Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ἐπίσκοπος Σμύρνης
Γεννήθηκε 60 χρόνια περίπου μετὰ τὸ Χριστό. Στὸν 20ό χρόνο τῆς ἡλικίας του ἔγινε χριστιανός. Ὅπως γράφει ὁ μαθητής του Εἰρηναῖος, ὁ Πολύκαρπος ἦταν στολισμένος μὲ μεγάλη σωφροσύνη, αὐστηρότητα ἠθῶν καὶ ὁλόψυχη ἀφοσίωση στὴ διδασκαλία τοῦ θείου λόγου. Τὰ προτερήματά του αὐτὰ καὶ ἡ γενναιοψυχία του, τὸν ἔκαναν πολὺ ἀγαπητὸ στὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ποὺ ἀργότερα τὸν ἀνέδειξε ἐπίσκοπο Σμύρνης. Στὸ ἀξίωμα αὐτό, ἐπιτελοῦσε τὰ καθήκοντά του μὲ ζῆλο καθαρὰ ἀποστολικό. Ἀναδείχθηκε ὁ διδάσκαλος, ὁ πατήρ, ὁ ποιμήν, ὁ φρουρός. Ὅταν ἄρχισαν οἱ διωγμοὶ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἀντωνίου Πίου, ὁ ἀνθύπατος τῆς Μ. Ἀσίας Στάτιος Κοδράτος, μετὰ ἀπὸ μανιώδη ἀπαίτηση τοῦ εἰδωλολατρικοῦ ὄχλου, συνέλαβε τὸν Πολύκαρπο καὶ τὸν διέταξε νὰ βλασφημήσει δημόσια τὸ Χριστό. Ὁ γέροντας ἐπίσκοπος ἀπάντησε: «Ἐπὶ 86 χρόνια Τὸν ὑπηρετῶ, χωρὶς καθόλου νὰ μὲ ἀδικήσει. Καὶ πὼς μπορῶ τώρα νὰ βλασφημήσω τὸν Βασιλέα καὶ Σωτῆρα μου;» Ἀμέσως τότε, τὸν ἔριξαν στὴ φωτιὰ νὰ καεῖ ζωντανός. Ἀλλ᾿ ἡ φωτιὰ τὸν ἀφήνει ἀνέγγιχτο! Τότε, ἕνας δήμιος τὸν χτυπᾷ μὲ τὸ ξίφος του καὶ τὸν θανατώνει. Ἔτσι στὶς 23 Φεβρουαρίου τοῦ 167, ὁ μέγας ἀθλητὴς τῆς πίστης τερματίζει τὴν ζωή του. Στὸ πρόσωπό του, βέβαια, ἐφαρμόστηκε πλήρως ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στὴν Ἀποκάλυψη: «Μηδὲν φοβοῦ, ἃ μέλλεις παθεῖν... Γίνου πιστὸς ἄχρι θανάτου καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς». Δηλαδή, μὴ φοβᾶσαι γι᾿ αὐτὰ ποὺ πρόκειται νὰ πάθεις. Φρόντιζε νὰ εἶσαι πιστὸς μέχρι θανάτου καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω τὸ στεφάνι τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης, Μωϋσῆς, Ἀντίοχος καὶ Ἀντώνιος (ἢ Ἀντωνῖνος)
Ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ Ἰωάννης, ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ὁσ. Λιμναίου (22 Φεβρουαρίου). Διακρίθηκαν καὶ οἱ τέσσερις γιὰ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν πνευματικότητα, ποὺ ἔδειξαν στὴν ἀσκητικὴ ζωή τους. Δὲν ὑπῆρξαν μόνο ἀκτήμονες, ἥρωες τῆς ἀγρυπνίας καὶ ἀθλητὲς τῆς προσευχῆς- ἀλλὰ ἔλαμψαν καὶ γιὰ τὴν πραότητά τους, τὴν μετριοπάθεια, τὴν ἐπιείκεια, τὴν γλυκύτητα τῆς ὁμιλίας καὶ τὴν ἠπιότητα τῆς συμπεριφορᾶς τους. Ἡ ἐρημικὴ ζωὴ μέσα στὴ φύση, δὲν τοὺς ἔκανε σκληροὺς ἀλλὰ τοὺς ἐξευγένιζε. Ἔτσι ἔτρεφαν τὴν πίστη τους καὶ ἐνίσχυαν τὴν ἀγάπη τους. Ἀλλὰ καὶ σὲ διάφορες εὐκαιρίες, εἴτε πρὸς ἄλλους μοναχοὺς εἴτε πρὸς τὸν κόσμο, ἔδειξαν εἰλικρινὴ ἀδελφικὴ ἀγάπη, διότι εἶχαν ἐννοήσει καλὰ τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ μένει διεστραμμένη καὶ ἀνώφελη, ὅπου νεκρώνεται καὶ δὲν ἀνθεῖ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον.
