή. Στὸ τέλος, μάλιστα, ὑπέστησαν μαρτυρικὸ θάνατο γιὰ τὸ ἅγιο ἔργο τους.
Ὁ Κλαύδιος ἦταν Τριβοῦνος στὸ ἀξίωμα στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Νουμεριανοῦ (283-84). Σ᾿ αὐτὸν παρέδωσε ὁ ἔπαρχος Κελαρῖνος τοὺς Ἁγίους Χρύσανθο καὶ Δαρεία, γιὰ νὰ τοὺς τιμωρήσει. Ἀλλ᾿ ὅταν εἶδε ὅτι τὸ Ἅγιο ζευγάρι ἔμενε ἀβλαβὲς ἀπὸ τὰ βασανιστήρια, πίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίστηκε μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του Ἱλαρία καὶ τὰ παιδιά του Ἰάσονα καὶ Μαῦρο. Καθὼς ἐπίσης, τὸ ἴδιο ἔπραξαν καὶ οἱ στρατιῶτες τῆς φρουρᾶς του. Τότε, τὸν μὲν Κλαύδιο, ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν ἕνα ὀγκόλιθο στὸ σῶμα τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα καὶ ἔτσι βρῆκε ἔνδοξο μαρτυρικὸ τέλος. Τοὺς δὲ γιούς του, μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες, τοὺς ἀποκεφάλισαν. Ἡ μητέρα τους Ἱλαρία παρέλαβε τὰ λείψανά τους καὶ τὰ ἔθαψε. Σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις της στὸν τάφο τους, τὴν συνέλαβαν οἱ στρατιῶτες τοῦ ἐπάρχου καὶ τὴν ἔσυραν γιὰ νὰ τὴν θανατώσουν. Ἡ Ἱλαρία τοὺς παρακάλεσε νὰ τὴν ἀφήσουν πρῶτα νὰ προσευχηθεῖ, καὶ ἔτσι κατὰ τὴν διάρκεια τῆς προσευχῆς ἐξέπνευσε. Οἱ ὑπηρέτριές της παρέλαβαν τὸ σῶμα της καὶ τὸ ἔθαψαν στὸν τάφο τῶν γιῶν της. Σύμφωνα μὲ ἄλλη παράδοση πέθανε μὲ ἀποκεφαλισμό.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν χώρα τῶν θυσάνων καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὴν πόλη Βιλλασάτη (ἢ κατ᾿ ἄλλους Βιθλαπάτη ἢ Βιλλαπάτη). Οἱ γονεῖς του τὸν εἶχαν ἀναθρέψει στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ διακρινόταν γιὰ τὸ ἀνδρικὸ παράστημα καὶ τὴν ὡραιότητά του. Ὅταν ἦλθε στὴ Ῥώμη, κίνησε τὴν προσοχὴ τῶν ἀνακτορικῶν γιὰ τὸ ἔξοχο παρουσιαστικό του καὶ τὸ σπινθηροβόλο πνεῦμα του. Αὐτὸ δὲ ἔφθασε μέχρι τὸν Διοκλητιανό, ποὺ τὸν προσέλαβε κοντά του καὶ τὸν ἔκανε συγκλητικό. Οἱ τιμὲς ὅμως καὶ ἡ βασιλικὴ εὔνοια, ἔκαναν τὸν Παγχάριο ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό. Ὅταν τὸ ἔμαθαν αὐτὸ ἡ μητέρα του καὶ ἡ ἀδελφή του, λυπήθηκαν πολύ. Τοῦ ἔγραψαν τότε μία συγκινητικότατη ἐπιστολή, ποὺ τὸν ἱκέτευαν νὰ ἐπανέλθει στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἔστω καὶ μὲ θυσία τῆς ζωῆς του. Εὐτυχῶς ἡ ἐπιστολὴ ἐπανέφερε τὸ νεαρὸ Παγχάριο στὸν ἑαυτό του. Κατάλαβε τὸ ὀλίσθημα στὸ ὁποῖο ἔπεσε, καὶ τὸ ρεῦμα τῆς μετανοίας κατέκλυσε τὴν ψυχή του. Τότε χωρὶς καθυστέρηση, ὁμολόγησε μπροστὰ στοὺς ἀνακτορικοὺς τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ὁ Διοκλητιανός, ὑπόθεσε στὴν ἀρχὴ ὅτι ὁ Παγχάριος ὑπέστη κάποια διανοητικὴ τρέλα. Ἀλλ᾿ ὅταν πείστηκε γιὰ τὴν σοβαρότητα τοῦ πράγματος, ἐξοργισμένος, διέταξε καὶ ἀποκεφάλισαν τὸν Παγχάριο.
