Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 21


Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος ὁ ἐν Συμβόλοις

Ἦταν μοναχὸς πνευματέμφορος, μὲ μεγάλη καθαρότητα ζωῆς ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία, ξένος πρὸς τοὺς μολυσμοὺς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Ἐπίσης, ἦταν χαρακτήρας εὐθύς, εἰλικρινής, συμπαθητικός, ἐλεύθερος. Χωρὶς φανατισμούς, χωρὶς καυχήσεις ὅτι νήστευε, χωρὶς ἀλαζονεῖες ὅτι ἔκανε ἀγρυπνίες καὶ ἐγκράτεια. Γεμάτος ἁπλότητα, ταπεινοφροσύνη, ἐπιείκεια καὶ συγκατάβαση. Ἔκρινε τὸν ἑαυτό του μὲ αὐστηρότητα καὶ τοὺς ἄλλους μὲ ἀγαθότητα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα νὰ ἰατρεύει ἀσθένειες, χωρὶς βέβαια νὰ ὑπερηφανεύεται γι᾿ αὐτό. Καὶ ἔλεγε: «Γιατί νὰ ὑπερηφανευθῶ; ὁ Θεὸς μοῦ τὸ χάρισε, ὄχι γιὰ τὴν δική μου ἀρετὴ ἀλλὰ γιὰ τὴν πρὸς σᾶς ἀγάπη Του. Ἔπειτα ὁ Κύριός μας τὸ εἶπε, ὅτι δὲν σημαίνει τίποτα τὸ νὰ κάνουμε θαύματα. Ἀλλὰ τὸ πᾶν εἶναι, μὲ τὴν πίστη μας καὶ τὴν μετάνοιά μας καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ γράψουμε τὰ ὀνόματά μας στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς».


Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας τῆς Μεγάλης

Ἀπὸ τὶς μεγάλες καὶ ἀθλητικὲς ἐκκλησιαστικὲς μορφὲς τοῦ 3ου καὶ 4ου αἰῶνα ὁ Εὐστάθιος, γεννήθηκε στὴ Σίδη τῆς Παμφυλίας τὸ 260. Διακρίθηκε μεταξὺ τῶν προμάχων τῆς Ὀρθοδοξίας, γιὰ τὴν ὁποία ἀγωνίστηκε καὶ καταδιώχθηκε. Στὴν ἀρχὴ διέλαμψε σὰν ἐπίσκοπος Βεῤῥοίας στὴ Συρία, ὅταν καὶ συμμετεῖχε στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας. Τὸ 323 τοῦ δόθηκε ἡ ἀρχιεπισκοπὴ Ἀντιοχείας τῆς Μεγάλης. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ὁ Εὐστάθιος, κατόρθωσε λαμπρότερη διάδοση καὶ στερέωση τῆς Ὀρθοδοξίας. Τὸ 330 ὅμως οἱ ἀρειανοὶ ἔκαναν Σύνοδο ἐναντίον του, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι ἀσπαζόταν τὴν αἵρεση τοῦ Σαβελλίου. Ἐπίσης, ἀφοῦ δωροδόκησαν κάποια γυναῖκα ἐλαφρῶν ἠθῶν, τὴν παρουσίασαν στὴ Σύνοδο καὶ εἶπε ὅτι εἶχε σχέσεις μὲ τὸν Εὐστάθιο καὶ μάλιστα, ὅτι ἀπὸ τὶς σχέσεις αὐτὲς ἀπέκτησε καὶ παιδί. Περιττὸ δὲ νὰ ποῦμε, ὅτι μετὰ τὶς συκοφαντίες αὐτὲς οἱ ἀρειανοί, κατόρθωσαν καὶ ἐξόρισαν τὸν Εὐστάθιο στὴν Τραϊανούπολη τῆς Θρᾴκης, ὅπου καὶ πέθανε (τὸ 360). Ὁ λαὸς βέβαια ξεσηκώθηκε καὶ δὲν δεχόταν ν᾿ ἀναγνωρίσει κανένα διάδοχό του. Ἡ μνήμη του ζοῦσε στὸ ποίμνιό του, σὰν ἄνδρα, ποὺ ἀνῆκε στοὺς ἀθλητὲς καὶ μάρτυρες τῆς πίστης. Περίφημο λόγο γιὰ τὸν Εὐστάθιο, ἔξεφωνησε ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος.


Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Γ´ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ ἀπὸ Σχολαστικῶν

Καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Ἀντιοχείας, ποὺ ὀνομαζόταν Σιρίμιο. Σπούδασε στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ δικηγόρου. Καθὼς ἦταν εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος, ἔγινε κληρικὸς καὶ ἐστάλη στὴν Κωνσταντινούπολη σὰν ἀποκρισάριος τοῦ Πατριάρχη Ἀντιοχείας. Καὶ ἐνῷ βρισκόταν ἐκεῖ, ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τὸ 565. Διοίκησε τὴν ἐκκλησία γιὰ 12 χρόνια καὶ μερικοὺς μῆνες καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 577.


Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας Πατριάρχης Ἱεροσολύμων

Γεννήθηκε στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 6ου αἰῶνα. Ἐξελέγη Πατριάρχης Ἱεροσολύμων τὸ ἔτος 609, ὡς διάδοχος τοῦ ἀποθανόντος Ἰσαακίου (601–609) καὶ προκάτοχος τοῦ Ἁγίου Πατριάρχου Μοδέστου (632–634). Τὸ ἔτος 614 ὁ βασιλιὰς τῶν Περσῶν Χοσρόης εἰσέβαλε στὴν αὐτοκρατορία καὶ κατέκτησε τὴν Ἱερουσαλήμ. Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας ὁδηγήθηκε αἰχμάλωτος στὴν Περσία, ἀπ᾿ ὅπου ἔστειλε σημαντικὴ ἐπιστολὴ στὴν Ἐκκλησία του. Τὸ 628 ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος κατανίκησε τοὺς Πέρσες καὶ ἀπελευθέρωσε τὸν Ζαχαρία καὶ ἐπέστρεψαν στὰ Ἱεροσόλυμα φέρνοντας μαζὶ τὸν Τίμιο καὶ Ζωοποιὸ Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, τὸν ὁποῖο εἶχε ἀποσπάσει ὡς λάφυρο ὁ Χοσρόης. Στὶς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 629 ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας ὑψώνει γιὰ δεύτερη φορὰ τὸν Τίμιο Σταυρό. Ἐκοιμήθη εἰρηνικὰ στὶς 21 Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 632.


Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἐπίσκοπος Ἀμάστριδος

Γεννήθηκε τὸ ἔτος 750 ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς τοῦ Θεοδοσίου καὶ τῆς Μεγεθούς, ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κρώμνη, πόλη κοντὰ στὴ Ἀμάστριδα τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Οἱ γονεῖς του τὸν ἀπέκτησαν διὰ πολλῆς προσευχῆς, διότι δὲν ἔκαναν παιδιά. Ὅταν μεγάλωσε καὶ ἐκπαιδεύτηκε ἀρκετά, ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε στὸ ὄρος τῆς Συρικῆς, κοντὰ σ᾿ ἕναν σοφὸ Γέροντα, ὅπου ἀπ᾿ αὐτὸν πῆρε τὸ Ἀγγελικὸ σχῆμα τῶν Μοναχῶν. Ὅταν ὁ Γέροντας αὐτὸς πέθανε, ὁ Γεώργιος πῆγε στὴ Μονὴ Βονύσσης (Βόνιτσα Ἀκαρνανίας), κοντὰ στὴν Ἀμάστριδα, καὶ ἐκεῖ ἀσκήτευε. Κάποτε ὅμως, ὁ Ἐπίσκοπός της Ἀμάστριδας πέθανε καὶ τότε λαὸς καὶ κλῆρος ἔκαναν ἐπίσκοπο τὸν Γεώργιο (788). Ἀφοῦ χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος στὴν Κωνσταντινούπολη, γύρισε στὴν ἐπισκοπή του καὶ ἀποδείχτηκε πραγματικὰ λύχνος ἐπὶ τὴν λυχνίαν. Ἐπιμελήθηκε τὴν διάταξη τῶν ἱερῶν ναῶν, τὴν προστασία τῶν ὀρφανῶν καὶ φτωχῶν με τὶς πτωχοτροφίες καὶ ἄλλα. Ἀξιώθηκε μάλιστα καὶ τοῦ θαυματουργικοῦ χαρίσματος. Ἔτσι, μ᾿ αὐτὸν τὸν ἅγιο τρόπο ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 805. (Ἡ μνήμη του ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 25η Ὀκτωβρίου).


Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρέας καὶ Ἀνατόλιος

Ἄγνωστοι στοὺς Συναξαριστές. Ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων καὶ εἶναι καταταγμένοι στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο σελ. 35 σημ. 1 καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν συγκεκριμένη ἡμερομηνία, γιορτάζουν καὶ 26 Ἀπριλίου καὶ 7 Ἰουνίου. Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ὑπῆρξαν ἀπὸ τοὺς πρώτους μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου. Ὁ Ἀνδρέας καταγόταν ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη καὶ ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Σιδωνίου, ποὺ διαπαιδαγώγησε τὸν Μέγα Εὐθύμιο. Ὁ Ἀνατόλιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥαϊθώ. Αὐτοὶ παρουσιάστηκαν στὸν Μέγα Εὐθύμιο σχεδὸν ταυτόχρονα, ὁ μὲν Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὰ δυό του ἀδέλφια Στέφανο καὶ Γαίανο, ὁ δὲ Ἀνατόλιος μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν πρεσβύτερο καὶ τὸν Θαλάσσιο.