Ἔζησε στὰ χρόνια του Γαλερίου Μαξιμιανοῦ, στὶς ἀρχὲς τοῦ Δ´ αἰῶνα μ.Χ., καὶ κατεῖχε τὸ ἀξίωμα τοῦ Συγκλητικοῦ. Ὅταν κηρύχθηκε ὁ διωγμὸς ἐνάντια στοὺς χριστιανούς, τοῦ προτείνεται νὰ σώσει τὴν ζωή του καὶ τὶς τιμές του, ἀρνούμενος τὴν πίστη του. Ὁ Ἡσύχιος μὲ θάρρος καὶ ἠρεμία ἐμμένει στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Μαξιμιανός, ἀφοῦ δὲν μπόρεσε νὰ τὸν μεταπείσει μὲ συμβουλές, ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλές, ἀφαιρεῖ τὰ τιμητικά του σύμβολα καὶ τὸν γελοιοποιεῖ μπροστὰ σ᾿ ὅλους τοὺς ἀξιωματούχους. Ὁ Ἡσύχιος ἀτάραχος, ἀπάντᾳ μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Δόξαν παρὰ ἀνθρώπων οὐ λαμβάνω». Δηλαδή, δόξα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν ἐπιδιώκω νὰ πάρω. Ἐξοργισμένος ὁ Μαξιμιανός, διέταξε τὸ θάνατό του. Τότε μία στρατιωτικὴ συνοδεία τὸν ὁδήγησε στὸν ποταμὸ Ὀρόντη. Ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν μεγάλη πέτρα στὸ λαιμό, τὸν ἔριξαν στὸ πιὸ βαθὺ μέρος. Ἔτσι παρέδωκε τὸ πνεῦμα του στὸ Θεὸ τῆς δόξης, γιὰ νὰ τὸν δοξάσει καὶ Αὐτὸς στὴ μέλλουσα κρίση. Ἀλλὰ ἔδειξε καὶ σ᾿ ὅλους ἐμᾶς δυὸ μεγάλες ἀρετές, τὴν καταφρόνηση τῆς κοσμικῆς δόξας καὶ τὴν θυσία τῆς ζωῆς.
Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος ἐπίσκοπος Κυρήνειας Κύπρου Ὁμολογητὴς καὶ Ἱερομάρτυρας
Ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου μ.Χ. αἰῶνα, ὅταν ἡ εἰδωλολατρία κινδύνευε νὰ ἐκπνεύσει. Καὶ ζητοῦσε, ὅπως τὰ θανάσιμα πληγωμένα θηρία, νὰ πέσει μὲ ὅσες δυνάμεις τῆς ἀπέμειναν, νὰ ἐξοντώσει τὴν Ἐκκλησία. Ὁ ἅγιος Θεόδοτος, ἐπίσκοπος στὴν Κυρήνεια τῆς Κύπρου, μὲ τὸ μεγάλο ζῆλο του ὑπὲρ τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ γιὰ τὶς κατακτήσεις ποὺ ἐπιτύγχανε μέσα στὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο, προκάλεσε τὴν ὀργὴ τοῦ ἡγεμόνα Σαβίνου. Ἀφοῦ τὸν συνέλαβε, προσπάθησε νὰ τὸν πείσει ν᾿ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του στὸ Χριστό. Ὁ Θεόδοτος ὄχι μόνο δὲν ἀρνήθηκε τὴν πίστη του, ἀλλὰ καὶ μίλησε θαρραλέα στὸν ἡγεμόνα κατὰ τῆς εἰδωλολατρικῆς πλάνης καὶ τὸν ἐξόρκισε ν᾿ ἀρνηθεῖ τοὺς ψεύτικους θεούς. Τότε ὁ Σαβίνος τὸν βασάνισε σκληρά, ἀλλὰ μπροστὰ στὴν ἐξέγερση τοῦ χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ, φοβήθηκε καὶ διέταξε νὰ μεταφερθεῖ ὁ καταπληγωμένος Ἱεράρχης στὴ φυλακή. Ἀλλὰ καὶ στὴ φυλακὴ ὁ Θεόδοτος δὲν ἐγκατέλειψε τὸ ἔργο του. Βρῆκε ἀνθρώπους, ὅπου τοὺς μετέδωσε τὴν ἀλήθεια καὶ ἔτσι ἔκανε μέσα στὴ φυλακὴ ἕνα μικρὸ ποίμνιο. Ἀργότερα, ἐπὶ Μεγάλου Κων/νου ἐλευθερώθηκε καὶ συνέχισε μὲ περισσότερο ζῆλο τὸ ἔργο του. Μετὰ δυὸ χρόνια ὅμως πέθανε, ἀφοῦ ἄφησε ἀλησμόνητο ὑπόδειγμα σὲ κλῆρο καὶ λαό. (Ἡ μνήμη του - ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστὲς - περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται τὴν 17η καὶ τὴν 19η Ἰανουαρίου).
