Ἦταν ἀπὸ τὶς Κολοσσαῖς, ὅπου τὸν γνώρισε καὶ τὸν ἔφερε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ δὲ ζῆλος καὶ ἡ ὅλη του προθυμία καὶ εὐσέβεια, γρήγορα ἀνέδειξαν τὸν μαθητὴ Ἄρχιππο καὶ συστρατιώτη τοῦ ἐνδόξου διδασκάλου του, ὅπως χαρακτηριστικὰ τὸν ὀνομάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στὴν πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολή του. Τὸν Ἄρχιππο ἀναφέρει ἐπίσης καὶ στὴν πρὸς Κολοσσαεῖς ἐπιστολή του. Κατὰ τὴν ἐκτέλεση τῆς θείας ἀποστολῆς του, ὁ Ἄρχιππος, συνελήφθη μὲ διαταγὴ τοῦ ἐπάρχου Ἀνδροκλέους. Ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, τὸν γύμνωσαν καὶ τὸν ἔχωσαν μέχρι τὴν μέση σ᾿ ἕνα λάκκο. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἄρχιππος συνέχιζε μὲ μεγάλη φωνὴ νὰ ὁμολογεῖ τὸ Χριστό, τότε τὸν κέντησαν μὲ βελόνες, μπρός, πίσω, στὸ λαιμό, τὶς μασχάλες, τὶς πλευρές, τὰ μάτια, τὰ αὐτιά, τὸ στόμα καὶ τὸ κεφάλι. Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ Ἄρχιππος ἐπέμενε νὰ ὁμολογεῖ τὸ Χριστό. Ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἡ προσευχὴ καὶ ὁ ὕμνος του. Πυκνὸς καὶ βαρὺς λιθοβολισμὸς τότε, ἔδωσε τέλος στὴ ζωή του. Καὶ στὸ στεφάνι τοῦ ἀποστόλου τοῦ προστέθηκε καὶ τὸ στεφάνι τοῦ μάρτυρα. (Ὁρισμένοι Συναξαριστές, ἀναφέρουν, μαζὶ μὲ τὴν μνήμη τοῦ Ἀπ. Ἀρχίππου καὶ τὴν μνήμη τῶν Ἀπ. Φιλήμονος, Ἀπφίας καὶ Ὀνησίμου, περιττῶς βέβαια, διότι ἡ μνήμη ὅλων μαζὶ αὐτῶν τῶν Ἀποστόλων, ἑορτάζεται τὴν 22α Νοεμβρίου).
Οἱ Ἅγιοι Μάξιμος, Θεόδοτος, Ἡσύχιος καὶ Ἀσκληπιοδότη
Ὑπέβαλαν σ᾿ ὅλους σειρὰ σκληρότατων βασανιστηρίων. Τὸ φρόνημά τους ὅμως δὲν κάμφθηκε, ἀλλ᾿ ἔμεινε ἀκμαῖο καὶ ἄπτωτο. Ἡ Ἀσκληπιοδότη ἡ παρθένος ἐπέδειξε καὶ αὐτὴ τὴν ἴδια καρτερία καὶ γενναιότητα. Δὲν κάμφθηκαν, ὅταν τὰ κόκκαλά τους συντρίβονταν καὶ οἱ σάρκες τοὺς ξεσχίζονταν κάτω ἀπὸ τὸ χαλάζι τῶν λιθοβολισμῶν. Μανιώδης ὁ τύραννος εἰδωλολάτρης διέταξε καὶ τὸν ἀποκεφαλισμό τους. Ἀλλ᾿ οἱ μάρτυρες τὸν καταντρόπιασαν καὶ ἡ Ἀσκληπιοδότη τὸν κατανίκησε. Τὰ ξίφη ἔκοψαν τὰ κεφάλια τους, ἀλλ᾿ οἱ ψυχές τους ἔμειναν ἐλεύθερες καὶ ἀδούλωτες. Τὸ δὲ μαρτυρικὸ αἷμα τους ἔθρεψε τὸ δένδρο τῆς ἀλήθειας, ἐνῷ κατέπνιξε τὸν δράκοντα τῆς πλάνης.
Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ζήνωνα (476) καὶ γεννήθηκε στὰ Σαμόσατα (Σεμψάτ) τῆς Συρίας. Ἐκπαιδεύτηκε ἀπὸ ἕναν φημισμένο δάσκαλο, τὸν Βαρυψαβᾶ, καὶ μεταξὺ ἄλλων ἔμαθε τὴν Συριακὴ γλῶσσα. Ἀφοῦ ἀσκήθηκε στὴν ἡσυχαστικὴ ζωή, πῆγε στὴ Φοινίκη μαζὶ μὲ ἄλλους καὶ ἵδρυσε κοινοβιακὴ συντροφιά. Ἀργότερα μὲ συνδρομὴ τοῦ βασιλιᾶ Ζήνωνα καὶ τοῦ ἐπισκόπου Βηρυτοῦ Ἰωάννη ἵδρυσε μοναστήρι, ποὺ ἀνέδειξε σὲ κέντρο χριστιανικῆς ἐργασίας μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἡ ἐπιτυχία ὑπῆρξε μεγάλη. Ἔπειτα μὲ συνδρομὴ τοῦ βασιλιᾶ Ἀναστασίου τοῦ Δικόρου, ὁ Ῥαβουλᾶς ἔκτισε ὁμώνυμό του μοναστήρι στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀλλὰ κατόπιν, πῆγε καὶ σ᾿ ἄλλους τόπους καὶ ἔκτισε κι᾿ ἄλλα μοναστήρια, φροντίζοντας νὰ τὰ ἐπανδρώσει μὲ μοναχοὺς μορφωμένους καὶ ζηλωτές. Πράγματι ὁ Ῥαβουλᾶς ὑπῆρξε ὁ ἀκάματος ἐργάτης τῆς πίστης. Πέθανε πάνω ἀπὸ 80 χρονῶν, στὰ πρῶτα χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ψιθυρίζοντας μέχρι τελευταίας του πνοῆς τὸ γλυκὸ ἐκεῖνο ῥητό του Κυρίου: «Δεῦτε πρὸς μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς».
Οἱ Ὅσιοι Εὐγένιος καὶ Μακάριος οἱ ὁμολογητές
Ἔζησαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ἰουλιανοῦ του Παραβάτη. Ἐπὶ τῶν διωγμῶν, ποὺ γίνονταν ἐπὶ βασιλείας αὐτοῦ τοῦ ἀποστάτη αὐτοκράτορα, ὁ Εὐγένιος καὶ ὁ Μακάριος ὑποβλήθηκαν σὲ πολλὰ βασανιστήρια. Κατόπιν μὲ στρατιωτικὴ συνοδεία στάλθηκαν ἐξόριστοι στὴ Μαυριτανία. Πέθαναν ἀπὸ τὶς κακουχίες, ἀλλ᾿ εὐχαριστῶντας τὸ Θεό, ποὺ τοὺς διατήρησε ἀλύγιστους στὸ μαρτύριό τους.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κιλικία καὶ ἀπὸ πολὺ νέος ἔγινε μοναχὸς στὸ Μοναστήρι τοῦ Πενθουκλᾶ, ποὺ ἦταν κοντὰ στὸν Ἰορδάνη. Ἔπειτα ἔγινε Πρεσβύτερος καὶ ἔφτασε στὰ ἀνώτατα στάδια τῆς πνευματικῆς ἄσκησης. Τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων Πέτρος (524-552) καὶ τὸν διόρισε νὰ βαπτίζει τοὺς προσερχόμενους στὸν Ἰορδάνη. Ὅταν ὅμως ἐπρόκειτο νὰ βαπτίσει γυναῖκα, σὰν ἄνθρωπος σκανδαλιζόταν καὶ σκεφτόταν νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸ Κοινόβιο. Ἀλλὰ τοῦ παρουσιάστηκε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστῆς, ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Κάνε ὑπομονὴ γέροντα καὶ ἐγὼ θὰ σὲ ἐλαφρύνω ἀπὸ τὸν πόλεμο». Κάποια μέρα ὅμως, ἦλθε νὰ βαπτισθεῖ μία πανέμορφη Περσίδα καὶ ὁ Ὅσιος δὲν μπόρεσε νὰ τὴν βαπτίσει καὶ νὰ τὴν χρίσει γυμνή. Καὶ ἡ κόρη ἔμεινε ἀβάπτιστη. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὅταν τὸ ἔμαθε στενοχωρήθηκε πολύ. Ὁ δὲ Κόνων πῆρε τὸ δρόμο τῆς ἀναχώρησης. Ἀλλὰ τοῦ παρουσιάσθηκε καὶ πάλι ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ τοῦ ἐπανέλαβε τὰ βοηθητικὰ ἐκεῖνα λόγια. Τότε ὁ Κόνων τοῦ εἶπε ὅτι δὲν ξαναεπιστρέφει, διότι ἐνῷ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τὸν βοηθήσει δὲν τὸ ἔκανε. Ὁ δὲ Τίμιος Πρόδρομος, ἀφοῦ τὸν σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, τοῦ εἶπε νὰ ἐπιστρέψει καὶ νὰ μὴ ἀμφιβάλει πλέον. Ὅποτε ὁ Γέρων ἐπανῆλθε στὸ κοινόβιο καὶ τὴν ἑπομένη ἔχρισε καὶ βάπτισε τὴν νεαρὴ Περσίδα, χωρὶς καθόλου νὰ στοχασθεῖ, ὅτι ἦταν γυναῖκα. Ἔζησε δὲ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Ὅσιος ἄλλα 20 χρόνια καὶ ἔφτασε στὸ μεγαλύτερο βαθμὸ τῆς ἀπάθειας, καὶ εἰρηνικὰ ἀπεβίωσε.
