Οἱ Ἅγιοι Πάμφιλος, Οὐάλης, Παῦλος, Σέλευκος, Πορφύριος, Ἰουλιανός, Θεόδουλος, Ἠλίας, ἄλλος Ἠλίας, Ἱερεμίας, Ἡσαΐας, Σαμουὴλ καὶ Δανιήλ
Ὅλοι οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ. Τὸ ἐντυπωσιακὸ εἶναι ὅτι, ἐνῷ ὅλοι κατάγονταν ἀπὸ διαφορετικοὺς τόπους, ἦταν στενώτατα ἑνωμένοι μὲ τὸ σύνδεσμο τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, ποὺ εἶναι ὁ μόνος ἄῤῥηκτος σύνδεσμος ἀγάπης καὶ δίνει ζωὴ σ᾿ ὅλες τὶς ἀρετὲς τοῦ ἀγωνιζόμενου χριστιανοῦ. Μάλιστα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τονίζει: «ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις τὴν ἀγάπην, ἥτις ἐστι σύνδεσμος τῆς τελειότητας». Δηλαδή, πάνω σ᾿ ὅλα αὐτὰ (τὰ καλὰ ἔργα) βάλτε τὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι σὰν κρίκος καὶ δένει ὅλες τὶς ἀρετὲς σὲ τέλειο σύνολο. Σὰν ἕνα τέτοιο ἁρμονικὸ σύνολο καὶ οἱ ἐνάρετοι αὐτοὶ ἄνθρωποι ἐργάζονταν στὴν Καισάρεια (τῆς Παλαιστίνης). Ἡ μπόρα, ὅμως, τοῦ διωγμοῦ (290) ἔπληξε καὶ αὐτοὺς καὶ ὁμολόγησαν μὲ θάῤῥος τὸ Χριστό, μπροστὰ στὸν ἔπαρχο Φιρμιλιανό. Καὶ οἱ μὲν Πάμφιλος, Οὐάλης, Παῦλος, Σελεύκιος, Ἠλίας, Ἱερεμίας, Ἡσαΐας, Σαμουὴλ καὶ Δανιήλ, μετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια ἀποκεφαλίζονται ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο. Ὁ δὲ Θεόδουλος πεθαίνει μὲ σταυρικὸ θάνατο. Καὶ τέλος, ὁ Πορφύριος, ποὺ ἦταν ὑπηρέτης τοῦ Ἁγίου Παμφίλου, καὶ ὁ Ἰουλιανός, ὅταν πῆγαν νὰ παραλάβουν τὰ λείψανα τῶν μαρτύρων, ὁ ἔπαρχος κατάλαβε ὅτι ἦταν κι αὐτοὶ χριστιανοὶ καὶ διέταξε νὰ τοὺς ῥίξουν στὴ φωτιά. Ἔτσι, ἑνώθηκαν καὶ αὐτοὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους μάρτυρες καὶ προστέθηκαν ὅλοι μαζὶ στὸ χορὸ τῶν γενναίων ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ὅσιος Μαρουθᾶς ὁ ἐπίσκοπος καὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴν Περσία καὶ τὰ λείψανα τοὺς μεταφέρθηκαν στὴν Μαρτυρούπολη
Ὁ Ὅσιος Μαρουθᾶς (ποὺ ἦταν ἐπίσκοπος Ταγρίτης στὴ Μεσοποταμία) ἔζησε στὰ χρόνια του Μεγάλου Θεοδοσίου (379-395), ὁ ὁποῖος τὸν ἔστειλε κάποτε μὲ ἐπίσημη ἐντολὴ στὸ βασιλιὰ τῶν Περσῶν (Ἰσδιγέρθη). Αὐτὸς αἰσθάνθηκε βαθὺ σεβασμὸ πρὸς τὸ Χριστιανὸ Ἐπίσκοπο, τοῦ ὁποίου θαύμασε τὸ ἦθος καὶ τὴν συμπεριφορά. Μάλιστα, ἔμεινε ὑποχρεωμένος ἀπέναντι στὸν Μαρουθᾶ, διότι ὁ Ὅσιος θεράπευσε τὴν βασιλοκόρη, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ δαιμόνιο. Τὸν ῥώτησε τότε, ποιὰ χάρη ἤθελε ἀπ᾿ αὐτόν. Ὁ ἐπίσκοπος Μαρουθᾶς ἀπάντησε, ὅτι τίποτα ἄλλο δὲν ζητοῦσε παρὰ μόνο νὰ τοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ κτίσει πόλη, στὴν ὁποία θὰ μεταφέρονταν τὰ λείψανα ὅλων τῶν Ἁγίων, ποὺ μαρτύρησαν στὴν Περσία. Ὁ βασιλιὰς δέχτηκε. Χορήγησε λοιπὸν τὴν ἀπαιτούμενη δαπάνη καὶ ἡ πόλη κτίστηκε, καὶ ὀνομάστηκε Μαρτυρούπολη. Ἡ πόλη αὐτὴ βρίσκεται στὴ Μεγάλη Ἀρμενία πρὸς τὸν Νυμφαῖο ποταμό, ἔγινε μάλιστα μὲ τὸν καιρὸ καὶ ἐπισκοπικὴ ἕδρα. Ἀξιοσημείωτο δὲ εἶναι ὅτι, ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, ὁ ἐπίσκοπος Μαρουθᾶς πέθανε ἀκριβῶς τὴν ἐπέτειο τῆς ἡμέρας, ποὺ εἶχε ἐγκαινιάσει τὴν Μαρτυρούπολη. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ τῆς μνήμης του συνεορτάζουμε καὶ τὸ σύνολο ἐκεῖνο τῶν μαρτύρων, γνωστῶν καὶ ἀγνώστων, ποὺ τὰ λείψανά τους κατέθεσε στὴν πόλη ἐκείνη. (Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι ὁ Ὅσιος Μαρουθας, συνέγραψε πολλὰ μαρτύρια τῶν συγχρόνων αὐτοῦ μαρτύρων, στὴ Συριακὴ γλῶσσα, δημοσιευθέντα ὑπὸ τοῦ Ἀσσαμάνη).