Ὁ Ἅγιος Κόϊντος Ὁμολογητὴς καὶ Θαυματουργός
Ἔζησε τὸν 3ο αἰῶνα μ.Χ. στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Λευκτίου Αὐρηλιανοῦ τοῦ Σιδηρόχειρα, καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Φρυγία. Εἰδωλολάτρης πρίν, ἀλλὰ μὲ ἀγάπη πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ πόθο πρὸς τὴν ἀρετή, δὲν δυσκολεύτηκε νὰ ἀσπασθεῖ τὴν χριστιανικὴ πίστη, ὅταν ἄκουσε τὴν διδασκαλία της καὶ εἶδε τὶς ἀρετὲς τῶν πιστῶν της. Κάποτε λοιπόν, πῆγε σὲ κάποιο χωριό, τὴν Αἰολίδα, καὶ μοίραζε ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς. Ὁ δὲ ἡγεμόνας Ῥοῦφος, τὸν συνέλαβε, καὶ ὅταν τόν διέταξε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα ἀμέσως κατέλαβε τὸν ἡγεμόνα δαιμόνιο. Τότε ὁ Ἅγιος, παρακάλεσε τὸν Θεὸ καὶ ὁ ἡγεμόνας ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸ δαιμόνιο. Ὁ δὲ Ῥοῦφος, ὄχι μόνο ἄφησε ἐλεύθερο τὸν Κόϊντο, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε καὶ πολλὰ δῶρα γιὰ τὸ εὐεργέτημα ποὺ τοῦ ἔκανε. Κατόπιν πῆγε σὲ μία ἄλλη πόλη, τὴν Κύμη, ὅπου μὲ τὴν βία οἱ εἰδωλολάτρες τὸν εἰσήγαγαν σὲ εἰδωλολατρικὸ ναὸ προκειμένου νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Καὶ ἐπειδὴ διὰ τῆς προσευχῆς τοῦ Ἁγίου ἔγινε σεισμὸς καὶ γκρεμίστηκε ὁ ναὸς τῶν εἰδώλων, ἔντρομοι οἱ εἰδωλολάτρες ἄφησαν ἐλεύθερο τὸν Ἅγιο. Μετὰ 40 μέρες, συνέλαβε τὸν Ἅγιο ὁ ἄρχοντας Κλέαρχος, ποὺ ἦταν φανατικὸς εἰδωλολάτρης καὶ διέταξε νὰ συντρίψουν τὰ σκέλη τοῦ Μάρτυρα. Ὅταν δὲ ἔγινε αὐτό, ἀμέσως αὐτὰ ἔγιναν σῶα καὶ ὑγιῆ, μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Κόϊντος πήγαινε σὲ διάφορες πόλεις καὶ χωριά, γιὰ 10 ὁλόκληρα χρόνια καὶ γιάτρευε κάθε ἀσθένεια καὶ βοηθοῦσε τοὺς φτωχούς. Ἔτσι, μὲ τέτοια θαύματα καὶ θεάρεστα ἔργα ποὺ ἔπραξε, παρέδωσε τὴν μακάρια ψυχή του στὸν Κύριο. (Ἡ μνήμη του περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 2α Ἰουλίου).