Δὲν ὑπάρχουν πληροφορίες γιὰ τὴν ζωή του. Ἡ μνήμη τοῦ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 καὶ τὸν Delehaye, ὅπου καλεῖται ἐπίσκοπος.
Ἂν οἱ μάρτυρες τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων εἶναι ἱκανοὶ νὰ παροτρύνουν ψυχὲς νὰ ἀγωνιστοῦν γιὰ τὸν Χριστό, οἱ νεομάρτυρες ἀποδεικνύουν ὅτι ἅγιοι μποροῦν νὰ ὑπάρξουν σὲ κάθε ἐποχὴ καί, ἑπομένως, ὁ κατὰ Χριστὸν ἀγῶνας πρέπει νὰ εἶναι συνεχής. Μία τέτοια παραδειγματικὴ νεομάρτυς εἶναι καὶ ἡ Ὁσία Φιλοθέη. Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1522 ἀπὸ στεῖρα μητέρα, τὴν Συρίγη, ποὺ προσευχήθηκε ἀμέτρητες φορές, γιὰ νὰ τῆς χαρίσει ὁ Θεὸς αὐτὴ τὴν κόρη. Ὁ δὲ πατέρας τῆς ὀνομαζόταν Ἄγγελος Μπενιζέλος. Ὅταν ἡ Ὁσία ἔγινε δώδεκα χρονῶν, οἱ γονεῖς της μὲ τὴν βία τὴν πάντρεψαν μὲ ἕναν ἀρκετὰ πλούσιο ἄνδρα τῶν Ἀθηνῶν. Ἡ ζωή της κοντά του ἦταν μαρτυρική, διότι συνεχῶς τὴν χτυποῦσε καὶ τὴν βασάνιζε. Ὁ Θεὸς βλέποντας τὴν ὑπομονή της, μετὰ τρία χρόνια, θερίζει μὲ τὸ δρεπάνι τοῦ θανάτου τὸ βάναυσο σύζυγό της. Τότε ἡ Ὁσία, ἂν καὶ δέχτηκε πιέσεις γιὰ δεύτερο γάμο, ἀποφασίζει καὶ γίνεται μοναχή. Τὴ μεγάλη της περιουσία διέθεσε στοὺς φτωχοὺς καὶ γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν σκλαβωμένων χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἔτσι ἔγινε «καρφί» στὸ μάτι τῶν Τούρκων, καὶ ὅταν τοὺς δόθηκε ἡ εὐκαιρία, εἰσέβαλαν στὸ μοναστήρι της καὶ τὴν ἔσυραν ἔξω. Ἀφοῦ τὴν χτύπησαν ἀνελέητα, προκάλεσαν τὸ θάνατό της, στὶς 19 Φεβρουαρίου 1589. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο ῥωτᾷ: «Δὲν ἦταν καὶ αὐτὴ φύση ἀσθενέστερη καθότι γυναῖκα; Δὲ συνάντησε τόσους καὶ τόσους πειρασμοὺς καὶ ἐμπόδια στὸ δρόμο τῆς ζωῆς της; Ἀλλ᾿ ὅμως, κανένα ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν μπόρεσε νὰ ψυχράνει τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχε στὸ Θεό».
Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ νέος ἱερομάρτυρας
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἤπειρο καὶ ἔγινε Ἱερομόναχος στὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ συγκεκριμένα στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ κατόπιν στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα (Ῥωσική). Τὸν κατέλαβε ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου καὶ γύριζε τὰ χωριὰ γύρω ἀπὸ τὶς Σέῤῥες καὶ τὴν Δρᾶμα, κηρύττοντας τὸν Χριστὸ σὰν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τὸν Μωάμεθ σὰν πλάνο. Συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ φυλακίστηκε στὶς Σέῤῥες. Κατόπιν ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια, ὅπως ὄσφρηση φωτιᾶς ἀπὸ τὴν μύτη, ἀκάνθινο στεφάνι στὸ κεφάλι, καλαμένιες ἀκίδες στὰ νύχια του καὶ κάψιμο στὰ ἀπόκρυφα μέλη του. Ὁ Νικήτας ὅμως, μὲ θαυμαστὴ σταθερότητα, συνεχῶς ὁμολογοῦσε τὴν πίστη του στὸ Χριστό. Τελικά, στὶς 19 Φεβρουαρίου 1806 τὸν κρέμασαν καὶ ἔτσι δέχτηκε τὸ στεφάνι τῆς ἀφθαρσίας.