Οἱ Ἅγιοι Κοδρᾶτος, Ἀνεκτός, Παῦλος, Διονύσιος, Κυπριανὸς καὶ Κρήσκης
Μαρτύρησαν στὴν Κόρινθο στὸ διωγμὸ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Δεκίου (249-251). Ἦταν ὅλοι φίλοι καὶ βρίσκονταν στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας τους. Διδάσκονταν δὲ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν ὑπὸ τοῦ Κοδράτου. Ὁ ἔπαρχος Ἰάσων προσπάθησε μὲ κάθε τρόπο νὰ τοὺς πείσει νὰ ἀρνηθοῦν τὴν χριστιανικὴ πίστη. Προσπάθησε νὰ τοὺς δελεάσει μὲ ὅλες τὶς κοσμικὲς γλυκύτητες ποὺ ἔδινε ἡ εἰδωλολατρικὴ ἐλευθερία -γιὰ τὴν σάρκα - στὴ νεότητα. Δείχνοντας σ᾿ αὐτοὺς τὶς ὡραῖες ἀκτὲς τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου καὶ τὰ γαλανὰ νερά του, ποὺ μύρωναν τὶς καλλονὲς τῆς ἄνοιξης, τοὺς ἐξόρκιζε νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα γιὰ νὰ σώσουν τὴν ζωή τους. Ἐκεῖνοι, ὅμως, ἀποκρίνονται ὅτι ἡ αἰώνια καὶ ἀπαράμιλλη Ἄνοιξη εἶναι κοντὰ στὸν Κύριό τους καὶ Θεό τους. Καὶ πιστοὶ στὴν ὁμολογία τους, ἐπισφράγισαν αὐτὴ μὲ τὴν θυσία τοῦ αἵματος, ποὺ ἔχυσαν ὅλοι οἱ φίλοι μαζί. Ἔτσι, γιὰ πάντα ἔγιναν καὶ φίλοι Θεοῦ. Διότι ὁ Κύριός μας λέει: «ὑμεῖς φίλοι μου ἔστε, ἐὰν ποιῆτε ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν». Δηλαδή, σεῖς εἶστε φίλοι μου, καὶ θὰ ἐξακολουθεῖτε νὰ εἶστε φίλοι μου, ἂν πράττετε ὅσα ἐγώ σας παραγγέλλω.
Καταγόταν ἀπὸ εὐγενεῖς καὶ πλούσιους γονεῖς καὶ ἦταν μία ἀπὸ τὶς πιὸ θεοφοβούμενες κόρες τοῦ Βυζαντίου, στὰ χρόνια του Ἰουστινιανοῦ τοῦ μεγάλου (527-565). Ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἀκόλουθος τῆς Βασίλισσας Θεοδώρας, καὶ ὁ Ἰουστινιανὸς γιὰ τὴν ὑπέροχη ἀξία της, τῆς ἔδωσε τὸν τίτλο τῆς πατρικίας. Οἱ ἀρετές της ὅμως, προκάλεσαν τὸ φθόνο τῆς βασίλισσας. Ἡ Ἀναστασία, προκειμένου νὰ σβήσει κάθε ἀφορμὴ τοῦ φθόνου, πῆρε μέρος τῆς περιουσίας της καὶ κατέφυγε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ ἔκτισε Μονή, ποὺ ὀνομάστηκε Μονὴ τῆς Πατρικίας, καὶ ζοῦσε ζωὴ ἀσκητική. Ἀλλ᾿ ὅταν ἔμαθε ὅτι τὴν ἀναζητεῖ ὁ Ἰουστινιανός, ἄφησε τὴν μονὴ καὶ πῆγε στὴ Σκήτη τοῦ ἀββᾶ Δανιήλ, στὸν ὁποῖο καὶ διηγήθηκε τὰ συμβαίνοντα. Αὐτὸς ἀφοῦ τὴν ἔντυσε ἀνδρικὰ καὶ τὴν μετονόμασε Ἀναστάσιο, τὴν τοποθέτησε σ᾿ ἕνα σπήλαιο δίπλα στὴ Σκήτη καὶ δυὸ μοναχοὶ τῆς ἔφερναν αὐτὸ ποὺ χρειαζόταν. Συνάμα δὲ τῆς εἶπε νὰ μὴ βγεῖ ποτὲ ἀπὸ τὸ σπήλαιο, οὔτε νὰ δεχθεῖ κανένα. Ἐκεῖ ἔμεινε κλεισμένη 28 χρόνια. Ὅταν προαισθάνθηκε τὸ τέλος της, προσκάλεσε τὸν ἀββᾶ Δανιὴλ καί, ἀφοῦ κοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, παρέδωσε τὴν δίκαια ψυχή της.
Μαρτύρησε ἀφοῦ τοῦ ἔσπασαν τὰ σωματικά του μέρη μὲ ξύλα.
Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Γρανίτσα τῶν Χ. Λ. Ἀγράφων. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Δημήτριος καὶ ἡ μητέρα του Στατῆρα. Ἦταν καὶ οἱ δυὸ θεοσεβεῖς καὶ φιλακόλουθοι. Ἀπὸ μικρὸ ἀνέτρεφαν τὸν Μιχαὴλ μὲ σεμνότητα καὶ ταπεινοφροσύνη. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, πῆγε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἀρτοπώλη, μὲ ζωὴ φιλελεήμονα καὶ χριστιανική. Κάποια μέρα προσπάθησε, στὸ ἀρτοπωλεῖο του, νὰ κατηχήσει στὴ χριστιανικὴ πίστη ἕνα τουρκόπουλο, τὸ ὁποῖο κατάγγειλε τὸν Μιχαὴλ στὶς ἀρχὲς καὶ ὁδηγήθηκε βίαια στὸ κριτήριο. Ἀνακρινόμενος ἐκεῖ, προσπάθησε μὲ μακρὰ θεολογικὴ εὐθύτητα στὰ θρησκευτικὰ ζητήματα, νὰ προσηλυτίσει τοὺς δικαστές. Γιὰ τὸ θάῤῥος του αὐτό, ρίχτηκε στὴ φυλακή, ὅπου ὁ Μητροπολίτης Θεοφάνης ἢ Μητροφάνης τὸν ἐνίσχυσε πρὸς τὸ μαρτύριο. Ὅταν καὶ πάλι ὁδηγήθηκε στὸν κριτή, ὁμολόγησε σταθερὰ καὶ μὲ πολλὴ δύναμη τὴν χριστιανική του πίστη. Ἀπὸ τὴν ὁμολογία του συγκινήθηκε ἀκόμα καὶ αὐτὸς ὁ Τοῦρκος κριτής. Τελικὰ καταδικάστηκε σὲ θάνατο καὶ τὸν ἔκαψαν ζωντανὸ στὴ Θεσσαλονίκη στὶς 21 Μαρτίου 1547. Τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου, μεταξὺ ἄλλων, ἀναφέρεται καὶ στὸν ὑπ᾿ ἀριθ. 727 Κώδικα τοῦ XVIII αἰῶνα στὴ Μονὴ Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὄρους, καὶ στὸν ὑπ᾿ ἀριθ. 2142(129) Κώδικα τοῦ XVIII αἰῶνα τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου. Τὸ Μ. Εὐχολόγιο ἀναφέρει τὴν μνήμη του 10 Μαρτίου 1544.