Ὁ Ὅσιος Προκόπιος ὁ Δεκαπολίτης, ὁ Ὁμολογητής
Ἔζησε κατὰ τὸν ὄγδοο αἰῶνα, ἐπὶ Λέοντος Γ´ τοῦ Ἰσαύρου. Διακρίθηκε σὰν γενναῖος τῆς πίστης στρατιώτης καὶ ὑπέρμαχος. Δὲν ἔθαψε τὸν ἑαυτό του στὴ μόνωση τοῦ κελλιοῦ του, ἀλλ᾿ ἀπὸ ἐκεῖ ὁρμώμενος, ἔδινε τὴν μάχη στὶς κρίσιμες περιστάσεις καὶ μέσα στὸ κοινωνικὸ στάδιο, πάντα μὲ θάῤῥος, ὑπὲρ τῆς ὀρθόδοξης ἀλήθειας. Ἐνθαῤῥυνόμενος, βέβαια, ἀπὸ τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέει: «Ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε, μὴ φοβοῦ μηδὲ πτοηθῇς». Δηλαδή, προχώρει μὲ ἀποφασιστικότητα σὰν γενναῖος ἄνδρας καὶ ἔχε θάῤῥος· μὴ φοβηθεῖς καὶ μὴ δειλιάσεις. Πρὸ πάντων ὁ Προκόπιος διέπρεψε στὸν ἔλεγχο κατὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοφυσιτῶν. Ἐπίσης, ὑποστήριξε τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῶν εἰκόνων. Ἐπειδὴ ὁ Λέων ὁ Ἴσαυρος ἦταν σφοδρὸς εἰκονομάχος, προέβη σὲ διωγμοὺς καὶ βασανιστήρια ἐναντίον τῶν φίλων τῶν εἰκόνων. Σ᾿ αὐτοὺς τοὺς διωγμοὺς ὁ Προκόπιος ἐπισφράγισε τὶς πεποιθήσεις του ὑπὲρ τῶν εἰκόνων μὲ τὰ πολλά του παθήματα.
Ὁ Ἅγιος Γελάσιος ὁ μῖμος (ἠθοποιός)
Αὐτὸς ἀφοῦ ἀναπαράστησε τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, βαπτίσθηκε ἀληθινά, ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κιλικία καὶ ἀσκήτευε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη Γάβαλα τῆς Συρίας. Ἐκεῖ ὑπῆρχε εἰδωλολατρικὸς ναός, ποὺ συνέῤῥεαν πολλοί. Ὁ Θαλλελαῖος αὐτὸ τὸ ἐκμεταλλεύτηκε, ἐργαζόμενος γιὰ τὴν διαφώτιση καὶ τὴν προσέλκυση στὴ χριστιανικὴ πίστη πολλῶν εἰδωλολατρῶν. Ἦταν γεμάτος ταπεινοφροσύνη καὶ ποτὲ δὲν ὑπερηφανεύτηκε γιὰ τὰ πνευματικά του κατορθώματα. Ἦταν ὅμως καὶ φοβερὰ πολυμήχανος, προκειμένου νὰ φέρει ψυχὲς κοντὰ στὸ Χριστό. Κάποτε μάλιστα, εἶχε κατασκευάσει ἕνα ἰδιόῤῥυθμο κρεμαστὸ κρεβάτι. Αὐτὸ διαδόθηκε σ᾿ ὅλη τὴν περιοχή, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν ἐπισκέπτονται πολλοὶ εἰδωλολάτρες. Ἀπὸ ἐκεῖ ψηλὰ λοιπὸν ὁ Θαλλελαῖος, ἄρχιζε συζήτηση μαζί τους καὶ ἔτσι ἔριχνε τὰ πνευματικά του δίχτυα, ποὺ ἔπιαναν πολλὲς ψυχὲς καὶ τὶς ἔσῳζε. Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο κατόρθωσε νὰ ἐκχριστιανίσει μία ὁλόκληρη πόλη, τὰ Γάβαλα, καὶ νὰ γίνει πνευματικός της πατέρας μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἵδρυσε τὸ Γηροκομεῖο τοῦ Ἁρματίου καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Μαρτύρησε ἀφοῦ μαστιγώθηκε μέχρι θανάτου μὲ μαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιοῦ.
Οἱ Ὅσιοι Ἀσκληπιὸς καὶ Ἰάκωβος
Καὶ οἱ δυὸ αὐτοὶ Ὅσιοι Πατέρες ἀγωνίστηκαν ἀσκητικὰ στὶς ἔρημους τῆς Συρίας, στὰ χρόνια του ἐπισκόπου Κύρου Θεοδώρητου (393-458). Ὁ Ἀσκληπιὸς στὴν ἀρχὴ ἔζησε σὲ κοινόβιο, ἀργότερα συνέχισε τὸν ἀσκητικό του ἀγῶνα μόνος του σὲ ἐρημητήριο. Ὁ Ἰάκωβος, κλεισμένος σ᾿ ἕνα μικρὸ κελλί, κοντὰ στὸ χωριὸ Νιμουζά, δὲν ἄναβε καθόλου φῶς καὶ ἄνθρωπος δὲν τὸν ἔβλεπε ποτέ. Ἀποκρινόταν διὰ μέσου ἑνὸς πλάγιου σκαμμένου τόπου. Ἂν καὶ ἦταν πάνω ἀπὸ 90 χρονῶν δὲν βγῆκε καθόλου ἀπὸ τὸ κελλὶ ἐκεῖνο. Ἔτσι ὅσια ἀφοῦ καὶ οἱ δυὸ ἔζησαν, ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος ὁ ἐν Καισαρείᾳ
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. (Ὁρισμένοι Συναξαριστὲς ἐδῶ ἀναφέρουν δυὸ Ὁσίους Τιμοθέους. Ὅμως, λόγω ἔλλειψης στοιχείων δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε μετὰ βεβαιότητας ὅτι εἶναι δυὸ διαφορετικοὶ ὅσιοι ἢ ἕνας, ποὺ εἶναι καὶ τὸ πιθανότερο).
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας νεομάρτυρας ὁ Τραπεζούντιος
Ὁ νεομάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Κρυονέρι τῆς Τραπεζοῦντας. Συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ βασανίστηκε σκληρά. Τελικὰ τὸν κρέμασαν στὸ Μόλο τῆς Τραπεζοῦντας (Μουμ-χανέ) τὸ 1749. Τὸ ἅγιο λείψανό του ἔθαψαν μὲ τιμὲς οἱ Χριστιανοὶ στὴ Μονὴ Θεοσκεπάστου.
Οἱ Ἅγιοι Ἀβουδάντιος (ἢ Ἀβούνδιος ἢ Ἀβούδιμος), Κάλανος, Ἰανουάριος, Ἀλέξανδρος, Ἀντίγονος, Φουρτουνᾶτος, Μακάριος, Τιτιανὸς καὶ Σεβηριανός
Μαρτύρησαν στὴ Θεσσαλονίκη ἐπὶ Διοκλητιανοῦ.