Οἱ Ὅσιοι Ζεβινᾶς, Πολυχρόνιος, Μωϋσῆς καὶ Δαμιανός
Τοὺς βίους τους συνέγραψε ὁ Κύρου Θεοδώρητος στὴ Φιλόθεο Ἱστορία του. Ἀναφέρεται ὅτι ἦταν ἀπὸ τὴν Συρία καὶ ὁ μὲν Ζεβινᾶς κατασκεύασε ἕνα κελλὶ σὲ κάποιο ὄρος, καὶ ἐκεῖ ὑπέβαλλε τὸν ἑαυτό του μέχρι τὰ βαθιὰ γεράματά του σὲ ἀσκητικοὺς ἀγῶνες. Μαζὶ δὲ μ᾿ αὐτόν, ἦταν καὶ οἱ μαθητές του Πολυχρόνιος, Μωϋσῆς καὶ Δαμιανός. Ἀφοῦ ὅλοι πέρασαν τὴν ζωή τους μὲ ἀκατάπαυστες προσευχὲς καὶ νηστεῖες, ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Ἡ Ἁγία Γοργονία ἀδελφὴ Γρηγορίου Θεολόγου
Ἦταν νεότερη ἀδελφὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ κόρη τῆς εὐσεβέστατης Νόννας καὶ τοῦ ἐπισκόπου Ναζιανζοῦ Γρηγορίου. Ἀφοῦ ἀνατράφηκε μὲ εὐσέβεια, ἀναδείχτηκε ἰσάξια στὴν ἀρετὴ πρὸς τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς ἀδελφούς της Γρηγόριο τὸν Θεολόγο καὶ Καισάριο τὸν ἰατρό. Ὁ δὲ ἀδελφός της Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει, μεταξὺ ἄλλων, γι᾿ αὐτή: «Σὰν νοικοκυρά, σὰν σύζυγος, σὰν μητέρα, ὑπῆρξε ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ἐνάρετη γυναῖκα, ποὺ τὸν τύπο περιγράφει τὸ τελευταῖο κεφάλαιο τῶν Παροιμιῶν τοῦ Σολομῶντος. Ἦταν ὀξύτατη διάνοια, γνώριζε τὶς Γραφές, δίδασκε καὶ ἔπραττε σύμφωνα μὲ τὶς θεῖες ἐντολές. Ἦταν ἱλαρὴ καὶ σεμνή, κόσμια, συνετή, ἤρεμη, κυρίαρχη τῆς γλώσσας της καὶ τῆς ἀκοῆς της, καὶ ἡ χριστιανικὴ τελειότητά της ἦταν γεμάτη ταπεινοφροσύνη. Ἀγαποῦσε τὴν προσευχή, τὴν ψαλμῳδία, τὶς κοινὲς καὶ τόσο κατανυκτικὲς τῶν χρόνων ἐκείνων ἀγρυπνίες. Ὅλη της ἡ ζωὴ ὑπῆρξε κάθαρση καὶ τελείωση». Μία ἀῤῥώστια τὴν ἔστειλε πρόωρα στὶς αἰώνιες Μονές.
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. (Ὁ δὲ Ἀντώνιος, ἴσως εἶναι ὁ ἴδιος μ᾿ αὐτὸν τῆς 25ης Φεβρουαρίου).
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ὅσιος Δαμιανὸς ὁ Ἐσφιγμενίτης
Πότε καὶ ποὺ γεννήθηκε δὲν γνωρίζουμε. Ὁ βίος του σῴζεται σὲ νεότερο χειρόγραφό της Ἱ. Μονῆς Ἐσφιγμένου. Σύμφωνα μὲ προφορικὴ παράδοση, ὁ Ὅσιος Δαμιανὸς ἀπὸ νεαρὸς ἀκόμα, ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ Μονὴ Ἐσφιγμένου του Ἁγίου Ὄρους. Ἦταν τύπος καὶ παράδειγμα μοναχοῦ στοὺς ἐκεῖ μοναχούς. Μετὰ ἀπὸ ἄδεια τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς, γιὰ περισσότερη ἄσκηση, ἀποσύρθηκε στὸ ἀπέναντι ἀπὸ τὸ κοινόβιο ὄρος, τῆς Σαμάρειας ὅπως τὸ ἔλεγαν. Κάποτε πῆγε σὲ κάποιο φίλο του μοναχό, ἀλλὰ δὲν τὸν βρῆκε στὸ κελλί του καὶ κάθισε καὶ τὸν περίμενε μέχρι τὸ βράδυ ποὺ ἦλθε. Ἀφοῦ συζήτησαν μαζί, ξεκίνησε νὰ φύγει. Ἡ ὥρα ὅμως ἦταν περασμένη καὶ ἔξω εἶχε ἀρχίσει καταῤῥακτώδης βροχή. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ Γέροντάς του τοῦ εἶπε νὰ μὴ κοιμᾶται ποτὲ ἔξω ἀπὸ τὸ καλύβι του, ὁ Ὅσιος ἔκανε τέλεια ὑπακοὴ καὶ κάτω ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς ἀντίξοες καιρικὲς συνθῆκες ξεκίνησε γιὰ τὸ κελλί του. Σὲ κάποια στιγμὴ ὅμως χάθηκε καὶ δὲν μποροῦσε νὰ κάνει βῆμα μπροστὰ ἀπὸ τὴν νεροποντή. Ἡ φωνή του ἀμέσως ὑψώθηκε πρὸς τὸν Θεὸ καὶ εἶπε: «Κύριε σῶσε με, χάνομαι». Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Βρέθηκε χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει μπροστὰ στὸ κελλί του. Ἔτσι θεάρεστα ἀφοῦ ἔζησε ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1280 καὶ γιὰ 40 μέρες μετὰ τὴν κοίμησή του, ἔβγαινε ἀπὸ τὸν τάφο του θαυμάσια εὐωδιὰ μύρου, ποὺ οἱ Πατέρες στὸ μοναστήρι τοῦ Ἐσφιγμένου τὴν καταλάβαιναν ἀπὸ ἕνα μίλι μακριὰ καὶ δόξαζαν τὸν Θεό.
(Ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, περιττῶς ἀναφέρεται τὴν ἡμέρα αὐτὴ καὶ ἡ μνήμη τοῦ Ὁσιομάρτυρα Δαμιανοῦ (1568), ποὺ ἡ κυρίως μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 14η Φεβρουαρίου).
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ θεριστὴς (†11ος αἰ.)