Οἱ Ἅγιοι Νέστορας καὶ Τριβίμιος (ἢ Τριβιμίνος)
Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας. Στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Δεκίου (249-251) καταγγέλθηκαν ὅτι ἦταν χριστιανοὶ καὶ μαστιγώθηκαν σκληρὰ μὲ μαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιοῦ. Ἔπειτα τοὺς κρέμασαν καὶ τοὺς ἔσχισαν μέχρι τὰ σπλάχνα. Ἐπειδὴ ὅμως ἔμειναν ἀμετακίνητοι στὴν πίστη τους, ἀποκεφαλίστηκαν καὶ ἔτσι πῆραν τὰ στεφάνια τοῦ μαρτυρίου. (Πολὺ πιθανό, ὁ Ἅγιος Νέστορας, νὰ εἶναι ὁ ἴδιος με αὐτὸν τῆς 28ης Φεβρουαρίου, διότι οἱ βιογραφίες τους συμπίπτουν).
Ὁ Ἅγιος Τρωάδιος καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν μαρτυρήσαντες
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Δεκίου (249-251).
Ἡ Ἁγία Εὐθαλία ἡ Παρθενομάρτυς
Ἡ Ἅγια Εὐθαλία ζοῦσε στὴ Σικελία καὶ εἶχε μητέρα αἱμορροοῦσα, ποὺ ὀνομαζόταν καὶ αὐτὴ Εὐθαλία. Κάποτε λοιπὸν ἡ μητέρα της, εἶδε στὸ ὄνειρό της τοὺς Ἁγίους Μάρτυρες Ἀλφειό, Φιλάδελφο καὶ Κυπρῖνο, ποὺ τὴν μνήμη τους γιορτάζουμε στὶς 10 Μαΐου, οἱ ὁποίοι τῆς εἶπαν: «Ἂν πιστέψεις στὸν Χριστὸ καὶ βαπτισθεῖς, θὰ γιατρευτεῖς καὶ θὰ σωθεῖς. Ἂν ὅμως ὄχι, τότε φύγε μακριά μας». Ὅταν ξύπνησε ἡ μητέρα Εὐθαλία πείστηκε απὸ τὰ λόγια τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Ἔτσι, μαζὶ μὲ τὴν θυγατέρα της Εὐθαλία, πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκαν. Ὑπῆρχε ὅμως καὶ ὁ γιός της Σερμιλιανός, ὁ ὁποῖος κόντεψε νὰ τὴν πνίξει, μόλις ἔμαθε ὅτι ἡ μητέρα του ἔγινε χριστιανή. Γλύτωσε τὸ βέβαιο θάνατο, μὲ τὴν βοήθεια κάποιας ὑπηρέτριας καὶ ἔφυγε. Ἡ δὲ θυγατέρα της, ἡ Ἁγία Εὐθαλία, ἔκανε δριμύτατη παρατήρηση στὸν ἀδελφό της, ποὺ θέλησε νὰ σκοτώσει τὴν μητέρα τους. Αὐτὸς δὲ τῆς εἶπε: «Μήπως καὶ σὺ εἶσαι Χριστιανή;». Ἡ Ἁγία ἀποκρίθηκε: «Ναί, Χριστιανὴ εἶμαι καὶ γιὰ τὸν Χριστὸ εἶμαι ἕτοιμη νὰ πεθάνω πρόθυμα». Τότε ὁ αἰσχρὸς ἀδελφός της, ἀφοῦ τὴν ἔδειρε δυνατά, ἔπειτα τὴν παρέδωσε σ᾿ ἕναν δοῦλο του νὰ τὴν βιάσει. Προσευχομένη τότε ἡ Ἁγία τύφλωσε τὸν δοῦλο. Ὁ δὲ ἀδελφός της μόλις εἶδε τὸ γεγονός, σὰν ἄλλος Κάϊν, ἀποκεφάλισε τὴν ἀδελφή του καὶ ἔτσι ἡ μακαρία πῆρε τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. (Σὲ κάποιον κώδικα Νὸ 73 τῆς Μονῆς Παναγίας στὴ Χάλκη, ἡ μνήμη τῆς ἁγίας φέρεται κατὰ τὴν 27η Αὐγούστου).
Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἀθανασία
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. (Ἴσως νὰ εἶναι οἱ ἴδιοι με αὐτοὺς τῆς 9ης Ὀκτωβρίου).
Γεννήθηκε στὴ Νάξο τὸ 1851 ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Πλανᾷ καὶ τὴν Αὐγουστίνα Μελισσουργοῦ-Πλανᾷ. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἀφιερώθηκε στὰ θεῖα καὶ τὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ 12 χρονῶν ὑπῆρξε ὑπηρέτης τοῦ Ἱεροῦ, σήκωνε τὰ ἅγια ἑξαπτέρυγα, ἀγρυπνοῦσε στὶς ὁλονυκτίες, καὶ ἀπὸ τῆς ἡλικίας ἐκείνης εἶχε ἐκδηλωθεῖ τὸ φιλέσπλαχνο τοῦ χαρακτῆρα του καὶ τὰ ἀλτρουιστικά του αἰσθήματα. Τὸ ψωμὶ ποὺ τοῦ ἔδινε ἡ μητέρα του, τὸ μοιραζόταν μὲ τὰ ἄλλα παιδιὰ τοῦ χωριοῦ του, καὶ πολλὲς φορὲς εἶχε δώσει καὶ τὰ ῥοῦχα του ἀκόμα στὰ φτωχὰ παιδιά. Τὴ δεκαετία 1870-1880 ἦλθε στὴν Ἀθήνα. Ὅπου στὶς 4 Ἀπριλίου, τῶν Μυροφόρων, παντρεύτηκε τὴν Ἑλένη Προβελεγγίου ἀπὸ τὰ Κύθηρα. Καὶ τὸ 1880 ἀπέκτησε ἕνα παιδὶ τὸν Ἰωάννη. Ἡ γυναῖκα του, μετὰ ἀπὸ λίγο πέθανε. Τὸ 1879 ὅμως, 22 Ἰουλίου, χειροτονήθηκε διάκονος στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος στὴν Πλάκα καὶ τὸ 1884 χειροτονήθηκε Ἱερέας στὸ ναΐδριο τοῦ Προφήτη Ἐλισσαίου κοντὰ στὸν Παλαιὸ Στρατῶνα, ὅπου ἔψαλλε κάθε Κυριακὴ ὁ ἀείμνηστος διηγηματογράφος Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Λειτούργησε στὸν ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως λίγο διάστημα, καὶ κατόπιν τοποθετήθηκε στὸ τότε ἐξωκλῆσι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη Προδρόμου, μετόχι τῆς Μονῆς Σινᾶ. Ἡ ζωή του ὑπῆρξε πραγματικὰ ζωὴ καλοῦ Σαμαρείτη. Πολλὲς οἱ ἀγαθοεργίες του καὶ τὰ θαύματά του (ποὺ γιὰ εὐνόητους λόγους δὲν μποροῦν νὰ παρατεθοῦν στὸ ἐν λόγῳ Ἁγιολόγιο, μπορεῖ ὅμως ὁ ἀναγνώστης νὰ βρεῖ πολλὲς ἐκδόσεις μὲ πλήρη τὴν βιογραφία του). Πέθανε στὶς 2 Μαρτίου 1932 στὴν Ἀθήνα καὶ τὸν ἔθαψαν μπροστὰ στὸν Ἁη Γιάννη τοῦ Ἀγροῦ, ὅπου ὑπηρετοῦσε 50 χρόνια συνέχεια. Ἁγιοποιήθηκε τὸ 1992.
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.