Ὁ Ἅγιος Φλαβιανὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Φλαβιανὸς ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ σκευοφύλακας τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Διαδέχτηκε τὸν ἐπίσης Ἅγιο Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλο κατὰ τὸ 447. Σὰν Ἀρχιεπίσκοπος ὁ Φλαβιανὸς καταδίκασε, μὲ τοπικὴ Σύνοδο ποὺ ἔγινε τὸ 448, τὴν πλάνη τοῦ ἀρχιμανδρίτου Εὐτυχοῦς, ποὺ ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε μόνο θεία φύση, ἡ ὁποία ἀπεῤῥόφησε ἐντελῶς τὴν ἀνθρώπινη. Συγχρόνως δέ, ἡ Σύνοδος αὐτὴ καθαίρεσε καὶ ἀφόρισε τὸν Εὐτυχῆ. Ἀλλ᾿ ὁ Εὐτυχής, μὲ τὴν ὑποστήριξη τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας καὶ τοῦ ἀναξίου Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Διοσκόρου, κατάφερε νὰ συγκροτηθεῖ, τὸν Αὔγουστο τοῦ 449 στὴν Ἔφεσο, Σύνοδος ἡ λεγόμενη λῃστρικὴ Σύνοδος. Κατὰ τὴν Σύνοδο αὐτή, ὅλα ἦταν προετοιμασμένα κατὰ τοῦ Φλαβιανοῦ, καὶ μάλιστα, ὄχλος μὲ ἐπικεφαλῆς ἀγρίους μοναχοὺς καὶ ὑπὸ τὴν ἀρχηγία ἑνὸς ῥασοφόρου τέρατος, τοῦ ἀρχιμανδρίτη Βαρσουμᾶ, εἰσέβαλαν στὴ Σύνοδο καὶ κακοποίησαν βαριὰ τὸν Φλαβιανό, ὁ ὁποῖος μετὰ τρεῖς ἡμέρες πέθανε ἀπὸ τὶς πληγές, ποὺ τοῦ προκάλεσαν οἱ φονεῖς του. Ἀλλὰ μετὰ δυὸ χρόνια, τὸ 451, στὴ Δ´ Οἰκ. Σύνοδο, ἡ αἵρεση καταδικάσθηκε, ὁ Εὐτυχὴς ἀναθεματίστηκε καὶ ὁ Διόσκορος καθαιρέθηκε. Τὸ δὲ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἀνακομίσθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸ ναὸ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων.
Ὁ Ὅσιος Φλαβιανὸς πῆγε στὴν κορυφὴ ἑνὸς ὄρους, ὅπου ἔκτισε ἕνα μικρὸ κελλί. Ἐκεῖ μέσα κλείστηκε καὶ πέρασε 60 ὁλόκληρα χρόνια, μὲ αὐστηρὴ νηστεία, προσευχὴ καὶ χωρὶς νὰ ἔλθει σὲ ἐπαφὴ μὲ κανέναν ἄνθρωπο. Ἀπὸ κάποιο μέρος ἔβγαζε μόνο τὰ χέρια του γιὰ νὰ παραλάβει τὴν τροφή του, ποὺ ἦταν βρεγμένα ὄσπρια μία φορὰ τὴν βδομάδα. Ἔτσι ὁ Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα, ποὺ μὲ τὴν προσευχή του, θανάτωσε μεγάλο δράκοντα, ἔδιωξε ἀπὸ κάποιο χωράφι τὶς ἀκρίδες ποὺ θὰ τὸ κατέστρεφαν, ἔβγαλε τὸ δαιμόνιο ἀπὸ κάποιον νέο καὶ τὸν μαστὸ κάποιας γυναίκας θεράπευσε ἀπὸ καρκίνο. Ἔτσι ἅγια ἀφοῦ ἔζησε παρέδωσε στὸν Θεὸ τὴν μακάρια ψυχή του.
Ὁ Ἅγιος Ῥωμανὸς ὁ νέος ὁσιομάρτυρας
Βλέπε τὴν βιογραφία του στὶς 5 Ἰανουαρίου.