Οἱ Ἅγιοι Διόδωρος ὁ Πρεσβύτερος καὶ Μαριανός ὁ Διάκονος
Μαρτύρησαν ἀφοῦ τοὺς ἔκλεισαν ἑρμητικὰ μέσα σὲ μία σπηλιά.
Ὁ νεομάρτυρας αὐτὸς συναναστρεφόταν πολὺ μὲ Τούρκους καὶ ἤλεγχε τὴν πίστη τους. Κάποια μέρα ὅμως, οἱ Τοῦρκοι, μὲ φθονερὰ κίνητρα, τὸν πίεσαν νὰ γίνει Τοῦρκος. Ἐπειδὴ ὁ Δημήτριος δὲν θέλησε, τὸν ἔφεραν στὸν κριτὴ καὶ ψευδομαρτύρησαν ὅτι δῆθεν ἔβρισε τὴν πίστη τους. Ὁ δὲ κριτὴς διέταξε νὰ τὸν δείρουν ἀνελέητα, μέχρι νὰ γίνει Τοῦρκος. Οἱ Τοῦρκοι τότε τὸν βασάνισαν μὲ μεγάλη σκληρότητα, ἀλλὰ βλέποντας τὴν ἀμετάθετη γνώμη τοῦ Δημητρίου, καὶ μὲ ἀπόφαση τοῦ κριτῆ τὸν ἀποκεφάλισαν τὸ 1564 καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καραμάνος ἢ Κασσέτης
Ὁ νεομάρτυρας Νικόλαος Καραμάνος ἦταν ἔγγαμος καὶ ζοῦσε στὴ Σμύρνη, καὶ ὅταν κάποτε βρέθηκε σὲ κατάσταση θυμοῦ εἶπε ὅτι θὰ γίνει Τοῦρκος. Μόλις ἄκουσαν αὐτὸ οἱ ἐκεῖ παρευρισκόμενοι Τοῦρκοι τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή. Ἀνακρινόμενος ὁ Νικόλαος, ἀρνήθηκε νὰ γίνει Τοῦρκος, παρὰ τὰ βασανιστήρια ποὺ ἀκολούθησαν καὶ παρὰ τὶς πιέσεις τῆς μητέρας του καὶ τῆς συζύγου του. Τότε ὁ κριτὴς διέταξε καὶ τοῦ ἔκαναν περιτομὴ μὲ τὴν βία, ἀλλὰ ὁ Νικόλαος συνεχῶς διακήρυττε ὅτι εἶναι χριστιανός. Ἀκολούθησαν γιὰ 36 συνεχεῖς ὁλόκληρες ἡμέρες φρικτὰ βασανιστήρια, ποὺ κατέπληξαν καὶ αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς ξένους στὴ Σμύρνη. Μεταξὺ αὐτῶν καὶ τὸν Ἰησουΐτη Νabois, ποὺ ἔγραψε καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου. Τελικά, ἀφοῦ ὁ Νικόλαος ἔμεινε σταθερὸς στὴν πίστη του, ἀπαγχονίστηκε στὶς 19 Μαρτίου 1657, στὴ Σμύρνη, Μ. Πέμπτη καὶ ὥρα 9 τὸ πρωί, σὲ ἡλικία 34 χρονῶν. Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, ἀφοῦ τὸ ἔδεσαν μὲ ἕνα ὀγκόλιθο, τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα. Ἀλλὰ κάποιος Λατῖνος, ποὺ βρισκόταν στὴ Σμύρνη, τὸ ἔβγαλε καὶ τὸ πῆγε στὴν Εὐρώπη. Στοὺς Συναξαριστὲς ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου ἀναφέρεται τὴν 6η Δεκεμβρίου.
Λανθασμένα ἀναφέρουν τὴν μνήμη του αὐτὴ τὴν μέρα, ὁρισμένοι Συναξαριστές. Ἡ κυρίως μνήμη τοῦ συγκεκριμένου Ἁγίου Ἀνεκτοῦ εἶναι στὶς 10 Μαρτίου, μαζὶ μ᾿ αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Κοδράτου καὶ τῶν λοιπῶν μαζὶ μ᾿ αὐτὸν μαρτυρησάντων Ἁγίων.